Γαλλική Επανάσταση του 1848: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 46: Γραμμή 46:
== Αφηγήσεις και αναλύσεις ==
== Αφηγήσεις και αναλύσεις ==
[[Αρχείο:François_Vincent_Raspail_Neurdein_BNF_Gallica.jpg|μικρογραφία|François-Vincent Raspail]]
[[Αρχείο:François_Vincent_Raspail_Neurdein_BNF_Gallica.jpg|μικρογραφία|François-Vincent Raspail]]
Ο [[Καρλ Μαρξ|Καρλ Μαρξ]] αναλύει τα γεγονότα στο βιβλίο ''Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία''<ref>[http://www.marxists.org/francais/marx/works/1850/03/km18500301.htm Les luttes de classes en France] Sur le site marxists.org consulté le 30 mars 2012</ref>:<blockquote>Στις 25 Φεβρουαρίου, προς το μεσημέρι και ενώ η Δημοκρατία δεν είχε ακόμα διακηρυχθεί, οι υπουργοί είχαν πάρει ήδη θέση. Άλλοι με τους αστούς της Προσωρινής Κυβέρνησης και άλλοι με τους στρατηγούς, τους τραπεζίτες και τους δικηγόρους της National. Αυτήν όμως τη φορά, οι εργάτες ήταν αποφασισμένοι να μην ανεχθούν παρόμοια υπεξαίρεση και δολοπλοκία με εκείνη του Ιουλίου 1830. Ήταν έτοιμοι να ξαναρχίσουν τον αγώνα και να επιβάλλουν την Δημοκρατία με την δύναμη των όπλων. Επιφορτισμένος με αυτήν την αποστολή, ο Raspail πήγε στο Δημαρχείο. Στο όνομα του παρισινού προλεταριάτου, διέταξε την Προσωρινή Κυβέρνηση να διακηρύξει την Δημοκρατία, δηλώνοντας πως αν η λαϊκή εντολή δεν εκτελούνταν μέσα σε δύο ώρες, θα ξαναγυρνούσε επικεφαλής 200.000 ανδρών. Τα νεκρά κορμιά των αγωνιστών δεν είχαν καλά-καλά κρυώσει, τα οδοφράγματα δεν είχαν ξεστηθεί, οι εργάτες δεν είχαν ακόμη αφοπλιστεί και η μόνη δύναμη που μπορούσαν να τους αντιτάξουν ήταν η Εθνοφρουρά.
Ο [[Καρλ Μαρξ|Καρλ Μαρξ]] αναλύει τα γεγονότα στο βιβλίο ''Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία''<ref>[http://www.marxists.org/francais/marx/works/1850/03/km18500301.htm Les luttes de classes en France] Sur le site marxists.org consulté le 30 mars 2012</ref>:<blockquote>Στις 25 Φεβρουαρίου, προς το μεσημέρι και ενώ η Δημοκρατία δεν είχε ακόμα διακηρυχθεί, οι υπουργοί είχαν πάρει ήδη θέση. Άλλοι με τους αστούς της Προσωρινής Κυβέρνησης και άλλοι με τους στρατηγούς, τους τραπεζίτες και τους δικηγόρους της National. Αυτήν όμως τη φορά, οι εργάτες ήταν αποφασισμένοι να μην ανεχθούν παρόμοια υπεξαίρεση και δολοπλοκία με εκείνη του Ιουλίου 1830. Ήταν έτοιμοι να ξαναρχίσουν τον αγώνα και να επιβάλλουν τη Δημοκρατία με τη δύναμη των όπλων. Επιφορτισμένος με αυτήν την αποστολή, ο Raspail πήγε στο Δημαρχείο. Στο όνομα του παρισινού προλεταριάτου, διέταξε την Προσωρινή Κυβέρνηση να διακηρύξει τη Δημοκρατία, δηλώνοντας πως αν η λαϊκή εντολή δεν εκτελούταν μέσα σε δύο ώρες, θα ξαναγυρνούσε επικεφαλής 200.000 ανδρών. Τα νεκρά κορμιά των αγωνιστών δεν είχαν καλά-καλά κρυώσει, τα οδοφράγματα δεν είχαν ξεστηθεί, οι εργάτες δεν είχαν ακόμη αφοπλιστεί και η μόνη δύναμη που μπορούσαν να τους αντιτάξουν ήταν η Εθνοφρουρά.
Κάτω απ'αυτές τις περιστάσεις, οι πολιτικές βολιδοσκοπήσεις και οι νομικίστικες ευσυνειδησίες της προσωρινής κυβέρνησης, εξανεμίστηκαν αυτόματα. Πριν καλά-καλά εκπνεύσει η δίωρη προθεσμία, οι τοίχοι του Παρισιού γέμισαν με γιγαντιαία συνθήματα: "Γαλλική Δημοκρατία! Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη!"</blockquote>Περιγραφή αυτών των ημερών της επανάστασης, γίνεται στο βιβλίο ''"Η Αισθηματική Αγωγή"'' του [[Γκυστάβ Φλωμπέρ|Φλωμπέρ]]: αποτελούν το πλαίσιο για την έναρξη του τρίτου μέρους:<blockquote>Το προηγούμενο βράδυ, η θέα του κάρου με τα πέντε πτώματα, περιμαζεμένα ανάμεσα στους νεκρούς του Βουλεβάρτου των Καπουτσίνων, είχε αλλάξει τις διαθέσεις του λαού. Ενώ στο Παλάτι του Κεραμεικού, οι υπασπιστές διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, ενώ ο κ.