Σωτήριος Αγαπητίδης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎Βιογραφία: Προστέθηκε περιεχόμενο
Ετικέτες: αφαιρέθηκαν παραπομπές Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Διόρθωση έτους θανάτου απο 1998 σε 1997. Θα πρεπει ν διορθωθεί και στις συνοπτικές πληροφοριες
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{πληροφορίες προσώπου}}Ο '''Σωτήριος Αγαπητίδης''' (1910 - 1998) ήταν [[Έλληνας]] ομότιμος καθηγητής του [[ΕΜΠ]].
{{πληροφορίες προσώπου}}Ο '''Σωτήριος Αγαπητίδης''' (1910 - 1997) ήταν [[Έλληνας]] ομότιμος καθηγητής του [[ΕΜΠ]].

== Βιογραφία ==
== Βιογραφία ==



Έκδοση από την 15:32, 22 Φεβρουαρίου 2019

Σωτήριος Αγαπητίδης
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1910
Σύμη
Θάνατος3  Σεπτεμβρίου 1997
Αθήνα
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Εκπαίδευσηκαθηγητής πανεπιστημίου
ΣπουδέςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδιδάσκων πανεπιστημίου
πολιτικός
ΕργοδότηςΕθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμααναπληρωτής γραμματέας

Ο Σωτήριος Αγαπητίδης (1910 - 1997) ήταν Έλληνας ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ.

Βιογραφία

Καθηγητής ΣΩΤΗΡΙΟΣ Ι. ΑΓΑΠΗΤΙΔΗΣ (1910-1997)

Γεννήθηκε στη Σύμη. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές στο Πανορμίτειο Γυμνάσιο με άριστα και σε ηλικία 16 ετών γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του πήρε μέρος στο Δωδεκανησιακό Αγώνα με την ανάμιξή του στην πατριωτική κίνηση της Δωδεκανησιακής Νεολαίας Αθηνών. Συνέγραψε την πρώτη του εργασία με τίτλο «Η Σύμη από δημογραφικής και δημοσιονομικής απόψεως» το 1929 η οποία δημοσιεύθηκε από την έδρα Δημόσιας Οικονομίας. Αποφοίτησε με άριστα σε δύο πτυχία, νομικής και οικονομικών επιστημών και μετά από διαγωνισμό κερδίζει υποτροφία του Δαμιρείου κληροδοτήματος για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Το θέμα της διδακτορικής διατριβής που του ανατέθηκε ήταν σχετικό με το οικονομικό σύστημα των φασιστών στην Ιταλία (corporativismo) και όταν αυτή ολοκληρώθηκε, ενώ έγινε δεκτή από τη Σορβόννη με άριστα, στην Ιταλία απαγορεύθηκε λόγω των επικριτικών της συμπερασμάτων. Το 1946 συμμετέχει ως μέλος της Ελληνικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο της Ειρήνης και έχοντας πραγματοποιήσει προηγουμένως σειρά επισκέψεων και επαφών για προετοιμασία και λήψη πληροφοριών, συντελεί καθοριστικά στο να μεταβιβαστούν στο Ελληνικό δημόσιο 18 λαμπρά οικοδομήματα που οι Ιταλοί επεχείρησαν να καρπωθούν. Το 1949 εκλέγεται έκτακτος Καθηγητής Κοινωνικής Οικονομικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο όπου θα αποκτήσει τον τίτλο του τακτικού το 1963. Παράλληλα, δίδαξε (1950-1965) το μάθημα της Θεωρητικής Κοινωνικής Οικονομικής στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς. Το διάστημα 1950 -52 ανέλαβε Γεν. Γραμματέας στο Υπουργείο Συντονισμού έχοντας προηγουμένως διατελέσει και Γραμματέας στο Ανώτατο Συμβούλιο Ανασυγκροτήσεως. Μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου, χρηματίζει για σειρά ετών Πρόεδρος του Συμβουλίου Σπογγαλιείας ενώ το 1953 η Γενική Διοίκηση Δωδεκανήσου του αναθέτει μελέτη για τη δραστηριοποίηση του τοπικού Οργανισμού Ακινήτου Περιουσίας του Δημοσίου. Εξ άλλου, η Δωδεκανησιακή Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία δημοσιεύει δύο μελέτες του: «Τα οικονομικά της Μονής Πανορμίτου» και «Νέοι Δωδεκανησιακοί Στόχοι». Το 1954 νυμφεύεται την Αθηναΐδα Ειρήνη Παπαϊωάννου, πτυχιούχο του Ωδείου Αθηνών και κόρη του Συμιακού ιατρού και πρωτοπόρου φυματιολόγου Νικολάου Παπαϊωάννου με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Δίκα, οικονομολόγο σήμερα και το Γιάννη, πολιτικό μηχανικό – περιβαλλοντολόγο. Τον Ιούλιο του 1970 προεδρεύει στο Α’ Πανσυμαϊκό Συνέδριο εκφωνώντας και την κύρια εισήγηση και στη συνέχεια δίνει το παρών στην προσπάθεια της Επιτροπής Συμαϊκών Εκδόσεων για τη συγγραφή επιστημονικών μελετών για τη Σύμη όπως: «Ο πληθυσμός της Σύμης», «Θεσμοί και εξελίξεις στη Σύμη κατά την περίοδο της ακμής της», «Η οικονομική οργάνωση των σπογγαλιευτικών συγκροτημάτων», «Μεταπολεμικές οικονομικές δραστηριότητες στη Σύμη», «Η πρωτοποριακή θέση της Σύμης». Το 1972 ανέλαβε για ένα πεντάμηνο αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Οικονομίας ενώ δίδαξε και στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών σε μεταπτυχιακό επίπεδο για μια διετία. Επίσης, δίδαξε οικονομικά θέματα για 23 έτη (1952-74) στη Σχολή Εθνικής Αμύνης. Συνέγραψε πλήθος μελετημάτων για διάφορα νησιά του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος όπως: «Πληθυσμιακές εξελίξεις στα Δωδεκάνησα», «Η οργάνωση της οικονομίας στην Κάρπαθο με βάση τις παροιμίες της Ολύμπου», «Η Συμιακιά γυναίκα», «Η εξωστρέφεια της αρχαίας Ρόδου». Το συγγραφικό του έργο υπήρξε πλουσιότατο και σε άλλα πεδία. Ενδεικτικά, στα θέματα κοινωνικής πολιτικής έγραψε για τις «Σύγχρονες τάσεις στην προστασία της ναυτικής εργασίας», για τον «Πληθωρισμό και το κόστος ζωής κατά την κατοχή», την «Πολιτική των μισθών στην Ελλάδα». Στον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης, σταχυολογούμε «Το σχέδιο Μάρσαλ και το Ελληνικό πρόγραμμα οικονομικής ανορθώσεως», «Προγράμματα Οικονομικής Ανάπτυξης», «Τα πλαίσια της οικονομικής ανάπτυξης», «Η οργάνωση της οικονομίας». Όσον αφορά τα οικονομοτεχνικά, δημοσίευσε μελέτες όπως «Προϋποθέσεις και συνέπειες της τεχνικής προόδου», «Τεχνική και οικονομία», «Η μεταφορά της τεχνολογίας ως παράγων αναπτύξεως», «Τεχνική εκπαίδευση στην Ελλάδα». Τέλος, ασχολούμενος με την Ελληνική οικονομία, δημοσίευσε μελέτες όπως «Οι άδηλοι πόροι», «Το τουριστικό συνάλλαγμα ως παράγων του ισοζυγίου εξωτερικών λογαριασμών», «Η οικονομική επιστήμη στην Ελλάδα», «Προβλήματα της οικονομίας μας» και «Τα θεμέλια του Ελληνικού δικαίου οικονομικής αναπτύξεως». Υπήρξε συγκλητικός του ΕΜΠ για σειρά ετών και μέλος ΔΣ σε πλήθος επιστημονικών οργανώσεων. Η διδακτική του δραστηριότητα επεκτάθηκε για κάποια διαστήματα σε διάφορα ξένα πανεπιστήμια: Χάγη, Λουξεμβούργο, Σολτ Λέικ Σίτι, Τορίνο, Τεχεράνη, Τόκιο, Μπουένος Άιρες, Νέο Δελχί, Κινσάσα, Αντίς Αμπέμπα. Ως αναγνώριση της πολυσχιδούς προσφοράς του, τιμήθηκε από την πατρίδα του τη Σύμη με τη διάκριση Άξιος της Πατρίδος, η Ρόδος και η Κάλυμνος τον ανεκήρυξαν Επίτιμο Δημότη ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως του απένειμε τον τίτλο Μέγας Άρχων Πρωτονοτάριος.

Παραπομπές