Αγγλικές υπερπόντιες κτήσεις

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Όλες οι αγγλικές υπερπόντιες κτήσεις πριν από το 1707

Οι αγγλικές υπερπόντιες κτήσεις (αγγλικά: English overseas possessions), επίσης γνωστές ως αγγλική αποικιακή αυτοκρατορία (αγγλικά: English colonial empire), αποτελούσαν σύνολο ποικίλων υπερπόντιων εδαφών που αποικήθηκαν, κατακτήθηκαν ή άλλως αποκτήθηκαν από το πρώην Βασίλειο της Αγγλίας κατά τη διάρκεια των αιώνων πριν από τις Πράξεις της Ένωσης του 1707 μεταξύ του Βασιλείου της Αγγλίας και του Βασιλείου της Σκωτίας και τη δημιουργία του Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας. Οι πολλές αγγλικές κτήσεις δημιούργησαν τότε τα θεμέλια της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και της ταχέως αναπτυσσόμενης ναυτικής και εμπορικής εξουσίας της, η οποία μέχρι τότε δεν είχε ξεπεράσει την Ολλανδική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Πορτογαλίας και το Βασίλειο της Ισπανίας.

Αρχικά ιδρύθηκαν οι αγγλικοί υπερπόντιοι οικισμοί στην Ιρλανδία ακολουθούμενοι γρήγορα από άλλους στη Βόρεια Αμερική, τις Βερμούδες και τις Δυτικές Ινδίες και από εμπορικούς σταθμούς που ονομάζονταν “factories” στις Ανατολικές Ινδίες, όπως το Μπαντάμ (Bantam) και στην ινδική υποήπειρο, ξεκινώντας με τη Σουράτ (Surat). Το 1639, μία σειρά αγγλικών φρουρίων κατασκευάστηκαν στις ακτές της Ινδίας ξεκινώντας με το φρούριο του Αγίου Γεωργίου (αγγλικά: Fort St George). Το 1661, ο γάμος του βασιλιά Καρόλου Β’ με την Αικατερίνη της Μπραγκάνσα (αγγλικά: Catherine of Braganza) έφερε νέες κτήσεις στην Αγγλία, στα πλαίσια της βασιλικής προίκας, που μέχρι τότε κατείχαν οι Πορτογάλοι, συμπεριλαμβανομένης της Ταγγέρης στη Βόρεια Αφρική και της Βομβάης στην Ινδία.

Στη Βόρεια Αμερική, η Νέα Γη (Newfoundland) και η Βιρτζίνια (Virginia) απετέλεσαν τα πρώτα κέντρα του αγγλικού αποικισμού στην ήπειρο. Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα δημιουργήθηκαν αποικιακές εγκαταστάσεις στο Μέιν (αγγλικά: Maine), το Πλύμουθ (αγγλικά: Plymouth), το Νιού Χαμσάιρ (αγγλικά: New Hampshire), το Σάλεμ (αγγλικά: Salem), τον Κόλπο της Μασαχουσέτης (αγγλικά: Massachusetts Bay), τη Νέα Σκωτία (αγγλικά: New Scotland), το Κονέκτικατ (αγγλικά: Connecticut), το Νιού Χέιβεν (αγγλικά: New Haven), το Μέριλαντ (αγγλικά: Maryland) και το Ρόουντ Άιλαντ και Πρόβιντενς (αγγλικά: Rhode Island and Providence). Το 1664, η Νέα Ολλανδία και η Νέα Σουηδία αποκτήθηκαν από τους Ολλανδούς και αποτέλεσαν τις αποικίες της Νέας Υόρκης (αγγλικά: New York), του Νιού Τζέρσεϋ (αγγλικά: New Jersey) και τμήματα του Ντελάγουερ (αγγλικά: Delaware) και της Πενσυλβανίας (αγγλικά: Pennsylvania).

Αρχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντίγραφο του πλοίου του Κάμποτ, "Matthew".

Το Βασίλειο της Αγγλίας γενικά χρονολογείται από τη βασιλεία του Έθελσταν (Αρχ. αγγλ.: Æthelstan) από το 927.[1] Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του Οίκου των Κνύτλινγκα (House of Knýtlinga), από το 1013 έως το 1014 και από το 1016 έως το 1042, η Αγγλία ήταν μέρος μίας προσωπικής ένωσης στεμμάτων που περιλάμβανε κτήσεις στη Σκανδιναβία. Το 1066, ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής, Δούκας της Νορμανδίας, κατέκτησε την Αγγλία, καθιστώντας το δουκάτο του βασιλική κτήση του αγγλικού θρόνου. Κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου Μεσαίωνα, οι βασιλείς της Αγγλίας κατείχαν εκτεταμένα εδάφη στη Γαλλία, με βάση την ιστορία τους στο Δουκάτο της Νορμανδίας. Υπό την Ανδεγαυική Αυτοκρατορία (αγγλικά: Angevin Empire), η Αγγλία αποτελούσε μέρος ενός συνόλου εδαφών τόσο στα Βρετανικά Νησιά όσο και στη Γαλλία, που κατείχε η δυναστεία των Πλανταγενετών (αγγλικά: Plantagenet dynasty). Η κατάρρευση αυτής της δυναστείας οδήγησε στον Εκατονταετή Πόλεμο μεταξύ της Αγγλίας και της Γαλλίας. Στην αρχή του πολέμου, οι βασιλείς της Αγγλίας κυβέρνησαν σχεδόν όλη τη Γαλλία, αλλά μέχρι το τέλος του, το 1453, είχαν στην κατοχή τους μόνο το Καλαί (Calais)[2]. Το Καλαί χάθηκε οριστικά το 1558 περνώντας στην κατοχή των Γάλλων. Τα Νησιά της Μάγχης, ως απομεινάρια του Δουκάτου της Νορμανδίας, διατηρούν τη σύνδεσή τους με το Στέμμα μέχρι σήμερα.

Άλλες πρώιμες αγγλικές επεκτάσεις σημειώθηκαν στα βρετανικά νησιά. Ήδη από το 1169 η νορμανδική εισβολή στην Ιρλανδία άρχισε να δημιουργεί αγγλικές κτήσεις στην Ιρλανδία, με χιλιάδες Άγγλους και Ουαλλούς εποίκους να φτάνουν στο νησί[3]. Ως αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος, ο Άγγλος μονάρχης κατείχε επί σειρά αιώνων τον τίτλο του Κυρίου της Ιρλανδίας, παρόλο που στις αρχές του 17ου αιώνα ξεκίνησε η δημιουργία της Φυτείας του Όλστερ (Plantation of Ulster)[4]. Ο αγγλικός έλεγχος της Ιρλανδίας παρουσίασε διάφορες διακυμάνσεις έως ότου τελευταία ενσωματώθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας το 1801.

