Δημαρχείο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το Δημαρχείο του Αμβούργου, που ολοκληρώθηκε το 1897.
Το Δημαρχείο της Ερμούπολης
Το Δημαρχείο της Κουόπιο, στη Φινλανδίας
Το Δημαρχείο της Τζωρτζ Τάουν, στη Μαλαισία
Το Δημαρχείο της Καβάλας, αρχικώς έπαυλη Ούγγρου καπνεμπόρου
Το Δημαρχείο του Ρεσίφε
Δημαρχείο, αρχηγείο της αστυνομίας και σταθμός της πυροσβεστικής, όλα σε ένα στον μικρό δήμο του Σάουθ Παλμ Μπητς της Φλόριντα
Το Δημαρχείο της Στοκχόλμης, όπου λαβαίνει χώρα η δεξίωση των Βραβείων Νόμπελ στις 10 Δεκεμβρίου εκάστου έτους.
Το αρχιτεκτονικώς ονομαστό Δημαρχείο του Τορόντο
Το δημαρχείο της κώμης Φόρντουιτς, στο Κέντ της Αγγλίας, κτίσμα του 16ου αιώνα, που μοιάζει με κλειστή αγορά της εποχής.

Δημαρχείο ή δημαρχιακό μέγαρο ονομάζεται το κύριο κτήριο που στεγάζει τη διοίκηση μιας πόλεως, κωμοπόλεως ή δήμου.[1] Συνήθως φιλοξενεί τις συνεδριάσεις του δημοτικού συμβουλίου, λειτουργία η οποία αντανακλάται στη γερμανική λέξη για το δημαρχείο: Rathaus, δηλαδή «Οίκος των Συνελεύσεων». Επίσης, είναι η έδρα του/της δημάρχου και το κτήριο στο οποίο στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες του δήμου με τα γραφεία τους (σε μικρές πόλεις όλες οι δημοτικές υπηρεσίες).

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα στην κεντρική και τη δυτική Ευρώπη μία μεγάλη αίθουσα (hall), στην οποία συνεδρίαζε το δημοτικό συμβούλιο, αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος του κτηρίου, από όπου και οι αγγλικοί όροι City Hall και Town Hall. Η αίθουσα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για άλλες εκδηλώσεις της τοπικής κοινωνίας. Και σήμερα σε πολλές περιπτώσεις τα δημαρχεία χρησιμεύουν όχι μόνο ως στέγες των αυτοδιοικητικών λειτουργιών, αλλά, διαθέτοντας κατάλληλες εγκαταστάσεις και χώρους, και για διάφορες αστικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Αυτές μπορεί να είναι εκθέσεις εικαστικών, παραστάσεις και φεστιβάλ. Πολλά σύγχρονα δημαρχεία σχεδιάζονται έχοντας κατά νου αυτή την ποικιλία και ευελιξία χρήσεων.

Ως σύμβολα της τοπικής εξουσίας, τα δημαρχεία έχουν ξεχωριστή και διακεκριμένη αρχιτεκτονική, με τα κτήρια να έχουν σε κάποιες περιπτώσεις και μεγάλη ιστορική σημασία, όπως το Γκύλντχωλ του Λονδίνου. Μπορεί να φθάσουν να συμβολίζουν και τις ίδιες τις πόλεις τους.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αρχαία Ρώμη μεγάλα κτήρια με μία αίθουσα, που ονομάζονταν βασιλικές, χρησίμευαν ως δικαστήρια, τόποι συνελεύσεων ή και για το εμπόριο, προτού γίνουν συνώνυμα συγκεκριμένου τύπου χριστιανικού ναού. Στον πρώιμο δυτικό Μεσαίωνα η «Μεγάλη Αίθουσα» αποτελούσε το κύριο και κάποτε το μοναδικό δωμάτιο της οικίας ενός φεουδάρχη. Εκεί ο «ευγενής» τοπάρχης ζούσε με την οικογένεια και την ακολουθία του, εκεί έτρωγε, κοιμόταν και από εκεί διοικούσε και απένεμε δικαιοσύνη. Οι δραστηριότητες που λάβαιναν χώρα εκεί διεδραμάτιζαν ουσιαστικό ρόλο στη λειτουργία της φεουδαρχικής διοικητικής μονάδας. Καθώς οι κατοικίες αυτές εξελίχθηκαν σε μέγαρα, κάστρα και ανάκτορα, η κεντρική «Μεγάλη Αίθουσα» παρέμεινε μια ουσιώδης μονάδα εντός του αρχιτεκτονικού συγκροτήματος.

Κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, ή και την πρώιμη νεότερη περίοδο, πολλές ευρωπαϊκές πόλεις με δικαίωμα να φιλοξενούν αγορές (market towns) ανέγειραν δημοτικές κλειστές αγορές, στο επίπεδο του δρόμου, οι οποίες διέθεταν έναν επάνω όροφο με ένα ή περισσότερα δωμάτια που χρησίμευαν για δημοτικούς σκοπούς. Τέτοια κτίσματα υπήρξαν σε πολλές περιπτώσεις οι πρόδρομοι των δημαρχείων των πόλεων αυτών.

Η σύγχρονη έννοια του δημαρχείου αναπτύχθηκε μαζί με εκείνη της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοικήσεως. Οι πόλεις που διοικούνταν από μία ομάδα εκλεγμένων ή επιλεγμένων αντιπροσώπων, αντί από έναν κληρονομικό άρχοντα, χρειάζονταν έναν τόπο για τις συνελεύσεις αυτών των αντιπροσώπων. Το δημαρχείο της Κολωνίας, έργο του 1135, αποτελεί ένα εξέχον παράδειγμα για τη δημοτική αυτονομία των μεσαιωνικών πόλεων. Το Παλάτσο Πούμπλικο της Δημοκρατίας της Σιένα και το Παλάτσο Βέκιο της Φλωρεντίας, αμφότερα με τον ρόλο του δημαρχιακού μεγάρου, χρονολογούνται από το 1297 και το 1299 αντιστοίχως. Το καθένα από αυτά είναι ένα μεγάλο οχυρό κτήριο που διαθέτει μία μεγάλη αίθουσα συναντήσεων-συνελεύσεων και πολυάριθμους διοικητικούς θαλάμους. Αμφότερα τα «παλάτσο» επιστέφονται από πολύ ψηλούς πύργους με ρολόγια, με βάση τα οποία οι κάτοικοι της πόλης μπορούσαν να ρυθμίζουν τη ζωή τους. Αμφότερα έχουν εγκαταστάσεις για την αποθήκευση ντοκουμέντων και αναφορών που σχετίζονται με τη διοίκηση της πόλεως. Αυτά τα χαρακτηριστικά (μία μεγάλη αίθουσα, ένας πύργος και ένα ρολόι, και δευτερευόντως διοικητικά δωμάτια και ένα δωμάτιο αρχείων ή τίτλων) έγιναν τα στάνταρ των δημαρχείων σε όλη την Ευρώπη. Το Δημαρχείο των Βρυξελλών με τον ύψους 96 μέτρων πύργο του, έργο του 15ου αιώνα, αποτελεί ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα παραδείγματα μεσαιωνικού δημαρχείου και χρησίμευσε ως πρότυπο για δημαρχεία έως και του 19ου αιώνα, όπως αυτό της Βιέννης.

Κατά τον 19ο αιώνα τα δημαρχεία άρχισαν να περιλαμβάνουν και αναγνωστήρια για τη δωρεάν επιμόρφωση του λαού, με αποτέλεσμα να γίνει τελικώς συνήθεια για τις δημοτικές αρχές να ιδρύουν και να διατηρούν μία βιβλιοθήκη ως μέρος των υπηρεσιών τους προς την κοινότητα («δημοτική βιβλιοθήκη»). Η μεσαιωνική «Μεγάλη Αίθουσα», η πεμπτουσία κάποτε του δημαρχείου, έγινε σε πολλές περιπτώσεις ένας χώρος για δεξιώσεις, χοροεσπερίδες και δημόσια ψυχαγωγία. Αρκετά δημαρχεία, ιδίως κατά τον 19ο αιώνα, ήταν εξοπλισμένα με μεγάλα εκκλησιαστικά όργανα για χρήση σε δημόσιες συναυλίες.

Κατά τον 20ό αιώνα τα δημαρχεία άρχισαν να χρησιμεύουν και ως χώροι για μια ευρύτερη ποικιλία πρόσκαιρων δραστηριοτήτων: για ψηφοφορίες, εξετάσεις, εμβολιασμούς, καταφυγή και περίθαλψη σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, για την ανάρτηση των ονομάτων των πεσόντων στους πολέμους κλπ., και όλα αυτά επιπλέον των συνηθισμένων γραφειοκρατικών διοικητικών λειτουργιών και των εορταστικών εκδηλώσεων. Η δημοτική διοίκηση τείνει πλέον να μεταφέρει τις διοικητικές λειτουργίες από τα παλαιά ιστορικά κτήρια σε σύγχρονα κτήρια γραφείων.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «city hall». Merriam-Webster Online Dictionary. 2010. Ανακτήθηκε στις 19 Μαΐου 2010. 1 : the chief administrative building of a city
    2 a : a municipal government
       b : city officialdom or bureaucracy
     

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]