Μολέ, απασχολημένος με τον σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης, δεν ξαναφαινόταν, ενώ ο Θιέρσος προσπαθούσε να σχηματίσει άλλη κυβέρνηση και ο βασιλιάς μηχανορραφούσε, δίσταζε και έδινε στον Μπυζώ την στρατιωτική εξουσία για να μην τον αφήσει τελικά να την χρησιμοποιήσει, η εξέγερση, σαν να κατευθυνόταν από ένα και μόνο χέρι, οργανωνόταν εκπληκτικά. Άντρες με παράφορη ευφράδεια μιλούσαν στα πλήθη, μέσα στον δρόμο. Άλλοι χτυπούσαν με όλη τους την δύναμη τις καμπάνες των εκκλησιών. Χυνόταν μολύβι, τυλίγονταν φυσίγγια. Τα δέντρα των λεωφόρων, τα δημόσια ουρητήρια, τα παγκάκια, τα σιδερένια κάγκελα, οι φανοστάτες, όλα είχαν ξεριζωθεί, αναποδογυριστεί. Το πρωί, το Παρίσι ήταν γεμάτο οδοφράγματα. Η αντίσταση δεν κράτησε πολύ. Παντού έμπαινε στην μέση η Εθνοφρουρά - έτσι που κατά τις οκτώ ο λαός, θέλοντας και μη, εξουσίαζε πέντε στρατώνες, σχεδόν όλες τις δημαρχίες, τα πιο σημαντικά στρατηγικά σημεία. Από μόνη της, η Μοναρχία, δίχως σκούντημα, σωριαζόταν σε ερείπια, και γινόταν τώρα επίθεση στο φυλάκιο του Σατώ-ντ'Ω για την απελευθέρωση 50 φυλακισμένων που δεν βρίσκονταν εκεί.</blockquote>Ο [[Αλεξίς ντε Τοκβίλ]], περιδιαβαίνοντας στο Παρίσι στις 25 Φεβρουαρίου 1848, συγκλονισμένος από τις λαϊκές πρωτοβουλίες, που ξεφύτρωναν από όλες τις πλευρές:<blockquote>Δύο πράγματα με συγκλόνισαν: το πρώτο ήταν ο χαρακτήρας, δεν θάλεγα κυρίως, αλλά μοναδικά και αποκλειστικά λαϊκός, της επανάστασης που μόλις συνετελέσθη. Η κατίσχυση που επέφερε ο λαός αυτός καθεαυτός, δηλαδή οι τάξεις της χειρωνακτικής εργασίας, πάνω σε όλες τις άλλες τάξεις. Το δεύτερο ήταν η μεγαθυμία και η γενναιοφροσύνη που επεδείκνυε ο όχλος, που από την μια στιγμή στην άλλη είχε γίνει ο μοναδικός αφέντης του Παρισιού.(...) Κατά την διάρκεια αυτής της μέρας δεν είδα ούτε έναν εκπρόσωπο της παλιάς εξουσίας, ούτε στρατιώτη, ούτε χωροφύλακα, ούτε αστυνομικό. Η Εθνοφρουρά είχε εξαφανιστεί. Μόνον ο λαός οπλοφορούσε, φύλαγε τα δημόσια κτίρια,φύλαγε σκοπιές, διέταζε, τιμωρούσε.(...) Από τις 25 Φεβρουαρίου (1848)χιλιάδες παράξενα συστήματα ξεπήδησαν ορμητικά από τα πνεύματα της πρωτοπορίας και διαδόθηκαν στα ανήσυχα πνεύματα του πλήθους. Όλα ήταν ακόμη όρθια εκτός από την Βασιλεία και το Κοινοβούλιο και φαινόταν πως από την επαναστατική σύγκρουση όλη η κοινωνία είχε διαλυθεί και πως πειραματίζονταν για την νέα μορφή που έπρεπε να δώσουν στο οικοδόμημα που θα έβαζαν στην θέση της. Καθένας πρότεινε το σχέδιό του: άλλος το δημοσίευε στις εφημερίδες, άλλος σε αφίσες που γέμιζαν τους τοίχους, άλλος βγάζοντας λόγο στον δρόμο. Ένας υποστήρζε την κατάργηση της ανισότητας του πλούτου, άλλος απαιτούσε την κατάργηση της ανισότητας στην μόρφωση, ο τρίτος επιχειρούσε να εξαφανίσει την αρχαιότερη των ανισοτήτων, αυτήν των ανδρών και των γυναικών. Υπεδείκνυαν αντίδοτα κατά της φτώχειας και γιατρικά κατά της αρρώστειας που λέγεται "δουλειά" και ταλανίζει την ανθρωπότητα από την αρχή της ύπαρξής της. Οι θεωρίες αυτές ήταν τόσο ετερόκλιτες, συχνά αντιθετικές και κάποιες φορές αντιμαχόμενες. Όλες όμως, στόχευαν πιο κάτω απ'ότι η εξουσία προσπαθώντας να μετασχηματίσουν την κοινωνία αυτή καθεαυτή, από την οποία θα εκπορεύονταν η εξουσία. Όλες αυτές οι θεωρίες πήραν το κοινό όνομα: ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ.<ref>A. de Tocqueville, Souvenirs, texte établi par Luc Monnier, Folio Gallimard, 1964, pp.128-129</ref></blockquote>Ο [[Βίκτωρ Ουγκώ|Βικτώρ Ουγκώ]] μας θυμίζει λεπτομερώς αυτή την εξέγερση στο βιβλίο του "Τα Πράγματα που είδα".
