Αναθεώρηση του Συντάγματος της Ελλάδας (2001)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με την αναθεώρηση του Συντάγματος της Ελλάδος του 2001 αναθεωρήθηκαν 79 συνολικά άρθρα του Συντάγματος.[1] Υπήρξε η δεύτερη χρονικά αναθεώρηση και η εκτενέστερη μέχρι σήμερα.

Διαδικασία αναθεώρησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος, αν και είχε προαναγγελθεί ήδη από τις κυβερνήσεις Μητσοτάκη και Παπανδρέου, ξεκίνησε με την υποβολή των προτάσεων της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ τον Ιούνιο του 1997.[2] Το Νοέμβριο του ίδιου έτους συγκροτήθηκε επιτροπή αναθεώρησης, η οποία και υπέβαλε την σχετική έκθεση στην ολομέλεια της Βουλής. Τον Μάϊο του 1998 ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση της αναθεώρησης με την ψήφιση των σχετικών άρθρων.[3] Συνολικά προτάθηκαν προς αναθεώρηση 90 διατάξεις, οι 83 εκ των οποίων συγκέντρωσαν άνω των 180 ψήφων, δηλαδή στην επόμενη ψηφοφορία για την οριστική αναθεώρησή τους, μετά την διάλυση της βουλής, θα χρειαζόταν απλή πλειοψηφία επί του συνόλου των βουλευτών για την τροποποίησή τους.[4]

Μετά την διενέργεια των εθνικών εκλογών του 2000 συγκροτήθηκε η Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων. Η διαδικασία αναθεώρησης ξεκίνησε στην Ολομέλεια της Βουλής τον Ιανουάριο του 2001 και περατώθηκε τον Απρίλιο του ίδιου έτους με το από 6ης Απριλίου ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων που είχε ως αποτέλεσμα την αναθεώρηση 79 άρθρων.[1] Εισηγητής από πλευράς της κυβέρνησης ήταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος ενώ από πλευράς της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης.[2] Κατά την ψήφιση των περισσότερων άρθρων παρατηρήθηκε συναίνεση μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων της εποχής (ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία) ενώ από την συζήτηση απείχαν το ΚΚΕ και ο Συνασπισμός.[1] Η τροποποίηση ολοκληρώθηκε επίσημα στις 17 Απριλίου 2001.

Τροποποιήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αναγνώριση νέων Συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα στην πληροφόρηση και στη συμμετοχή στην κοινωνία της πληροφορίας κ.α.[3]
  • Συνταγματική αναγνώριση των 5 Ανεξάρτητων αρχών.
  • Ρητή αναγνώριση της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου.[3]
  • Νέες διατάξεις για την διαφάνεια στη λειτουργία των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
  • Συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της αναλογικότητας και της κάθετης ισχύος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (τριτενέργεια).
  • Πρόβλεψη αυστηρών προϋποθέσεων για την τροποποίηση του εκλογικού νόμου.[3] Συγκεκριμένα προβλέφθηκε πως σε περίπτωση μη υπερψήφισής του με τα 2/3 του συνόλου της Βουλής τότε η ισχύς του αρχίζει από τις μεθεπόμενες εκλογές έτσι ώστε να μην μετατρέπεται (ο εκλογικός νόμος) σε πολιτικό εργαλείο των εκάστοτε κυβερνήσεων.
  • Απαγόρευση κάθε επαγγελματικής απασχόλησης των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου.
  • Πρόβλεψη ενός ειδικού οργάνου, το οποίο θα ελέγχει κάθε δαπάνη των υποψηφίων κατά τη διάρκεια των εκλογών.
  • Δημιουργία νέων συμβουλευτικών οργάνων εκτελεστικής εξουσίας.
  • Υιοθέτηση νέου νομοθετικού πλαισίου για την ποινική δίωξη των μελών του Υπουργικού συμβουλίου.
  • Αλλαγή στην οργάνωση της λειτουργίας του Κοινοβουλίου με την ενίσχυση του ρόλου των κοινοβουλευτικών επιτροπών.
  • Πρόβλεψη τετραετούς θητείας για όλους τους επικεφαλής των Ανωτάτων Δικαστηρίων.
  • Θέσπιση νέων διατάξεων που αφορούν το συνταγματικό έλεγχο των νόμων.
  • Κατοχύρωση δεύτερου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης.[3]

Ανεξάρτητες αρχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια σημαντική τροποποίηση στο Σύνταγμα αφορούσε την κατοχύρωση συγκεκριμένων ανεξάρτητων αρχών. Ειδικότερα με τα άρθρα 9Α, 15§2, 16§2, 19§2, 103§7 και 103§9 κατοχυρώθηκαν οι αντίστοιχες ανεξάρτητες αρχές: Η Αρχή Προστασίας Δεδομένων, το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο, η Αρχή Προστασίας Απορρήτου των Επικοινωνιών, το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού και ο Συνήγορος του Πολίτη. Επιπροσθέτως με το 101Α οριζόταν και ο τρόπος εκλογής των προέδρων των ανεξάρτητων αρχών μέσω επιλογής από το όργανο της διάσκεψης των προέδρων της Βουλής, το οποίο ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία 4/5 επέλεγε αποφασίζει για τον διορισμό του προέδρου.

