Μπαλαλάικα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
επαναφορά
Amherst99 (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{πηγές|22|09|2016}}
{{πηγές|22|09|2016}}
[[Αρχείο:TenorBalalaika1.jpg|thumb|right|250px|Μπαλαλάικα]]
[[Αρχείο:TenorBalalaika1.jpg|thumb|right|250px|Μπαλαλάικα]]
Η '''Μπαλαλάικα''' (Балалайка) είναι [[Ρωσία|ρωσικό]] έγχορδο μουσικό όργανο. Χρησιμοποιείται στη λαϊκή μουσική από τον [[13ος αιώνας|13ο αιώνα]].
Η '''Μπαλαλάικα''' (балалайка) είναι [[Ρωσία|ρωσικό]] έγχορδο μουσικό όργανο. Χρησιμοποιείται στη λαϊκή μουσική από τον [[13ος αιώνας|13ο αιώνα]].


Αποτελείται από τριγωνικό ηχείο που φέρει αρκετές οπές και μακρύ λαιμό (ή μπράτσο) που τέμνεται κατά διαστήματα από μεταλλικές γραμμές. Οι χορδές της μπαλαλάικας από έντερα και αργότερα μεταλλικές, στην αρχή ήταν δύο και αργότερα τρεις, κρούονται με τα δάκτυλα του δεξιού χεριού, ενώ το κούρδισμά τους γίνεται με ποικίλους τρόπους συνηθέστερος των οποίων είναι σε τόνο «μι» «μι», (ομοφωνία), και «λα».
Αποτελείται από τριγωνικό ηχείο που φέρει αρκετές οπές και μακρύ λαιμό (ή μπράτσο) που τέμνεται κατά διαστήματα από μεταλλικές γραμμές. Οι χορδές της μπαλαλάικας από έντερα και αργότερα μεταλλικές, στην αρχή ήταν δύο και αργότερα τρεις, κρούονται με τα δάκτυλα του δεξιού χεριού, ενώ το κούρδισμά τους γίνεται με ποικίλους τρόπους συνηθέστερος των οποίων είναι σε τόνο «μι» «μι», (ομοφωνία), και «λα».

Έκδοση από την 14:57, 3 Ιουλίου 2019

Μπαλαλάικα

Η Μπαλαλάικα (балалайка) είναι ρωσικό έγχορδο μουσικό όργανο. Χρησιμοποιείται στη λαϊκή μουσική από τον 13ο αιώνα.

Αποτελείται από τριγωνικό ηχείο που φέρει αρκετές οπές και μακρύ λαιμό (ή μπράτσο) που τέμνεται κατά διαστήματα από μεταλλικές γραμμές. Οι χορδές της μπαλαλάικας από έντερα και αργότερα μεταλλικές, στην αρχή ήταν δύο και αργότερα τρεις, κρούονται με τα δάκτυλα του δεξιού χεριού, ενώ το κούρδισμά τους γίνεται με ποικίλους τρόπους συνηθέστερος των οποίων είναι σε τόνο «μι» «μι», (ομοφωνία), και «λα».

Η διάδοση της μπαλαλάικας στη Ρωσία φέρεται ότι έγινε κατά τις επιδρομές των Τατάρων και Μογγόλων.