Αλμυρά έρημος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lingveno (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διόρθωση με τη χρήση AWB
Η μερική επιτυχία της θερινής επίθεσης του 1921 δεν ήταν αρκετή για την επίλυση του Μικρασιατικού ζητήματος, καθώς οι κεμαλικές δυνάμεις, έστω μισοκατεστραμμένες και με πεσμένο ηθικό, κατόρθωσαν να υποχωρήσουν πέρα του Σαγγάριου ποταμού. Η ελληνική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία συνειδητοποίησαν ότι ήταν αναγκαίος ο εκ νέου σχεδιασμός της στρατηγικής τους. Δύο κρίσιμα πολεμικά συμβούλια στις 15 και 16 Ιουλίου στην Κιουτάχεια μεταξύ των κορυφαίων μελών των ελληνικών πολιτικών και στρατιωτικών αρ
Γραμμή 12: Γραμμή 12:
[[Κατηγορία:Μικρασιατική Εκστρατεία]]
[[Κατηγορία:Μικρασιατική Εκστρατεία]]
[[Κατηγορία:Έρημοι]]
[[Κατηγορία:Έρημοι]]

Η μερική επιτυχία της θερινής επίθεσης του 1921 δεν ήταν αρκετή για την επίλυση του Μικρασιατικού ζητήματος, καθώς οι κεμαλικές δυνάμεις, έστω μισοκατεστραμμένες και με πεσμένο ηθικό, κατόρθωσαν να υποχωρήσουν πέρα του Σαγγάριου ποταμού. Η ελληνική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία συνειδητοποίησαν ότι ήταν αναγκαίος ο εκ νέου σχεδιασμός της στρατηγικής τους. Δύο κρίσιμα πολεμικά συμβούλια στις 15 και 16 Ιουλίου στην Κιουτάχεια μεταξύ των κορυφαίων μελών των ελληνικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών οδήγησαν στην απόφαση για διεξαγωγή επιθετικής κίνησης μέχρι και ανατολικά του Σαγγάριου, έως την Άγκυρα, αν ήταν απαραίτητο.

Είχε προηγηθεί συμβούλιο μεταξύ των στρατιωτικών στις 13 Ιουλίου στην Κιουτάχεια, όπου συμμετείχαν ο αρχιστράτηγος Παπούλας, ο επιτελάρχη συνταγματάρχης Πάλλης, ο υπαρχηγός και διευθυντής του 3ου γραφείου συνταγματάρχης Σαρρηγιάννη και ο διευθυντής του 4ου Γραφείου ανεφοδιασμού και μεταφορών αντισυνταγματάρχης Σπυρίδωνος. Μείζον θέμα συζήτησης ήταν η προς ανατολάς περαιτέρω προέλαση της Στρατιάς. Ο Σαρρηγιάννης ισχυρίστηκε ότι ήταν αναγκαία η άμεση επιθετική πορείας της Στρατιάς ώστε να εμποδιστεί η ανασυγκρότηση και αμυντική οργάνωση του λαβωμένου εχθρού. Ωστόσο ο Σπυρίδωνος εξέφρασε πειστικές αμφιβολίες σχετικά με τον απρόσκοπτο ανεφοδιασμό των ελληνικών δυνάμεων, ειδικότερα καθώς αυτές, εξασθενημένες από τις πρόσφατες μάχες, θα ήταν υποχρεωμένες να κινηθούν μέσα από την αφιλόξενη Αλμυρά Έρημο.

Κατά τον Σπυρίδωνος υπήρχε σοβαρότατος κίνδυνος να απωλεσθούν τα έως τώρα κέρδη ή ακόμη χειρότερα, να καταστραφεί η Στρατιά και να εκδιωχθή προς την έρημο. Ο Πάλλης τάχθηκε με την άποψη Σαρρηγιάννη θεωρώντας εκ πείρας ότι το γραφείο ανεφοδιασμού και μεταφορών αποδίδει καλύτερα στην πράξη. Έντονη ήταν η αντίδραση Σπυρίδωνος, που έβλεπε ότι οι συνάδελφοί του διολίσθαιναν σε μη ορθολογικά επιχειρήματα, εκλαμβάνοντας τις επιθυμίες τους ως πραγματικότητα. Για να τους αλλάξει τη γνώμη, κατέθεσε πίνακα με στοιχεία που αποδειίκνυαν τις αδυναμίες εφοδιασμού της Στρατιάς. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να υποβάλλει την παραίτησή του ζητώντας τη μετάθεσή του σε μονάδα πεζικού. Η παραίτηση δεν έγινε δεκτή, ενώ ο ο διοικητής της Στρατιάς Παπούλας έκλινε τελικά προς τις απόψεις Σαρρηγιάννη.

