Ασέβεια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τον όρο ασέβεια χαρακτηρίζεται η έλλειψη επαρκούς σεβασμού προς κάτι το οποίο θεωρείται ιερό, ή έστω αυτό το οποίο αντιλαμβάνεται ως τέτοια έλλειψη σεβασμού η πλειονότητα των μελών μιας κοινωνίας ή του ιερατείου μιας θρησκείας.[1] Με τη γενικότερη έννοια, η λέξη ασέβεια σημαίνει και την έλλειψη σεβασμού προς ιεραρχικώς ανώτερα πρόσωπα στην κοινωνία ή στο στράτευμα. Η ασέβεια συγχέεται συχνά, αλλά και συνδέεται, με την ιεροσυλία, με τη διαφορά ότι η ασέβεια δεν αποτελεί απαραιτήτως μια πράξη. Η ασέβεια δεν συνδέεται με τη λατρεία με τη στενή έννοια, καθώς υπονοεί έλλειψη σεβασμού προς ένα ευρύτερο σύστημα αξιών. Μια από τις αντιρρήσεις των ειδωλολατρών εναντίον του Χριστιανισμού ήταν ότι, αντίθετα με τους οπαδούς άλλων μυστηριακών θρησκειών, οι πρώτοι Χριστιανοί αρνούντο να ρίξουν έστω και έναν κόκκο θυμιάματος ενώπιον ειδώλων των θεών, μια άρνηση πράξεως που αποτελούσε ασέβεια κατά την αντίληψη των ειδωλολατρών. Η ασέβεια στους αρχαίους πολιτισμούς αποτελούσε δημόσιο ζήτημα, αντί ατομικό θρησκευτικό, καθώς οι θρησκείες ήσαν ενσωματωμένες στο κράτος. Πιστευόταν ότι ασεβείς πράξεις ή η έλλειψη σεβασμού προς ιερά αντικείμενα η ιερείς μπορούσε να επιφέρει την οργή των θεών εναντίον ολόκληρης της κοινωνίας.

Στην αρχαία Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το θέμα της ασεβείας στην αρχαιότητα είναι δύσκολο να μελετηθεί εξαιτίας της ανεκδοτολογικής φύσεως των υπαρχουσών πηγών.[2] Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, όπως γράφει ο ιστορικός Πολύβιος, ασέβεια θεωρούσαν το εις τους θεούς, τους γονείς ή τους τεθνεώτας αμαρτάνειν, δηλαδή την «άστοχη συμπεριφορά» προς τους θεούς, τους γονείς ή προς τη μνήμη των νεκρών.[3] Η ευρύτητα και η γενικότητα του ορισμού αυτού δεν σήμαινε ότι οποιαδήποτε τέτοια συμπεριφορά κινούσε οπωσδήποτε την προσοχή των δικαιοδοτικών οργάνων. Ειδικότερα στο Αττικό δίκαιο, στην Αρχαία Αθήνα υπήρχε η «γραφή ασεβείας», δηλαδή σχετική κατηγορία με βάση την οποία μπορούσε να δικασθεί κάποιος, βασιζόμενη σε αρχαίο και άγραφο ιερατικό νόμο. Ωστόσο εφαρμοζόταν επιλεκτικά μόνο όταν προέκυπτε ζήτημα υπερασπίσεως του δημόσιου συμφέροντος, όπως αποδεικνύει η μεγάλη άνθηση στην Αθήνα φιλοσοφικών θεωριών αντιτιθέμενων πολλές φορές στις παραδοσιακές θεολογικές ερμηνείες των φυσικών φαινομένων, αλλά και οι πληροφορίες γενικώς για την ιδιωτική ζωή των αρχαίων.

