Γαστήρ (έντομα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στο μυρμήγκι εργάτρια, το μετάσωμα διαιρείται στο στενό μίσχο και τη βολβοειδή γαστέρα. Τεχνικά η κοιλία περιλαμβάνει το μετάσωμα και το μίσχο, οι οποίοι είναι συγχωνευμένοι με τον θώρακα.

Η γαστήρ (Αγγλικά: gaster) είναι το βολβοειδές οπίσθιο τμήμα του μετασώματος το οποίο βρίσκεται στα υμενόπτερα της υποενότητας Apocrita (μέλισσες, σφήκες και μυρμήγκια). Τούτο, στα περισσότερα μυρμήγκια ξεκινά με το κοιλιακό τμήμα ΙΙΙ, αλλά μερικά σχηματίζουν ένα συμπιεσμένο μετεγχειρητικό έξω από το τμήμα ΙΙΙ, οπότε η γαστήρ αρχίζει με το κοιλιακό τμήμα IV.[1][2]

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη «γαστήρ» (η), γεν. γαστέρος και γαστρός· προέρχεται από την ελληνική γλώσσα και ετυμολογικά, σημαίνει το τμήμα του σώματος, μετά το θώρακα και μέχρι τους μηρούς, η κοιλία μετά των σπλάχνων της.[3][4]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Ant Information». Insected.arizona.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2014. 
  2. «Notes from Underground-members». Desertants.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2014. 
  3. Ι. Παπαθεοδώρου (Αν. Γεν. Αρχίατρος) (1929). «Τόμος Η». γαστήρ. Αθήναι: «ΠΥΡΣΟΣ» ΑΕ ΕΚΔΟΣΕΩΝ & ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ. σελ. 152. 
  4. Frederick C.Mish, επιμ. (2014). «gaster (Gk. ca. 1909)». Merriam Webster's Collegiate Dictionary. United States of America: Merriam Webster, Incorporated. σελ. 517. ISBN 978-0-87779-810-1. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(Γερμανικά) * Bernhard Seifert: “Ameisen: beobachten, bestimmen.” Naturbuch Verlag, Augsburg 1996. ISBN 3-89440-170-2: S. 10–16