Κάτω απ' αυτές τις περιστάσεις, οι πολιτικές βολιδοσκοπήσεις και οι νομικίστικες ευσυνειδησίες της προσωρινής κυβέρνησης εξανεμίστηκαν αυτόματα. Πριν καλά-καλά εκπνεύσει η δίωρη προθεσμία, οι τοίχοι του Παρισιού γέμισαν με γιγαντιαία συνθήματα: "Γαλλική Δημοκρατία! Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη!"</blockquote>Περιγραφή αυτών των ημερών της επανάστασης γίνεται στο βιβλίο ''"Η Αισθηματική Αγωγή"'<nowiki/>'' του [[Γκυστάβ Φλωμπέρ|Φλωμπέρ]]: αποτελούν το πλαίσιο για την έναρξη του τρίτου μέρους:<blockquote>Το προηγούμενο βράδυ, η θέα του κάρου με τα πέντε πτώματα, περιμαζεμένα ανάμεσα στους νεκρούς του Βουλεβάρτου των Καπουτσίνων, είχε αλλάξει τις διαθέσεις του λαού. Ενώ στο Παλάτι του Κεραμεικού οι υπασπιστές διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, ενώ ο κ.Μολέ, απασχολημένος με το σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης, δεν ξαναφαινόταν, ενώ ο Θιέρσος προσπαθούσε να σχηματίσει άλλη κυβέρνηση και ο βασιλιάς μηχανορραφούσε, δίσταζε και έδινε στο Μπυζώ τη στρατιωτική εξουσία για να μην τον αφήσει τελικά να τη χρησιμοποιήσει, η εξέγερση, σα να κατευθυνόταν από ένα και μόνο χέρι, οργανωνόταν εκπληκτικά. Άντρες με παράφορη ευφράδεια μιλούσαν στα πλήθη μέσα στο δρόμο. Άλλοι χτυπούσαν με όλη τους τη δύναμη τις καμπάνες των εκκλησιών. Χυνόταν μολύβι, τυλίγονταν φυσίγγια. Τα δέντρα των λεωφόρων, τα δημόσια ουρητήρια, τα παγκάκια, τα σιδερένια κάγκελα, οι φανοστάτες, όλα είχαν ξεριζωθεί, αναποδογυριστεί. Το πρωί, το Παρίσι ήταν γεμάτο οδοφράγματα. Η αντίσταση δεν κράτησε πολύ. Παντού έμπαινε στη μέση η Εθνοφρουρά - έτσι που κατά τις οκτώ ο λαός, θέλοντας και μη, εξουσίαζε πέντε στρατώνες, σχεδόν όλες τις δημαρχίες, τα πιο σημαντικά στρατηγικά σημεία. Από μόνη της, η Μοναρχία, δίχως σκούντημα, σωριαζόταν σε ερείπια, και γινόταν τώρα επίθεση στο φυλάκιο του Σατώ-ντ'Ω για την απελευθέρωση 50 φυλακισμένων που δε βρίσκονταν εκεί.</blockquote>Ο [[Αλεξίς ντε Τοκβίλ]], περιδιαβαίνοντας στο Παρίσι στις 25 Φεβρουαρίου 1848, συγκλονισμένος από τις λαϊκές πρωτοβουλίες που ξεφύτρωναν από όλες τις πλευρές:<blockquote>Δύο πράγματα με συγκλόνισαν: το πρώτο ήταν ο χαρακτήρας, δε θα 'λεγα κυρίως, αλλά μοναδικά και αποκλειστικά λαϊκός, της επανάστασης που μόλις συνετελέσθη. Η κατίσχυση που επέφερε ο λαός αυτός καθαυτός, δηλαδή οι τάξεις της χειρωνακτικής εργασίας, πάνω σε όλες τις άλλες τάξεις. Το δεύτερο ήταν η μεγαθυμία και η γενναιοφροσύνη που επεδείκνυε ο όχλος, που από τη μια στιγμή στην άλλη είχε γίνει ο μοναδικός αφέντης του Παρισιού.(...) Κατά τη διάρκεια αυτής της μέρας δεν είδα ούτε έναν εκπρόσωπο της παλιάς εξουσίας, ούτε στρατιώτη, ούτε χωροφύλακα, ούτε αστυνομικό. Η Εθνοφρουρά είχε εξαφανιστεί. Μόνον ο λαός οπλοφορούσε, φύλαγε τα δημόσια κτίρια, φύλαγε σκοπιές, διέταζε, τιμωρούσε.(...) Από τις 25 Φεβρουαρίου (1848) χιλιάδες παράξενα συστήματα ξεπήδησαν ορμητικά από τα πνεύματα της πρωτοπορίας και διαδόθηκαν στα ανήσυχα πνεύματα του πλήθους. Όλα ήταν ακόμη όρθια εκτός από τη Βασιλεία και το Κοινοβούλιο και φαινόταν πως από την επαναστατική σύγκρουση όλη η κοινωνία είχε διαλυθεί και πως πειραματίζονταν για τη νέα μορφή που έπρεπε να δώσουν στο οικοδόμημα που θα έβαζαν στη θέση της. Καθένας πρότεινε το σχέδιό του: άλλος το δημοσίευε στις εφημερίδες, άλλος σε αφίσες που γέμιζαν τους τοίχους, άλλος βγάζοντας λόγο στο δρόμο. Ένας υποστήριζε την κατάργηση της ανισότητας του πλούτου, άλλος απαιτούσε την κατάργηση της ανισότητας στη μόρφωση, ο τρίτος επιχειρούσε να εξαφανίσει την αρχαιότερη των ανισοτήτων, αυτήν των ανδρών και των γυναικών. Υπεδείκνυαν αντίδοτα κατά της φτώχειας και γιατρικά κατά της αρρώστιας που λέγεται "δουλειά" και ταλανίζει την ανθρωπότητα από την αρχή της ύπαρξής της. Οι θεωρίες αυτές ήταν τόσο ετερόκλιτες, συχνά αντιθετικές και κάποιες φορές αντιμαχόμενες. Όλες, όμως, στόχευαν πιο κάτω απ' ότι η εξουσία προσπαθώντας να μετασχηματίσουν την κοινωνία αυτή καθαυτή, από την οποία θα εκπορευόταν η εξουσία. Όλες αυτές οι θεωρίες πήραν το κοινό όνομα: ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ.<ref>A. de Tocqueville, Souvenirs, texte établi par Luc Monnier, Folio Gallimard, 1964, pp.128-129</ref></blockquote>Ο [[Βίκτωρ Ουγκώ|Βικτώρ Ουγκώ]] μας θυμίζει λεπτομερώς αυτή την εξέγερση στο βιβλίο του "Τα Πράγματα που είδα".