Τα ταξίδια του Χριστόφορου Κολόμβου ξεκίνησαν το 1492 και ο ίδιος έφτασε στος Δυτικές Ινδίες στις 12 Οκτωβρίου εκείνου του έτους. Το 1496, ενθουσιασμένος από τις εξερευνητικές επιτυχίες των Πορτογάλων και των Ισπανών προς την Ασία, ο βασιλιάς Ερρίκος Η’ της Αγγλίας ανέθεσε στον Τζων Κάμποτ (John Cabot) να ηγηθεί ενός ταξιδιού προκειμένου να ανακαλύψει μία διαδρομή μέσω του Ατλαντικού Ωκεανού προς τα νησιά των μπαχαρικών της Ασίας, στη συνέχεια γνωστής ως η αναζήτηση του Βορειοδυτικού Περάσματος. Ο Κάμποτ έπλευσε το 1497, αποβιβαζόμενος επιτυχώς στην ακτή της Νέας Γης. Εκεί, πίστευε ότι είχε φτάσει στην Ασία και δεν έκανε καμία προσπάθεια για να εγκαταστήσει μία μόνιμη αποικία[5]. Την επόμενη χρονιά ηγήθηκε ενός νέου ταξιδιού, αλλά τίποτα δεν ακούστηκε για αυτόν ή τα πλοία του ξανά καθώς εξαφανίστηκαν[6].

Η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση είχε μετατρέψει σε εχθρούς την Αγγλία και την Ισπανία, και το 1562 η Ελισάβετ Α’ της Αγγλίας εξουσιοδότησε τους κουρσάρους Χώκινς (Hawkins) και Ντρέικ (Drake) να επιτίθενται στα ισπανικά πλοία στα ανοικτά των ακτών της Δυτικής Αφρικής[7]. Αργότερα, καθώς οι Αγγλο-Ισπανικοί πόλεμοι εντατικοποιήθηκαν, η Ελισάβετ ενέκρινε περαιτέρω επιδρομές εναντίον των ισπανικών λιμένων στην Αμερική και κατά των ισπανικών πλοίων που επέστρεφαν στην Ευρώπη φορτωμένα με θησαυρούς από τον Νέο Κόσμο[8]. Εν τω μεταξύ, οι σημαίνοντες συγγραφείς Ρίτσαρντ Χάνκλουτ (Richard Hakluyt) και Τζων Ντη (John Dee) άρχισαν να πιέζουν για την ίδρυση μίας αγγλικής αποικιακής αυτοκρατορίας. Η Ισπανία είχε εδραιώσει τις κτήσεις της στην Αμερική, ενώ η Πορτογαλία είχε δημιουργήσει ένα δίκτυο εμπορικών σταθμών και φρουρίων στις ακτές της Αφρικής, της Βραζιλίας και της Κίνας, και οι Γάλλοι είχαν ήδη αρχίσει να δημιουργούν οικισμούς στον ποταμό του Αγίου Λαυρεντίου, οι οποίοι αργότερα αποτέλεσαν τη Νέα Γαλλία[9].

Οι πρώτες Αγγλικές υπεράκτιες αποικίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτες σοβαρές προσπάθειες εγκατάστασης αγγλικών αποικιών πέρα από τις βρετανικές νήσους έλαβαν χώρα κατά το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα, επί βασιλείας της Ελισάβετ Α’[10]. Η δεκαετία του 1580 έγινε μάρτυρας των πρώτων προσπαθειών για μόνιμους αγγλικούς οικισμούς στη Βόρεια Αμερική, μία γενιά πριν την εγκατάσταση των Φυτειών του Όλστερ. Σύντομα σημειώθηκε μία έκρηξη της αγγλικής αποικιακής δραστηριότητας, η οποία οδηγούσε άνδρες που αναζητούσαν μία νέα γη, είτε επιδιώκοντας την ανάπτυξη του εμπορίου είτε αναζητώντας θρησκευτική ελευθερία. Όμως, τον 17ο αιώνα, ο προορισμός των περισσότερων Άγγλων που έψαχναν μία νέα ζωή στο εξωτερικό, ήταν οι Δυτικές Ινδίες και όχι η Βόρεια Αμερική.

Πρώιμες αξιώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βασίλισσα Ελισάβετ Α'.

Χρηματοδοτούμενος από την Εταιρία της Μοσχοβίας (αγγλικά: Muscovy Company), ο Μάρτιν Φρόμπισερ (Martin Frobisher) αναχώρησε στις 7 Ιουνίου 1576, από το Μπλάκγουολ (Blackwall) του Λονδίνου, αναζητώντας το Βορειοδυτικό Πέρασμα. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους αποβιβάστηκε στον Κόλπο Φρόμπισερ στη νήσο Μπάφιν (Baffin Island) και η άφιξή του εκεί σηματοδοτήθηκε από την πρώτη λειτουργία της Εκκλησίας της Αγγλίας που καταγράφηκε σε έδαφος της Βόρειας Αμερικής. Ο Φρόμπισερ επέστρεψε στον ομώνυμο κόλπο το 1577, καταλαμβάνοντας τη νότια πλευρά του στο όνομα της βασίλισσας Ελισάβετ. Σε ένα τρίτο ταξίδι του, το 1578, έφτασε στις ακτές της Γροιλανδίας και έκανε επίσης μία αποτυχημένη προσπάθεια να ιδρύσει έναν οικισμό στον κόλπο του Φρόμπισερ[11][12]. Ενώ βρισκόταν στην ακτή της Γροιλανδίας, προέβαλε αξίωση για λογαριασμό της Αγγλίας[13].

Την ίδια εποχή, μεταξύ των ετών 1577 ακι 1580, ο σερ Φράνσις Ντρέικ προχώρησε στον περίπλου της Γης. Αξίωσε τη νήσο της Ελισάβετ, στα ανοικτά του Ακρωτηρίου Χορν (αγγλικά: Cape Horn) και στις 24 Αυγούστου 1578 αξίωσε μία ακόμα νήσο της Ελισάβετ, στον Πορθμό του Μαγγελάνου[14]. Το 1579, αποβιβάστηκε στη βόρεια ακτή της Καλιφόρνιας, διεκδικώντας την περιοχή στο όνομα της βασίλισσας Ελισάβετ, ως «Νέα Αλβιόνα»[15]. Ωστόσο, αυτές οι διεκδικήσεις δεν ακολουθήθηκαν από αποικισμό[16].

Το 1578, ενώ ο Ντρέικ έλειπε στον περίπλου της Γης, η βασίλισσα Ελισάβετ παραχώρησε άδεια για υπερπόντια εξερεύνηση στον εταιροθαλή αδελφό του, Χάμφρεϊ Γκίλμπερτ (Humphrey Gilbert), και την ίδια χρονιά ο τελευταίος έπλευσε προς τις Δυτικές Ινδίες προκειμένου να εμπλακεί σε πειρατεία και να ιδρύσει μία αποικία στη Βόρεια Αμερική. Ωστόσο, η αποστολή εγκαταλήφθηκε πριν διασχίσει τον Ατλαντικό. Το 1583, ο Γκίλμπερτ έπλευσε προς τη Νέα Γη, όπου σε μία επίσημη τελετή κατέλαβε το λιμάνι του Αγίου Ιωάννη μαζί με όλα τα εδάφη σε βάθος διακοσίων λευγών βόρείως και νοτίως του, χωρίς όμως να εγκαταστήσει αποίκους. Τελικά δεν επέζησε από το ταξίδι επιστροφής του στην Αγγλία[17][18].

