Γκιπούθκοα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 43°10′N 02°10′W / 43.167°N 2.167°W / 43.167; -2.167

Επαρχία της Γκιπούθκοα
Επαρχία και ιστορική περιοχή

Σημαία

Έμβλημα
Ρητό: Fidelissima Bardulia Numquam Superata
Χάρτης
Χώρα Ισπανία
ΠρωτεύουσαΣαν Σεμπαστιάν
Επίσημες γλώσσεςβασκικά, ισπανικά
Έκταση
 • Συνολική1907 χλμ²
 • Ποσοστό0,38% της Ισπανίας
 • Κατάταξη50η
Πληθυσμός
 • Συνολικός714.000
 • Πυκνότητα370 / τ.χλμ.
 • Κατάταξη19η

Η Γκιπούθκοα ή Γκιπούσκοα (ισπανικά: Guipúzcoa [ɡiˈpuθko.a]) βασκικά, επίσημη ονομασία: Gipuzkoa [ɡi'pus̻.ko.a]) είναι βόρεια παραθαλάσσια επαρχία της περιφέρειας της Χώρας των Βάσκων στη βόρεια Ισπανία. Βρίσκεται μεταξύ της επαρχίας της Βισκάγια και των γαλλικών συνόρων στο ΝΑ μυχό του Βισκαϊκού Κόλπου. Έχει έκταση 1.997 τ.χλμ. και ανάπτυγμα ακτής 66 χλμ. Πρόκειται για την μικρότερη σε έκταση επαρχία της Ισπανίας.

Αποτελεί ένα από τα ιστορικά εδάφη της σημερινής περιφέρειας και της ευρύτερης ιστορικής Χώρας των Βάσκων με την ονομασία της να σημαίνει στα βασκικά «βόρεια χώρα - περιοχή». Δεδομένου ότι αποτελεί τη φυσική έξοδο της Ναβάρρας στη θάλασσα, μέχρι το 1200 αποτέλεσε έδαφος του ομώνυμου βασιλείου, για να περάσει το 1200 υπό την εξουσία του βασιλείου της Καστίλης.

Η επαρχία άρχισε ν' αναπτύσσεται κατά τον 13ο και 14ο αιώνα. Στην κοιλάδα του ποταμού Ντέμπα εξορύσσεται σίδηρος με τον οποίο τροφοδοτείται η εγχώρια βιομηχανία μεταλλουργίας, με παράδοση ήδη από τον Ύστερο Μεσαίωνα. Άλλες σημαντικές βιομηχανίες που υφίστανται στην επαρχία αυτή είναι χάρτου, υφασμάτων, και αγροτικών προϊόντων. Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι το Σαν Σεμπαστιάν με πολλά παραθαλάσσια θέρετρα και με κυριότερο λιμένα την Πασάια. Άλλες σημαντικές πόλεις και εμπορικά κέντρα είναι η Μπεργάρα, το Έιμπαρ και η Τολόσα. Το 2012 αριθμούσε 714.000 κατοίκους, που κατανέμονται σε 88 δήμους.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη αναφορά του ονόματος Γκιπούθκοα ως Ipuscua εντοπίζεται σε ένα έγγραφο του 1025 όπου γίνεται αναφορά στον κύριο της περιοχής, Γκαρθία Αθνάρεθ, που τότε ανήκε στο βασίλειο της Παμπλόνας και θεωρείται ότι περιοριζόταν στην κοιλάδα του ποταμού Όρια. Το 1076 το τότε ανθηρό βασίλειο της Παμπλόνα διαμοιράστηκε μεταξύ των βασιλείων του Λεόν και της Αραγωνίας λόγω της δολοφονίας του μονάρχη Σάντσο Γκαρθές Δ΄. Η Λεόν έλαβε το σύνολο σχεδόν της σημερνής Χώρας των Βάσκων ενώ ο Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Παμπλόνας, αποκτώντας τα ανατολικά εδάφη του βασιλείου. Όσον αφορά την Γκιπούθκοα, η Παμπλόνα (υπό αραγωνική κυριαρχία) διατήρησε μια στενή λωρίδα γης από τα βουνά μέχρι τον Ατλαντικό μεταξύ Σαν Σεμπαστιάν και Ιρούν. Η λεονική (και ως αποτέλεσμα από ένα σημείο και μετά, καστιλιανική) Γκιπούθκοα ενσωματώθηκε στην Κυριότητα της Βισκαΐας.[1]