== Συνέπειες ==
== Συνέπειες ==

Έκδοση από την 18:55, 27 Απριλίου 2021

Γαλλική Επανάσταση του 1848
Χρονολογία22 Φεβρουαρίου 18482 Δεκεμβρίου 1848
ΤόποςΓαλλία
Παραχωρήσεις
που δώθηκαν
εκθρόνιση του Λουδοβίκου Φίλιππου, εγκαθίδρυση της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας

Η Επανάσταση του 1848 στη Γαλλία, μερικές φορές γνωστή ως επανάσταση του Φεβρουαρίου (révolution de Février), ήταν μία από το κύμα των επαναστάσεων του 1848 στην Ευρώπη. Στη Γαλλία, τα επαναστατικά γεγονότα τερμάτισαν την Ιουλιανή Μοναρχία (1830 με 1848) και οδήγησαν στη δημιουργία της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας.

Μετά την ανατροπή του βασιλιά Λουδοβίκου Φιλίππου το Φεβρουάριο, η εκλεγμένη κυβέρνηση της Δεύτερης Δημοκρατίας εξουσίαζε τη Γαλλία. Στους μήνες που ακολούθησαν, αυτή η κυβέρνηση χάραξε πορεία που έγινε πιο συντηρητική. Στις 23 Ιουνίου 1848, οι κάτοικοι του Παρισιού εξεγέρθηκαν, γεγονός που έγινε γνωστό ως Εξέγερση του Ιουνίου - μια αιματηρή αλλά ανεπιτυχής εξέγερση από τους εργάτες του Παρισιού εναντίον μιας συντηρητικής στροφής στην πορεία της Δημοκρατίας. Στις 2 Δεκεμβρίου 1848, ο Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης εξελέγη πρόεδρος της Δεύτερης Δημοκρατίας, σε μεγάλο βαθμό με την υποστήριξη των αγροτών. Ακριβώς τέσσερα χρόνια αργότερα ανέστειλε την εκλεγμένη εθνοσυνέλευση, ιδρύοντας τη Δεύτερη Γαλλική Αυτοκρατορία, η οποία διήρκεσε μέχρι το 1870. Ο Λουδοβίκος Ναπολέοντας θα συνέχιζε ως ο τελευταίος Γάλλος μονάρχης.

Η επανάσταση του Φλεβάρη καθιέρωσε την αρχή του «δικαιώματος στην εργασία» (droit au travail), και η νεοσυσταθείσα κυβέρνηση δημιούργησε τα <<Εθνικά Εργαστήρια>> για ανέργους. Την ίδια στιγμή, ένα είδος βιομηχανικού Κοινοβουλίου ιδρύθηκε στο Παλάτι του Λουξεμβούργου, υπό την προεδρία του Λουί Μπλαν, με αντικείμενο την προετοιμασία ενός σχεδίου για την οργάνωση της εργασίας. Αυτές οι εντάσεις μεταξύ φιλελεύθερων Ορλεανιστών και Ριζοσπαστών Ρεπουμπλικάνων και Σοσιαλιστών οδήγησαν στην Ιουνιανή Εξέγερση.

Η παριζιάνικη βόμβα

Τα Αχλάδια του Ντομιέ , αντικατοπτρίζοντας την επιδείνωση της δημοτικότητας του Louis-Philippe Ier.
Η λεωφόρος Temple, φωτογραφημένη από τον Louis Daguerre το 1838 ή 1839

Καθώς το καθεστώς της Ιουλιανής Μοναρχίας έχει φθαρεί και ενώ η πολιτική και οικονομική κρίση επιδεινώνεται, το κοινωνικό και αστικό "πεδίο δράσης" της πρωτεύουσας είναι πρόσφορο για την έκφραση της δυσαρέσκειας που παρέμενε λανθάνουσα.

Με πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους, το Παρίσι του 1848 εξακολουθεί να είναι το Παρίσι του Παλαιού Καθεστώτος, με τα παλιά σπίτια και τα στενά δρομάκια. Η πόλη περιβάλλεται από το τείχος των Φοροεισπρακτόρων και από 52 πύλες διοδίων. Ένα είδος συνόρων μεταξύ του ανατολικού και του δυτικού τμήματος της πόλης, που θα ξαναχαραχθούν με τραγικό τρόπο κατά τη διάρκεια των Ημερών του Ιουνίου του 1848, από τη γραμμή μάχης, η οποία, από το βουλεβάρτο Rochechouart μέχρι το σημερινό βουλεβάρτο του Port Royal, θα διασχίσει τη λεωφόρο Poissonnière, την οδό Saint-Denis, θα περάσει μέσα από το Île de la Cité και θα ανηφορίσει την οδό Σαιν Ζακ. Αν και αυτά τα σύνορα δεν είναι τόσο αυστηρά τοποθετημένα (οι λαϊκές γειτονιές που απλώνονται προς τα Ανατολικά επεκτείνονται μέχρι το Καρτιέ Λατέν, το Δημαρχείο, το Λούβρο ή το Παλάτι του Κεραμεικού), εν τούτοις η διαφοροποίηση είναι σαφής ανάμεσα στις "προνομιούχες" (ή ανώτερες) τάξεις και το "λαϊκό Παρίσι". Η εργατιά είναι πολύ σημαντική στην πρωτεύουσα. Αν και παρέχει ένα μεγάλο μέρος της Eθνικής Φρουράς, της απαγορεύεται το δικαίωμα ψήφου λόγω φορολογικής υποτέλειας. Στο Παρίσι του 1848, οι συνθήκες διαβίωσης είναι άθλιες (σκληρή και επίπονη εργασία, εξαθλίωση, ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής). Δημιουργούν ένα περιβάλλον που ενισχύει την εγκληματικότητα. Η μεγάλη βιομηχανία έχει εκτοπιστεί στα χωριά περιφερειακά του Παρισιού, στη Βιλλέτ και τη Μπατινιόλ. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι απασχολούνται σε εργαστήρια που κατασκευάζουν είδη πολυτελείας (τα μισά από τα 64.000 εργαστήρια απασχολούν 1 ή 2 άτομα (τον ιδιοκτήτη μόνο του ή με ένα μόνο εργαζόμενο)). Οι ειδικότητες είναι πολύ διαφορετικές (περισσότερα από 325 επαγγέλματα καταγεγραμμένα) όπου κυριαρχεί ο τομέας της ένδυσης (90.000 εργαζόμενοι) και της οικοδομής (41.000).

Ακόμη και μετά τις Τρεις Ένδοξες μέρες του 1830 (Les Trois Glorieuses - Ιουνιανή Εξέγερση) που οδήγησαν στην αλλαγή του πολιτεύματος σε συνταγματική μοναρχία, οι  αντιπαλότητες εντείνονται, παράλληλα με τις επιδημίες χολέρας, την πείνα, την οικονομική κρίση, τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τη διαμάχη σχετικά με τα θρησκευτικά σχολεία. Τα επεισόδια εμφανίζονται όλο και συχνότερα στην πρωτεύουσα απ' ότι στις επαρχίες, γεγονός που στη συνέχεια θα οδηγήσει ξανά στα οδοφράγματα.

