Οργάνιστρο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: προσθήκη σήμανσης επαληθευσιμότητας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 4: Γραμμή 4:
Το '''οργάνιστρο''' είναι μια πρώιμη μορφή του οργάνου [[βιέλα με μανιβέλλα]] (''hurdy gurdy'') και εντάσσεται στα [[χορδόφωνα]] μουσικά όργανα, αλλά και στα [[πληκτροφόρα]] με την ευρύτερη έννοια. Ως πρόγονος της βιέλας με μανιβέλλα διαφοροποιείται κυρίως στο ότι απαιτεί δύο εκτελεστές, έναν για την κίνηση του τροχού (συνήθως ένας νεαρός μαθητής) και έναν για τον χειρισμό των μοχλών (ή πλήκτρων), οι οποίοι διαφοροποιούν το μήκος της παλλόμενης χορδής και κατά συνέπεια το τονικό ύψος. Στη Γαλλία απαντάται με τον όρο ''symphonie'' (από το ελληνικό ''συμφωνία''), παραφθορά του οποίου είναι η λέξη ''chifonie'' και στην Αγγλία ως ''synfan''.
Το '''οργάνιστρο''' είναι μια πρώιμη μορφή του οργάνου [[βιέλα με μανιβέλλα]] (''hurdy gurdy'') και εντάσσεται στα [[χορδόφωνα]] μουσικά όργανα, αλλά και στα [[πληκτροφόρα]] με την ευρύτερη έννοια. Ως πρόγονος της βιέλας με μανιβέλλα διαφοροποιείται κυρίως στο ότι απαιτεί δύο εκτελεστές, έναν για την κίνηση του τροχού (συνήθως ένας νεαρός μαθητής) και έναν για τον χειρισμό των μοχλών (ή πλήκτρων), οι οποίοι διαφοροποιούν το μήκος της παλλόμενης χορδής και κατά συνέπεια το τονικό ύψος. Στη Γαλλία απαντάται με τον όρο ''symphonie'' (από το ελληνικό ''συμφωνία''), παραφθορά του οποίου είναι η λέξη ''chifonie'' και στην Αγγλία ως ''synfan''.


Η χρήση του άνθισε κατά τον 10<sup>ο</sup> μ.Χ. αιώνα με καταγωγή από τη βόρεια [[Ισπανία]], όπου χρησιμοποιούνταν για την διδασκαλία ψαλτικής σε μοναστήρια. Ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη ''organum'' (''όργανο'', εξ ου και ο όρος ''[[εκκλησιαστικό όργανο]]'') και ''instrumentum'' (η αντίστοιχη στα λατινικά λέξη για το ''όργανο''). Διαθέτει τρεις [[χορδή (μουσική)|χορδές]], οι οποίες τίθενται σε ταλάντωση μέσω ενός εφαπτόμενου τροχού από δέρμα, ο οποίος έχει προηγουμένως επαλειφθεί με [[κολοφώνιο]] (ρετσίνι) για να επιτευχθεί καλύτερη τριβή. Η παραγόμενη τριφωνία έχει ως αποτέλεσμα το λεγόμενο [[οργκάνουμ]], μια μελωδία δηλαδή που ταυτόχρονα ηχεί σε [[διάστημα (μουσική)|διαστήματα]] καθαρών τετάρτων και πέμπτων, συχνά με έναν επιπλέον τόνο σε ρόλο [[ισοκράτης (μουσική)|ισοκράτη]].
Η χρήση του άνθισε κατά τον 10<sup>ο</sup> μ.Χ. αιώνα με καταγωγή από τη βόρεια [[Ισπανία]], όπου χρησιμοποιούνταν για τη διδασκαλία ψαλτικής σε μοναστήρια. Ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη ''organum'' (''όργανο'', εξ ου και ο όρος ''[[εκκλησιαστικό όργανο]]'') και ''instrumentum'' (η αντίστοιχη στα λατινικά λέξη για το ''όργανο''). Διαθέτει τρεις [[χορδή (μουσική)|χορδές]], οι οποίες τίθενται σε ταλάντωση μέσω ενός εφαπτόμενου τροχού από δέρμα, ο οποίος έχει προηγουμένως επαλειφθεί με [[κολοφώνιο]] (ρετσίνι) για να επιτευχθεί καλύτερη τριβή. Η παραγόμενη τριφωνία έχει ως αποτέλεσμα το λεγόμενο [[οργκάνουμ]], μια μελωδία δηλαδή που ταυτόχρονα ηχεί σε [[διάστημα (μουσική)|διαστήματα]] καθαρών τετάρτων και πέμπτων, συχνά με έναν επιπλέον τόνο σε ρόλο [[ισοκράτης (μουσική)|ισοκράτη]].