Με την άφιξη του πρωθυπουργού Δημήτριου Γούναρη στην Κιουτάχεια στις 15 Ιουλίου ξεκίνησε το πολεμικό συμβούλιο υπό την προεδρία του Κωνσταντίνου και μέλη τον πρωθυπουργό Γούναρη, τον υπουργό Στρατιωτικών Νικόλαο Θεοτόκη, τον διοικητή της Στρατιάς Παπούλα, τον επιτελάρχη Πάλλη, τον αρχηγό Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού αντιστράτηγο Βίκτωρα Δούσμανη, τον απόστρατο υποστράτηγο Ξενοφώντα Στρατηγό και τον πρίγκιπα Νικόλαο.

Σε ερώτηση του πρωθυπουργού Γούναρη προς τον διοικητή της Στρατιάς Παπούλα αν κατά τη γνώμη του ο τουρκικός στρατός είχε φτάσει στα όρια της αποσύνθεσης ώστε να ήταν σε θέση η ελληνική κυβέρνηση να προβεί στην κήρυξη λήξης του πολέμου και σε μονομερή ρύθμιση της κατάστασης, εφ' όσον οι Τούρκοι δεν δήλωσαν διάθεση διαπραγματεύσεων και αν θεωρούσε ότι ήταν δυνατή η μερική αποστράτευση, ο Παπούλας απάντησε ότι παρά τις σοβαρές απώλεις που υπέστη ο τουρκικός στρατός κατά τις θερινές επιχειρήσεις απείχε πολύ από το σημείο να θεωρείται πλήρως εξουδετερωμένος.

Έκδοση από την 16:47, 22 Μαΐου 2019

Με το όνομα Αλμυρά έρημος φέρεται όλη η νότια από του ποταμού Σαγγάριου και του Γκεούκ ή Ιλιτζά-τσαϊ έκταση της Λυκαονίας στη Μικρά Ασία και ακριβώς μεταξύ των λιμνών Τουζ-γκιόλ (της Τάκας ή Καρατίας των αρχαίων Ελλήνων) που βρίσκεται σε υψόμετρο 910 μ., και Ακσεχίρ-γκιόλ. Η Αλμυρά έρημος αποτελεί ένα ευρύτατο οροπέδιο με ελάχιστη βλάστηση, γεγονός που την καθιστά πολύ αραιοκατοικημένη. Στο ΒΔ. άκρο της, στους αρχαίους χρόνους ήταν η εξέχουσα πόλη Αμόριο καθώς και άλλες πολλές ελληνικές πόλεις της Λυκαονίας (Αβρόστολα, Αλυάττη, Αφράζεια, Βάκρον, Βερισσός, Βετεστόν, Πλίτενδον, Τολιστόχορα, Τύσκος, κ.ά).

Κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία από την αλμυρά έρημο ως ζώνη επιχειρήσεων προέλασε η ελληνική στρατιά της Μικράς Ασίας κατά το μεγαλύτερο μέρος αυτής υπό τον στρατηγό Α. Παπούλα προκειμένου στη συνέχεια να κινηθεί προς την Άγκυρα (από Ν. προς Β.) ενώ συγχρόνως ακολουθούσε διάταξη ως αριστερή πτέρυγα της από Σαγγάριο (από Δ. προς Α.) κινούμενης έτερης ελληνικής δύναμης με τον αυτό αντικειμενικό σκοπό.


Η μερική επιτυχία της θερινής επίθεσης του 1921 δεν ήταν αρκετή για την επίλυση του Μικρασιατικού ζητήματος, καθώς οι κεμαλικές δυνάμεις, έστω μισοκατεστραμμένες και με πεσμένο ηθικό, κατόρθωσαν να υποχωρήσουν πέρα του Σαγγάριου ποταμού. Η ελληνική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία συνειδητοποίησαν ότι ήταν αναγκαίος ο εκ νέου σχεδιασμός της στρατηγικής τους. Δύο κρίσιμα πολεμικά συμβούλια στις 15 και 16 Ιουλίου στην Κιουτάχεια μεταξύ των κορυφαίων μελών των ελληνικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών οδήγησαν στην απόφαση για διεξαγωγή επιθετικής κίνησης μέχρι και ανατολικά του Σαγγάριου, έως την Άγκυρα, αν ήταν απαραίτητο.