Οι πρώτοι υπερπόντιοι οικισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαράσταση Άγγλων αποίκων που έφτασαν στη Βιρτζίνια το 1607.

Στις 25 Μαρτίου 1584, η βασίλισσα Ελισάβετ Α’, γνωστή και ως η «Παρθένος Βασίλισσα» (“Virgin Queen”), παραχώρησε στον σερ Ουόλτερ Ράλεϊ (Walter Raleigh) ιδιοκτησιακό καταταστατικό χάρτη (charter) για τον αποικισμό μίας περιοχής στη Βόρεια Αμερική που επρόκειτο να ονομαστεί προς τιμή της, Βιρτζίνια (Virginia). Αυτός ο χάρτης διευκρίνιζε ότι ο Ράλεϊ θα είχε στη διάθεσή του επτά χρόνια για να δημιουργήσει έναν οικισμό, διαφορετικά θα έχανε το δικαίωμά του να το κάνει. Ο Ράλεϊ και η Ελισάβετ ήθελαν αυτό το εγχείρημα να αποφέρει πλούτη στην Αγγλία από το Νέο Κόσμο και να αποτελέσει μία βάση για την αποστολή κουρσάρων για επιδρομές ενάντια στους στόλους μεταφοράς θησαυρών της Ισπανίας. Ο ίδιος ο Ράλεϊ δεν επισκέφθηκε ποτέ τη Βόρεια Αμερική, αν και ηγήθηκε αποστολών το 1595 και το 1617 στη λεκάνη του ποταμού Ορινόκο στη Νότια Αμεική, αναζητώντας τη χρυσή πόλη του Ελ Ντοράντο. Αντ’ αυτού, έστειλε άλλους να ιδρύσουν την αποικία Ρόανοουκ (Roanoke Colony), που έμεινε γνωστή ως η «Χαμένη Αποικία» (“Lost Colony”)[19].

Στις 31 Δεκεμβρίου 1600, η Ελισάβετ εξουσιοδότησε την Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών, με την επωνυμία «Ο Κυβερνήτης και η Εταιρία των Εμπόρων του Λονδίνου στις Ανατολικές Ινδίες»[20]. Η Εταιρία σύντομα ίδρυσε τον πρώτο εμπορικό σταθμό της στις Ανατολικές Ινδίες, συγκεκριμένα στο Μπαντάμ (Bantam) της νήσου Ιάβας, και ακολούθησαν κι άλλοι, ξεκινώντας από το Σουράτ (Surat) στις ακτές της σημερινής Ινδίας.

Οι περισσότερες από τις νέες αγγλικές αποικίες που ιδρύθηκαν στη Βόρεια Αμερική και στις Δυτικές Ινδίες, είτε με επιτυχία είτε χωρίς, ήταν ιδιωτικές πρωτοβουλίες ομίλων ιδιοκτητών, εξουσιοδοτημένων για την ίδρυση και τη διακυβέρνηση των οικισμών μέσω παροχής βασιλικών καταστατικών χαρτών. Αυτοί ήταν μονωμένοι ιδιώτες ή μετοχικές εταιρίες. Τα πρώτα παραδείγματα αυτών είναι η Εταιρία της Βιτζίνια (Virginia Company), η οποία δημιούργησε τους πρώτους επιτυχημένους αγγλικούς υπερπόντιους οικισμούς στο Τζεϊμστάουν (Jamestown) το 1607 και τις Βερμούδες, ανεπίσημα το 1609 και επισήμως το 1612, το παρακλάδι της, η Εταιρία των Νήσων Σόμερς (Somers Isles Company), στην οποία μεταβιβάστηκαν οι Βερμούδες (γνωστές και ως Νήσοι Σόμερς) το 1615, και η Εταιρία της Νέας Γης (Newfoundland Company) που αποίκισε τον Όρμο Κούπερ κοντά στο λιμάνι του Αγίου Ιωάννη το 1610. Οι αποικίες του Ρόουντ Άιλαντ (Rhode Island), του Κονέκτικατ (Connecticut) και του Κόλπου της Μασαχουσέτης, που δημιουργήθηκαν στις αρχές του 17ου αιώνα, ήταν αποικίες με ιδιοκτησιακό καταστατικό χάρτη (charter colonies), όπως ήταν και η Βιρτζίνια εκείνη την εποχή. Δημιουργήθηκαν μέσω αναγνώρισης δικαιωμάτων γης (land patents) που είχε παραχωρήσει το Στέμμα της Αγγλίας πανω σε συγκεκριμένες εκτάσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο καταστατικός χάρτης διευκρίνιζε ότι τα εδάφη της αποικίας εκτείνονταν δυτικά προς τον Ειρηνικό Ωκεανό. Οι καταστατικοί χάρτες του Κονέκτικατ, του Κόλπου της Μασαχουσέτης και της Βιρτζίνια περιείχαν αυτή την πρόβλεψη για εδάφη «από θάλασσα σε θάλασσα» (“sea to sea”).

Οι Βερμούδες, το παλαιότερο εναπομένον βρετανικό υπερπόντιο έδαφος, διεκδικήθηκαν και αποικίστηκαν από την Αγγλία ως αποτέλεσμα του ναυαγίου εκεί της ναυαρχίδας της Εταιρίας της Βιρτζίνια, “Sea Venture”, το 1609. Η πόλη του Αγίου Γεωργίου (St George), που ιδρύθηκε εκεί το 1612, παραμένει ο παλαιότερος συνεχώς κατοικούμενος Αγγλικός οικισμός στον Νέο Κόσμο. Μερικοί ιστορικοί δηλώνουν ότι με την εγκαθίδρυσή της πριν από τη μετατροπή του «Φρουρίου Τζέιμς» (James Fort) σε «Τζεϊμστάουν» το 1619, η πόλη του Αγίου Γεωργίου ήταν στην πραγματικότητα η πρώτη επιτυχημένη πόλη που ιδρύθηκε από Άγγλους στον Νέο Κόσμο. Οι Βερμούδες και οι άποικοί τους είχαν διαδραματίσει σημαντικούς, μερικές φορές καθοριστικούς, ρόλους στη διαμόρφωση των αυτοκρατοριών της Αγγλίας και της Βρετανίας αργότερα πέρα από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Τέτοιο ρόλοι περιελάμβαναν το θαλάσσιο εμπόριο, τον αποικισμό της αμερικανικής ηπείρου και των Δυτικών Ινδιών και την προβολή ναυτικής ισχύος μέσω των κουρσάρων που εξορμούσαν από εκεί[21][22].

Μεταξύ των ετών 1640 και 1660, οι Δυτικές Ινδίες αποτελούσαν τον προορισμό για τα περισσότερα από τα δύο τρίτα των Άγγλων μεταναστών στο Νέο Κόσμο. Μέχρι το 1650, υπήρχαν 44.000 Άγγλοι στην Καραϊβική, σε σύγκριση με τους 12.000 του Κόλπου του Τσέζαπικ (Chesapeake) και τους 23.000 της Νέας Αγγλίας (New England)[23]. Ο πιο σημαντικός αγγλικός οικισμός εκείνη την περίοδο ήταν στα νησιά Μπαρμπάντος (Barbados).

