Μεγαλοβλαστική αναιμία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ σύνδεσμοι
μ + εικόνα
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Πληροφορίες ασθένειας
{{Πληροφορίες ασθένειας
| ονομασία =
| ονομασία = Μεγαλοβλαστική αναιμία
| εικόνα =
| εικόνα = Hypersegmented neutrophil.png
| λεζάντα = Επίχρισμα περιφερικού αίματος όπου σημειώνονται υπερκατάτμητα ουδετερόφιλα
| λεζάντα =
| DiseasesDB = 29507
| DiseasesDB = 29507
| ICD10 = {{ICD10|D|51|1|d|50}}, {{ICD10|D|52|0|d|50}}, {{ICD10|D|53|1|d|50}}
| ICD10 = {{ICD10|D|51|1|d|50}}, {{ICD10|D|52|0|d|50}}, {{ICD10|D|53|1|d|50}}

Έκδοση από την 18:06, 6 Σεπτεμβρίου 2020

Μεγαλοβλαστική αναιμία
Επίχρισμα περιφερικού αίματος όπου σημειώνονται υπερκατάτμητα ουδετερόφιλα
Ειδικότητααιματολογία
Ταξινόμηση
ICD-10D51.1, D52.0, D53.1
ICD-9281
DiseasesDB29507
MedlinePlus000567
eMedicinemed/1420 ped/2575
MeSHD000749

Η μεγαλοβλαστική αναιμία είναι ένα είδος αναιμίας που οφείλεται σε διαταραχές σύνθεσης DNA κατά την αιμοποίηση. Συχνότερα αίτια αποτελούν η ανεπάρκεια βιταμίνης Β12 και φυλλικού οξέος, και ακολουθούν διαταραχές στο μεταβολισμό αυτών των βιταμινών, καθώς και άλλες διαταραχές σύνθεσης DNA. Εξ' αιτίας αυτών, η ωρίμανση του πυρήνα των ερυθροβλαστών καθυστερεί σε σχέση με την ανάπτυξη του κυτταροπλάσματος. Τα ώριμα ερυθροκύτταρα είναι συνήθως μεγάλα, σχήματος οβάλ, και μπορεί να περιέχουν τμήματα του πυρήνα. Η κατάσταση αυτή επηρεάζει και άλλα ταχέως διαιρούμενα κύτταρα, όπως τα επιθηλιακά κύτταρα του στόματος και γλώσσας, του λεπτού εντέρου κλπ.[1]

Αίτια

Ανεπάρκεια βιταμίνης Β12

Η αποθηκευμένη ποσότητα βιταμίνης Β12 στον οργανισμό είναι φυσιολογικά 2-5mg, και η ημερήσια κατανάλωση είναι 1-3μg (περίπου 0,1% των αποθεμάτων). Έτσι, ακόμη και μια ξαφνική απουσία πρόσληψης βιταμίνης Β12 (π.χ. μετά από ολική γαστρεκτομή χωρίς θεραπεία αναπλήρωσης Β12) θα οδηγήσει σε ανεπάρκεια μετά από κάποια χρόνια.[1]

Έλλειψη Β12 από τις τροφές

Η βιταμίνη Β12 βρίσκεται σε τροφές αποκλειστικά ζωικής προέλευσης, όπως συκώτι, κρέας, ψάρι, αυγά, γαλακτοκομικά. Έτσι, σε αυστηρά φυτοφάγα άτομα (vegans) που καταναλώνουν μόνο φυτικές τροφές μπορεί να παρουσιαστεί έλλειψη βιταμίνης Β12. Αξίζει να σημειωθεί πως τα αυστηρά φυτοφάγα άτομα μπορούν να αναπληρώσουν το έλλειμμα βιταμίνης Β12 με συμπληρώματα διατροφής, καθώς και τρόφιμα τεχνητά εμπλουτισμένα με Β12 (φυτικά γάλατα, προϊόντα σόγιας, δημητριακά). Τα συμπληρώματα και ο εμπλουτισμός με βιταμίνη Β12 μπορεί να γίνει με μικροοργανισμούς χωρίς τη διαμεσολάβηση ζώων ή παραγώγων τους.[2]

Μειωμένη απορροφητικότητα Β12

  • Ο ενδογενής παράγοντας (ένζυμο που παράγεται στο στομάχι) και το γαστρικό οξύ είναι απαραίτητα για την απορρόφηση της βιταμίνης Β12. Κάποιες καταστάσεις που προκαλούν ανεπάρκεια των δύο αυτών στοιχείων είναι: η γαστρεκτομή, η ατροφική γαστρίτιδα (κυρίως σε ηλικιωμένους), κακοήθης αναιμία (αυτοάνοση κατάσταση που οδηγεί σε μειωμένη έκκριση ενδογενή παράγοντα). Στην ολική γαστρεκτομή η ανεπάρκεια θα παρουσιαστεί αναπόφευκτα μέσα σε 5 χρόνια (εάν δεν υπάρχει παρεντερική χορήγηση της βιταμίνης), ενώ σε μερική γαστρεκτομή ανεπάρκεια εμφανίζεται μόνο σε 10-20% των περιπτώσεων.[3][4]
  • Η παγκρεατική τρυψίνη είναι σημαντική για την απορρόφηση της βιταμίνης Β12. Έτσι, μια δυσλειτουργία του παγκρέατος μπορεί επίσης να προκαλέσει ανεπάρκεια.[3]
  • Εκτομή μεγάλου τμήματος του τελικού ειλεού, ή νόσος του Crohn στον τελικό ειλεό μπορεί επίσης να προκαλέσει μειωμένη απορρόφηση Β12, επειδή εκείνο είναι το τμήμα του εντέρου που απορροφά τη βιταμίνη.[3]
  • Αυξημένη ανάπτυξη βακτηρίων στο λεπτό έντερο μπορεί να οδηγήσει σε κατανάλωση της βιταμίνης από αυτά. Αυτό μπορεί να προκληθεί από διαταραχές κινητικότητας, υπογαμμασφαιριναιμία (είδος ανοσοανεπάρκειας)[4] καθώς και ανεπάρκεια ειλεοτυφλικής βαλβίδας (π.χ. μετά από εκτομή τελικού ειλεού) που οδηγεί σε εύκολη μεταφορά βακτηρίων από το παχύ στο λεπτό έντερο.[1]

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 1,2 Καραγιάννης, Αστέριος (2012). ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ (Δ΄ έκδοση) / Τομέας Παθολογίας Ιατρικής Σχολής Α.Π.Θ. Θεσσαλινίκη: University Studio Press. σελ. 643-650. ISBN 978-960-12-2097-0. 
  2. Hoffbrand, A. Victor· Moss, Paul A.H. (2015). Hoffbrand's Essential Haematology (7 έκδοση). Wiley-Blackwell. σελ. 49-58. ISBN 978-1-118-40867-4.  Unknown parameter |month= ignored (βοήθεια)[νεκρός σύνδεσμος]
  3. 3,0 3,1 3,2 Ghosh, Amit K. (2008). Mayo Clinic Internal Medicine Review 8th edition. MAYO CLINIC SCIENTIFIC PRESS. σελ. 412-413. ISBN 13 9781420084788 Check |isbn= value: length (βοήθεια). 
  4. 4,0 4,1 Walker, Brian (2014). Davidson's Principles and Practice of Medicine (22 έκδοση). Churchill Livingstone. σελ. 1024-1026. ISBN 9780702050350.