Δίκαιο ιθαγένειας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Δίκαιο ιθαγένειαςΝόμοι περί ιθαγένειας ή Νόμοι Ιθαγένειας) είναι ο νόμος κάθε κράτους και σε κάθε δικαιοδοσία μέσα σε κάθε χώρα που ορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ιθαγένειας μέσα σ’ αυτήν τη δικαιοδοσία και τον τρόπο με την οποία αποκτιέται και χάνεται από κάποιον η ιδιότητα του πολίτη. Άτομο που δεν είναι πολίτης μια χώρας γενικά χαρακτηρίζεται ως ξένος, ή όπως αναφέρεται στους νόμους, αλλοδαπός. Κάποιος που δεν έχει αναγνωρισμένη ιθαγένεια η υπηκοότητα θεωρείται ανιθαγενής. Με βάση το σύνηθες Διεθνές Δίκαιο κάθε κυρίαρχο κράτος έχει το δικαίωμα να ορίζει ποιον θα αναγνωρίζει ως έχοντα την εθνικότητα και ποιον είναι πολίτης του. Τέτοιοι ορισμοί μπορεί να γίνονται βάσει εθιμικού δικαίου, νόμων, ή δεδικασμένων περιπτώσεων ή συνδυασμό αυτών. Σε κάποιες περιπτώσεις, ο ορισμός μπορεί να καθορίζεται από το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο —για παράδειγμα από συνθήκες και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ιθαγένειας.

Αρχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά μιλώντας, το δίκαιο της ιθαγένειας βασίζεται είτε στο Δίκαιο του εδάφους (jus soli), είτε στο Δίκαιο του αίματος (jus sanguinis), ή σε συνδυασμό των δύο, ή και ακόμα βάσει σχέσεων γάμου. Το Δίκαιο του εδάφους είναι η αρχή βάσει της οποίας ένα παιδί που γεννιέται στην επικράτεια δικαιοδοσίας ενός κράτους αποκτά την ιθαγένεια αυτού του κράτους. Το Δίκαιο του αίματος (ή Δίκαιο της καταγωγής ή Δίκαιο της συγγένειας), είναι η αρχή βάση της οποίας ένα άτομο αποκτά την ιθαγένεια των γονέων του. Σήμερα, οι περισσότερες αν όχι όλες οι χώρες έχουν ένα συνδυασμό αυτών των δύο αρχών: ούτε παραχωρώντας ιθαγένεια σε όλους όσους γεννιούνται στη χώρα, ούτε αρνούμενοι ιθαγένεια σε παιδιά που γεννήθηκαν εκτός της χώρας[1].

Πολλές χώρες θεωρούσαν στο παρελθόν το γάμο ως σημαντική κατάσταση του ατόμου που άλλαζε τη ζωή του, και ενθάρρυναν την ειδική σχέση που έχουν οι σύζυγοι, κατάσταση που ισχύει και σήμερα. Η γενικότερη αρχή στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ότι η γυναίκα έπρεπε να έχει την ιθαγένεια του άντρα της, δηλαδή μια γυναίκα με το γάμο αποκτούσε αυτομάτως την ιθαγένεια του συζύγου και έχανε την προηγούμενη ιθαγένεια που κατείχε, συχνά με αντίστοιχη αναγνώριση από το άλλο κράτος (αυτό προέβλεπε και ο πρώτος νόμος για την ιθαγένεια της Ελλάδας, ο οποίος ([Άρθρο 4 και 12]) προέβλεπε ότι ξένη που παντρεύεται Έλληνα αποκτά την ιθαγένεια, και Ελληνίδα που παντρεύεται ξένο αποκτά την ιθαγένειά του και χάνει την Ελληνική[2]. Ακόμα και μετά που η ιθαγένεια της γυναίκας δεν εξαρτιόταν από αυτή του άντρα της, υπάρχουν ακόμα διατάξεις στους νόμους με τις οποίες πολιτογραφούνται αυτόματα οι παντρεμένες γυναίκες, και κάποιες φορές και οι άντρες. Η παραπάνω τακτική είχε οδηγήσει σε προβλήματα, όπως η απώλεια της αρχικής ιθαγένειας των συζύγων, ο ένας σύζυγος να χάνει τα δικαιώματα σε προξενική βοήθεια (καθώς αυτή δεν μπορεί να δοθεί σε πολίτες υπό ξένη δικαιοδοσία των οποίων έχουν επίσης την ιθαγένεια), και οι άντρες να καθίστανται υπόχρεοι στρατιωτικής θητείας. Υπάρχει μια αλλαγή τάσης προς την αρχή ότι ο γάμος ούτε η διάλυσή του δεν επηρεάζει αυτόματα την ιθαγένεια κανενός συζύγου, ούτε η αλλαγή ιθαγένειας κατά τη διάρκεια ενός γάμου ενός από τους συζύγους δεν επηρεάζει αυτόματα την ιθαγένεια του άλλου. Όμως, σε πολλές περιπτώσεις, οι σύζυγοι έχουν ειδικές και σύντομου χρόνου διαδικασίες για την πολιτογράφησή τους.

Διεθνείς συνθήκες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Διεθνής Νόμος γενικά αναγνωρίζει το δικαίωμα των κρατών να καθορίσουν τις δικές τους πολιτικές όσον αφορά την ιθαγένεια[3]. Όμως, υπάρχουν κάποιες διεθνείς συνθήκες που αφορούν το Δίκαιο της Ιθαγένειας[3].


Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Vink, M. and G.R. de Groot (2010). Birthright Citizenship: Trends and Regulations in Europe. Comparative Report RSCAS/EUDO-CIT-Comp. 2010/8. Florence: EUDO Citizenship Observatory, pp. 35.» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 26 Νοεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 2016. 
  2. Άρθρο 4 και 12 αντίστοιχα
  3. 3,0 3,1 Gerard-René de Groot, Nationality Law, in ELGAR ENCYCLOPEDIA OF COMPARATIVE LAW 476-492,479 (Jan Smiths ed., 2006).