Η χρήση του οργάνιστρου εξέπεσε περί τον 13<sup>ο</sup> αιώνα, οπότε και είχε ήδη παραδώσει τη σκυτάλη σε μικρότερου μεγέθους παρόμοια όργανα. Στις μέρες μας κατασκευάζονται εικοτολογικά αντίγραφα αυτού του οργάνου στα πλαίσια της [[ιστορικά τεκμηριωμένη εκτέλεση|ιστορικά τεκμηριωμένης εκτέλεσης]] της [[μεσαιωνική μουσική|μεσαιωνικής μουσικής]].
Η χρήση του οργάνιστρου εξέπεσε περί τον 13<sup>ο</sup> αιώνα, οπότε και είχε ήδη παραδώσει τη σκυτάλη σε μικρότερου μεγέθους παρόμοια όργανα. Στις μέρες μας κατασκευάζονται εικοτολογικά αντίγραφα αυτού του οργάνου στα πλαίσια της [[ιστορικά τεκμηριωμένη εκτέλεση|ιστορικά τεκμηριωμένης εκτέλεσης]] της [[μεσαιωνική μουσική|μεσαιωνικής μουσικής]].

Έκδοση από την 07:47, 8 Σεπτεμβρίου 2020

Απεικόνιση οργάνιστρου από ανάγλυφο στον καθεδρικό ναό του Σαντιάγο ντε Κομποστέλα.

Το οργάνιστρο είναι μια πρώιμη μορφή του οργάνου βιέλα με μανιβέλλα (hurdy gurdy) και εντάσσεται στα χορδόφωνα μουσικά όργανα, αλλά και στα πληκτροφόρα με την ευρύτερη έννοια. Ως πρόγονος της βιέλας με μανιβέλλα διαφοροποιείται κυρίως στο ότι απαιτεί δύο εκτελεστές, έναν για την κίνηση του τροχού (συνήθως ένας νεαρός μαθητής) και έναν για τον χειρισμό των μοχλών (ή πλήκτρων), οι οποίοι διαφοροποιούν το μήκος της παλλόμενης χορδής και κατά συνέπεια το τονικό ύψος. Στη Γαλλία απαντάται με τον όρο symphonie (από το ελληνικό συμφωνία), παραφθορά του οποίου είναι η λέξη chifonie και στην Αγγλία ως synfan.

Η χρήση του άνθισε κατά τον 10ο μ.Χ. αιώνα με καταγωγή από τη βόρεια Ισπανία, όπου χρησιμοποιούνταν για τη διδασκαλία ψαλτικής σε μοναστήρια. Ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη organum (όργανο, εξ ου και ο όρος εκκλησιαστικό όργανο) και instrumentum (η αντίστοιχη στα λατινικά λέξη για το όργανο). Διαθέτει τρεις χορδές, οι οποίες τίθενται σε ταλάντωση μέσω ενός εφαπτόμενου τροχού από δέρμα, ο οποίος έχει προηγουμένως επαλειφθεί με κολοφώνιο (ρετσίνι) για να επιτευχθεί καλύτερη τριβή. Η παραγόμενη τριφωνία έχει ως αποτέλεσμα το λεγόμενο οργκάνουμ, μια μελωδία δηλαδή που ταυτόχρονα ηχεί σε διαστήματα καθαρών τετάρτων και πέμπτων, συχνά με έναν επιπλέον τόνο σε ρόλο ισοκράτη.

Η χρήση του οργάνιστρου εξέπεσε περί τον 13ο αιώνα, οπότε και είχε ήδη παραδώσει τη σκυτάλη σε μικρότερου μεγέθους παρόμοια όργανα. Στις μέρες μας κατασκευάζονται εικοτολογικά αντίγραφα αυτού του οργάνου στα πλαίσια της ιστορικά τεκμηριωμένης εκτέλεσης της μεσαιωνικής μουσικής.

Πηγές

  • Baines, A. The Oxford companion to musical instruments, λήμμα Hurdy-gurdy, Οξφόρδη, 1992 ISBN 0-19-311334-1