Άλμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άλμος
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΤέκναΧρύση
Χρυσογένεια
ΓονείςΣίσυφος και Μερόπη

Στην Αρχαία ελληνική μυθολογία ο Άλμος ήταν Κορίνθιος πρίγκιπας, γιος του ιδρυτή και πρώτου βασιλιά της Εφύρας Σισύφου και της Μερόπης, της μόνης από τις Πλειάδες που παντρεύτηκε θνητό. Τα αδέλφια του Άλμου ήταν ο Γλαύκος του Σισύφου, ο Θέρσανδρος και ο Ορνυτίωνας, πιθανότατα ο Σίνων και ο Πορφυρίων.[1][2] Ο Παυσανίας μας πληροφορεί ότι ο Άλμος είχε δύο κόρες την Χρύση και την Χρυσογένεια που παντρεύτηκαν αντίστοιχα τους θεούς Άρη και Ποσειδώνα. Ο γιος της Χρύσης με τον Άρη ήταν ο Φλεγύας που κληρονόμησε τον Ορχομενό όταν πέθανε άτεκνος ο Ετέοκλος. Ο γιος της Χρυσογένειας με τον Ποσειδώνα ήταν ο Χρύσης που διαδέχθηκε τον Φλεγύα στον Ορχομενό, γιος του ήταν ο Μινύας.[3] Σε μια άλλη ιστορική πηγή καταγράφεται ο Μινύας σαν γιος του Ποσειδώνα και της Χρυσογένειας, όχι εγγονός του.[4] Ο Άλμος χρεώνεται και ο ίδιος επίσης σαν πατέρας του Μινύα. Οι περισσότερες πληροφορίες καταγράφονται από τον Παυσανία στο έργο του "Περιγραφή της Ελλάδας". Ο Άλμος δέχτηκε από τον Ετέοκλο ένα τεμάχιο γης στον Ορχομενό, στα νεότερα χρόνια πήρε από τον ίδιο το όνομα Όλμωνες καθώς γράφει ο Παυσανίας (Θ΄ 34, 10): «...του έδωσε ένα μέρος της χώρας, όχι πολύ, για να κατοικήσει, και η κώμη τότε ονομάσθηκε Άλμωνες από τούτο τον Άλμο. Μετά όμως από καιρό επεκράτησε το όνομα Όλμωνες».[5] Ο Στέφανος ο Βυζάντιος καταγράφει τον Άλμο σαν "Όλμο" πιθανότερα από το όνομα του χωριού.[6]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Παυσανίας, "Ελλάδος περιήγησης", 2.4.3
  2. Απολλώνιος ο Ρόδιος, 3.1553
  3. Παυσανίας, "Ελλάδος περιήγησης", 9.36.1 & 4
  4. Απολλώνιος ο Ρόδιος, 3.1094
  5. Παυσανίας, "Ελλάδος περιήγησις", 9.34.10
  6. Στέφανος ο Βυζάντιος, Κεφ. 5, "Όλμωνες"

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις Θ΄ («Βοιωτικά»), μετάφραση Ν.Σ. Μπαξεβανάκι, έκδ. «Πάπυρος» (βιβλιοθήκη αρχ.Ελλ.συγγραφέων - αρ. 216), Αθήνα 1956
  • Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969, σελ. 108