Το 1660, ο βασιλιάς Κάρολος Β’ (Charles II) ίδρυσε τη Βασιλική Αφρικανική Εταιρία (Royal African Company), ουσιαστικά μία εμπορική εταιρία που ασχολείτο με το εμπόριο σκλάβων, με επικεφαλής τον αδελφό του, Ιάκωβο, δούκα της Υόρκης (James, Duke of York). Το 1661, ο γάμος του Καρόλου με την Πορτογαλίδα πριγκίπισσα Αικατερίνη της Μπραγκάνσα, απέφερε στο αγγλικό στέμμα τα λιμάνια της Ταγγέρης στην Αφρική και της Βομβάης στην Ινδία, στα πλαίσια της προίκας της Αικατερίνης. Η κατοχή της Ταγγέρης αποδείχθηκε πολυδάπανη  και εγκαταλείφθηκε το 1684[24].

Μετά την παράδοση του «Φρουρίου Άμστερνταμ» (Fort Amsterdam) από τους Ολλανδούς στον αγγλικό έλεγχο το 1664, η Αγγλία απέκτησε τα εδάφη της ολλανδικής αποικίας της Νέας Ολλανδίας, συμπεριλαμβανομένου και του οικισμού του Νέου Άμστερνταμ. Επισήμως, η κατοχή επικυρώθηκε με τη λήξη του Δεύτερου Αγγλο-Ολλανδικού Πολέμου, το 1667. Το 1664, η Νέα Ολλανδία μετονομάστηκε σε επαρχία της Νέας Υόρκης (Province of New York). Ταυτόχρονα, οι Άγγλοι απέκτησαν τον έλεγχο της πρώην Νέας Σουηδίας, στη σημερινή πολιτεία του Ντελαγουέρ των ΗΠΑ, η οποία ήταν επίσης ολλανδική κτήση και αργότερα αποτέλεσε μέρος αποικίας της Πενσυλβανίας. Το 1673, οι Ολλανδοί ανέκτησαν τη Νέα Ολλανδία, αλλά την εγκατέλειψαν ξανά βάσει της Συνθήκης του Ουεστμίνστερ (Treaty of Westminster) του 1674.

Συμβούλιο Εμπορίου και Ξένων Φυτειών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1621, μετά από μία ύφεση που σημειώθηκε στο υπερπόντιο εμπόριο που είχε δημιουργήσει οικονομικά προβλήματα στο αγγλικό δημόσιο ταμείο, ο βασιλιάς Ιάκωβος ανέθεσε στους συμβούλους του να συστήσουν ειδική επιτροπή για να εξετάσει τα αίτια αυτής της ύφεσης. Αυτή ονομάστηκε Οι Κύριοι της Επιτροπής του Σώματος των Συμβούλων διορισμένων για την εξέταση όλων των θεμάτων που σχετίζονται με το Εμπόριο και τις Ξένες Φυτείες (αγγλικά: The Lords of the Committee of the Privy Council appointed for the consideration of all matters relating to Trade and Foreign Plantations). Ενώ υπήρχε πρόθεση να αποτελέσει μια προσωρινή δημιουργία, αποτέλεσε τον πρόγονο του Συμβουλίου του Εμπορίου (Board of Trade), το οποίο είχε σχεδόν συνεχή ύπαρξη από το 1621. Η επιτροπή αυτή ανέλαβε αμέσως την προώθηση των πιο κερδοφόρων επιχειρήσεων των αγγλικών κτήσεων, και ιδίως της παραγωγής καπνού και ζάχαρης[25].