Παρά την πραγματικότητα αυτή, υπήρξαν κάποιοι Αθηναίοι, και μάλιστα στην εποχή της ακμής της πόλεως, που καταδικάσθηκαν σε θάνατο ή εξορία με την κατηγορία της ασεβείας. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται ο Αλκιβιάδης και άλλοι 21 για την υπόθεση των Ερμοκοπιδών το 415 π.Χ., ωστόσο οι περισσότεροι από αυτούς κατάφεραν να διαφύγουν εύκολα από την πόλη, γεγονός που πρέπει να συναξιολογηθεί (ο Ανδοκίδης κατηγορήθηκε και αργότερα, το 400 ή το 399 π.Χ., σε σχέση με εκείνα τα γεγονότα). Ακόμα γνωστότερη είναι η καταδίκη σε θάνατο του μέγιστου φιλοσόφου Σωκράτη για ασέβεια (καθώς και για το ότι «διέφθειρε τη νεολαία») το 399 π.Χ.. Επίσης ο φιλόσοφος Αναξαγόρας κατηγορήθηκε για ασέβεια και πιθανότατα εξορίσθηκε, επειδή δίδασκε ότι ο Ήλιος ήταν «φλεγόμενος λίθος με διαστάσεις μεγαλύτερες της Ελλάδας». Εκτός αυτών, φέρονται ότι κατηγορήθηκαν «επί ασεβεία» και οι εξής αρχαίοι Έλληνες με αλφαβητική σειρά (πρέπει όμως να τονισθεί ότι υπάρχει έλλειψη ιστορικών αποδείξεων και ότι έχει υποστηριχθεί ότι κάποιες από τις περιπτώσεις ίσως να επινοήθηκαν από μεταγενέστερους ιστορικούς και άλλους συγγραφείς[4]):

Οποιοσδήποτε Αθηναίος πολίτης μπορούσε να κινήσει γραφή ασεβείας, με καταγγελία προς τον «άρχοντα βασιλέα». Οι δίκες διεξάγονταν δημοσίως στο δικαστήριο της Ηλιαίας και είχαν δύο μέρη: πρώτα οι Ηλιασταί δίκαζαν και απεφάσιζαν με ψηφοφορία εάν ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος ή όχι, και στην πρώτη περίπτωση, επειδή ο νόμος δεν προέβλεπε κάποια συγκεκριμένη ποινή, το ακροατήριο στην Ηλιαία στο δεύτερο μέρος της δίκης απεφάσιζε την ποινή, που μπορεί να ήταν απλό πρόστιμο, εξορία, θάνατος, κατάσχεση περιουσίας ή ατιμία (στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων). Ωστόσο η συνηθέστερη ποινή ήταν η θανατική.[11] Δεν υπήρχε το δικαίωμα για έφεση.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Λεξικό Merriam-Webster, λήμμα «impiety».
  2. Filonik, Jakub (2013). «Athenian impiety trials: a reappraisal». Dike 16: 11-96. doi:10.13130/1128-8221/4290. ISSN 1128-8221. http://riviste.unimi.it/index.php/Dike/article/view/4290. 
  3. Thür, Gerhard: Το λήμμα «Asebeia» στο Brill's New Pauly, Antiquity. Επιμ. Hubert Cancik και Helmuth Schneider, αγγλ. έκδοση Christine F. Salazar, Francis G. Gentry.
  4. Filonik, J.: «Athenian impiety trials: a reappraisal», Dike - Rivista di Storia del Diritto Greco ed Ellenistico, τόμ. 16 (έτος 2013), σελ. 59
  5. Filonik 2013: όπ.π., σελ. 23
  6. Filonik 2013: όπ.π., σελ. 28.
  7. Filonik 2013: όπ.π., σελ. 71
  8. Filonik 2013: όπ.π., σσ. 46 κ.ε.
  9. Dickie, Matthew: Magic and Magicians in the Greco-Roman World, εκδ. Routledge, Λονδίνο 2003
  10. Filonik 2013: όπ.π., σελ. 36
  11. Filonik 2013: όπ.π., σελ. 18

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμ. 7, σσ. 36-37
  • Leão, Delfim: το λήμμα «Asebeia» στην Encyclopedia of Ancient History, επιμέλεια Roger S. Bagnall, Kai Brodersen, Craige B. Champion, Andrew Erskine, Sabine R. Huebner, εκδ. Wiley-Blackwell, Οξφόρδη 2012, σσ. 815-816