Ο 12ο αιώνας είδε την Παμπλόνα να απελευθερώνεται από την αραγωνική εξουσία το 1134 και να χάνει ωστόσο οριστικά την έξοδο στον Ατλαντικό και την Γκιπούθκοα το 1200 από την Καστίλη. Έκτοτε, οι Καστιλιανοί βασιλείς προώθησαν την δημιουργία αστικών πυρήνων στα παράλια της επαρχίας: Ονταριμπία, Γκετάρια, Μοτρίκο την πρώτη δεκαετία και Σαράουτς το 1237. Η επόμενη φάση αστικής επέκτασης επικεντρώθηκε στο εσωτερικό της επαρχίας: Τολόσα, Μπιγιαφράνκα και Σεγούρα (στην κοιλάδα του Όρια, με σκοπό την άμυνα εναντίον πιθανών εισβολών από τη Ναβάρα), Μοντραγόν και Μπεργάρα (στην κοιλάδα του Ντέμπα) και Ερνάνι και συνεχίστηκε μέχρι τον 14ο αιώνα.[1]

Κατά την ευρύτερη κρίση του 14ου αιώνα στη δυτική Ευρώπη, τα βασκικά εδάφη είδαν να αναπτύσσεται το φαινόμενο των πολέμου των φατριών που επηρέασε και τη γειτονική Ναβάρα. Η έλλειψη τροφίμων και η αύξηση της θνησιμότητας λόγω και της μαύρης πανώλης επέφεραν μείωση του πληθυσμού των υποτελών των φεουδαρχικών κυρίων οι οποίοι, στην προσπάθειά τους να βρουν νέους τρόπους αύξησης των εσόδων τους, επιδώθηκαν σε συγκυριακές επιδρομές στις κτήσεις των γειτόνων τους. Το φαινόμενο αυτό διατηρήθηκε μέχρι τον 15ο αιώνα και οι παράγοντες που συνέβαλαν στην ξερίζωσή του υπήρξαν η αύξηση του ελέγχου της καστιλιανικής μοναρχίας στις βασκικές πόλεις και η ανάδειξη της Αδελφότητας της Γκιπούθκοα (που αποτελείτο από τους κύριους εκπροσώπους των ευγενικών οίκων) σε κύριο όργανο ελέγχου της δημόσιας τάξης και βάση των Γενικών Συνελεύσεων της επαρχίας. Όπως και στις υπόλοιπες βασκικές επαρχίες, το κύριο νομικό κείμενο ήταν οι Νόμοι (Fueros) της Γκιπούθκοα.[2]

Ήδη από τον μεσαίωνα, κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η μεταλλουργία, το εμπόριο και την αλιεία. Το 1728 ιδρύθηκε η Εταιρεία της Γκιπούθκοα που μέχρι το 1782 επικεντρώθηκε στο εμπόριο με την Αμερική και είχε την έδρα της στο Καράκας. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, ορισμένοι κύκλοι της επαρχίας προώθησαν την ανεξαρτητοποίησή της από την Ισπανία και την σύνδεσή της με τη Γαλλία μέσω μιας συμφωνίας.[3] Τέτοιες προσπάθειες απέτυχαν και έθεσαν τις βάσεις για τη μελλοντική αντιπαλότητα μεταξύ των διαφωτισμένων φιλελεύθερων και των παραδοσιαρχών καθολικών που οδήγησαν στους Καρλικούς Πολέμους.[3] Κατά τη διάρκειά τους, η Γκιπούθκοα υπήρξε ο πυρήνας των Καρλιστών και η Τολόσα η εκ των πραγμάτων πρωτεύουσά τους.

Η αποτυχία των Καρλιστών επέφερε την μετατροπή των παραδοσιακών νόμων σε μια οικονομική συμφωνία που όρισε ότι οι βασκικές επαρχίες υποχρεούντο να πληρώνουν μόνο ένα συγκεκριμένο ποσό στο Ισπανικό κράτος (η αξία του οποίου καθοριζόταν ανάλογα με βάση διάφορες μεταβλητές όπως η οικονομική ανάπτυξη) και από εκεί και πέρα ήταν ελεύθερες να διαχειρίζονται τα υπολοιπόμενα κεφάλαια κατά το δοκούν. Μια τέτοια φορολογική αυτονομία προώθησε την ανάπτυξη στην περιοχή και διατηρείται μέχρι σήμερα. Στα τέλη του 19ου αιώνα η επαρχία εκβιομηχανίστηκε μαζικά και προσέλκυσε μεγάλο αριθμό μεταναστών από τις πτωχότερες περιφέρειες της Ισπανίας.[1] Τα τέλη του 19ου αιώνα είδαν επίσης την επαρχία να αναδεικνύεται σε σημαντικό παραθεριστικό θέρετρο της ισπανικής και γαλλικής βασιλικής οικογένειας και αριστοκρατίας.[4]

