Βασίλης Γκαγκάτσης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασίλης Γκαγκάτσης
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1 Σεπτεμβρίου 1955
Θεσσαλονίκη
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
ΣπουδέςΑριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Πληροφορίες ασχολίας
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαπρόεδρος (Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία)

Ο Βασίλης Γκαγκάτσης (1 Σεπτεμβρίου 1955) είναι Έλληνας δικηγόρος και αθλητικός παράγοντας, για πολλά χρόνια ισχυρός άνδρας της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας (ΕΠΟ).

Βιογραφικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε το Σεπτέμβριο του 1955 στη Θεσσαλονίκη.[1] Έπαιξε ποδόσφαιρο σε ερασιτεχνικούς συλλόγους της Θεσσαλονίκης. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και αρχικά εργάστηκε ως δικηγόρος Θεσσαλονίκης. Παράλληλα είχε έντονη πολιτική και κοινωνική δράση ως τοπικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ Θεσσαλονίκης και ως νομικός σύμβουλος του ΠΑΟΚ και του Ηρακλή.[2][3] Από το 1984 μέχρι το 1987 ήταν γενικός γραμματέας της Ένωσης Ποδοσφαιρικών Σωματείων Μακεδονίας (ΕΠΣΜ).

Στην τελευταία κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου (1993 - 1996), με υφυπουργό Αθλητισμού τον Γιώργο Λιάνη, ο Βασίλης Γκαγκάτσης ορίστηκε μέλος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του υφυπουργείου Αθλητισμού.[2] Την ίδια εποχή μετακομίζει στην Αθήνα και διατελεί νομικός σύμβουλος του Αθηναϊκού και του Ολυμπιακού, και γνωρίζεται με τον Σωκράτη Κόκκαλη.

Διετέλεσε γενικός γραμματέας της ΕΠΟ από το Νοέμβριο του 1997 μέχρι τον Ιούλιο του 2001 (με πρόεδρο αρχικά τον Σωτήρη Αλημίση και έπειτα τον Κώστα Αλεξανδρίδη), και πρόεδρος της ΕΠΟ από τον Ιούλιο του 2001 μέχρι το Δεκέμβριο του 2008. Η συντριπτική πλειονότητα των Ενώσεων συσπειρώθηκε στο πλευρό του καθώς ξεκίνησε να υλοποιεί το πρόγραμμα κατασκευής αθλητικών κέντρων στις πρωτεύουσες πολλών νομών, ενώ η UEFA τού εμπιστεύτηκε τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ τον Μάιο του 2007, που διεξήχθη στο ΟΑΚΑ.[2]

Επί των ημερών του το ελληνικό ποδόσφαιρο έζησε τη μεγαλύτερη επιτυχία του με την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2004· η πρόσληψη του Όττο Ρεχάγκελ το 2001 ήταν προσωπική επιλογή Γκαγκάτση. Επίσης, ο Γκαγκάτσης αποδείχτηκε ικανός υπερασπιστής της ΕΠΟ από κυβερνητικές παρεμβάσεις, με χαρακτηριστικές τις νίκες του απέναντι στους υφυπουργούς Αθλητισμού Γιώργο Φλωρίδη το 2001 και Γιώργο Ορφανό το 2005.[1] Ωστόσο, επικρίθηκε έντονα από τους αντιπάλους του για τις στενές σχέσεις του με τον πρόεδρο του Ολυμπιακού Σωκράτη Κόκκαλη , που, σύμφωνα με τους επικριτές του, οδήγησαν στην παρασκηνιακή κυριαρχία του Ολυμπιακού στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Οι εκλογές στην Αλεξανδρούπολη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επικράτηση του Γκαγκάτση στα ποδοσφαιρικά πράγματα ξεκίνησε το 1997 με τις εκλογές της ΕΠΟ στην Αλεξανδρούπολη. Το Νοέμβριο του 1998 ο εισαγγελέας Πειραιά Γρηγόρης Πεπόνης ξεκίνησε προκαταρκτική εξέταση με αφορμή καταγγελίες ότι ο Θωμάς Μητρόπουλος, για λογαριασμό του Κόκκαλη και του Γκαγκάτση, διακίνησε 1 εκατομμύριο δολάρια για την εξαγορά ψήφων επαρχιακών Ενώσεων σε αυτές τις εκλογές.

Το Δεκέμβριο του 1999 η εισαγγελέας Πειραιά Μαρία Τσιριμώκου απήγγειλε κατηγορητήριο εναντίον του Θωμά Μητρόπουλου με την κατηγορία της δωροδοκίας, του αντιπροέδρου της ΠΑΕ Ολυμπιακός Γιώργου Λούβαρη για ηθική αυτουργία σε δωροδοκία και του Γκαγκάτση για άμεση συνέργεια σε απόπειρα δωροδοκίας. Ο Γκαγκάτσης δήλωσε: «Η ποινική δίωξη είναι αβάσιμη, στο στάδιο της προανάκρισης θα καταδειχθεί περίτρανα η αθωότητά μου και σίγουρα θα απαλλαγώ διά βουλεύματος».[2]

Τελικά οι τρεις κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά. Η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.[2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]