Καθαρεύουσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο)
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.)
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.)
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.)
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.)
Διάλεκτοι:
Αιολική, Αρκαδοκυπριακή,
ΑττικήΙωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική
Μακεδονική

Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)


Ιδιώματα: Ασιανισμός, Αττικισμός


Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700)
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700)
Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός
Διάλεκτοι:
Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική

Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα)
Ελληνικός κώδικας Μπράιγ,
Ελληνική νοηματική γλώσσα,
Κώδικας Μορς

Η καθαρεύουσα είναι μορφή της Ελληνικής γλώσσας η οποία άρχισε να διαμορφώνεται τον 18ο αιώνα και χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα στην Ελλάδα και την Κύπρο ως η επίσημη μορφή γραπτής και προφορικής επικοινωνίας.

Τη μορφή αυτή πρότεινε ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1834), Έλληνας φιλόλογος, επηρεασμένος από τις ιδέες του διαφωτισμού. Σκοπός του ήταν να «καθαριστεί» η ελληνική γλώσσα από τις ξένες επιδράσεις που είχε δεχτεί κατά τη μακρά παραμονή αυτών των εθνοτικών ομάδων στον ελληνικό χώρο.

Η καθαρεύουσα έχει πολλά στοιχεία από την αρχαία ελληνική γλώσσα και αποτελεί έναν ενδιάμεσο κρίκο με τη δημοτική γλώσσα. Στην καθαρεύουσα χρησιμοποιείται αποκλειστικά το πολυτονικό σύστημα.

Χρησιμοποιήθηκε από το επίσημο Ελληνικό κράτος μέχρι το 1976, οπότε και εγκαταλήφθηκε η χρήση της από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Γεώργιο Ράλλη και επιβλήθηκε η χρήση της νεοελληνικής δημοτικής γλώσσας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και στη διοίκηση. Αρκετά στοιχεία της πέρασαν στη δημοτική, κυρίως φράσεις της δοτικής όπως «εν ψυχρώ», «Δόξα τω Θεώ» κ.τ.λ.

Μέχρι την εγκατάλειψή της, η χρήση δύο μορφών γλώσσας στην Ελλάδα και την Κύπρο είχε ως αποτέλεσμα έντονες αντιδράσεις και αντιπαραθέσεις, οι οποίες έχουν μείνει στη νεοελληνική ιστορία με το όνομα γλωσσικό ζήτημα. Κάποιες από τις αντιδράσεις στην αρχή του 20ού αιώνα είχαν αποτέλεσμα αιματηρά επεισόδια, τα Ευαγγελικά, με αφορμή τη δημοσίευση σε εφημερίδα μετάφρασης στη δημοτική του Ευαγγελίου το 1901, και τα Ορεστειακά, με αφορμή το ανέβασμα της τραγωδίας Ορέστεια στη δημοτική το 1903. Χαρακτηριστική είναι επίσης η περίπτωση του γραμμένου στη δημοτική αναγνωστικού Τα Ψηλά Βουνά, που εισήγαγε η κυβέρνηση Βενιζέλου το 1917 και το οποίο η επόμενη κυβέρνηση Γούναρη απέσυρε και έκαψε ως «ἔργον ψεύδους» το 1920. Οι υποστηρικτές της καθαρεύουσας χαρακτηρίζονταν από τους δημοτικιστές «καθαρολόγοι» και «καλαμαράδες» και ανταπέδιδαν με τον χαρακτηρισμό «μαλλιαροί» (από το ειρωνικό προσωνύμιο «μαλλιαρή» που χρησιμοποιούσαν για τη δημοτική).

Η καθαρεύουσα χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα στην εφημερίδα Εστία, αλλά και από την Εκκλησία της Ελλάδας, την Εκκλησία της Κύπρου και το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σε πολλά έγγραφά της και προφορικά.

Παράδειγμα κειμένου στην Καθαρεύουσα

Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν, καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια Ἑλληνικὰ ἔθη.

...