Η προσέλευση των ισπανικού προλεταριάτου συνέβαλε στην άνθηση δύο πολιτικών κινημάτων, του σοσιαλισμού και του βασκικού εθνικισμού, ο μεν ως μέσο πολιτικοποίησης των προλετάριων και ο δεν ως πολιτική έκφραση της αναδυόμενης μέσης τάξης που διατηρούσε στενές επαφές με την παραδοσιακή ταυτότητα της χώρας. Με πρωταγωνιστικό κόμμα το Βασκικό Εθνικιστικό Κόμμα το 1936 επετεύχθη η ψήφιση από τη Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία του πρώτου βασκικού καθεστώτος αυτοδιοίκησης που εντούτοις δεν πρόλαβε να τεθεί σε ισχύ για μεγάλο διάστημα λόγω της κατάκτησης της Χώρας των Βάσκων από τα στρατεύματα του στρατηγού Φράνκο κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο. Η επακόλουθη ήττα των δημοκρατικών και η επιβολή της δικτατορίας επέφερε την καταδίκη των επαρχιών της Βισκαΐας και της Γκιπούθκοα και τον χαρακτηρισμό τους ως «προδοτικές επαρχίες» από το νέο καθεστώς λόγω ακριβώς της αντίστασής τους στις δυνάμεις του Φράνκο και είχε ως αποτέλεσμα την παύση των φορολογικών προνομίων τους, Η μαζική καταπίεση της βασκικής ιδιαιτερότητας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας είδε την άνθηση διαφόρων αντιστασιακών οργανώσεων, η γνωστότερη των οποίων υπήρξε η ΕΤΑ που επέφερε σημαντικό πλήγμα στο καθεστώς με τη δολοφονία του υπουργού και στενού συνεργάτη του δικτάτορα, Καρέρο Μπλάνκο.

Εντούτοις, παρά την κανονικοποίηση και θεσμοποίηση της αυτοδιοίκησης της Χώρας των Βάσκων με την ισπανική μεταπολίτευση από το 1975 και τη θέσπιση ενός νέου καθεστώτος αυτοδιοίκησης το 1979,[1] η ΕΤΑ συνέχισε την τρομοκρατική της δράσης αποτελώντας ένα από τα κύρια προβλήματα της περιφέρειας (που επεκτάθηκε και στο υπόλοιπο κράτος) μέχρι την διάλυσή της το 2018.

Γεωγραφία και δημογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έδαφος είναι κατά κύριο λόγο ορεινό με κοιλάδες που διαρρέονται από τρεις ορμητικούς ποταμούς, Ουρουμέα, Όρια και Ουρόλα (χωρίς κανείς τους να είναι πλωτός), με ανεπτυγμένη κτηνοτροφία. Κυριότερες καλλιεργήσιμες εκτάσεις είναι οι κοιλάδες των ποταμών Μπιδασόα και Ντέμπα που ορίζουν και την επαρχία ανατολικά και δυτικά. Η υλοτομία και η καλλιέργεια καλαμποκιού, όσπριων και μήλων είναι οι βασικότερες δασικές και γεωργικές απασχολήσεις των κατοίκων.

Η επαρχία παρουσιάζει ένα αρκετα ισορροπημένο οικιστικό μοντέλο, με τον πληθυσμό να διαμοιράζεται μεταξύ κωμοπόλεων, πέραν του μεγάλου αστικού κέντρου του Σαν Σεμπαστιάν.

Μεγαλύτεροι δήμοι ανά πληθυσμό (2010) (2010)[5]
Θέση Δήμος Πληθυσμός
1 Σαν Σεμπαστιάν 185.510
2 Ιρούν 60.938
3 Ερέντερια 39.020
4 Έιμπαρ 27.378
5 Σαράουτς 22.652
6 Αράσατε 22.011
7 Ερνάνι 19.285
8 Τολόσα 18.095
9 Λασάρτε-Όρια 17.856
10 Ονταριμπία 16.464
11 Πασάια 15.977
12 Αντόαϊν 14.662
13 Μπεργάρα 14.637
14 Ασπέιτια 14.305
15 Μπεάσαϊν 13.680
Πολιτικός χάρτης της Γκιπούθκοα

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 «Historia de Gipuzkoa - hiru». www.hiru.eus (στα Ισπανικά). Ανακτήθηκε στις 11 Αυγούστου 2018. 
  2. Adimedia. «Juntas Generales de Gipuzkoa - Historia Edad Media». w390w.gipuzkoa.net (στα Ισπανικά). Ανακτήθηκε στις 11 Αυγούστου 2018. 
  3. 3,0 3,1 EiTB (2016-08-30), Una historia de vasconia | 11.- Los vascos y la revolución, https://www.youtube.com/watch?v=W-ltT7wXYC4, ανακτήθηκε στις 2018-08-11 
  4. EiTB (2016-09-05), Una historia de vasconia | 13.- Las reinas del verano, https://www.youtube.com/watch?v=cWb65hmNdG8, ανακτήθηκε στις 2018-08-11 
  5. Instituto Nacional de Estadística. (1 de enero de 2009)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]