Αμερική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατάλογος των αγγλικών κτήσεων στη Βόρεια Αμερική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο πλοίαρχος Τζων Σμιθ (John Smith), «Ναύαρχος της Νέας Αγγλίας» (“Admiral of New England”).
    Άγιος Ιωάννης (St John), Νέα Γη (Newfoundland): παραχωρήθηκε ιδιοκτησιακός καταστατικός χάρτης το 1583 στον σερ Χάμφρεϋ Γκίλμπερτ (Sir Humphrey Gilber)[26]. Υπήρξε εποχικός αποικισμός περίπου το 1520 και μόνιμος γύρω στο 1620[27][28].
  • Αποικία Ρόανοουκ (Roanoke Colony), στη σημερινή Βόρεια Καρολίνα: ιδρύθηκε για πρώτη φορά το 1586 αλλά εγκαταλείφθηκε τον επόμενο χρόνο. Το 1587 έγινε μία δεύτερη προσπάθεια για τη δημιουργία ενός οικισμού, αλλά οι άποικοί του εξαφανίστηκαν, γεγονός που της έδωσε το όνομα η «Χαμένη Αποικία» (Lost Colony). Μία από αυτούς ήταν η Βιρτζίνια Ντέιρ (Virginia Dare), το πρώτο παιδί που γεννήθηκε σε αγγλική κτήση του Νέου Κόσμου.
  • Κάτιχανκ (Cuttyhunk): ήταν ένα από τα νησιά που πήραν το όνομά τους από τη βασίλισσα Ελισάβετ, στη σημερινή Μασαχουσέτη. Εκεί κατασκευάστηκε ένα μικρό φρούριο και ένας εμπορικός σταθμός από τον Βαρθολομέο Γκόσνολντ (Bartholomew Gosnold) το 1602, αλλά το νησί εγκαταλείφθηκε μετά από έναν μήνα.
  • Η Εταιρία της Βιρτζίνια του Λονδίνου (Virginia Company of London) έλαβε πιστοποίηση με βασιλικό διάταγμα το 1606 και το 1624 τα εδαφικά της δικαιώματα σχημάτισαν τη βασιλική αποικία της Βιρτζίνια (royal Colony of Virginia).
    • Η πόλη Τζεϊμστάουν (Jamestown) της Βιρτζίνια ιδρύθηκε από την Εταιρία το 1607.
    • Οι Βερμούδες, γνωστές και ως Νήσοι Σόμερς, στο βόρειο Ατλαντικό, αποικίστηκαν από την Εταιρία το 1609, λόγω του γεγονότος ότι εκεί ναυάγησε η ναυαρχίδα της. Η κατοχή των νησιών από την Εταιρία έγινε επίσημη το 1612, όταν ιδρύθηκε η πόλη του Αγίου Γεωργίου, η παλαιότερη συνεχώς κατοικούμενη και πρώτη «κανονική» αγγλική πόλη στο Νέο Κόσμο. Το 1615, η διοίκηση των Βερμούδων πέρασε στην Εταιρία των Νήσων Σόμερς (Somers Isles Company) η οποία ιδρύθηκε από τους ίδιους μετόχους της Εταιρίας της Βιρτζίνια. Η Συνέλευση (House of Assembly) των Βερμούδων ιδρύθηκε το 1620. Τέλος, οι καταγγελίες των κατοίκων των Βερμούδων προς το Στέμμα οδήγησαν στην ανάκληση της βασιλικής χάρτας της Εταιρίας το 1684.
    • Ενρίκους (Henricus), αλλιώς γνωστή ως Henricopolis, Henrico Town και Henrico, ιδρύθηκε από την Εταιρία της Βιρτζίνια το 1611 ως εναλλακτική για το βαλτώδες τοπίο του Τζειμστάουν, αλλά καταστράφηκε το 1622 καθώς οι κάτοικοί της σφαγιάστηκαν από Ινδιάνους.
    • Αποικία Πόφαμ (Popham Colony): στις 13 Αυγούστου 1607, Εταιρία της Βιρτζίνια του Πλύμουθ (Virginia Company of Plymouth) δημιούργησε της αποικία του Πόφαμ κατά μήκος του ποταμού Κένεμπεκ στη σημερινή πολιτεία Μέιν των ΗΠΑ. Αυτή η εταιρία (η οποία ήταν διαφορετική από του Λονδίνου που αναφέρεται παραπάνω) είχε λάβει άδεια να εγκαταστήσει οικισμούς μεταξύ του 38ου παραλλήλου (στο άνω άκρο του κόλπου του Τσέσαπικ) και του 45ου (κοντά στα σημερινά σύνορα των ΗΠΑ με τον Καναδά). Ωστόσο, η αποικία εγκαταλήφθηκε μετά από περίπου ένα χρόνο από την ίδρυσή της και η Εταιρία έγινε αδρανής.
  • Αναμνηστική πλακέτα στον Άγιο Ιωάννη που μνημονεύει την αποβίβαση του σερ Χάμφρεϋ Γκίλμπερτ (Sir Humphrey Gilber) εκεί, το 1583.
    Η Εταιρία των Εμπορικών Επιχειρηματιών (Society of Merchant Venturers) του Μπρίστολ άρχισε να εγκαθιστά οικισμούς της Νέα Γη:
    • Στον όρμο του Κούπερ (Cuper's Cove), που ιδρύθηκε το 1610 και εγκαταλείφθηκε τη δεκαετία του 1620.
    • Στο Μπρίστολς Χόουπ (Bristol's Hope), που ιδρύθηκε το 1618 και εγκαταλείφθηκε τη δεκαετία του 1630.
  • Η Εταιρία Λονδίνου και Μπρίστολ (London and Bristol Company) εγκατέστησε οικισμούς στη Νέα Γη:
    • Αποικία του Κάμπριολ (Cambriol): δημιουργήθηκε το 1617. Το 1616 ο σερ Ουίλιαμ Βον (Sir William Vaughan, 1575–1641), αγόρασε από την Εταιρεία Νέας Γης (Newfoundland Company) όλα τα εδάφη της Χερσονήσου Άβαλον που βρίσκονταν νότια της γραμμής κόλπου Σάπλιν (Caplin Bay) και κόλπου της Πλακεντίας. Η αποικία εγκαταλείφθηκε το 1637.
    • Οικισμός Ρινιούς (Renews): δημιουργήθηκε το 1615 και εγκαταλείφθηκε το 1619[29].
  • Συμβούλιο του Πλύμουθ για τη Νέα Αγγλία (Plymouth Council for New England): ίδρυσε την αποικία του Πλύμουθ (Plymouth Colony) το 1620, η οποία συγχωνεύτηκε με την αποικία του Κόλπου της Μασαχουσέτης (Massachusetts Bay Colony) το 1691.
  • Φέριλαντ (Ferryland) στη Νέα Γη: παραχωρήθηκε στον Τζωρτζ Κάλβερτ, 1ο βαρώνο της Βαλτιμόρης (George Calvert, 1st Baron Baltimore) το 1620, και οι πρώτοι άποικοι εγκαταστάθηκαν τον Αύγουστο του 1621[30].
  • Επαρχία του Μέιν (Province of Maine): συστάθηκε το 1622 και πωλήθηκε στην αποικία του Κόλπου της Μασαχουσέτης το 1677.
  • Νότιο Φώλκλαντ (South Falkland) στη Νέα Γη: ιδρύθηκε το 1623 από τον Χένρυ Κάρυ, 1ο υποκόμη του Φώλκλαντ (Henry Cary, 1st Viscount Falkland).
  • Επαρχία του Νιου Χάμσαϊρ (Province of New Hampshire): ιδρύθηκε το 1623.
  • Ακρωτήριο Ανν (Cape Ann): ήταν μία αποτυχημένη αποικία αλιείας που δημιουργήθηκε το 1624 από την Εταιρία Ντόρτσεστερ (Dorchester Company).
  • Αποικία Σάλεμ (Salem Colony): ιδρύθηκε το 1628 και συγχωνεύθηκε με την αποικία του Κόλπου της Μασαχουσέτης την επόμενη χρονιά.
  • Αποικία του Κόλπου της Μασαχουσέτης (Massachusetts Bay Colony): ιδρύθηκε το 1629.
  • Νέα Σκωτία (New Scotland) στη σημερινή περιοχή Nova Scotia του Καναδά: είχε σύντομη διάρκεια κατά την περίοδο 1629-1632.
  • Αποικία του Κοννέκτικατ (Connecticut Colony): ιδρύθηκε το 1633.
  • Επαρχία του Μέριλαντ (Province of Maryland): ιδρύθηκε το 1634.
  • Επαρχία της Νέας Αλβιόνας (Province of New Albion): έλαβε χάρτα το 1634 αλλά το εγχείρημα απέτυχε μέχρι το 1650.
  • Αποικία Σέιμπρουκ (Saybrook Colony): ιδρύθηκε το 1635 και συγχωνεύθηκε με την αποικία του Κοννέκτικατ το 1644.
  • Ρόουντ Άιλαντ και Φυτείες του Πρόβιντενς (Rhode Island and Providence Plantations): οι πρώτοι άποικοι εγκαταστάθηκαν το 1636.
  • Αποικία Νιού Χέιβεν (New Haven Colony): ιδρύθηκε το 1638 και συγχωνεύθηκε με την αποικία του Κοννέκτικατ το 1665.
  • Νήσος Γκάρντινερς (Gardiners Island): αποικίστηκε το 1639.
  • Συνομοσπονδία της Νέας Αγγλίας (New England Confederation), επισήμως «Ηνωμένες Αποικίες της Νέας Αγγλίας» (United Colonies of New England): ήταν μία βραχύβια στρατιωτική συμμαχία των αγγλικών αποικιών της Μασαχουσέτης, του Πλύμουθ, του Κοννέκτικατ και του Νιού Χέιβεν, που δημιουργήθηκε το 1643, με στόχο την ένωση των πουριτανικών αποικιών εναντίον των ιθαγενών Αμερικανών. Ο καταστατικός χάρτης της προέβλεπε, επίσης, την επιστροφή φυγόδικων εγκληματιών και ανελεύθερων εργατών[31].
  • Επαρχία της Νέας Υόρκης (Province of New York): καταλήφθηκε από την προηγούμενη κατοχή των Ολλανδών το 1664.
  • Επαρχία του Νιού Τζέρσεϊ (Province of New Jersey): καταλήφθηκε επίσης το 1664.
  • Γη του Ρούπερτ (Rupert's Land): πήρε το όνομά της προς τιμήν του πρίγκιπα Ρούπρεχτ του Παλατινάτου, εξάδελφου του βασιλιά Καρόλου Β΄. Το 1668, ο Ρούπερτ ανέθεσε σε δύο πλοία, το “Nonsuch” και το “Eaglet”, να διευρενήσουν δυνατότητες πιθανού εμπορίου τον κόλπο του Χάντσον. Η αποστολή του πλοίου “Nonsuch” ίδρυσε το «Φρούριο Ρούπερτ» (Fort Rupert) στις εκβολές του ομώνυμου ποταμού. Τέλος, ο πρίγκιπας Ρούπρεχτ ήταν ο πρώτος κυβερνήτης της Εταιρίας του Κόλπου του Χάντσον (Hudson's Bay Company), η οποία ιδρύθηκε το 1670.
  • Επαρχία της Πενσυλβανίας (Province of Pennsylvania): ιδρύθηκε το 1681 ως αγγλική αποικία, αν και οι πρώτες εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν από τους Ολλανδούς και τους Σουηδούς νωρίτερα.
  • Αποικία του Ντελάγουερ (Delaware Colony): αποσχίστηκε από την Πενσυλβανία το 1704.
  • Επαρχία της Καρολίνας (Province of Carolina): οι πρώτες εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν το 1653, αλλά έλαβε προνόμιο ίδρυσης αποικίας το 1663 ως ενιαίο έδαφος. Σύντομα, όμως, λειτούργησε στην πράξη ως δύο ξεχωριστές αποικίες:
    • Επαρχία της Βόρειας Καρολίνας (Province of North Carolina): η πρώτη εγκατάσταση αποίκων έγινε στο Ροανόουκ (Roanoke)  το 1586, η μόνιμη εγκατάσταση σημειώθηκε το 1653 και έγινε ξεχωριστή βρετανική αποικία το 1710.
    • Επαρχία της Νότιας Καρολίνας (Province of South Carolina): μόνιμη εγκατάσταση αποίκων σημειώθηκε από το 1670 και έγινε ξεχωριστή βρετανική αποικία το 1710.
  • Μία κτήση που ιδρύθηκε μετά το 1707 ως βρετανική αποικία και όχι ως αγγλική:
    • Επαρχία της Τζόρτζια (Province of Georgia): αποικήθηκε για πρώτη φορά το 1732.