Όσον αφορά το ΕΣΡ, με το άρθρο 15§2 αναλάμβανε τον κρατικό έλεγχο της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης.

Δικαιοσύνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην κατηγορία των άρθρων που αφορούν την δικαιοσύνη πραγματοποιήθηκαν αρκετές αλλαγές. Ειδικότερα προστέθηκε ρητά η υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις (95§5), επεκτάθηκαν οι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενώ με το άρθρο 88§2β΄ ανατέθηκε η εκδίκαση των μισθολογικών διαφορών στο Ειδικό Δικαστήριο Κακοδικίας. Επίσης μια σημαντική αλλαγή πραγματοποιήθηκε στον τρόπο λειτουργίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων καθώς με το άρθρο 100Σ προβλέφθηκε ότι σε περίπτωση κήρυξης ενός νόμου αντισυνταγματικού από το δικαστήριο, τότε το τελευταίο είναι υποχρεωμένο να παραπέμπει στην οικεία ολομέλεια. Η συγκεκριμένη αλλαγή έχει υποστηριχθεί ότι πραγματοποιήθηκε προκειμένου να αποδυναμωθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας.[5]

Κριτική αποτίμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σχετικά με την αναθεώρηση του 2001 έχουν εκφραστεί ποικίλες απόψεις. Σύμφωνα με τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης, Κώστα Χρυσόγονο, η συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να αποτιμηθεί σε γενικές γραμμές θετικά λόγω των επιμέρους βελτιώσεων στο συνταγματικό κείμενο, αν και δεν επέφερε ουσιώδη αναβάθμιση στην κανονιστική ποιότητα του Συντάγματος ενώ κατά τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, Φίλιππο Σπυρόπουλο, δεν περιείχε ιδιαίτερες πρωτοτυπίες.[6][3] Ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Ξενοφων Κοντιάδης, θεωρεί ότι η αναθεώρηση του 2001 ήταν μια μεγάλη τομή για τον πολιτικό και συνταγματικό μας πολιτισμό και ότι επέφερε σημαντική ενίσχυση των δικαιωμάτων και επιμέρους εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις στο πολιτικό σύστημα.[7] Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, Νίκος Αλιβιζάτος, θεωρεί ότι η αναθεώρηση του 2001 ήταν στραμμένη περισσότερο προς το παρελθόν παρά προς το μέλλον.[8]

Από την οπτική της ιδεολογίας η αναθεώρηση του 2001 έχει χαρακτηριστεί από τον Αλιβιζάτο ως "ιδεολογικοπολιτικά θολή"[9] ενώ και ο Σπυρόπουλος αντίστοιχα έχει επισημάνει την απουσία ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και διαλόγων.[3] Ως προς τους λόγους της αναθεώρησης έχει υποστηριχθεί ότι ένας σημαντικός λόγος υπήρξε η απόπειρα περιορισμού των εξουσιών του Συμβουλίου της Επικρατείας, αν και οι περισσότερες προτάσεις προς την κατεύθυνση αυτή δεν ψηφίστηκαν.[8]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Νίκος Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800 - 2010, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011, σελ. 550 - 551
  2. 2,0 2,1 Ευάγγελος Βενιζέλος, Μαθήματα συνταγματικού δικαίου, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2008, σελ. 101
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 Φίλιππος Σπυρόπουλος, Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή 2006, σελ.82 - 83
  4. Κώστας Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2003, σελ.127
  5. Νίκος Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800 - 2010, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011, σελ. 554
  6. Κώστας Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 131 - 132
  7. Συνέντευξη Κοντιάδη στην εφημερίδα "Έθνος", 29/01/2006, από την ιστοσελίδα του Ξ. Κοντιάδη
  8. 8,0 8,1 Νίκος Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800 - 2010, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011, σελ. 557
  9. Νίκος Αλιβιζάτος, Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001, ΤοΣ 2001, σελ. 965 όπως παραπέμπεται στο Χρυσόγονος, ο.π., σελ. 129