Γραφείο Πολέμου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γραφείο Πολέμου
War Office
Γενικές πληροφορίες
Σύσταση1857
Πρώην φορέαςΔιάφοροι οργανισμοί και διευθύνσεις
Κατάργηση1964
ΤύποςΚυβερνητικό τμήμα
ΔικαιοδοσίαΥπουργείο Άμυνας (Ηνωμένο Βασίλειο)
ΈδραΚτίριο Γραφείου Πολέμου, Γουάιτχολ, Λονδίνο
ΥπαγωγήΚυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου
Το πρώην κτίριο του Γραφείου Πολέμου.

Το Γραφείο Πολέμου (αγγλικά: War Office‎‎)[1] ήταν κυβερνητικό τμήμα στο Ηνωμένο Βασίλειο υπεύθυνο για την διοίκηση του Βρετανικού Στρατού την περίοδο μεταξύ 1857 και 1964, όταν οι λειτουργίες του μεταφέρθηκαν στο Υπουργείο Άμυνας.

Μέχρι το 1855 αρκετά ανεξάρτητα γραφεία και πρόσωπα ήταν υπεύθυνα για τις διάφορες πτυχές της διοίκησης του Στρατού. Τα τέσσερα σημαντικότερα ήταν ο Αρχηγός του Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων, ο Υπουργός επί του Πολέμου και ο Υπουργός Πολέμου. Οι άλλοι που εκτελούσαν ειδικά καθήκοντα ήταν οι ελεγκτές των λογαριασμών του στρατού, το Ιατρικό Συμβούλιο του Στρατού, το Τμήμα Επιτρόπων, το Συμβούλιο Στρατηγών, ο Γενικός Εισαγγελέας των Ενόπλων Δυνάμεων, η Γενική Επιτροπή Επιθεώρησης, ο Γενικός Ταμίας και το Γραφείο Στέγασης.[2]

Η ονομασία «Γραφείο Πολέμου» αναφέρεται επίσης στο πρώην κτίριο που χρησιμοποίησε το κυβερνητικό τμήμα, που βρίσκεται στο κέντρο του Λονδίνο. Τον Αύγουστο του 2013 είχε ανακοινωθεί πως θα πωλούνταν ώστε να κατασκευαστεί ανοιχτή αγορά στο σημείο.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Γραφείο Πολέμου εξελίχθηκε από το Συμβούλιο Πολέμου, μια ad hoc ομάδα του Βασιλιά και των ανωτέρων στρατιωτικών διοικητών οι οποίοι ήταν επικεφαλής στους πολέμους και τις εκστρατείες του Βασιλείου της Αγγλίας. Ήταν ισάξιο με το Ναυαρχείο, που είχε ευθύνη για το Βασιλικό Ναυτικό και το (κατά πολύ μεταγενέστερο) Υπουργείο Αεροπορίας, που επέβλεπε την Βασιλική Αεροπορία. Η ίδρυση του αποδόθηκε παραδοσιακά στον Ουίλιαμ Μπλαθέιτ, ο οποίος με τον διορισμό του ως Υπουργός επί του Πολέμου το 1864 επέκτεινε το πεδίο ευθύνης του γραφείου του καλύπτοντας την γενική διοίκηση του Στρατού σχετικά με όλα τα θέματα.

Το τμήμα στεγαζόταν σε διάφορα κτίρια του Λονδίνου μέχρι το 1722 όταν στεγάστηκε στην περιοχή Γουάιτχολ, όπου παρέμεινε μέχρι το 1858. Τότε το Γραφείο Πολέμου μεταφέρθηκε στο Πολ Μολ για το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, προτού μεταφερθεί στο κτίριο το οποίο είναι πλέον γνωστό ως Παλαιό Κτίριο του Γραφείου Πολέμου στο κέντρο του Λονδίνου.

Η διοίκηση του Γραφείου Πολέμου γινόταν αρχικά από τον Υπουργό επί του Πολέμου, του οποίου ο ρόλος είχε καθοριστεί κατά την διάρκεια της βασιλείας του Καρόλου Β΄ της Αγγλίας και λειτουργούσε ως γραμματέας του Αρχηγού του Επιτελείου του Βρετανικού Στρατού. Ως πρώτος επικεφαλής του Γραφείου Πολέμου θεωρείται ο Ουίλιαμ Μπλαθέιτ, αν και είχε δύο προκατόχους στο αξίωμα αυτό. Ωστόσο, επρόκειτο για μια σχετικά θέση ελάσσονος κυβερνητικής σημασίας η οποία είχε ως ενασχόληση την διεκπεραίωση των λεπτομερειών της διοίκησης παρά τον σχεδιασμό και την στρατηγική.[3]

Από το 1704 έως το 1855, η θέση του γραμματέα κατεχόταν από υπουργό δευτέρας κλάσης, αν και σε κάποιες περιπτώσεις ήταν μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου. Πολλά από τα καθήκοντά του μεταφέρθηκαν στο Υπουργείο Πολέμου μετά την ίδρυση του το 1794. Τα καθήκοντα του Υπουργού επί του Πολέμου συγχωνεύθηκαν με αυτά του Υπουργού Πολέμου το 1855 (και καταργήθηκαν το 1863).