  • Η λεηλασία της εκκλησίας του Saint-Germain-l'Αuxerrois και της Αρχιεπισκοπής, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για μια λειτουργία των Νομιμοφρόνων (υποστηρικτές του Οίκου των Βουρβόνων) και στη συνέχεια, η έναρξη της εξέγερσης μετά την ετυμηγορία κατά των 19 αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς (1831), η στάση επ' αφορμή της κηδείας του στρατηγού Λαμάρκ, με αποτέλεσμα 800 θύματα - περίπου 160 νεκρούς και πάνω από 600 τραυματίες - (1832), οι οδομαχίες (που τις κατέστειλε αγρίως ο Μπυζώ) που προκλήθηκαν από τη σύλληψη των 150 αγωνιστών της Κοινωνίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και εξ αιτίας της ψήφισης του νόμου για τους συνεταιρισμούς (1834), η επίθεση κατά του βασιλιά (1835) και τα επεισόδια που διαδραματίστηκαν προκειμένου να αποκρούσουν τους εισβολείς από το Δημαρχείο και την Αστυνομία του Παρισιού (1839) είναι γεγονότα καθοριστικά της πρώτης δεκαετίας.
  • Η αμετακίνητη στάση που κράτησε η Βουλή κατά την καθολική ψηφοφορία των Θιέρσου (Adolphe Thiers) (1840) και Γκιζώ (Guizot) (1842), αρνούμενη να λάβει υπόψη τις δημοκρατικές προσδοκίες, καταλήγει στο να μην περάσει το αίτημα στήριξης των Εθνοφρουρών που διαδηλώνουν για να αποκτήσουν το δικαίωμα ψήφου και στην έναρξη της πρώτης εκστρατείας των "Συμποσίων" υπέρ της εκλογικής μεταρρύθμισης (1840). Παρόλο που οι διαδηλώσεις και οι απεργίες των εργαζομένων στην κλωστοϋφαντουργία, την οικοδομή και την επεξεργασία του ξύλου πολυτελείας καταλήγουν στην εξέγερση του προαστίου του Saint-Antoine (1840), παρόλο που οι διαδηλωτές παρελαύνουν με την "κόκκινη σημαία" φωνάζοντας "Ζήτω η Δημοκρατία!" (1841), τα επόμενα χρόνια χαρακτηρίζονται από τις αρνητικές επιπτώσεις στον οικονομικό και χρηματοπιστωτικό τομέα της χώρας που δεν είναι προετοιμασμένη για μια τόσο ταχεία αλλαγή. Η κρίση του 1846-47 προκαλεί σημαντική αύξηση της ανεργίας: το 1848, σχεδόν τα δύο τρίτα των εργαζομένων στο χώρο του επίπλου και της οικοδομής είναι άνεργοι.

Στις Αναμνήσεις, ο Αλεξίς ντε Τοκβίλ μας θυμίζει την ομιλία που εκφώνησε μπροστά στους βουλευτές, στις 29 Ιανουαρίου 1848, για να τους προειδοποιήσει για το εκρηκτικό κλίμα: "Δεν αντιλαμβάνεσθε, με τη διαίσθηση, με το ένστικτο που δε μπορεί να αναλυθεί, αλλά το οποίο είναι βέβαιο, ότι το έδαφος τρέμει ξανά στην Ευρώπη; Δεν αισθάνεσθε;... πως  να το πω; ... μια επαναστατική ατμόσφαιρα που πλανιέται στον αέρα; [...] Θέλω να σας μιλήσω χωρίς πικρία, σας μιλώ, πιστεύω, ακομμάτιστα. Επιτίθεμαι σε ανθρώπους εναντίον των οποίων δεν έχω κανένα θυμό, επιτέλους όμως, νιώθω υποχρεωμένος να πω στη χώρα μου, τη βαθιά και σταθερή πεποίθησή μου. Ε, λοιπόν! η βαθιά πεποίθησή μου είναι ότι τα δημόσια ήθη εξαχρειώνονται, ότι η υποβάθμιση της ηθικής στο δημόσιο χώρο θα οδηγήσει, σε σύντομο χρονικό διάστημα, μπορεί και αύριο ακόμα, σε νέες επαναστάσεις. Είναι αλήθεια λοιπόν, πως η ζωή των βασιλέων κρέμεται από μια κλωστή ισχυρότερη και πιο δύσκολο να σπάσει από αυτή των άλλων ανθρώπων;"[1].

Και όμως, μέχρι και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που προηγήθηκε της επανάστασης, ο Λουδοβίκος-Φίλιππος δεν είχε επίγνωση της σοβαρότητας των γεγονότων που προετοιμάζονταν. Ο πρίγκιπας Ζερόμ Ναπολέων προσπάθησε, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στο Παλάτι του Κεραμεικού, να τον προειδοποιήσει. Αφηγήθηκε τη σκηνή στο Βίκτωρα Ουγκώ, ο οποίος τη μεταφέρει στα ημερολόγιά του, με ημερομηνία 19ης Φεβρουαρίου. Ο βασιλιάς αρκέστηκε να χαμογελάσει λέγοντας: "Πρίγκηπά μου, δε φοβάμαι τίποτα". Και πρόσθεσε: "Είμαι απαραίτητος"[2].

Επανάσταση

Η κυβέρνηση του Γκιζώ αποφάσισε τελικά να απαγορεύσει αυτά τα ψευδο-συμπόσια που ήταν κατ' ουσία πολιτικές συγκεντρώσεις.

Στις 14 Φεβρουαρίου, ο αρχηγός της Αστυνομίας απαγόρευσε ένα συμπόσιο προγραμματισμένο για τις 19 του μήνα στο Παρίσι. Ο Aρμάν Μαρρά, μέσα από την εφημερίδα Le National, καλεί τους Παριζιάνους να διαδηλώσουν στις 22, ημερομηνία μεταφοράς του συμποσίου που είχε αναβληθεί. Η συγκέντρωση θα πραγματοποιούταν στην Πλατεία Μαντλέν. Όμως, την προηγούμενη μέρα, οι ηγέτες της αντιπολίτευσης υπαναχώρησαν υπό το φόβο της βίας, και ακύρωσαν το συμπόσιο και τη διαδήλωση. Η κυβέρνηση φαίνεται να έχει το προβάδισμα. Σίγουρη για τον εαυτό της, αποφάσισε να μην εφαρμόσει τα στρατιωτικά μέτρα που προβλέπονταν σε περίπτωση σοβαρών επεισοδίων. Στην πραγματικότητα, κυβέρνηση και αντιπολίτευση θα υποσκελιστούν από την κατάσταση που εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της "επανάστασης".