Είχε προηγηθεί συμβούλιο μεταξύ των στρατιωτικών στις 13 Ιουλίου στην Κιουτάχεια, όπου συμμετείχαν ο αρχιστράτηγος Παπούλας, ο επιτελάρχη συνταγματάρχης Πάλλης, ο υπαρχηγός και διευθυντής του 3ου γραφείου συνταγματάρχης Σαρρηγιάννη και ο διευθυντής του 4ου Γραφείου ανεφοδιασμού και μεταφορών αντισυνταγματάρχης Σπυρίδωνος. Μείζον θέμα συζήτησης ήταν η προς ανατολάς περαιτέρω προέλαση της Στρατιάς. Ο Σαρρηγιάννης ισχυρίστηκε ότι ήταν αναγκαία η άμεση επιθετική πορείας της Στρατιάς ώστε να εμποδιστεί η ανασυγκρότηση και αμυντική οργάνωση του λαβωμένου εχθρού. Ωστόσο ο Σπυρίδωνος εξέφρασε πειστικές αμφιβολίες σχετικά με τον απρόσκοπτο ανεφοδιασμό των ελληνικών δυνάμεων, ειδικότερα καθώς αυτές, εξασθενημένες από τις πρόσφατες μάχες, θα ήταν υποχρεωμένες να κινηθούν μέσα από την αφιλόξενη Αλμυρά Έρημο.

Κατά τον Σπυρίδωνος υπήρχε σοβαρότατος κίνδυνος να απωλεσθούν τα έως τώρα κέρδη ή ακόμη χειρότερα, να καταστραφεί η Στρατιά και να εκδιωχθή προς την έρημο. Ο Πάλλης τάχθηκε με την άποψη Σαρρηγιάννη θεωρώντας εκ πείρας ότι το γραφείο ανεφοδιασμού και μεταφορών αποδίδει καλύτερα στην πράξη. Έντονη ήταν η αντίδραση Σπυρίδωνος, που έβλεπε ότι οι συνάδελφοί του διολίσθαιναν σε μη ορθολογικά επιχειρήματα, εκλαμβάνοντας τις επιθυμίες τους ως πραγματικότητα. Για να τους αλλάξει τη γνώμη, κατέθεσε πίνακα με στοιχεία που αποδειίκνυαν τις αδυναμίες εφοδιασμού της Στρατιάς. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να υποβάλλει την παραίτησή του ζητώντας τη μετάθεσή του σε μονάδα πεζικού. Η παραίτηση δεν έγινε δεκτή, ενώ ο ο διοικητής της Στρατιάς Παπούλας έκλινε τελικά προς τις απόψεις Σαρρηγιάννη.

Με την άφιξη του πρωθυπουργού Δημήτριου Γούναρη στην Κιουτάχεια στις 15 Ιουλίου ξεκίνησε το πολεμικό συμβούλιο υπό την προεδρία του Κωνσταντίνου και μέλη τον πρωθυπουργό Γούναρη, τον υπουργό Στρατιωτικών Νικόλαο Θεοτόκη, τον διοικητή της Στρατιάς Παπούλα, τον επιτελάρχη Πάλλη, τον αρχηγό Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού αντιστράτηγο Βίκτωρα Δούσμανη, τον απόστρατο υποστράτηγο Ξενοφώντα Στρατηγό και τον πρίγκιπα Νικόλαο.

Σε ερώτηση του πρωθυπουργού Γούναρη προς τον διοικητή της Στρατιάς Παπούλα αν κατά τη γνώμη του ο τουρκικός στρατός είχε φτάσει στα όρια της αποσύνθεσης ώστε να ήταν σε θέση η ελληνική κυβέρνηση να προβεί στην κήρυξη λήξης του πολέμου και σε μονομερή ρύθμιση της κατάστασης, εφ' όσον οι Τούρκοι δεν δήλωσαν διάθεση διαπραγματεύσεων και αν θεωρούσε ότι ήταν δυνατή η μερική αποστράτευση, ο Παπούλας απάντησε ότι παρά τις σοβαρές απώλεις που υπέστη ο τουρκικός στρατός κατά τις θερινές επιχειρήσεις απείχε πολύ από το σημείο να θεωρείται πλήρως εξουδετερωμένος.