Ντράζα Μιχαήλοβιτς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 56: Γραμμή 56:


Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1942 ο Μιχαήλοβιτς κάλεσε σε πολιτική ανυπακοή προς το καθεστώς Νέντιτς με προκηρύξεις και κρυπτογραφημένες ραδιοφωνικές εκπομπές, προκαλώντας συγκρούσεις μεταξύ των Τσέτνικ και των οπαδών του καθεστώτος Νέντιτς. Οι Γερμανοί, από τους οποίους η κυβέρνηση Νέντιτς είχε ζητήσει βοήθεια εναντίον του Μιχαήλοβιτς, ανταποκρίθηκαν στο αίτημα της και στις δολιοφθορές με μαζική τρομοκρατία και επιτέθηκαν στους Τσέτνικ στα τέλη του 1942 και στις αρχές του 1943. Ο Ρόμπερτς αναφέρει το αίτημα του Νέντιτς για βοήθεια ως τον κύριο λόγο γερμανικής αντιδράσεις και δεν αναφέρει τις ενέργειες δολιοφθοράς.{{sfn|Roberts|1973|p=67}} Ο Πάβλοβιτς, από την άλλη πλευρά, αναφέρει τα σαμποτάζ ως εκτελούμενα ταυτόχρονα με τις δράσεις προπαγάνδας. Χιλιάδες συλλήψεις έγιναν και εκτιμάται ότι κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου του 1942 1.600 μαχητές των Τσέτνικ σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς σε μάχες και εκτελέσεις. Αυτές οι ενέργειες του καθεστώτος Νέντιτς και των Γερμανών "οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μεγάλο μέρος της αντιγερμανικής δράσης του Μιχαήλοβιτς είχε ξεκινήσει πάλι από το καλοκαίρι (του 1942)."{{sfn|Pavlowitch|2007|p=100}}
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1942 ο Μιχαήλοβιτς κάλεσε σε πολιτική ανυπακοή προς το καθεστώς Νέντιτς με προκηρύξεις και κρυπτογραφημένες ραδιοφωνικές εκπομπές, προκαλώντας συγκρούσεις μεταξύ των Τσέτνικ και των οπαδών του καθεστώτος Νέντιτς. Οι Γερμανοί, από τους οποίους η κυβέρνηση Νέντιτς είχε ζητήσει βοήθεια εναντίον του Μιχαήλοβιτς, ανταποκρίθηκαν στο αίτημα της και στις δολιοφθορές με μαζική τρομοκρατία και επιτέθηκαν στους Τσέτνικ στα τέλη του 1942 και στις αρχές του 1943. Ο Ρόμπερτς αναφέρει το αίτημα του Νέντιτς για βοήθεια ως τον κύριο λόγο γερμανικής αντιδράσεις και δεν αναφέρει τις ενέργειες δολιοφθοράς.{{sfn|Roberts|1973|p=67}} Ο Πάβλοβιτς, από την άλλη πλευρά, αναφέρει τα σαμποτάζ ως εκτελούμενα ταυτόχρονα με τις δράσεις προπαγάνδας. Χιλιάδες συλλήψεις έγιναν και εκτιμάται ότι κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου του 1942 1.600 μαχητές των Τσέτνικ σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς σε μάχες και εκτελέσεις. Αυτές οι ενέργειες του καθεστώτος Νέντιτς και των Γερμανών "οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μεγάλο μέρος της αντιγερμανικής δράσης του Μιχαήλοβιτς είχε ξεκινήσει πάλι από το καλοκαίρι (του 1942)."{{sfn|Pavlowitch|2007|p=100}}

Ο Μιχαήλοβιτς είχε μεγάλες δυσκολίες στον έλεγχο των τοπικών διοικητών του, που συχνά δεν είχαν ραδιοφωνικές επαφές και βασίζονταν σε αγγελιοφόρους για να επικοινωνούν. Ωστόσο ήταν προφανές ότι πολλές ομάδες Τσέτνικ διέπρατταν εγκλήματα κατά αμάχων και πράξεις [[εθνοκάθαρση]]ς. Σύμφωνα με τον Πάβλοβιτς ο Τζούρισιτς ανέφερε με υπερηφάνεια στο Μιχαήλοβιτς ότι είχε καταστρέψει Μουσουλμανικά χωριά, σε αντίποινα για πράξεις που είχαν γίνει από Μουσουλμανικές πολιτοφυλακές. Παρόλο που ο Μιχαήλοβιτς προφανώς δεν διέτασσε αυτές τις πράξεις ο ίδιος και δεν τις ενέκρινε, δεν προέβη όμως και σε οποιαδήποτε ενέργεια εναντίον τους, όντας εξαρτημένος από διάφορες ένοπλες ομάδες των οποίων την πολιτική δεν μπορούσε ούτε να καταγγείλει ούτε να εγκρίνει. απέκρυψε επίσης την κατάσταση από τη Βρετανική και τη Γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση{{sfn|Pavlowitch|2007|pp=127–128}}. Πολλές τρομοκρατικές πράξεις διαπράχθηκαν από τις ομάδες των Τσέτνικ εναντίον των διαφόρων εχθρών τους, πραγματικών ή θεωρούμενων, φτάνοντας σε μια κορύφωση μεταξύ του Οκτωβρίου 1942 και του Φεβρουαρίου 1943.{{sfn|Tomasevich|1975|p=256}}