Η γέφυρα της Αρχιεπισκοπής που φρουρείται από στρατιώτες κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1848 - Μουσείο του Λούβρου

Το πρωί της 22ας Φεβρουαρίου, εκατοντάδες φοιτητών (αρκετοί από τους οποίους είχαν ήδη κινητοποιηθεί από τις 3 Ιανουαρίου για να καταγγείλουν την κατάργηση των μαθημάτων του καθηγητή Ζυλ Μισελέ) συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του Πάνθεον, και μετά πήγαν στη Μαντλέν, όπου ενώθηκαν με τους εργάτες. Οι διαδηλωτές (3.000 άτομα), στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στην πλατεία Ομόνοιας, με συνθήματα "Ζήτω η Μεταρρύθμιση! Κάτω ο Γκιζώ!". Μέχρι εκείνη την ώρα, οι δυνάμεις του νόμου και της τάξης είχαν τον έλεγχο της κατάστασης. Η στρατιωτική κατοχή του Παρισιού αποφασίστηκε με νομοθετικό διάταγμα στις 4 το απόγευμα. Ο βασιλιάς μπορούσε να υπολογίζει σε 30.000 στρατιώτες, στην υποστήριξη του πυροβολικού και στην ασφάλεια των οχυρών που περικύκλωναν την πρωτεύουσα. Υπήρχε τέλος, η Εθνική Φρουρά, με 40.000 άνδρες περίπου.

Μετά από κάποια επεισόδια (με ένα νεκρό), οι ταραχές μετατοπίζονται προς την εκκλησία Saint-Roch. Η διαδήλωση οργανώθηκε, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Η κρίση δε μπορούσε να επιλυθεί, καθώς το σώμα των βουλευτών απέρριψε, λίγες ώρες νωρίτερα, το αίτημα μομφής κατά της κυβέρνησης Γκιζώ που κατέθεσε ο Οντιλόν Μπαρρώ.

Το πρωί της 23ης Φεβρουαρίου και ενώ η εξέγερση επεκτείνεται, οι εθνοφρουροί της δεύτερης Λεγεώνας (Βουλεβάρτο Μονμάρτης) κραυγάζουν "Ζήτω η Μεταρρύθμιση!". Στις άλλες συνοικίες, διάφορα τάγματα της Εθνικής Φρουράς προστατεύουν τους εργάτες από τις επιθέσεις των δημοτικών φρουρών, ακόμη κι από τα εθνικά στρατεύματα. Η Εθνοφρουρά γίνεται λοιπόν διαιτητής μεταξύ του στρατού και του λαού. Η αποσκίρτηση αυτή ήταν η θανατική καταδίκη για το Γκιζώ[3]. Ο Λουδοβίκος-Φίλιππος αντιλαμβάνεται επιτέλους πόσο λαομίσητος είναι ο υπουργός του και αποφασίζει, το απόγευμα, να τον αντικαταστήσει με τον κόμη Μολέ, πράξη που ισοδυναμεί με την αποδοχή της μεταρρύθμισης. Είναι αλήθεια πως ο βασιλιάς αποπέμπει καθυστερημένα τον υπουργό Γκιζώ, όμως η κατάσταση ηρεμεί: το χειρότερο φαίνεται να έχει αποφευχθεί ακόμη και αν το κλίμα παραμένει τεταμένο.

Πολιτική γελοιογραφία της περιόδου, που αναπαριστά έναν παχύσαρκο Louis-Philippe , και έναν άνδρα που φοράει το φρυγικό σκούφο.

Το ίδιο βράδυ, της 23ης Φεβρουαρίου, το πλήθος συγκεντρώνεται ήρεμα κάτω από τους φανοστάτες για να εκφράσει τη χαρά του και σχεδιάζει να πάει κάτω από τα παράθυρα του Γκιζώ για να τον γιουχάρει. Η δυσαρέσκεια ήταν τόσο βαθιά για μήνες, και η ένταση των τελευταίων ωρών τόσο καταλυτική που ακόμα και το παραμικρό περιστατικό θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο αυτήν την αυτοσχέδια "νομιμόφρονη" διευθέτηση της κρίσης και να αναζωογονήσει το επαναστατικό πάθος. Στη συνοικία των Καπουτσίνων, το 14ο Σύνταγμα Πεζικού του τακτικού στρατού έχει βάλει οδόφραγμα σ' ένα δρόμο και ένας διαδηλωτής που κρατά μια δάδα προκαλεί έναν αξιωματικό, γεγονός που θα έχει τραγικές συνέπειες. Η Φρουρά νομίζοντας ότι απειλείται, ανοίγει πυρ, σκοτώνοντας[4] πάνω από 50 πολίτες, σύμφωνα με τις πηγές, γεγονός που "δικαιολογεί" την αναζωπύρωση και την επέκταση του κινήματος διαμαρτυρίας, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή, φαινόταν ότι τα πράγματα κατευνάζονταν. Η σφαγή αυτή της λεωφόρου των Καπουτσίνων, η περιφορά των πτωμάτων, πάνω σε κάρο, στους δρόμους του Παρισιού, υπό το φώς των πυρσών, ο ήχος του συναγερμού που ανακοίνωνε τη σφαγή, μεταξύ 11μ.μ. και μεσάνυχτα, από το Σαιν Μερί μέχρι τον Άγιο Σουλπίκιο, αναζωπυρώνουν την εξέγερση. Οι 52 νεκροί είναι γεγονός. Ο κόσμος λεηλατεί τα οπλοπωλεία και στήνει οδοφράγματα. Σε λίγες ώρες στήθηκαν 1.500 σε όλη την πόλη. Συρρέουν από παντού εργάτες, φοιτητές και μικροαστοί.