Ὁ ναΐσκος εὐρίσκετο τρεῖς ὥρας μακρὰν τῆς πόλεως καὶ ὁ παπα-Διανέλλος ὁ Πρωτέκδικος εἶχεν ἐπέλθει ἐκεῖ ἀπὸ τῆς πρωίας τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἀφοῦ ἔλαβεν τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ κυρ-Κωνσταντοῦ, ὅτι θὰ ἔφθανε πρὸς τὸ βράδυ διὰ νὰ ψάλῃ καὶ συνεορτάσωσιν ὁμοῦ τὴν Ἀνάστασιν. Ἄλλον βοηθὸν ὁ παπὰς δὲν εἶχεν· ὁ νεώτερος υἱός του, ἑτοιμαζόμενος ἐφέτος δι᾿ ἐξετάσεις εἰς τὸ διδασκαλεῖον, δὲν ἠδυνήθη νὰ ἔλθῃ τὸ Πάσχα.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 - 1911), Από το διήγημα «Λαμπριάτικος Ψάλτης» [1]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη γνωστή χρήση του όρου «Καθαρεύουσα» είναι σε ένα έργο του Νικηφόρου Θεοτόκη το 1796.

Η Καθαρεύουσα χρησιμοποιήθηκε ως επίσημη γλώσσα του Ελληνικού κράτους έως το 1976. Ο όρος «Καθαρεύουσα» υποδηλώνει μια καθαρή μορφή της ελληνικής, όπως υποθετικά θα εξελισσόταν από την αρχαία ελληνική χωρίς εξωτερικές επιρροές.

Στα μεταγενέστερα χρόνια, η Καθαρεύουσα χρησιμοποιήθηκε για επίσημους σκοπούς (όπως πολιτική, επιστολές, επίσημα έγγραφα), ενώ η δημοτική γλώσσα ήταν η καθημερινή γλώσσα. Αυτό δημιούργησε το λεγόμενο Γλωσσικό ζήτημα. Το 1976, η Δημοτική έγινε η επίσημη γλώσσα και το 1982 εγκαταλείφθηκε το πολυτονικό σύστημα γραφής.

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεγάλο μέρος του λεξιλογίου της Καθαρεύουσας και των γραμματικών και συντακτικών κανόνων της έχουν επηρεάσει τη δημοτική γλώσσα. Η Νεοελληνική κοινή ενδέχεται να υποστηριχθεί ότι είναι ένας συνδυασμός της Δημοτικής και της Καθαρεύουσας. Μεταξύ των μεταγενέστερων χαρακτηριστικών της Καθαρεύουσας είναι οι σύνθετες λέξεις, νεολογισμοί και δημιουργία καινούριων λέξεων ή ακόμα και μεταφραστικά δάνεια.

Παράδειγμα κειμένου με μετάφραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Καθαρεύουσα: Ἡ δ' ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος ἀποδημία του ἐγένετο πρόξενος πολλῶν ἀδίκων κρίσεων περὶ προσώπων καὶ πραγμάτων καὶ πρῶτα πρῶτα τῆς περὶ ἧς ἀνωτέρω ἔγινε λόγος πρὸς τὸν κλῆρον συμπεριφορᾶς του. Ἂν ἔζη ἐν Ἑλλάδι καὶ ἤρχετο εἰς ἐπικοινωνίαν πρὸς τὸν κλῆρον καὶ ἐγνώριζεν ἐκ τοῦ πλησίον ὄχι μόνον τὰς κακίας, ἀλλὰ καὶ τὰς ἀρετὰς αὐτοῦ, ὄχι μόνον πολὺ θὰ συνετέλει εἰς διόρθωσίν τινων ἐκ τῶν κακῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐχόντων, ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ ἤκουεν ὅσα ἤκουσεν ἐκ τῶν ὑπερβολικῶν κατὰ τοῦ κλήρου ἐκφράσεών του.[2]
  • Καθιερωμένα νέα ελληνικά: Η αποδημία του από την Ελλάδα έγινε πρόξενος πολλών άδικων κρίσεων για πρόσωπα και πράγματα και πρώτα πρώτα, για την οποία έγινε λόγος παραπάνω, της συμπεριφοράς του προς τον κλήρο. Αν ζούσε στην Ελλάδα και ερχόταν σε επικοινωνία με τον κλήρο και γνώριζε από κοντά όχι μόνο τις κακίες, αλλά και τις αρετές αυτού, όχι μόνο θα συντελούσε πολύ στη διόρθωση μερικών από τα κακά που υπάρχουν στην Εκκλησία, αλλά και δεν θα άκουγε όσα άκουσε εξαιτίας των υπερβολικών εκφράσεών του εναντίον του κλήρου.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ρέα Δελβερούδη, «Από τη μιξοβάρβαρον στην καθαρεύουσα: Η διαμόρφωση ενός όρου», στο: Μ. Θεοδωροπούλου (επιμ.), Θέρμη και φως: Αφιερωματικός τόμος στη μνήμη του Α.-Φ. Χριστίδη. Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2008, σελ. 353-363.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]