Κατάλογος των αγγλικών κτήσεων στις Δυτικές Ινδίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τα Μπαρμπάντος, τα οποία επισκέφθηκε για πρώτη φορά το αγγλικό πλοίο Olive Blossom το 1605[32], δεν αποικίστηκαν από την Αγγλία μέχρι το 1625[33]. Σύντομα, όμως, αποτέλεσαν τον τρίτο μεγαλύτερο αγγλικό οικισμό στην Αμερική, μετά τον Τζεϊμστάουν στη Βιρτζίνια και την αποικία του Πλύμουθ.
  • Άγιος Χριστόφορος (Saint Kitts): εκεί εγκαταστάθηκαν Άγγλοι το 1623, ακολουθούμενοι από Γάλλους το 1625. Άγγλοι και Γάλλοι ενώθηκαν για τη σφαγή του ιθαγενούς πληθυσμού των Καλινάγκο, πριν οι τελευταίοι προλάβουν να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους για αντίστοιχη σφαγή των Ευρωπαίων. Στη συνέχεια το νησί χωρίστηκε στη μέση με τους Άγγλους και τους Γάλλους να καταλαμβάνουν τα δύο άκρα. Το 1629 μία ισπανική δύναμη κατέλαβε τον Άγιο Χριστόφορο, αλλά ο αγγλικός οικισμός ξαναχτίστηκε μετά την ειρήνη που συνάφθηκε μεταξύ Αγγλίας και Ισπανίας το 1630. Στη συνέχεια η κατοχή του νησιού εναλλάχθηκε μεταξύ του αγγλικού και του γαλλικού ελέγχου κατά τον 17ο και 18ο αιώνα.
  • Νέβις (Nevis): αποικίστηκε το 1628.
  • Αποικία της νήσου Πρόβιντενς (Providence Island colony): δημιουργήθηκε οικισμός από την Εταιρία της Νήσου Πρόβιντενς (Providence Island Company) το 1629, και καταλήφθηκε από τους Ισπανούς το 1641.
  • Μοντσερράτ (Montserrat): αποικίστηκε το 1632.
  • Αντίγκουα (Antigua): υπήρξε εγκατάσταση το 1632 από μία ομάδα Άγγλων αποίκων του Αγίου Χριστοφόρου.
  • Οι Μπαχάμες (Bahamas) εγκαταλείφθηκαν ως επί το πλείστον από το 1513 έως το 1648, όταν οι Ελεύθεροι Τυχοδιώκτες (Eleutheran Adventurers), που ήταν ομάδα Άγγλων πουριτανών, έφυγαν από τις Βερμούδες για να εγκατασταθούν στο νησί που ονόμασαν Ελεθέρα (Eleuthera).
  • Ανγκουίλα (Anguilla): αποικίστηκε αρχικά από Άγγλους του Αγίου Χριστοφόρου το 1650. Το 1666 το νησί καταλήφθηκε από τους Γάλλους, αλλά σύμφωνα με τη Συνθήκη της Μπρέντα του 1667, επιστράφηκε στην Αγγλία.
  • Τζαμάικα (Jamaica): ήταν πρώην ισπανική κτήση, γνωστή ως Σαντιάγο (Santiago), την οποία κατέκτησαν οι Άγγλοι το 1655.
  • Μπαρμπούντα (Barbuda): αποικίστηκε αρχικά από τους Ισπανούς και τους Γάλλους και τελικά από τους Άγγλους το 1666.
  • Νησιά Κέιμαν (Cayman Islands): τα επισκέφθηκε πρώτη φορά ο σερ Φράνσις Ντρέικ (Sir Francis Drake) το 1586, ο οποίος τους έδωσε το όνομά τους. Ήταν σε μεγάλο βαθμό ακατοίκητα μέχρι τον 17ο αιώνα, όταν εγκαταστάθηκαν εκεί, ανεπίσημα, πειρατές, πρόσφυγες από την Ισπανική Ιερά Εξέταση, ναυαγοί και λιποτάκτες από τον στρατό του Όλιβερ Κρόμγουελ (Oliver Cromwell) στη Τζαμάικα. Η Αγγλία απέκτησε τον έλεγχο των νησιών, μαζί με την Τζαμάικα, βάσει της Συνθήκης της Μαδρίτης (Treaty of Madrid ) του 1670.

Κατάλογος των αγγλικών κτήσεων στην κεντρική και τη νότια Αμερική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η νήσος της Ελισάβετ στα ανοικτά του Ακρωτηρίου Χορν και μία ακόμα νήσος της Ελισάβετ στον Πορθμό του Μαγγελάνου, που διεκδικήθηκαν για την Αγγλία από τον σερ Φράνσις Ντρέικ τον Αύγουστο του 1578. Ωστόσο, δε δημιουργήθηκαν οικισμοί εκεί και δεν είναι πλέον δυνατή η ταυτοποίηση αυτών των νησιών με βεβαιότητα.
  • Γουιάνα (Guiana): μία προσπάθεια να ιδρυθεί μία αποικία το 1604 απέτυχε στον κύριο στόχο της να ανακαλύψει κοιτάσματα χρυσού και είχε διάρκεια ζωής μόνο δύο χρόνια[34].
  • Ακτή του κουνουπιού (Mosquito Coast): Η Εταιρία της νήσου Πρόβιντενς (Providence Island Company) κατείχε ένα μικρό μέρος αυτής της περιοχής τον 17ο αιώνα.
  • Νήσοι Φώκλαντ (Falkland Islands): διεκδικήθηκαν για την Αγγλία από τον ναυτικό Τζων Στρόγκ (John Strong) το 1690, ο οποίος έκανε την πρώτη καταγεγραμμένη αποβίβαση στα νησιά αυτά.

