Καϊμακάμης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αναστροφή της επεξεργασίας από τον HARALAMBOS 68 (συνεισφ.), επιστροφή στην τελευταία εκδοχή υπό Phailoname
Ετικέτες: Επαναφορά Αναιρέθηκε
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{πηγές|6|12|2016}}
{{πηγές|6|12|2016}}
Ο '''Καϊμακάμης''' ([[οθωμανικά τουρκικά]]: قائم مقام, ''[[:en:Kaymakam|Kaymakam]]'', [[τουρκικά]]: ''İlçebay'') είναι πολιτικός και στρατιωτικός βαθμός της [[Οθωμανική Αυτοκρατορία|Οθωμανικής Αυτοκρατορίας]] και σήμερα της [[Τουρκία]]ς.
Ο '''Καϊμακάμης''' ([[οθωμανικά τουρκικά]]: قائم مقام, ''Kaymakam'', [[τουρκικά]]: ''İlçebay'') είναι πολιτικός και στρατιωτικός βαθμός της [[Οθωμανική Αυτοκρατορία|Οθωμανικής Αυτοκρατορίας]] και σήμερα της [[Τουρκία]]ς.


==Ετυμολογία==
==Ετυμολογία==
Σύνθετη τουρκική λέξη εκ των [[αραβικά|αραβικών]] καΐμ = ιστάμενος και μακάμ = θέσις (διοικητική) που σημαίνει τον ανώτερο [[:Κατηγορία:Κυβερνητικοί αξιωματούχοι|αξιωματούχο]] στην [[Οθωμανική Αυτοκρατορία]] και στη σύγχρονη [[Τουρκία]] που διοικεί μια [[επαρχία]] ως [[αντιπρόσωπος]] του [[Σουλτάνος|σουλτάνου]] ή της [[Κεντρική διοίκηση|κεντρικής διοίκησης]] αντιστοίχως. Ειδικότερα «[[καϊμακάμης]]» καλείται ως ο [[Διοίκηση|διοικητής]], [[Πρόεδρος|επικεφαλής]] ενός [[καζάς|καζά]].
Σύνθετη τούρκικη λέξη εκ των [[αραβικά|αραβικών]] καΐμ = ιστάμενος και μακάμ = θέσις (διοικητική) που σημαίνει τον αναπληρωτή ή τοποτηρητή τόσο στη πολιτική όσο και στη στρατιωτική ιεραρχία. Ειδικότερα «καϊμακάμης» καλείται ο υποδιοικητής, ο επί κεφαλής ενός [[καζάς|καζά]]. Στο στρατό ο βαθμός του «καϊμακάμ» είναι ο αντίστοιχος του «Αντισυνταγματάρχη».

Στον [[Στρατός ξηράς|στρατό]] ο βαθμός του «[[:en:Kaymakam|καϊμακάμ]]» είναι ο αντίστοιχος του «[[Συνταγματάρχης|Συνταγματάρχη]]».


{{επέκταση}}
{{επέκταση}}

Έκδοση από την 20:44, 11 Δεκεμβρίου 2020

Ο Καϊμακάμης (οθωμανικά τουρκικά: قائم مقام, Kaymakam, τουρκικά: İlçebay) είναι πολιτικός και στρατιωτικός βαθμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σήμερα της Τουρκίας.

Ετυμολογία

Σύνθετη τούρκικη λέξη εκ των αραβικών καΐμ = ιστάμενος και μακάμ = θέσις (διοικητική) που σημαίνει τον αναπληρωτή ή τοποτηρητή τόσο στη πολιτική όσο και στη στρατιωτική ιεραρχία. Ειδικότερα «καϊμακάμης» καλείται ο υποδιοικητής, ο επί κεφαλής ενός καζά. Στο στρατό ο βαθμός του «καϊμακάμ» είναι ο αντίστοιχος του «Αντισυνταγματάρχη».