Το 1855 διαλύθηκε το Συμβούλιο Πυροβολικού ως αποτέλεσμα των άσχημων αποτελεσμάτων κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου. Το ισχυρό αυτό ανεξάρτητο σώμα, που χρονολογούνταν από τον 15ο αιώνα, διοικούνταν από τον Επικεφαλής Στρατηγό του Πυροβολικού, έναν ανώτατο αξιωματικό ο οποίος ήταν αρκετά συχνά μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου. Οι καταστροφικές εκστρατείες του Κριμαϊκού Πολέμου είχαν ως αποτέλεσμα την ενοποίηση όλων των διοικητικών θέσεων το 1855 σε νέα θέση υφιστάμενη στον Υπουργό Πολέμου. Ωστόσο, δεν ήταν πλήρως υπεύθυνος για τον Στρατό. Ο Επικεφαλής του Επιτελείου είχε πρακτικά ίσο βαθμό ευθύνης. Αυτό μειώθηκε θεωρητικά από τις μεταρρυθμίσεις που πραγματοποίησε ο Έντουαρντ Κάρντγουελ το 1870, σύμφωνα με τις οποίες ο Επικεφαλής του Επιτελείου ήταν υφιστάμενος του Υπουργού Πολέμου. Πρακτικά, όμως, μεγάλο μέρος της επιρροής παρέμεινε στον εξαιρετικά συντηρητικό Αρχηγό του Επιτελείου Αρχιστράτηγο Πρίγκιπα Γεώργιο, 2ο Δούκα του Κέιμπριτζ, ο οποίος κατείχε την θέση μεταξύ 1856 και 1895. Η αντίστασή του στις μεταρρυθμίσεις οδήγησε στην μείωση της αποτελεσματικότητας του βρετανικού στρατού συγκριτικά με τους εχθρούς του, κάτι που έγινε ιδιαίτερα εμφανές κατά τον Δεύτερο Πόλεμο των Μπόερς.[4]

Η κατάσταση βελτιώθηκε το 1904 όταν διαλύθηκε η θέση του Αρχηγού του Επιτελείου και αντικαταστάθηκε από τον Αρχηγό Γενικού Προσωπικού, ο οποίος με τη σειρά του αντικαταστάθηκε από τον Αρχηγό του Ανώτατου Γενικού Προσωπικού το 1908. Ιδρύθηκε Στρατιωτικό Συμβούλιο με μορφή παρόμοια αυτής του Συμβουλίου του Ναυαρχείου, και διοικούνταν από τον Υπουργό Πολέμου. Δημιουργήθηκε επίσης θέση Ανώτατου Γενικού Προσωπικού που είχε την ευθύνη της διοίκησης του Στρατού.[5]

Η διοίκηση του Γραφείου Πολέμου εμποδιζόταν από τις έντονες διαμάχες μεταξύ των πολιτικών και στρατιωτικών τμημάτων του οργανισμού. Η διακυβέρνηση του Χ. Χ. Άσκουιθ προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα αυτό κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ορίζοντας τον Λόρδο Κίτσενερ ως Υπουργό Πολέμου, ο οποίος ήταν ο πρώτος και μοναδικός στρατιωτικός που κατείχε την θέση αυτή. Ωστόσο θεωρήθηκε ανεπαρκής, μιας και κατά την διάρκεια της θητείας του η θέση του Ανώτατου Γενικού Προσωπικού είχε πρακτικά απογυμνωθεί. Τα καθήκοντα του αντικαταστάθηκαν επιτυχώς από την Επιτροπή Ανώτατης Άμυνας, η οποία ιδρύθηκε το 1902 δημιουργώντας νέα προβλήματα.[6]

Η ισχύς του Γραφείου Πολέμου μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτι που φαίνεται στην μείωση του αριθμού του προσωπικού στο μεσοπόλεμο. Την 1η Απριλίου 1920, απασχολούσε 7.432 άτομα πολιτικού προσωπικού. Ο αριθμός αυτός μειώθηκε στους 3.872 μέχρι την 1η Απριλίου 1930. Τα καθήκοντα και η χρηματοδότηση του μειώθηκαν επίσης. Το 1936 κατά την διακυβέρνηση του Στάνλεϊ Μπάλντουιν δημιουργήθηκε η θέση του Υπουργού Συντονισμού Αμύνης, η οποία δεν ήταν μέρος του Γραφείου Πολέμου. Όταν ο Ουίνστον Τσώρτσιλ έγινε Πρωθυπουργός το 1940 τα καθήκοντα του Γραφείου Πολέμου στον Υπουργείο Άμυνας (που ήταν ο ίδιος) αν και δεν υπήρξε Υπουργείο Άμυνας μέχρι το 1947.[7]

Ο Κλέμεντ Άττλη διατήρησε την διαρρύθμιση αυτή όταν ανέβηκε στην εξουσία το 1945, αλλά όρισε άλλον Υπουργό Άμυνας για πρώτη φορά το 1947. Από το 1964 ισχύει η παρούσα μορφή του Υπουργείου Άμυνας που προήλθε μετά την κατάργηση του Γραφείου Πολέμου, του Ναυαρχείου και του Υπουργείου Αεροπορίας.