Αγγλικές κτήσεις στην Ινδία και τις Ανατολικές Ινδίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Fort St George, Μαντράς, το πρώτο αγγλικό φρούριο στην Ινδία.
    Μπαντάμ (Bantam): οι Άγγλοι άρχισαν να ταξιδεύουν πρις τις Ανατολικές Ινδίες περίπου το έτος 1600, που ήταν η ημερομηνία ίδρυσης στο Σίτι του Λονδίνου (City of London) της Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών (East India Company) και το 1602 ιδρύθηκε ένας μόνιμος εμπορικός σταθμός («factory») στο Μπαντάμ της νήσου Ιάβας[35]. Αρχικά είχε επικεφαλής έναν αρχισταθμάρχη (Chief Factor), από το 1617 έναν πρόεδρο, από το 1630 αντιπροσώπους (Agents) και από το 1634 έως το 1652 προέδρους και πάλι. Στη συνέχεια ο σταθμός έπεσε σε παρακμή.
  • Σουράτ (Surat): οι έμποροι της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών εγκαταστάθηκαν στο Σουράτ της δυτικής Ινδίας το 1608, ακολουθούμενοι από τους Ολλανδούς το 1617. Το Σουράτ ήταν η πρώτη έδρα της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών στην περιοχή, αλλά το 1687 το κέντρο διοίκησής της μεταφέρθηκε στη Βομβάη.
  • Ματσιλιπατνάμ (Machilipatnam): ένας εμπορευματικός σταθμός ιδρύθηκε στην ακτή Κορομάντελ (Coromandel Coast) της ανατολικής Ινδίας το 1611, που υπαγόταν διοικητικά στον σταθμό του Μπαντάμ[36].
  • Ρουν (Run), ένα νησί παραγωγής μπαχαρικών στις Ανατολικές Ινδίες. Στις 25 Δεκεμβρίου 1616, ο Ναθάνιελ Κούρτχοπ (Nathaniel Courthope) αποβιβάστηκε στο Ρουν για να υπερασπιστεί το νησί από τις αξιώσεις της Ολλανδικής Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών και οι κάτοικοί του δέχθηκαν τον βασιλιά Ιάκωβο Α’ της Αγγλίας ως κυρίαρχο του νησιού. Μετά από τέσσερα χρόνια πολιορκίας του από τους Ολλανδούς και τον θάνατο του Κούρτχοπ το 1620, οι Άγγλοι αποχώρησαν. Σύμφωνα με τη συνθήκη του Ουεστμίνστερ (Treaty of Westminster) του 1654, το Ρουν έπρεπε να επιστραφεί στην Αγγλία, αλλά αυτό δε συνέβη. Μετά τον δεύτερο Αγγλο-Ολλανδικό Πόλεμο, η Αγγλία και οι Ηνωμένες Επαρχίες συμφώνησαν σε ένα status quo, σύμφωνα με το οποίο οι Άγγλοι κράτησαν το Μανχάταν, που είχε καταλάβει ο Δούκας της Υόρκης το 1664, ενώ σε αντάλλαγμα το Ρουν παραχωρήθηκε επισήμως στους Ολλανδούς. Το 1665 οι Άγγλοι έμποροι εκδιώχθηκαν από το νησί.
  • Το Οχυρό του Αγίου Γεωργίου (Fort St George), στο Μαντράς, ήταν το πρώτο αγγλικό φρούριο στην Ινδία, που ιδρύθηκε το 1639. Ακολούθησε η δημιουργία του πολιτικού οικισμού Τζωρτζ Τάουν (George Town).
  • Βομβάη (Bombay): στις 11 Μαΐου 1661, η γαμήλια συνθήκη του βασιλιά Καρόλου Β’ και της Αικατερίνης της Μπραγκάνσα, κόρης του βασιλιά Ιωάννη Δ’ της Πορτογαλίας, μεταβίβασε τη Βομβάη στην κατοχή της Αγγλίας, ως μέρος της προίκας της Αικατερίνης[37]. Ωστόσο, οι Πορτογάλοι κράτησαν αρκετά γειτονικά νησιά. Μεταξύ των ετών 1665 και 1666, οι Άγγλοι απέκτησαν τα νησιά Μαχίμ (Mahim), Σιόν (Sion), Νταραβί (Dharavi) και Βαντάλα (Wadala)[38]. Αυτά εκμισθώθηκαν στην Εταιρία Ανατολικών Ινδιών το 1668. Ο πληθυσμός της περιοχής αυξήθηκε γρήγορα από τις 10.000 το 1661, σε 60.000 το 1675. Το 1687, η Εταιρία Ανατολικών Ινδιών μετέφερε τα κεντρικά γραφεία της από το Σουράτ στη Βομβάη και τελικά η πόλη αποτέλεσε την έδρα της Προεδρίας της Βομβάης (Bombay Presidency)[39].
  • Το Μπενκούλεν (Bencoolen) ήταν ένα κέντρο εμπορίας πιπεριού της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών με δική της φρουρά στις ακτές της νήσου Σουμάτρας, που ιδρύθηκε το 1685.
  • Η Καλκούτα (Calcutta) στον ποταμό Χούγκλι στη Βεγγάλη, αποικίστηκε από την Εταιρία Ανατολικών Ινδιών το 1690.