Την ώρα που ο λαός του Παρισιού ξεσηκώνεται, ο βασιλιάς, στο Παλάτι του Κεραμεικού, δεν έχει πλέον κυβέρνηση. Ο Μολέ παραιτείται και συμβουλεύει το βασιλιά να καλέσει το Θιέρσο, ο οποίος απαιτεί τη διάλυση της Βουλής, αλλά ο βασιλιάς αρνείται. Ο στρατάρχης Μπυζώ, που διορίζεται ανώτατος διοικητής του στρατού και της Εθνοφρουράς του Παρισιού, είναι πεπεισμένος ότι μπορεί να καταστείλει την εξέγερση, αλλά ο βασιλιάς αρνείται τη βίαιη λύση. Έχει ήδη χυθεί πάρα πολύ αίμα.

Στις 24 Φεβρουαρίου, ο Λουδοβίκος-Φίλιππος δεν είναι πλέον σε θέση να ανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης, παρά την τελευταία προσπάθειά του να αναθέσει την κυβέρνηση στον Oντιλόν Μπαρρώ. Προς το μεσημέρι και ενώ τα πλήθη αρχίζουν να πολιορκούν το παλάτι, ο βασιλιάς, αφού παραιτήθηκε υπέρ του εννιάχρονου εγγονού του, Κόμη του Παρισιού, ανέθεσε την αντιβασιλεία στη Δούκισσα της Ορλεάνης. Στη συνέχεια, κάτω από την πίεση των εξεγερμένων, αποφασίζει να πάρει το δρόμο της εξορίας. Το απόγευμα, η δούκισσα της Ορλεάνης πήγε στο Παλάτι των Βουρβόνων για να εγκαταστήσει το γιο της και να διακηρύξει επίσημα την Αντιβασιλεία, με την ελπίδα να σώσει τη δυναστεία. Οι βουλευτές, στην πλειοψηφία τους, ήταν θετικά διακείμενοι υπέρ της Αντιβασιλείας. Όμως, οι δημοκρατικοί, έχοντας διδαχθεί από την αποτυχία του 1830, και ενώ οι φιλελεύθεροι οργανώνουν μια νέα κυβέρνηση, πιο φιλελεύθερη, τους φέρνουν προ τετελεσμένου γεγονότος: κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης στη Βουλή, το επαναστατημένο πλήθος εισέβαλε στο Παλάτι των Βουρβόνων, και αφού ήρθε σε συμφωνία με τα εκλεγμένα μέλη της άκρας αριστεράς, απορρίπτουν οποιαδήποτε λύση για τη μοναρχία και ανακηρύσσουν μια προσωρινή κυβέρνηση.

Την ίδια ημέρα, ανέλαβε καθήκοντα μια προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση, η Ιουλιανή Μοναρχία καταργήθηκε και διακηρύχθηκε η Δεύτερη Δημοκρατία.[3]

Στις 25 Φεβρουαρίου, τα νέα για τη διακήρυξη εξαπλώθηκαν σ' όλο το Παρίσι και την επαρχία. Εκτιμάται ότι κατά τη διάρκεια των τριών ημερών του Φεβρουαρίου, από τις 22 έως και τις 24, υπήρξαν 350 νεκροί και τουλάχιστον 500 τραυματίες.

Αφηγήσεις και αναλύσεις

François-Vincent Raspail

Ο Καρλ Μαρξ αναλύει τα γεγονότα στο βιβλίο Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία[5]:

Στις 25 Φεβρουαρίου, προς το μεσημέρι και ενώ η Δημοκρατία δεν είχε ακόμα διακηρυχθεί, οι υπουργοί είχαν πάρει ήδη θέση. Άλλοι με τους αστούς της Προσωρινής Κυβέρνησης και άλλοι με τους στρατηγούς, τους τραπεζίτες και τους δικηγόρους της National. Αυτήν όμως τη φορά, οι εργάτες ήταν αποφασισμένοι να μην ανεχθούν παρόμοια υπεξαίρεση και δολοπλοκία με εκείνη του Ιουλίου 1830. Ήταν έτοιμοι να ξαναρχίσουν τον αγώνα και να επιβάλλουν τη Δημοκρατία με τη δύναμη των όπλων. Επιφορτισμένος με αυτήν την αποστολή, ο Raspail πήγε στο Δημαρχείο. Στο όνομα του παρισινού προλεταριάτου, διέταξε την Προσωρινή Κυβέρνηση να διακηρύξει τη Δημοκρατία, δηλώνοντας πως αν η λαϊκή εντολή δεν εκτελούταν μέσα σε δύο ώρες, θα ξαναγυρνούσε επικεφαλής 200.000 ανδρών. Τα νεκρά κορμιά των αγωνιστών δεν είχαν καλά-καλά κρυώσει, τα οδοφράγματα δεν είχαν ξεστηθεί, οι εργάτες δεν είχαν ακόμη αφοπλιστεί και η μόνη δύναμη που μπορούσαν να τους αντιτάξουν ήταν η Εθνοφρουρά. Κάτω απ' αυτές τις περιστάσεις, οι πολιτικές βολιδοσκοπήσεις και οι νομικίστικες ευσυνειδησίες της προσωρινής κυβέρνησης εξανεμίστηκαν αυτόματα. Πριν καλά-καλά εκπνεύσει η δίωρη προθεσμία, οι τοίχοι του Παρισιού γέμισαν με γιγαντιαία συνθήματα: "Γαλλική Δημοκρατία! Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη!"

Περιγραφή αυτών των ημερών της επανάστασης γίνεται στο βιβλίο "Η Αισθηματική Αγωγή"' του Φλωμπέρ: αποτελούν το πλαίσιο για την έναρξη του τρίτου μέρους:

Το προηγούμενο βράδυ, η θέα του κάρου με τα πέντε πτώματα, περιμαζεμένα ανάμεσα στους νεκρούς του Βουλεβάρτου των Καπουτσίνων, είχε αλλάξει τις διαθέσεις του λαού. Ενώ στο Παλάτι του Κεραμεικού οι υπασπιστές διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, ενώ ο κ.Μολέ, απασχολημένος με το σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης, δεν ξαναφαινόταν, ενώ ο Θιέρσος προσπαθούσε να σχηματίσει άλλη κυβέρνηση και ο βασιλιάς μηχανορραφούσε, δίσταζε και έδινε στο Μπυζώ τη στρατιωτική εξουσία για να μην τον αφήσει τελικά να τη χρησιμοποιήσει, η εξέγερση, σα να κατευθυνόταν από ένα και μόνο χέρι, οργανωνόταν εκπληκτικά. Άντρες με παράφορη ευφράδεια μιλούσαν στα πλήθη μέσα στο δρόμο. Άλλοι χτυπούσαν με όλη τους τη δύναμη τις καμπάνες των εκκλησιών. Χυνόταν μολύβι, τυλίγονταν φυσίγγια. Τα δέντρα των λεωφόρων, τα δημόσια ουρητήρια, τα παγκάκια, τα σιδερένια κάγκελα, οι φανοστάτες, όλα είχαν ξεριζωθεί, αναποδογυριστεί. Το πρωί, το Παρίσι ήταν γεμάτο οδοφράγματα. Η αντίσταση δεν κράτησε πολύ. Παντού έμπαινε στη μέση η Εθνοφρουρά - έτσι που κατά τις οκτώ ο λαός, θέλοντας και μη, εξουσίαζε πέντε στρατώνες, σχεδόν όλες τις δημαρχίες, τα πιο σημαντικά στρατηγικά σημεία. Από μόνη της, η Μοναρχία, δίχως σκούντημα, σωριαζόταν σε ερείπια, και γινόταν τώρα επίθεση στο φυλάκιο του Σατώ-ντ'Ω για την απελευθέρωση 50 φυλακισμένων που δε βρίσκονταν εκεί.

Ο Αλεξίς ντε Τοκβίλ, περιδιαβαίνοντας στο Παρίσι στις 25 Φεβρουαρίου 1848, συγκλονισμένος από τις λαϊκές πρωτοβουλίες που ξεφύτρωναν από όλες τις πλευρές:

Δύο πράγματα με συγκλόνισαν: το πρώτο ήταν ο χαρακτήρας, δε θα 'λεγα κυρίως, αλλά μοναδικά και αποκλειστικά λαϊκός, της επανάστασης που μόλις συνετελέσθη. Η κατίσχυση που επέφερε ο λαός αυτός καθαυτός, δηλαδή οι τάξεις της χειρωνακτικής εργασίας, πάνω σε όλες τις άλλες τάξεις. Το δεύτερο ήταν η μεγαθυμία και η γενναιοφροσύνη που επεδείκνυε ο όχλος, που από τη μια στιγμή στην άλλη είχε γίνει ο μοναδικός αφέντης του Παρισιού.(...) Κατά τη διάρκεια αυτής της μέρας δεν είδα ούτε έναν εκπρόσωπο της παλιάς εξουσίας, ούτε στρατιώτη, ούτε χωροφύλακα, ούτε αστυνομικό. Η Εθνοφρουρά είχε εξαφανιστεί. Μόνον ο λαός οπλοφορούσε, φύλαγε τα δημόσια κτίρια, φύλαγε σκοπιές, διέταζε, τιμωρούσε.(...) Από τις 25 Φεβρουαρίου (1848) χιλιάδες παράξενα συστήματα ξεπήδησαν ορμητικά από τα πνεύματα της πρωτοπορίας και διαδόθηκαν στα ανήσυχα πνεύματα του πλήθους. Όλα ήταν ακόμη όρθια εκτός από τη Βασιλεία και το Κοινοβούλιο και φαινόταν πως από την επαναστατική σύγκρουση όλη η κοινωνία είχε διαλυθεί και πως πειραματίζονταν για τη νέα μορφή που έπρεπε να δώσουν στο οικοδόμημα που θα έβαζαν στη θέση της. Καθένας πρότεινε το σχέδιό του: άλλος το δημοσίευε στις εφημερίδες, άλλος σε αφίσες που γέμιζαν τους τοίχους, άλλος βγάζοντας λόγο στο δρόμο. Ένας υποστήριζε την κατάργηση της ανισότητας του πλούτου, άλλος απαιτούσε την κατάργηση της ανισότητας στη μόρφωση, ο τρίτος επιχειρούσε να εξαφανίσει την αρχαιότερη των ανισοτήτων, αυτήν των ανδρών και των γυναικών. Υπεδείκνυαν αντίδοτα κατά της φτώχειας και γιατρικά κατά της αρρώστιας που λέγεται "δουλειά" και ταλανίζει την ανθρωπότητα από την αρχή της ύπαρξής της. Οι θεωρίες αυτές ήταν τόσο ετερόκλιτες, συχνά αντιθετικές και κάποιες φορές αντιμαχόμενες. Όλες, όμως, στόχευαν πιο κάτω απ' ότι η εξουσία προσπαθώντας να μετασχηματίσουν την κοινωνία αυτή καθαυτή, από την οποία θα εκπορευόταν η εξουσία. Όλες αυτές οι θεωρίες πήραν το κοινό όνομα: ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ.[6]

Ο Βικτώρ Ουγκώ μας θυμίζει λεπτομερώς αυτή την εξέγερση στο βιβλίο του "Τα Πράγματα που είδα".

Συνέπειες

Η πολιτική παίρνει τις αποστάσεις του με το προηγούμενο καθεστώς. Μια κοινοβουλευτική έκθεση που προτείνει την εθνικοποίηση των εταιρειών του σιδηροδρόμου παρουσιάζεται στις 16 Μαΐου και υπογράφεται από τον Λαμαρτίνο, τον Αραγκώ, τον Λεντρού-Ρολλάν και τον Γκαρνιέ-Παζέ.

Σημειώσεις και παραπομπές

  1. Ντε Τοκβίλ, Αλεξίς (1999). Αναμνήσεις. Παρίσι, Gallimard folio histoire. σελ. 459. ISBN 978-2070405725. 
  2. Ουγκώ, Βικτώρ (1972). Τα Πράγματα που είδα 1847-1848. Παρίσι, Gallimard. σελ. 505. ISBN 2-07036047-4. 
  3. 3,0 3,1 Démier, Françis (2000). La France du XIX siècle 1814-1914. Editions Points Collection Histoire. σελ. 214. 
  4. Colling 1949, σελ. 239
  5. Les luttes de classes en France Sur le site marxists.org consulté le 30 mars 2012
  6. A. de Tocqueville, Souvenirs, texte établi par Luc Monnier, Folio Gallimard, 1964, pp.128-129