Κτίριο του Γραφείου Πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη του κτιρίου του Γραφείου Πολέμου στο Γουάιτχολ

Μεταξύ του 1906 και του 1964 όταν διαλύθηκε, το Γραφείο Πολέμου στεγαζόταν σε ένα μεγάλο κτίριο νεομπαρόκ αρχιτεκτονικής, το οποίο κατασκευάστηκε το 1906 στο Γουάιτχολ του κεντρικού Λονδίνου. Διαθέτει 1.000 δωμάτια σε επτά ορόφους και 4 χιλιόμετρα (2,5 μίλια) διαδρόμων. Το κτίριο χρειάστηκε πέντε χρόνια για να κατασκευαστεί και κόστισε συνολικά πάνω από 1,2 εκατομμύρια λίρες.[8]

Το κτίριο έχει κατά κάποιο τρόπο περίεργο σχήμα. Σχηματίζει ένα τραπέζιο ώστε να χρησιμοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερο χώρο από το ακανόνιστο οικόπεδο στο οποίο κτίστηκε. Οι τέσσερις διακριτές δομές του σχεδιάστηκαν ως διακοσμητικά μέσα διάκρισης του σχεδίου του κτιρίου.[9]

Μετά το 1964 το κτίριο συνέχισε να χρησιμοποιείται από το Υπουργείο Άμυνας με την ονομασία Παλιό Γραφείου Πολέμου.

Τον Αύγουστο του 2013 ανακοινώθηκε πως το κτίριο θα ετίθετο προς πώληση για την κατασκευή ανοικτής αγοράς, συγκεντρώνοντας προσφορές που πέρασαν τις 100 εκατομμύρια λίρες.[10] Στις 13 Δεκεμβρίου 2014 το Υπουργείο Άμυνας ενέκρινε την πώληση του κτιρίου στον όμιλο Hinduja Group με ποσό που δεν αποκαλύφθηκε.[11] Το κτίριο πωλήθηκε την 1η Μαρτίου 2016 για ποσό 350 εκατομμυρίων λιρών, με μίσθωση 250 ετών στην κοινοπραξία των Hinduja Group και OHL Developments για την μετατροπή του σε πολυτελές ξενοδοχείο και διαμερίσματα.[12]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Archives, The National. «Records created or inherited by the War Office, Armed Forces, Judge Advocate General, and related bodies». discovery.nationalarchives.gov.uk. National Archives, 1568-2007. Ανακτήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2017. 
  2. Archives, The National. «Records created or inherited by the War Office, Armed Forces, Judge Advocate General, and related bodies». discovery.nationalarchives.gov.uk. The National Archives, 1568-2007. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουνίου 2017. 
  3. Childs, John (1987). The British Army of William III, 1689-1702. Manchester: Manchester University Press. σελ. 9. ISBN 9780719019876. 
  4. Raugh, Harold E. (2004). The Victorians at War, 1815-1914: An Encyclopedia of British Military History. Santa Barbara, California: ABC-CLIO. σελ. 82. ISBN 9781576079256. 
  5. French, David· Reid, Brian Holden (2004). British General Staff: Reform and Innovation. Oregon: Routledge. σελ. 8. ISBN 9781135773946. 
  6. Cassar, George H. (1994). Asquith As War Leader. London: A&C Black. σελ. 102. ISBN 9781852851170. 
  7. Reid, Walter (2011). Churchill 1940-1945: Under Friendly Fire. Edinburgh: Birlinn. σελ. 12. ISBN 9780857901262. 
  8. Brown, Colin (2009). Whitehall: The Street that Shaped a Nation. London: Simon and Schuster. σελ. 221. ISBN 9781847377388. 
  9. Foreman, Susan (1995). From palace to power: an illustrated history of Whitehall. UK: Alpha Press, in association with Sussex Academic Press. σελ. 140. 
  10. Farmer, Ben (2013-08-17). «War Office for sale as part of cost-cutting drive» (στα αγγλικά). ISSN 0307-1235. http://www.telegraph.co.uk/finance/newsbysector/constructionandproperty/10250113/War-Office-for-sale-as-part-of-cost-cutting-drive.html. Ανακτήθηκε στις 2017-09-20. 
  11. «Churchill's Old War Office building sold off». BBC News. 2014-12-13. http://www.bbc.com/news/uk-england-london-30461926. Ανακτήθηκε στις 2014-12-14. 
  12. «Ministry of Defence completes sale of old War Office». Ministry of Defence. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2017. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συντεταγμένες: 51°30′20″N 0°07′33″W / 51.50556°N 0.12583°W / 51.50556; -0.12583