Αγγλικές κτήσεις στην Αφρική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ποταμός Γκάμπια (Gambia River): το 1588, ο Αντώνιος της Πορτογαλίας, διεκδικητής του πορτογαλικού θρόνου, πούλησε τα αποκλειστικά εμπορικά δικαιώματα στον ποταμό Γκάμπια σε Άγγλους εμπόρους και η βασίλισσα Ελισάβετ Α’ τα επιβεβαίωσε με χορήγηση επιστολής αναγνώρησής τους. Το 1618, ο βασιλιάς Ιάκωβος Α’ της Αγγλίας χορήγησε με τη σειρά του χάρτα σε μία αγγλική εταιρία για εμπόριο με την Γκάμπια και τη Χρυσή Ακτή. Οι Άγγλοι κατέλαβαν το φρούριο Γκάμπια (Fort Gambia) από τους Ολλανδούς το 1661, το οποίο τους παραχωρήθηκε επίσημα το 1664. Το νησί στο οποίο βρισκόταν το φρούριο μετονομάστηκε σε Νήσο Ιακώβου (James Island), και το φρούριο σε φρούριο Ιακώβου (Fort James), από τον Ιάκωβο, δούκα της Υόρκης, μετέπειτα βασιλιά Ιάκωβο Β’ της Αγγλίας. Αρχικά, η αδειοδοτημένη Εταιρία των Βασιλικών Τυχοδιωκτών στην Αφρική (Company of Royal Adventurers in Africa), διαχειρίστηκε τα εδάφη και εμπορεύτηκε χρυσό, ελεφαντόδοντο και σκλάβους. Όμως, το 1684, η Βασιλική Αφρικανική Εταιρία (Royal African Company) ανέλαβε τη διαχείριση της περιοχής και το εμπόριο.
  • Αγγλική Ταγγέρη: αυτή ήταν μία ακόμα αγγλική κτήση που απέκτησε ο βασιλιάς Κάρολος Β’ της Αγγλίας το 1661 ως μέρος της προίκας της συζύγου του, Αικατερίνης της Μπραγκάνσα. Ενώ ήταν στρατηγικά σημαντική, η Ταγγέρη αποδείχθηκε πολύ ακριβή για τη διατήρηση φρουράς και την άμυνά της, και εγκαταλείφθηκε το 1684.
  • Αγία Ελένη (Saint Helena), ένα νησί στο Νότιο Ατλαντικό, αποικίστηκε από την αγγλική Εταιρία Ανατολικών Ινδιών το 1659, με χάρτα που της χορηγήθηκε από τον Όλιβερ Κρόμγουελ το 1657. Οι σχετιζόμενες με την Αγία Έλενα νήσοι της Αναλήψεως (Ascension Island) και Τριστάν ντα Κούνια (Tristan da Cunha) δεν αποικίστηκαν μέχρι τον 19ο αιώνα.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Keynes, Simon. "Edward, King of the Anglo-Saxons" in N. J. Higham & D. H. Hill, Edward the Elder 899-924 (London: Routledge, 2001), p. 61.
  2. Griffiths, Ralph A. King and Country: England and Wales in the Fifteenth Century (2003, ISBN 1852850183), p. 53
  3. Bartlett, Thomas. Ireland: A History (2010, ISBN 0521197201) p. 40.
  4. Hill, George. The Fall of Irish Chiefs and Clans and the Plantation of Ulster (2004, ISBN 094013442X)
  5. Kenneth Andrews, Trade, Plunder and Settlement: Maritime Enterprise and the Genesis of the British Empire, 1480–1630 (Cambridge University Press, 1984, ISBN 0-521-27698-5) p. 45.
  6. Ferguson, Niall. Colossus: The Price of America's Empire (Penguin, 2004, p. 4)
  7. Thomas, Hugh. The Slave Trade: the History of the Atlantic Slave Trade (Picador, 1997), pp. 155–158.
  8. Ferguson (2004), p. 7.
  9. Lloyd, Trevor Owen. The British Empire 1558–1995 (Oxford University Press, 1996, ISBN 0-19-873134-5), pp. 4–8.
  10. Nicholas Canny, The Origins of Empire, The Oxford History of the British Empire, vol. I (Oxford University Press, 1998, ISBN 0-19-924676-9), p. 35
  11. The Nunavut Voyages of Martin Frobisher at web site of the Canadian Museum of Civilization, accessed 5 August 2011
  12. Cooke, Alan (1979) [1966]. "Frobisher, Sir Martin". In Brown, George Williams (ed.). Dictionary of Canadian Biography. I (1000–1700) (online ed.). University of Toronto Press.
  13. McDermott, James. Martin Frobisher: Elizabethan privateer (Yale University Press, 2001, ISBN 0-300-08380-7.) p. 190
  14. Francis Fletcher, The World encompassed by Sir Francis Drake (1854 edition) by the Hakluyt Society, p. 75.
  15. Dell'Osso, John (October 12, 2016). "Drakes Bay National Historic Landmark Dedication". NPS.gov. National Park Service. Retrieved January 23, 2019.
  16. Sugden, John. Sir Francis Drake (Barrie & Jenkins, 1990, ISBN 0-7126-2038-9), p. 118.
  17. Andrews (1984), pp. 188-189
  18. Quinn, David B. (1979) [1966]. "Gilbert, Sir Humphrey". In Brown, George Williams (ed.). Dictionary of Canadian Biography. I (1000–1700) (online ed.). University of Toronto Press.
  19. David B. Quinn, Set fair for Roanoke: voyages and colonies, 1584–1606 (1985)
  20. The register of letters, &c: of the governour and company of merchants of London trading into the East Indies, 1600–1619 (B. Quaritch, 1893), p. 3.
  21. Rector and Visitors of the University of Virginia and Essays in History review of In the Eye of All Trade: Bermuda, Bermudians, and the Maritime Atlantic World, 1680-1783, By Michael J. Jarvis, Published for the Omohundro Institute of Early American History and Culture, Williamsburg, Virginia. Archived 2012-01-09 at the Wayback Machine ISBN 978-0-8078-3321-6
  22. Lt. Col. Gavin Shorto, The Bermudian: Bermuda in the Privateering Business Archived 2011-07-16 at the Wayback Machine
  23. Alan Taylor, Colonial America: A Very Short Introduction (2012), p. 78
  24. John Wreglesworth, Tangier: England's Forgotten Colony (1661-1684), p. 6
  25. Encyclopædia Britannica: a new survey of universal knowledge (Volume 10, 1963), p. 583
  26. Nicholas Canny, The Oxford History of the British Empire: Volume I, 2001, ISBN 0-19-924676-9.
  27. "Early Settlement Schemes". Newfoundland and Labrador Heritage Web Site Project. Memorial University of Newfoundland. 1998. Retrieved 2010-01-09.
  28. Paul O'Neill, The Oldest City: The Story of St. John's, Newfoundland, 2003, ISBN 0-9730271-2-6.
  29. "William Vaughan and New Cambriol". Newfoundland and Labrador Heritage Web Site Project. Memorial University of Newfoundland. Retrieved 2010-01-09.
  30. Permanent Settlement at Avalon, Colony of Avalon Foundation, Revised March 2002, accessed 6 August 2011
  31. John Andrew Doyle, English Colonies in America: The Puritan colonies (1889) chapter 8, p. 220
  32. Sir Robert Schomburg, History of Barbados (2012 edition), p. 258
  33. Reuben Gold Thwaites, The Colonies, 1492-1750 (1927), p. 245
  34. Canny, p. 71
  35. East India Company, The Register of Letters &c. of the Governour and Company of Merchants of London Trading Into the East Indies, 1600-1619 (B. Quaritch, 1893), σσ. lxxiv, 33
  36. N. S. Ramaswami, Fort St. George, Madras (Madras, 1980; Tamil Nadu State Department of Archaeology, No. 49)
  37. "Catherine of Bragança (1638–1705)". BBC. Retrieved 5 November 2008.
  38. The Gazetteer of Bombay City and Island 1978, p. 54
  39. F. L. Carsten, The New Cambridge Modern History V (The ascendancy of France 1648–88) (Cambridge University Press, 1961, ISBN 978-0-521-04544-5), p. 427

Επιπλέον ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Doyle, John Andrew: English Colonies in America: The Puritan colonies (1889) online edition
  • Fishkin, Rebecca Love: English Colonies in America (2008)
  • Parker, Lewis K.: English Colonies in the Americas (2003)