===Τρομοκρατικές ενέργειες και δράσεις εθνοκάθαρσης===
Η ιδεολογία των Τσέτνικ περιλάμβανε την έννοια της Μεγάλης Σερβίας, που έπρεπε να επιτευχθεί με την αναγκαστική μετατόπιση πληθυσμών προκειμένου να δημιουργηθούν εθνοτικά ομοιογενείς περιοχές.{{sfn|Tomasevich|1975|p=169}} Εν μέρει λόγω αυτής της ιδεολογίας και εν μέρει ως απάντηση στις βίαιες ενέργειες που έγιναν από τους Ούστασε και τις Μουσουλμανικές δυνάμεις που συνδέονται με αυτούς{{sfn|Tomasevich|1975|p=259}}, οι δυνάμεις των Τσέτνικ ενεπλάκησαν σε πολυάριθμες πράξεις βίας, συμπεριλαμβανομένων σφαγών και καταστροφής περιουσιών, και χρησιμοποίησαν τρομοκρατικές τακτικές για την εκδίωξη των ομάδων μη Σέρβων.{{sfn|Hoare|2006|p=148}} Την άνοιξη του 1942 ο Μιχαήλοβιτς έγραψε στο ημερολόγιό του: «Ο Μουσουλμανικός πληθυσμός, μέσω της συμπεριφοράς του, έφτασε στην κατάσταση όπου ο λαός μας δεν επιθυμεί πλέον να τον έχει ανάμεσά μας. Είναι απαραίτητο ήδη τώρα να προετοιμάσουν την έξοδο τους στην Τουρκία ή οπουδήποτε αλλού εκτός των συνόρων μας. "{{sfn|Hoare|2006|p=143}}

Ο ρόλος του Μιχαήλοβιτς σε τέτοιες ενέργειες είναι ασαφής, καθώς "...δεν υπάρχει καμία σαφής απόδειξη ότι ο ίδιος έκανε ποτέ έκκληση για εθνοκάθαρση"{{sfn|Malcolm|1994|p=179}}. Οι οδηγίες προς τους διοικητές του Μαυροβουνίου, Ταγματάρχη Λάσιτς και Λοχαγό Πάβλε Τζούρισιτς, που διέταζαν ενέργειες εθνοκάθαρσης μη Σερβικών στοιχείων για τη δημιουργία της Μεγάλης Σερβίας, έχουν αποδοθεί στο Μιχαήλοβιτς από μερικούς ιστορικούς {{sfn|Lerner|1994|p=105}}{{sfn|Mulaj|2008|p=42}}{{sfn|Milazzo|1975|p=64}}{{sfn|Tomasevich|1975|pp=256–261}} αλλά άλλοι υποστηρίζουν ότι το έγγραφο ήταν πλαστογραφία του Τζούρισιτς, καθώς απέτυχε να φτάσει στο Μιχαήλοβιτς τον Δεκέμβριο του 1941, όταν ο τελευταίος εκδιώχθηκε από τη Ράβνα Γκόρα από τις Γερμανικές δυνάμεις{{sfn|Malcolm|1994|p=179}}{{sfn|Karchmar|1987|p=397}}{{sfn|Pavlowitch|2007|pp=79–80}}. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι εάν το έγγραφο είναι πλαστό, χαλκεύθηκε από τους Τσέτνικ με την ελπίδα ότι θα θεωρηθεί ως νόμιμη εντολή και όχι από τους αντιπάλους τους που επιδίωκαν να τους δυσφημήσουν{{sfn|Malcolm|1994|p=179}}.


== Παραπομπές ==
== Παραπομπές ==

Έκδοση από την 11:19, 6 Δεκεμβρίου 2018

Ντράζα Μιχαήλοβιτς
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση27  Απριλίου 1893[1]
Ιβάνιτσα[2]
Θάνατος17  Ιουλίου 1946[3][4][5]
Βελιγράδι[6]
Αιτία θανάτουτραύμα από πυροβολισμό
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Σερβίας
Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΣερβικά[7][8]
ΣπουδέςΕιδική Στρατιωτική Σχολή του Σαιν-Σιρ
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααξιωματικός
Περίοδος ακμής1910
Ποινική κατάσταση
Κατηγορίες εγκλήματοςέγκλημα πολέμου (θανατική ποινή)
συνεργασία με τον εχθρό (θανατική ποινή)
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός/Royal Yugoslav Army και Yugoslav Army in the Homeland
Πόλεμοι/μάχεςΑ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος και Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαυπουργός πολέμου
ΒραβεύσειςΣτρατιωτικός Σταυρός
Αρχηγός Διοικητής της Λεγεώνας της Αξίας
Λεγεωνάριος της Λεγεώνας της Αξίας
Τάγμα του Λευκού Αετού (Σερβία)
Τάγμα του Αγίου Σάββα
Order of the White Lion 3rd Class (26  Οκτωβρίου 1936)[9]
d:Q11201151 (1913)
Τάγμα του Αστέρα του Καραγιώργη
Τάγμα του Γιουγκοσλαβικού Στέμματος
Γαλλικός Πολεμικός Σταυρός
Λεγεώνα της Αξίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ντράγκολιουμπ «Ντράζα» Μιχαήλοβιτς (σερβικά κυριλλικά: Драгољуб "Дража" Михаиловић, σερβικά λατινικά: Dragoljub "Draža" Mihailović, 27 Απριλίου 1893 – 17 Ιουλίου 1946) ήταν Γιουγκοσλάβος Σέρβος στρατηγός κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Βασιλόφρονας ηγέτης, αποσύρθηκε στα βουνά κοντά στο Βελιγράδι όταν Γερμανοί κατέλαβαν την Γιουγκοσλαβία τον Απρίλιο του 1941 και εκεί οργάνωσε ομάδες ανταρτών γνωστές ως Αποσπάσματα Τσέτνικ του Γιουγκοσλαβικού Στρατού. Η οργάνωση είναι κοινώς γνωστή ως Τσέτνικ, αν και το όνομά της άλλαξε αργότερα σε Γιουγκοσλαβικός Στρατός στην Πατρίδα (JVUO, ЈВУО). Ιδρυθείσα ως η πρώτη Γιουγκοσλαβική αντιστασιακή κίνηση ήταν βασιλική και εθνικιστική, σε αντίθεση με την άλλη, τους Παρτιζάνους του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, που ήταν κομμουνιστική. Αρχικά οι δύο ομάδες επιχειρούσαν παράλληλα, αλλά στα τέλη του 1941 άρχισαν να μάχονται η μία την άλλη σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν τον έλεγχο της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας. Πολλοί Τσέτνικ συνεργάστηκαν ή δημιούργησαν ένα modus vivendi με τις δυνάμεις του Άξονα. Ο ίδιος ο Μιχαήλοβιτς συνεργάστηκε με το Μίλαν Νέντιτς και το Ντιμιτρίγιε Λιότιτς προς το τέλος του πολέμου. Μετά το τέλος του πολέμου, ο Μιχαήλοβιτς συνελήφθη από τους κομμουνιστές. Δικάστηκε και καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία και εγκλήματα πολέμου από τς αρχές της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και εκτελέστηκε με τυφεκισμό. Η φύση και ο βαθμός ευθύνης του για δοσιλογισμό και εθνικές σφαγές παραμένει αμφιλεγόμενος. Στις 14 Μαΐου 2015 ο Μιχαήλοβιτς αποκαταστάθηκε με απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Σερβίας, του ανώτατου εφετείου τς χώρας.[10]

Πρώτα χρόνια και στρατιωτική καρριέρα

O Ντράγκολιουμπ «Ντράζα» Μιχαήλοβιτς γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1893 στην Ιβάνιτσα, στο Βασίλειο της Σερβίας, από το Μιχαήλο και τη Σμιλιάνα Μιχαήλοβιτς (γένος Πέτροβιτς).[11] Ο πατέρας του ήταν δικαστικός υπάλληλος. Έμεινε ορφανός σε ηλικία εφτά ετών και τον μεγάλωσε ο εκ πατρός θείος του στο Βελιγράδι.[12] Καθώς και οι δύο θείοι του ήταν αξιωματικοί του στρατού, ο Μιχαήλοβιτς γράφτηκε και ο ίδιος στη Σερβική Στρατιωτική Ακαδημία τον Οκτώβριο του 1910. Πολέμησε ως δόκιμος στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-1913 και βραβεύτηκε με το ασημένιο μετάλλιο της τιμής στο τέλος του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, το Μάιο του 1913.[13] Στο τέλος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου έλαβε μέρος κυρίως σε εκστρατείες κατά μήκος των Αλβανικών συνόρων, του δόθηκε ο βαθμός του ανθυπολοχαγού ως καλύτερου στρατιώτη της τάξης του, 6ου στη Σερβική στρατιωτική ακαδημία.[13] Υπηρέτησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συμμετείχε στην υποχώρηση του Σερβικού στρατού μέσω της Αλβανίας το 1915. Τιμήθηκε με πολλά παράσημα στο Μακεδονικό Μέτωπο. Μετά τον πόλεμο έγινε μέλος της Βασιλικής Φρουράς του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, αλλά αναγκάστηκε να χάσει τη θέση του το 1920 επειδή συμμετείχε σε δημόσια λογομαχία ανάμεσα σε κομμουνιστές και εθνικιστές. Στη συνέχεια μετατέθηκε στα Σκόπια. Το 1921 εισήχθη στην Ανώτατη Στρατιωτική Ακαδημία του Βελιγραδίου. Το 1923, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, προήχθη σε βοηθό του στρατιωτικού επιτελείου, μαζί με τους άλλους δεκαπέντε καλύτερους απόφοιτους. To 1930 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και την ίδια χρονιά παρακολούθησε για τρεις μήνες μαθήματα στην Ειδική στρατιωτική σχολή του Σαιντ-Σιρ, στο Παρίσι. Κάποιοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι συνάντησε και έγινε φίλος με το Σαρλ ντε Γκολ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, αν και δεν υπάρχουν αποδείξεις για κάτι τέτοιο. Το 1935 έγινε στρατιωτικός ακόλουθος στο Βασίλειο της Βουλγαρίας, τοποθετημένος στη Σόφια. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1935 προήχθη σε συνταγματάρχη. Ο Μιχαήλοβιτς τότε ήρθε σε επαφή με μέλη της Ζβενό, με στόχο την παραίτηση του Μπορίς Γ΄ και τη δημιουργία συμμαχίας ανάμεσα σε Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία, αλλά, καθώς δεν είχε εκπαιδευτεί ως κατάσκοπος, εντοπίστηκε γρήγορα από τις Βουλγαρικές αρχές και απελάθηκε. Στη συνέχεια ορίστηκε ακόλουθος στην Πράγα, στην Τσεχοσλοβακία.[14]

Η στρατιωτική του καριέρα τερματίστηκε σχεδόν απότομα το 1939, όταν κατέθεσε μια αναφορά στην οποία επέκρινε έντονα την οργάνωση του Βασιλικού Γιουγκοσλαβικού Στρατού. Ανάμεσα στις σημαντικότερες προτάσεις του ήταν να εγκαταλειφθεί η άμυνα στα βόρεια σύνορα ώστε να συγκεντρωθούν δυνάμεις στην ορεινή ενδοχώρα, να αναδιοργανωθύν οι ένοπλες δυνάμεις σε Σερβικές, Κροατικές και Σλοβενικές μονάδες με στόχο την καλύτερη αντιμετώπιση ανατρεπτικών δραστηριοτήτων και να χρησιμοποιηθούν κινητές μονάδες Τσέτνικ κατά μήκος των συνόρων. Ο Μίλαν Νέντιτς, Υπουργός Στρατού, εξοργίστηκε με την αναφορά και διέταξε τον εγκλεισμό του Ντράζα σε στρατώνα για 30 μέρες.[15] Στη συνέχεια ο Μιχαήλοβιτς έγινε καθηγητής σε σχολή του επιτελείου στο Βελιγράδι. Το καλοκαίρι του 1940 παρακολούθησε μια συνάντηση που οργάνωσε ο Βρετανός στρατιωτικός ακόλουθος, με έντονο αντιναζιστικό τόνο, και ο Γερμανός πρέσβης διαμαρτυρήθηκε για την παρουσία του Μιχαήλοβιτς. Ο Νέντιτς για μια ακόμη φορά διέταξε τον εγκλεισμό του σε στρατώνα για 30 μέρες, τον υποβιβασμό του και τη συνταξιοδότησή του. Οι τελευταίες ποινές δεν υλοποιήθηκαν, λόγω της αντικατάστασης του Νέντιτς από τον Πέταρ Πέσιτς το Νοέμβριο του 1940.[15]

Τα χρόνια πριν την εισβολή του Άξονα στην Γιουγκοσλαβία ο Μιχαήλοβιτς είχε την έδρα του στο Τσέλιε, στη Μπανόβινα του Δράβου (σημερινή Σλοβενία). Τον καιρό της εισβολής ο συνταγματάρχης Μιχαήλοβιτς ήταν βοηθός του αρχηγού του επιτελείου της Γιουγκοσλαβικής 2ης Στρατιάς, στη βόρεια Βοσνία. Για μικρό χρονικό διάστημα υπηρέτησε ως αρχηγός του επιτελείου της 2ης Στρατιάς[16] πριν αναλάβει τη διοίκηση μια "ταχείας μονάδας" (brzi odred) λίγο πριν η Γιουγκοσλαβία συνθηκολογήσει με τους Γερμανούς στις 17 Απριλίου 1941.[17]

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Μετά την εισβολή και την κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας από τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ουγγαρία, μια μικρή ομάδα αξιωματικών και στρατιωτών με επικεφαλής το Μιχαήλοβιτς διέφυγε με την ελπίδα να βρουν μονάδες του VKJ που εξακολουθούσαν να αγωνίζονται στα βουνά. Αφού διεξήγαγαν αψιμαχίες με πολλές ομάδες Ούστασε και Μουσουλμάνων και προσπάθησε να κάνει διάφορα σαμποτάζ, ο Μιχαήλοβιτς και περίπου 80 από τους άντρες του πέρασαν από τον ποταμό Δρίνο στην κατεχόμενη από τη Γερμανία Σερβία στις 29 Απριλίου [17] Ο Μιχαήλοβιτς σχεδίαζε να δημιουργήσει ένα υπόγειο κίνημα πληροφοριών και να έρθει σε επαφή με τους Συμμάχους, αν και δεν είναι σαφές εάν αρχικά οραματίστηκε να ξεκινήσει ένα πραγματικό ένοπλο κίνημα αντίστασης [18].

Δημιουργία των Τσέτνικ

Η σημαία των Τσέτνικ που αναγράφει: "Για το Βασιλιά και την Πατρίδα - Ελευθερία ή Θάνατος".

Αρχικά ο Μιχαήλοβιτς σχημάτισε ένα μικρό πυρήνα αξιωματικών με ένοπλη φρουρά, που ονόμασε «Διοίκηση των αποσπασμάτων του Τσέτνικ του Γιουγκοσλαβικού Στρατού»[18]. Οταν έφτασε στη Ράβνα Γκόρα στις αρχές Μαΐου 1941, συνειδητοποίησε ότι η ομάδα του με επτά αξιωματικούς και είκοσι τέσσερις δόκιμους αξιωματικούς και στρατιώτες ήταν η μοναδική.[19] Άρχισε να καταρτίζει καταλόγους επίστρατων και εφέδρων για πιθανή χρήση. Οι άντρες του στη Ραβνά Γκόρα ενώθηκαν με μια ομάδα πολιτών, κυρίως διανοουμένων από τη Σερβική Πολιτιστική Λέσχη, που ανέλαβε τον τομέα προπαγάνδας του κινήματος.[20]

Οι Τσέτνικ του Kόστα Πέστανατς, που υπήρχαν ήδη πριν από την εισβολή, δεν συμμερίστηκαν την επιθυμία του Μιχαήλοβιτς για αντίσταση.[21] Προκειμένου να διακρίνει τους Τσέτνικ του από άλλες ομάδες που αυτοαποκαλούνταν έτσι, ο Μιχαήλοβιτς και οι οπαδοί του αυτοταυτοποιήθηκαν ως το "κίνημα της Ράβνα Γκόρα"[22]. Ο δηλωμένος στόχος του κινήματος της Ράβνα Γκόρα ήταν η απελευθέρωση της χώρας από τους κατοχικούς στρατούς της Γερμανίας, της Ιταλίας και τους Ούστασε και του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας (ΣερβοΚροατικά: Nezavisna Država Hrvatska, NDH).[23]

Ο Μιχαήλοβιτς πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του 1941 ενοποιώντας τα διάσπαρτα υπολείμματα του VKJ και βρίσκοντας νέους νεοσύλλεκτους. Τον Αύγουστο ίδρυσε ένα πολιτικό συμβουλευτικό όργανο, την Κεντρική Εθνική Επιτροπή, αποτελούμενη από Σέρβους πολιτικούς ηγέτες, συμπεριλαμβανομένων μερικών με έντονα εθνικιστικές απόψεις όπως οι Ντράγκισα Βάσιτς και Στέβαν Μόλιεβιτς[24]. Στις 19 Ιουνίου ένας μυστικός αγγελιοφόρος των Τσέτνικ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, από όπου βασιλόφρονες Γιουγκοσλάβοι ανέφεραν ότι ο Μιχαήλοβιτς φαινόταν να οργανώνει ένα κίνημα αντίστασης ενάντια στις δυνάμεις του ΆξοναRoberts 1973, p. 22.</ref>. Ο Μιχαήλοβιτς δημιούργησε για πρώτη φορά ραδιοφωνική επαφή με τους Βρετανούς τον Σεπτέμβριο του 1941, όταν ο ραδιοερασιτέχνης του έβγαλε ένα πλοίο στη Μεσόγειο. Στις 13 Σεπτεμβρίου το πρώτο ραδιοφωνικό μήνυμα του Μιχαήλοβιτς προς την εξόριστη κυβέρνηση του Βασιλιά Πέτρου ανακοίνωσε ότι οργάνωνε τα απομεινάρια του VKJ για να πολεμήσει τις δυνάμεις του Άξονα[25].

Ο Μιχαήλοβιτς έλαβε επίσης βοήθεια από αξιωματικούς σε άλλες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας, όπως ο Σλοβένος αξιωματικός Ρούντολφ Πέρινεκ, που του έδωσε αναφορές για την κατάσταση στο Μαυροβούνιο. Ο Μιχαήλοβιτς τον έστειλε πίσω στο Μαυροβούνιο με γραπτή εξουσιοδότηση για τη διοργάνωση μονάδων εκεί με την προφορική έγκριση αξιωματικών όπως οι Τζόρτζιγε Λάσιτς, Πάβλε Τζούρισιτς, Ντιμίτριε Λιόσιτς και Κόστα Μουσίνσκι. Ο Μιχαήλοβιτς έδωσε απλώς αόριστες και αντιφατικές εντολές στον Πέρινεκ, αναφέροντας την ανάγκη να περιορίσει τις πολιτικές συγκρούσεις και να "απομακρύνουν τους εχθρούς"[26].

Η στρατηγική του Μιχαήλοβιτς ήταν να αποφευχθεί η άμεση σύγκρουση με τις δυνάμεις του Άξονα, σχεδιάζοντας να εξεγερθεί μετά την άφιξη των Συμμαχικών δυνάμεων στη Γιουγκοσλαβία[27]. Οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς είχαν συμπλοκές με τους Γερμανούς, αλλά τα αντίποινα και οι διηγήσεις των σφαγών στο NDH τους έκαναν απρόθυμους να συμμετάσχουν άμεσα στον ένοπλο αγώνα, παρά μόνο κατά των Ούστασε στις Σερβικές συνοριακές περιοχές.[28] Εν τω μεταξύ, μετά την εισβολή του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας (KPJ), με επικεφαλής το Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, ανέλαβε επίσης δράση και κάλεσε σε μια δημοκρατική εξέγερση κατά των δυνάμεων του Άξονα τον Ιούλιο του 1941. Ο Τίτο στη συνέχεια δημιούργησε ένα κομμουνιστικό κίνημα αντίστασης γνωστό ως Γιουγκοσλάβοι Παρτιζάνοι.[29] Στα τέλη του Αυγούστου οι Τσετνίκ του Μιχαήλοβιτ ςκαι οι Παρτιζάνοι άρχισαν να επιτίθενται εναντίον των δυνάμεων του Άξονα, μερικές φορές από κοινού, παρά την αμοιβαία δυσπιστία τους, και συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους[30] Ωστόσο ο Μιχαήλοβιτς δεν ευνοούσε τα σαμποτάζ, λόγω των γερμανικών αντιποίνων (όπως περισσότεροι από 3.000 που σκοτώθηκαν στο Κράλιεβο και το Κραγκούγιεβατς), εκτός αν μπορούσε να επιτευχθεί κάποιο μεγάλο όφελος. Αντίθετα ευνόησε ευνοούσε τα σαμποτάζ, που δεν μπορούσαν εύκολα να αποδοθούν στους Τσέτνικ.[31] Η απροθυμία του να συμμετάσχει σε πιο δραστήρια αντίσταση σήμαινε ότι τα περισσότερα σαμποτάζ που διεξήχθησαν κατά την πρώιμη περίοδο του πολέμου οφείλονταν στις προσπάθειες των Παρτιζάνων και ο Μιχαήλοβιτς έχασε αρκετούς διοικητές και πολλούς οπαδούς που ήθελαν να πολεμήσουν τους Γερμανούς με το Κίνημα των Παρτιζάνων.[32]

Παρόλο που ο Μιχαήλοβιτς ζήτησε αρχικά διακριτική υποστήριξη, η προπαγάνδα από τους Βρετανούς και από τη Γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση άρχισε γρήγορα να εκθειάζει τα κατορθώματά του. Η δημιουργία ενός κινήματος αντίστασης στην κατεχόμενη Ευρώπη έγινε δεκτό ως ηθική ενίσχυση. Στις 15 Νοεμβρίου το BBC ανακοίνωσε ότι ο Μιχαήλοβιτς ήταν διοικητής του Γιουγκοσλαβικού Στρατού στην Πατρίδα, που έγινε το επίσημο όνομα των Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς[33].

Συγκρούσεις με στρατεύματα του Αξονα και Παρτιζάνους

Αφίσα καταζητούμενου των Ναζί για το Συντγματάρχη Μιχαήλοβιτς της 9 Δεκεμβρίου 1941
Γερμανική επικήρυξη το 1942 για το Μιχαήλοβιτς, μετά τη δολοφονία τεσσάρων Γερμανών αξιωματικών από τους Τσέτνικ
Ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς ως μικρό κατοικίδιο στα χέρια των υποτίθεται ελεγχόμενων από τους Εβραίους Ηνωμένων Πολιτειών και Ηνωμένου Βασιλείου, που απεικονίζονται σε αφίσα από την μεγάλη Αντι-Τεκτονική (αντισημιτική) Έκθεση (στο Βελιγράδι)

Ο Μιχαήλοβιτς συνειδητοποίησε σύντομα ότι οι άνδρες του δεν είχαν τα μέσα για να προστατεύσουν τους Σέρβους πολίτες ενάντια στα γερμανικά αντίποινα.[34][35]. Η προοπτική των αντιποίνων τροφοδοτούσε επίσης τις ανησυχίες του Τσέτνικ σχετικά με πιθανή κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας από τους Παρτιζάνους μετά τον πόλεμο και δεν επιθυμούσαν να συμμετάσχουν σε ενέργειες που θα μπορούσαν τελικά να οδηγήσουν σε μια μεταπολεμική μειοψηφία των Σέρβων[36]. Η στρατηγική του Μιχαήλοβιτς ήταν να συγκεντρώσει τις διάφορες σερβικές ομάδες και να οικοδομήσει μια οργάνωση ικανή να καταλάβει την εξουσία μετά την αποχώρηση ή την ήττα του Άξονα αντί να εμπλακεί σε άμεση σύγκρουση με αυτόν.[37] Σε αντίθεση με την απροθυμία των ηγετών των Τσέτνικ να συγκρουστούν άμεσα με τις δυνάμεις του Άξονα, οι Παρτιζάνοι υποστήριζαν ανοιχτά την αντίσταση, απευθυνόμενοι σε εκείνους τους Τσέτνικ που επιθυμούσαν να πολεμήσουν τον κατακτητή.[38] Από το Σεπτέμβριο του 1941 ο Μιχαήλοβιτς άρχισε να χάνει άντρες προς τους Παρτιζάνους, όπως ο Βλάντο Ζέτσεβιτς (ιερέας), ο Υπολοχαγός Ράτκο Μαρτίνοβιτς και οι Τσέτνικ του Τσερ, με επικεφαλής το Λοχαγό Ντράγκοσλαβ Ράτσιτς [38][39].

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1941 ο Τίτο συναντήθηκε με το Μιχαήλοβιτς για να διαπραγματευτεί μια συμμαχία μεταξύ των Παρτιζάνων και των Τσέτνικ, αλλά δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία, καθώς η διαφορά των στόχων των αντίστοιχων κινήσεών τους ήταν αρκετά μεγάλη ώστε απέκλεισε κάθε πραγματικό συμβιβασμό.[40] Ο Τίτο τασσόταν υπέρ μιας κοινής επίθεσης ευρείας κλίμακας, ενώ ο Μιχαήλοβιτς θεωρούσε ότι μια γενική εξέγερση ήταν πρόωρη και επικίνδυνη, καθώς πίστευε ότι θα προκαλούσε αντίποινα[34]. Από την πλευρά του στόχος του Τίτο ήταν να αποτρέψει μια επίθεση των Τσέτνικ από τα μετόπισθεν, καθώς ήταν πεπεισμένος ότι ο Μιχαήλοβιτς έπαιζε "διπλό παιχνίδι", διατηρώντας επαφές με τις Γερμανικές δυνάμεις μέσω της κυβέρνησης Νέντιτς. Ο Μιχαήλοβιτς ήταν σε επαφή με την κυβέρνηση του Νέντιτς και έπαιρνε οικονομική βοήθεια μέσω του Συνταγματάρχη Πόποβιτς.[41] Από την άλλη πλευρά ο Μιχαήλοβιτς προσπάθησε να εμποδίσει τον Τίτο να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο στην αντίσταση[40][42], καθώς οι στόχοι του Τίτο ήταν αντίθετοι με τους δικούς του για την αποκατάσταση της δυναστείας Καραγεώργεβιτς και την εγκαθίδρυση της Μεγάλης Σερβίας.[43] Περαιτέρω συζητήσεις είχαν προγραμματιστεί για τις 16 Οκτωβρίου.[42]

Στα τέλη Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί ξεκίνησαν μια μαζική επίθεση εναντίον και των Παρτιζάνων και των Τσέτνικ που ονομάστηκε Επιχείρηση Ούζιτσε[34]. Μια κοινή βρετανογιουγκοσλαβική υπηρεσία πληροφοριών, που συγκροτήθηκε γρήγορα από τις Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών (SOE) και με επικεφαλής το Λοχαγό Ν. Τ. Χιούντσον, έφτασε στην ακτή του Μαυροβουνίου στις 22 Σεπτεμβρίου, από όπου και πήγε με τη βοήθεια των Μαυροβούνιων Παρτιζάνων στην έδρα τους και στη συνέχεια στην έδρα του Τίτο στο Ούζιτσε,[44] όπου έφθασε γύρω στις 25 Οκτωβρίου.[45] Ο Χιούντσον ανέφερε ότι οι προηγούμενες υποσχέσεις για εφόδια που έκαναν οι Βρετανοί στο Μιχαήλοβιτς συνέβαλαν στην κακή σχέση μεταξύ Μιχαήλοβιτς και Τίτο, καθώς ο πρώτος πίστευε σωστά ότι κανείς έξω από τη Γιουγκοσλαβία δεν γνώριζε για το κίνημα των Παρτιζάνων και ότι «η ώρα ήταν ώριμη για σφοδρή δράση εναντίον των κομμουνιστών».[46]

Ο Τίτο και ο Μιχαήλοβιτς συναντήθηκαν και πάλι στις 27 Οκτωβρίου 1941 στο χωριό Μπράιτσι κοντά στη Ράβνα Γκόρα, σε μια προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας, αλλά συμφώνησαν μόνο σε δευτερεύοντα ζητήματα.[47] Αμέσως μετά τη συνάντηση ο Μιχαήλοβιτς ξεκίνησε την προετοιμασία για μια επίθεση κατά των Παρτιζάνων, που την καθυστέρηση μόνο λόγω έλλειψης όπλων[48]. Ανέφερε στη Γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση ότι πίστευε ότι η κατάληψη του Ούζιτσε, όπου υπήρχε ένα εργοστάσιο πυροβόλων όπλων, ήταν απαραίτητη για να αποτρέψει την ενίσχυση των Παρτιζάνων[49]. Στις 28 Οκτωβρίου δύο αξιωματικοί-σύνδεσμοι των Τσέτνικ προσέγγισαν πρώτα το Νέντιτς και αργότερα το Γερμανό αξιωματικό Γιόζεφ Ματλ του Διπλωματικού Γραφείου των Ενόπλων Δυνάμεων και προσέφεραν τις υπηρεσίες του Μιχαήλοβιτς στον αγώνα κατά των Παρτιζάνων με αντάλλαγμα όπλα[35][48]. Η προσφορά αυτή μεταβιβάστηκε στο Γερμανό στρατηγό που ήταν υπεύθυνος για την Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας και προτάθηκε μια συνάντηση από τους Γερμανούς για τις 3 Νοεμβρίου. Την 1η Νοεμβρίου οι Τσέτνικ επιτέθηκαν στην έδρα των Παρτιζάνων στο Ούζιτσε, αλλά αποκρούστηκαν.[50][51] Στις 3 Νοεμβρίου 1941 ο Μιχαήλοβιτς ανέβαλε την προταθείσα συνάντηση με τους Γερμανούς αξιωματικούς μέχρι τις 11 Νοεμβρίου, επικαλούμενος τη «γενική σύγκρουση» στην οποία είχαν εμπλακεί οι Τσέτνικ και οι Παρτιζάνοι, που απαιτούσε την παρουσία του στο αρχηγείο του.[51][52] Η συνάντηση, που οργανώθηκε μέσω ενός εκπροσώπου του Μιχαήλοβιτς στο Βελιγράδι, πραγματοποιήθηκε μεταξύ του ηγέτη των Τσέτνικ και ενός αξιωματικού της Άμπβερ, αν και παραμένει αμφιλεγόμενο αν η πρωτοβουλία προερχόταν από τους Γερμανούς, από τον ίδιο το Μιχαήλοβιτς ή από τον αξιωματικό-σύνδεσμό του στο Βελιγράδι. Στις διαπραγματεύσεις ο Μιχαήλοβιτς διαβεβαίωσε τους Γερμανούς ότι «δεν είναι πρόθεσή μου να πολεμήσω ενάντια στους κατακτητές» και ισχυρίστηκε ότι «ποτέ δεν έκανα πραγματική συμφωνία με τους κομμουνιστές, γιατί δεν νοιάζονται για το λαό. Οι ηγέτες τους είναι ξένοι, που δεν είναι Σέρβοι: ο Βούλγαρος Γιάνκοβιτς, ο Εβραίος Λιντμάγερ, ο Ούγγρος Μπόροτα, δύο Μουσουλμάνοι των οποίων τα ονόματα δεν γνωρίζω και ο Ούστασε Μάγιορ Μπόγκανιτς. Αυτό είναι μόνο το ξέρω για την κομμουνιστική ηγεσία. "[53] Φαίνεται ότι ο Μιχαήλοβιτς προσφέρθηκε να σταματήσει τη δράση του στις πόλεις και στις βασικές γραμμές επικοινωνιών, αλλά τελικά δεν επετεύχθη συμφωνία εκείνη τη στιγμή λόγω των γερμανικών απαιτήσεων για την πλήρη παράδοση των Τσέτνικ[54][55][56] και την πεποίθηση των Γερμανών ότι οι Τσέτνικ ήταν πιθανόν να τους επιτεθούν παρά την προσφορά του Μιχαήλοβιτς.[57] Μετά τις διαπραγματεύσεις οι Γερμανοί επιχείρησαν να συλλάβουν το Μιχαήλοβιτς[58]. Ο Μιχαήλοβιτς απέκρυψε προσεκτικά τις διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς από τη Γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση, καθώς και από τους Βρετανούς και τον εκπρόσωπό τους Χιούντσον.[54][50]

Η επίθεση του Μιχαήλοβιτς στην έδρα των Παρτιζάνων στο Ούζιτσε και στην Πόζεγκα απέτυχε και οι Παρτιζάνοι έκαναν μια γρήγορη αντεπίθεση.[48][59] Μέσα σε δύο εβδομάδες οι Παρτιζάνοι απέκρουσαν τις επιθέσεις των Τσέτνικ και περικύκλωσαν την έδρα του Μιχαήλοβιτς στη Ράβνα Γκόρα. Έχοντας ήδη χάσει στρατεύματα σε συγκρούσεις με τους Γερμανούς,[60] υπέστη και την απώλεια περίπου 1.000 ανδρών και σημαντικού εξοπλισμού στα χέρια των Παρτιζάνων,[61] έλαβε μόνο μία μικρή ποσότητα όπλων από τους Βρετανούς στις αρχές Νοεμβρίου[62], απέτυχε να πείσει τους Γερμανούς να του παράσχουν εφόδια[51] και έτσι βρέθηκε σε απελπιστική κατάσταση.[61][63]

Στα μέσα Νοεμβρίου οι Γερμανοί εξαπέλυσαν μια επίθεση εναντίον των Παρτιζάνων, την Επιχείρηση Δυτικός Μοράβας, που πλαγιοκόπησε τις δυνάμεις των Τσέτνικ.[59][64][65] Αφού δεν μπόρεσε να καταβάλει γρήγορα τους Τσέτνικ, αντιμέτωπος με αναφορές ότι οι Βρετανοί θεωρούσαν το Μιχαήλοβιτς ως ηγέτη της αντίστασης και υπό την πίεση της γερμανικής επίθεσης, ο Τίτο πλησίασε το Μιχαήλοβιτς με μια προσφορά για διαπραγμάτευση, που κατέληξε σε συνομιλίες και στη συνέχεια σε ανακωχή μεταξύ των δύο ομάδων στις 20 ή 21 Νοεμβρίου.[64][59][66] Ο Τίτο και ο Μιχαήλοβιτς είχαν μια τελευταία τηλεφωνική συνομιλία στις 28 Νοεμβρίου, κατά την οποία ο Τίτο ανακοίνωσε ότι θα υπερασπιστεί τις θέσεις του, ενώ ο Μιχαήλοβιτς δήλωσε ότι θα διασκορπιστεί[34][55][65] Στις 30 Νοεμβρίου οι ηγέτες των μονάδων του Μιχαήλοβιτς αποφάσισαν να προσχωρήσουν στους «νομιμοποιημένους» Τσέτνικ υπό τη διοίκηση του Στρατηγού Νέντιτς, προκειμένου να είναι σε θέση να συνεχίσουν τον αγώνα κατά των Παρτιζάνων χωρίς την πιθανότητα να δεχτούν επίθεση από τους Γερμανούς. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι ο Μιχαήλοβιτς δεν τους διέταξε για αυτό, αλλά απλώς επικύρωσε την απόφασή τους. [57][67] Περίπου 2.000-3.000 από τους άνδρες του Μιχαήλοβιτς στην πραγματικότητα σστρατολογήθηκαν με την ιδιότητα αυτή στο καθεστώς του Νέντιτς. Η νομιμοποίηση επέτρεψε στους άντρες του να έχουν μισθό και άλλοθι από τη συνεργαζόμενη διοίκηση, ενώ παράλληλα παρείχε στο καθεστώς του Νέντιτς περισσότερους άντρες για να πολεμήσουν τους κομμουνιστές, παρόλο που ήταν υπό τον έλεγχο των Γερμανών[68]. Ο Μιχαήλοβιτς έκρινε επίσης ότι θα μπορούσε, χρησιμοποιώντας αυτή τη μέθοδο, να διεισδύσει στη διοίκηση του Νέντιτς, που σύντομα γέμισε με συμπαθούντες των Τσέτνικ[69]. Ενώ η ρύθμιση αυτή διέφερε από την εξ ολοκλήρου συνεργασία του Kόστα Πέτσανατς, προκαλούσε μεγάλη σύγχυση ως προς το ποιοί και τι ήταν οι Τσέτνικ. [68] