Δεσπότης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Δεσπότης (θηλ.: Δεσποτίς, Δεσπότειρα, Δεσποτίνα, και Δέσποινα)

Ηγεμονικός τίτλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μανουήλ Β' Παλαιολόγος με την οικογένειά του: η αυτοκράτειρα Ελένη Δραγάση (δεξιά) και τρεις από τους γιούς τους, ο πρωτότοκος και συμβασιλεύς Ιωάννης Η' Παλαιολόγος (αριστερά) και οι αδερφοί του, δεσπότες Ανδρόνικος και Θεόδωρος.

Ο όρος «δεσπότης» χρησιμοποιούνταν με την έννοια του κυρίου του οίκου, οικογενειάρχη, οικοδεσπότη. Αντίστοιχο με το λατινικό όρο dominus, στη ρωμαϊκή και πρώιμη βυζαντινή εποχή χρησιμοποιούνταν ως προσφωνητικό για σημαίνοντα πρόσωπα, και ιδιαίτερα τον Θεό, τους επισκόπους και πατριάρχες και τους αυτοκράτορες. Η χρήση του παρέμενε ανεπίσημη, παρά τη σποραδική του εμφάνιση σε επίσημα έγγραφα και νομίσματα (όπως επί Λέοντος Γ').[1][2]

Ο τίτλος απέκτησε μια πιο συγκεκριμένη έννοια επί Μανουήλ Α', ο οποίος δημιούργησε το έκτακτο αξίωμα του «δεσπότη» το 1163 για τον γαμπρό του Μπέλα Γ', ο οποίος εκείνη την εποχή είχε οριστεί διάδοχος του αυτοκράτορα.[1] Το αξίωμα αυτό καθιερώθηκε έκτοτε ως το υψηλότερο στην υστεροβυζαντινή αυλική ιεραρχία, αμέσως μετά τον αυτοκράτορα, και απονεμόταν συνήθως στους μικρότερους γιους ή τους γαμπρούς του αυτοκράτορα (ο πρωτότοκος συνήθως στεφόταν συμβασιλεύς). Από το Βυζάντιο, ο τίτλος διαδόθηκε στα όμορα κράτη που βρίσκονταν υπό την πολιτική και πολιτιστική επιρροή της αυτοκρατορίας. Έτσι χρησιμοποιήθηκε από τη Λατινική Αυτοκρατορία, τη Βουλγαρία και τη Σερβία (деспот, θηλ. деспотица) και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, όπου σε αντίθεση με τη συνήθη βυζαντινή πρακτική, «δεσπότης» ονομαζόταν ο διάδοχος του θρόνου.

Ως το υψηλότερο μετά αυτό του βασιλέως αξίωμα, ο τίτλος του «δεσπότη» υιοθετήθηκε από ή παραχωρήθηκε σε αρκετούς ανεξάρτητους ή ημιανεξάρτητους ηγεμόνες του ευρύτερου βυζαντινού κόσμου, των οποίων οι επικράτειες έμειναν γνωστές ως δεσποτάτα, παρότι δεν έφεραν όλοι οι ηγεμόνες τους τον τίτλο αυτό. Τέτοια ήταν το Δεσποτάτο της Ηπείρου και τα διάδοχα δεσποτάτα της Άρτας και του Αγγελοκάστρου, καθώς και η Σερβία μετά το 1403. Ταυτόχρονα, η πρακτική των Παλαιολόγων, από τα μέσα του 14ου αιώνα και ύστερα, να αναθέτουν τη διακυβέρνηση διαφόρων απομακρυσμένων περιοχών του κράτους σε πρίγκιπες της αυτοκρατορικής οικογένειας, οδήγησε στη δημιουργία ημιαυτόνομων επικρατειών κάτω από «δεσπότες», όπως στη Θεσσαλονίκη και το Μοριά.[1] Επί των Παλαιολόγων η απονομή του τίτλου συνοδευόταν από την παραχώρηση ενός κλήρου[3].

Θρησκευτικός τίτλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη χριστιανική ανατολική εκκλησιαστική γλώσσα αποδίδεται συνώνυμα του Επισκόπου. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και τα πλείστα «οφίκια» που παραχώρησε ο Μωάμεθ Β΄ στον νέο Πατριάρχη ήταν και αυτός ο τίτλος του εκλιπόντος Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου. Προς τούτο και ο Πολυχρονισμός : «Τον Δεσπότην και Αρχιερέα ημών Κύριε φύλλαττε εις πολλά έτη'» κλπ και που συνεχίζεται μέχρι σήμερα ανεξάρτητα της μορφής του πολιτεύματος της χώρας.

Η κλητική από λαϊκούς μόνο σε επίκληση ευλογίας: π.χ. Δέσποτα την ευλογία Σας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Kazhdan (1991), σελ. 614
  2. Grierson κ.ά. (1993), σελ. 178
  3. Charles Delvoye, Βυζαντινή Τέχνη, Εκδόσεις Δημ.Ν.Παπαδήμα, Αθήνα 2010, σ.599

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]