Γιάνκα Κουπάλα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γιάνκα Κουπάλα
ΌνομαΓιάνκα Κουπάλα
ΓέννησηΙβάν Νταμινίκαβιτς Λουτσέβιτς
7 Ιουλίου 1882
Βιαζύνκα, Ρωσική Αυτοκρατορία (νυν Λευκορωσία)
Θάνατος28 Ιουνίου 1942 (59 ετών)
Μόσχα, ΕΣΣΔ (νυν Ρωσία)
ΚοιμητήριοΣτρατιωτικό Κοιμητήριο του Μινσκ
Επάγγελμα/
ιδιότητες
Ποιητής - συγγραφέας - δημοσιογράφος - μεταφραστής
ΕθνικότηταΛευκορώσος
ΥπηκοότηταΡωσική Αυτοκρατορία, Λαϊκή Δημοκρατία της Λευκορωσίας, Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Λευκορωσίας και Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών
Σχολές φοίτησηςMoscow City People’s University και Ινστιτούτο Αρχαιολογίας της Μόσχας στο Σμολένσκ
Περίοδος1902 - 1942
ΕίδηΠοίηση - Λογοτεχνία - Μετάφραση
Λογοτεχνικό κίνημαΣοσιαλιστικός ρεαλισμός
Σύζυγος(οι)Ουλαντζισλάβα Φραντσάουνα Στάνκεβιτς
Commons page Πολυμέσα σχετικά με τoν συγγραφέα

Ο Γιάνκα Κουπάλα (λευκορωσικά: Я́нка Купа́ла, φιλολογικό ψευδώνυμο του Ιβάν Νταμινίκαβιτς Λουτσέβιτς[1], λευκορωσικά: Іва́н Даміні́кавіч Луцэ́віч, 25 Ιουνίου/7 Ιουλίου 1882 - 28 Ιουνίου 1942[2]) ήταν Λευκορώσος ποιητής, συγγραφέας και μεταφραστής. Θεωρείται ως ο σημαντικότερος Λευκορώσος λογοτέχνης του 20ού αιώνα[3] με διεθνώς αναγνωρισμένο έργο.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γέννηση και πρώιμα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε το 1882 στον αγροτικό οικισμό Βιαζύνκα, κοντά στο Μινσκ της σημερινής Λευκορωσίας που τότε αποτελούσε έδαφος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ήταν το μεγαλύτερο παιδί του Νταμινίκ Ανουφρίεβιτς Λουτσέβιτς και της Μπιανίγκνα Ιβανάουνα, οι οποίοι προέρχονταν αμφότεροι από παρακμασμένες οικογένειες ευγενών που είχαν χάσει την οικονομική τους επιφάνεια[4].

Όντας φιλομαθής κατάφερε να αποκτήσει σημαντική μόρφωση κυρίως με δικές του προσπάθειες καθώς οι περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες της οικογένειάς του (ζούσαν ως ενοικιαστές κτημάτων) δεν του επέτρεπαν τη συστηματική εκπαίδευση. Από νεαρή ηλικία ήρθε σε επαφή με τα έργα συγγραφέων όπως οι Νικολάι Νεκράσοφ, Αλεξέι Κολτσόφ, Ταράς Σεβτσένκο κ.ά., με τον Μαξίμ Γκόρκι να αποτελεί αργότερα τη σημαντικότερη επιρροή[2] του Κουπάλα σε ιδεολογικό και δημιουργικό επίπεδο[5].

Παράλληλα από το 1902 μέχρι και το 1908 αναγκάστηκε να ασκήσει διάφορα επαγγέλματα όπως ιδιωτικός δάσκαλος, επιστάτης αγροκτήματος, εργάτης κλπ προκειμένου να βοηθήσει την οικογένειά του που αντιμετώπιζε νέα οικονομικά προβλήματα λόγω του θανάτου του πατέρα του[2].

Σπουδές και πρώτα λογοτεχνικά έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κουπάλα ασχολήθηκε για πρώτη φορά με τη λογοτεχνία το 1902, γράφοντας αρχικά στην πολωνική γλώσσα και δημοσιεύοντας τα έργα του στο πολωνικό περιοδικό Ziarno. Το 1904 στράφηκε οριστικά προς τα λευκορωσικά, επηρεασμένος από την εθνική αφύπνιση των Λευκορώσων και συνειδητοποιώντας πως η συγκεκριμένη γλώσσα, ως μητρική του, ήταν εκείνη στην οποία διέθετε τη μεγαλύτερη δυνατή ευχέρεια λόγου.

Ο Κουπάλα το 1909.

Το 1905 υιοθέτησε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Γιάνκα Κουπάλα, το οποίο εμπνεύστηκε από τη σλαβική παραδοσιακή γιορτή (με παγανιστικές ρίζες) Ιβάν Κουπάλα ή Κουπάλε[6]. Το 1907 δημοσίευσε για πρώτη φορά ποιήματά του στον λευκορωσικό τύπο (συγκεκριμένα στην εφημερίδα Наша Ніва[7]), ενώ το 1908 μετανάστευσε στο Βίλνιους όπου έζησε για έναν χρόνο γράφοντας ποιήματα που δημοσιεύονταν στη Наша Ніва και δουλεύοντας ως βιβλιοθηκάριος[2]. Έπειτα σπούδασε από το 1909 έως το 1913 λογοτεχνία στην Αγία Πετρούπολη. Στην ίδια πόλη εκδόθηκαν οι πρώτες του ποιητικές συλλογές.

Στη συνέχεια επέστρεψε στο Βίλνιους όπου εργάστηκε για μικρό χρονικό διάστημα ως συντάκτης της εφημερίδας Наша Ніва. Όμως ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η γερμανική εισβολή στις βαλτικές χώρες τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τον Αύγουστο του 1915 το Βίλνιους και να μεταβεί στη Μόσχα όπου σπούδασε ιστορία και φιλοσοφία[2] στο λαϊκό πανεπιστήμιο του Α. Λ. Σανιάφσκι[5].

Τον Ιανουάριο του 1916, λίγο καιρό μετά τον γάμο του με την Ουλαντζισλάβα Φραντσάουνα Στάνκεβιτς, κατετάγη στον ρωσικό στρατό υπηρετώντας διαδοχικά στο Μινσκ, το Πόλοτσκ και το Σμόλενσκ[4]. Το 1919 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Μινσκ όπου εργάστηκε ως συντάκτης σε λογοτεχνικές περιοδικές εκδόσεις και παράλληλα επανήλθε στη λογοτεχνία μετά από τριετή αποχή[2][4].

Σοβιετική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και απογοητευμένος από τις πολιτικές εξελίξεις που οδήγησαν στη διαίρεση της Λευκορωσίας ανάμεσα σε δύο κράτη (το δυτικό μέρος περιήλθε στην Πολωνία, ενώ το ανατολικό στη Σοβιετική Ένωση)[4], συμμετείχε ενεργά καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 στην κοινωνική, πολιτιστική και λογοτεχνική ζωή της σοβιετικής Λευκορωσίας. Συγκεκριμένα συνέβαλε στην ίδρυση Λευκορωσικού Κρατικού Πανεπιστημίου, του Εθνικού Θεάτρου, του Ιδρύματος Λευκορωσικού Πολιτισμού (μετέπειτα Λευκορωσικής Ακαδημίας Επιστημών) και άλλων φορέων[2].

Το 1925 το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων (Σόβναρκομ) της ΣΣΔ Λευκορωσίας του απένειμε τον τίτλο του Εθνικού Ποιητή της Λευκορωσίας, παρέχοντάς του παράλληλα ισόβια σύνταξη, ενώ τα επόμενα χρόνια έγινε πλήρες μέλος της λευκορωσικής (1928) καθώς και της ουκρανικής (1929) Ακαδημίας Επιστημών[1][2].

Ο Κουπάλα σε εικόνα του 1922.

Παρόλα αυτά, το 1930 αντιμετώπισε διώξεις σε προσωπικό και οικογενειακό επίπεδο λόγω φημολογούμενης σχέσης του με το κίνημα των Εθνικοδημοκρατών (νάτσντεμ). Συγκεκριμένα αποδοκιμάστηκε από το επίσημο όργανο του ΚΚ Λευκορωσίας ως θιασώτης του αστικού εθνικισμού και ανακρίθηκε από την NKVD, χωρίς όμως να προκύψει κάποιο στοιχείο εναντίον του[2].

Η ψυχική και σωματική ταλαιπωρία που υπέστη ο Κουπάλα από την όλη διαδικασία, σε συνδυασμό με την εξορία της οικογένειάς του στη Σιβηρία, τον οδήγησαν να πραγματοποιήσει απόπειρα αυτοκτονίας στα τέλη Νοεμβρίου του 1930. Λίγες μέρες αργότερα, δόθηκε στη δημοσιότητα δήλωση μετανοίας με την οποία ο συγγραφέας παραδεχόταν τα σφάλματά του και υποσχόταν να συμβάλει τα μέγιστα στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού[2][6].

Τα επόμενα χρόνια εξακολούθησε να συμμετέχει ενεργά στα καλλιτεχνικά και πολιτικά δρώμενα της Λευκορωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, τιμώμενος μάλιστα το 1939 με το παράσημο του Τάγματος του Λένιν και το 1941 με το Βραβείο Στάλιν, χωρίς όμως να απαλλαγεί οριστικά από τον φόβο μιας νέας δίωξης από τις αρχές[2].

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η γερμανική εισβολή τον ανάγκασε να καταφύγει στη Μόσχα από όπου συνέβαλε στον αντιφασιστικό αγώνα συμμετέχοντας σε σχετικές επιτροπές και γράφοντας πατριωτικά ποιήματα για την τόνωση του ηθικού των Σοβιετικών στρατιωτών. Τα συγκεκριμένα ποιήματα είχαν μεγάλη απήχηση και τον κατέστησαν δημοφιλή στο ευρύ κοινό[5]. Σκοτώθηκε την 28η Ιουνίου του 1942 στη Μόσχα, πέφτοντας από το κλιμακοστάσιο του ξενοδοχείου στο οποίο διέμενε[2]. Το 1962 η τέφρα του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό νεκροταφείο του Μινσκ όπου και ετάφη οριστικά.

Λογοτεχνικό έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ποιήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1902 ο Κουπάλα δημιούργησε τα πρώτα του ποιήματα, τα οποία ήταν γραμμένα στην πολωνική γλώσσα. Ορισμένα από αυτά δημοσιεύτηκαν την περίοδο 1903 - 1904 στο λογοτεχνικό περιοδικό Ziarno[4] (ελλ: Σπορά) που εκδιδόταν στη Βαρσοβία[8]. Το 1905 παρουσίασε στο αναγνωστικό κοινό τον Μουζίκο, το πρώτο του ποίημα γραμμένο στα λευκορωσικά, το οποίο δημοσιεύτηκε σε ρωσική εφημερίδα του Μινσκ[4] και πραγματευόταν τις συνθήκες διαβίωσης και τα συναισθήματα των σκληρά εργαζόμενων χωρικών της υπαίθρου[4].

Το 1908 εκδόθηκε στην Αγία Πετρούπολη η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Жалейка (ελλ: Ο μικρός αυλός)[2] και ακολούθησαν οι συλλογές Гусьляр (1910) και Шляхам жыцьця (1913). Ακολουθούν τα έργα της σοβιετικής περιόδου που περιλαμβάνει τις συλλογές στίχων Παράδοση (1922), Ανώνυμο (1925), Ξεθώριασμα (1930), Ύμνος στην Οικοδόμηση (1936), Στην παρασημοφορημένη Λευκορωσία (1937) και Λευκορώσοι παρτιζάνοι (1942).

Σημαντικά ποιήματά του είναι τα, πατριωτικού περιεχομένου, А Хто Там Ідзе? (Και πες, ποιος πάει εκεί;)[2] και Маладая Беларусь (Νεαρή Λευκορωσία)[9], τα Магіла льва (Ο τάφος του λιονταριού, 1913)[1], Курган (Τύμβος, 1910), Сон на кургане (Όνειρο πάνω στον τύμβο, 1910)[5], Над ракою Арэсай (Πάνω στον ποταμό Ορέσσα, 1933)[1] κ.ά.

Θεατρικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τα θεατρικά έργα του ξεχωρίζουν τα σατιρικού χαρακτήρα Паўлінка (Παβλίνκα, 1913)[10] και Тутэйшыя (Οι ντόπιοι, 1922)[11]. Το δεύτερο έργο έλαβε τον τίτλο του από τον ομώνυμο όρο που επινοήθηκε τον 19ο αιώνα από τους Λευκορώσους χωρικούς που δεν επιθυμούσαν να αυτοπροσδιοριστούν ως εθνικά Πολωνοί ή Ρώσοι και χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα με ειρωνική διάθεση προκειμένου να διακωμωδήσει ορισμένους χαρακτήρες του έργου του που συνηθίζουν να αλλάζουν την εθνική τους συνείδηση ανάλογα με το ποιος στρατός καταλάμβανε τα εδάφη τους (πολωνικός, γερμανικός, τσαρικός ή σοβιετικός)[12]. Οι ντόπιοι του Κουπάλα, χαρακτηρίζονται ως ζωτικής σημασίας για την κατανόηση της πολιτιστικής και συνειδησιακής σύγχυσης που επικρατούσε στη Λευκορωσία της εποχής ως συνέπεια των αλλεπάλληλων πολεμικών συγκρούσεων ανάμεσα στα ισχυρά κράτη που διεκδικούσαν τη χώρα[4][11][13]. Άλλα θεατρικά του Κουπάλα είναι η Λεηλατημένη φωλιά[5] και το Πριμακώφ.

Μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πέρα από αναγνωρισμένος συγγραφέας, ο Κουπάλα υπήρξε και παραγωγικός μεταφραστής, μεταφέροντας στα λευκορωσικά έργα των Σεφτσένκο, Νεκράσοφ, Μιτσκιέβιτς, Κολτσόφ, Κονοπνίτσκα, τον Χάλκινο Καβαλάρη του Πούσκιν, το μεσαιωνικό επικό ποίημα Η εκστρατεία του Ιγκόρ[14], τον ύμνο της κομμουνιστικής Διεθνούς κ.ά[2][5].

Αποτίμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κουπάλα χαρακτηρίζεται ως ο σημαντικότερος ποιητής της Λευκορωσίας και θεωρείται μαζί με τον Γιακούμπ Κόλας (φιλολογικό ψευδώνυμο του Καντσταντσίν Μίτσκιεβιτς, 1882 - 1956) ως ένας εκ των δύο θεμελιωτών της λευκορωσικής λογοτεχνίας. Το έργο του - μέσα από το οποίο εκθειάζει και εξιδανικεύει το ιστορικό παρελθόν της πατρίδας του[15] - αναγνωρίζεται ως ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη του λευκορωσικού εθνικισμού, γεγονός που από κοινού με την στοχοποίησή του συγγραφέα από τις σοβιετικές κρατικές υπηρεσίες οδήγησε στην απαγόρευση μέρους της λογοτεχνικής του παραγωγής από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και τη διάσπαση της ΕΣΣΔ[6].

Από το 1930 μέχρι και το τέλος της ζωής του, κυρίως μετά τη στροφή του στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό[4], παρατηρείται κάμψη της λογοτεχνικής του ποιότητας, γεγονός που οφείλεται σε παράγοντες όπως η απόπειρα αυτοκτονίας του και οι ποικιλότροπες κρατικές επεμβάσεις στο έργο του[6].

Πολλά από τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από ογδόντα γλώσσες (όπως η αγγλική, η γαλλική, η ρωσική, η ιταλική, η γερμανική, η αραβική, η κινεζική κλπ)[2].

Μεταθανάτιες τιμές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την απελευθέρωση της Λευκορωσίας από τη γερμανική Κατοχή, το όνομα του Κουπάλα δόθηκε σε διάφορα εκπαιδευτικά, καλλιτεχνικά και λοιπά ιδρύματα και εγκαταστάσεις: συγκεκριμένα, στο Μινσκ το όνομα του συγγραφέα φέρουν μεταξύ άλλων το Εθνικό Θέατρο[16], το Πάρκο Γιάνκα Κουπάλα[17] και το Κρατικό Λογοτεχνικό Μουσείο[18], ενώ το ίδιο συμβαίνει επίσης με το Κρατικό Πανεπιστήμιο της πόλης Γκρόντνο, με δύο χωριά των επαρχιών Γκλουσκ και Πουκχλαβίτσι, με δρόμους, βιβλιοθήκες και άλλα ιδρύματα της Λευκορωσίας και άλλων κρατών της πρώην ΕΣΣΔ. Επιπλέον το 1965 θεσπίστηκε κρατικό λογοτεχνικό βραβείο που φέρει το όνομά του[6].

Διάφορα μνημεία όπως ανδριάντες και προτομές έχουν ανεγερθεί προς τιμήν του τόσο στην πατρίδα του όσο και στον υπόλοιπο κόσμο[2]. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται το μεγάλων διαστάσεων άγαλμα στο Πάρκο Γιάνκα Κουπάλα, η προτομή στο Άρρου Παρκ του Μονρόε των ΗΠΑ[19], τα μνημεία στο Γκντανσκ[20] της Πολωνίας και το Ασντόντ[21] του Ισραήλ, η αναμνηστική πλάκα στην οικία όπου έζησε στα χρόνια της παραμονής του στην Αγία Πετρούπολη κλπ.

Εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το εξώφυλλο της πρώτης ποιητικής συλλογής του Κουπάλα, Ο μικρός αυλός (1908).

Ποιητικές συλλογές[2][22][Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Жалейка (Ο μικρός αυλός, 1908)
  • Гусьляр (Ο τροβαδούρος, 1910)
  • Шляхам жыцьця (Τα μονοπάτια της ζωής, 1913)
  • Спадчына (Παράδοση, 1922)
  • Безназоўнае (Ανώνυμο, 1925)
  • Адцьвітаньне (Ξεθώριασμα, 1930)
  • Песьня будаўніцтву (Ύμνος στην Οικοδόμηση, 1936)
  • Беларусі ардэнаноснай (Στην παρασημοφορημένη Λευκορωσία, 1937)
  • Ад сэрца (Από καρδιάς, 1940)
  • Беларускім партызанам (Λευκορώσοι παρτιζάνοι, 1942)

Θεατρικά έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Паўлінка (Παβλίνκα, 1912)
  • Прымакі (Πριμακώφ, 1913)
  • Раскіданае гняздо (Λεηλατημένη φωλιά, 1913)
  • Тутэйшыя (Οι ντόπιοι, 1922)

Καλλιτεχνικές απεικονίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Σύγχρονος Εγκυκλοπαιδεία Ελευθερουδάκη. 14ος (Έκδοσις πέμπτη, εκσυγχρονισμένη δια συμπληρώματος κατά τόμον έκδοση). Αθήναι: Εγκυκλοπαιδικαί Εκδόσεις Ν. Νίκας και ΣΙΑ Ε.Ε. 1964. σελ. 811. 
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 2,13 2,14 2,15 2,16 2,17 «Yanka Kupala: personality and work». Archives of Belarus. archives.gov.by. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2017. 
  3. Silitski, Vitali· Zaprudnik, Jan (2010). The A to Z of Belarus. Lanham, Maryland: Scarecrow Press. σελ. xxviii, 176. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 4,7 4,8 Roszkowski, Wojciech· Kofman, Jan (2016). Biographical Dictionary of Central and Eastern Europe in the Twentieth Century. New York: Routledge. σελ. 539 - 540. 
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια. 18ος. Αθήνα: Εκδοτική Εταιρεία Ακάδημος. 1980. σελ. 312. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 Silitski, Vitali. Zaprudnik, Jan (2010). σελ. 176 - 177.
  7. Μεταφράζεται στα ελληνικά ως Ο δικός μας κάμπος.
  8. «Ziarno : pismo tygodniowe ilustrowane. 1904». ebuw.uw.edu.pl. Warsaw University Digital Library. Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2017. 
  9. «BELARUS: The National Anthem». mysticplanet.com. Mystic Planet. Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2017. 
  10. Lazaruk, Mikhail (1972). «Yanka Kupala. (The 90th Birthday of Yanka Kupala)». Culture and Life (Union of Soviet Societies for Friendship and Cultural Relations with Foreign Countries): 156. https://books.google.gr/books?hl=el&id=fUItAQAAMAAJ&dq=pavlinka+kupala&focus=searchwithinvolume&q=pavlinka. Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2017. 
  11. 11,0 11,1 Butler, Martin· Hausmann, Albrecht (2016). Precarious Alliances. Cultures of Participation in Print and Other Media. Bielefeld: transcript Verlag. σελ. 209. 
  12. Silitski, Vitali. Zaprudnik, Jan (2010). σελ. 288.
  13. «Belarus - Government And Society». britannica.com. Encyclopædia Britannica. Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2017. 
  14. Rzhevsky, Nicholas (2005). An Anthology of Russian Literature from Earliest Writings to Modern Fiction. Introduction to a Culture. Armonk, New York: M.E. Sharpe. σελ. 5. 
  15. Silitski, Vitali. Zaprudnik, Jan (2010). σελ. 248.
  16. «History». kupalauski.by. Janka Kupala National Theatre. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2017. 
  17. «Minsk Parks». local-life.com. Local Life. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2017. 
  18. «State Literary Museum of Yanka Kupala». kupala.museum.by. State Literary Museum of Yanka Kupala. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2017. 
  19. «Flowers laid at Yanka Kupala monument in Arrow Park, Monroe, New York». un.mfa.gov.by. Permanent Mission of the Republic of Belarus to the United Nations. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2017. 
  20. Mihailov, Viktor (8 Αυγούστου 2009). «Outpost of good neighbourhood». sb.by. Советская Белоруссия. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2017. 
  21. «Yanka Kupala memorial sign unveiled in Ashdod». en.ctv.by. Belarus News. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Μαρτίου 2017. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2017. 
  22. «Першыя выданні твораў Янкі Купалы. Зборнікі паэзіі (вершаў і паэм)». archives.gov.by (στα Λευκορωσικά). Archives of Belarus. Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2017.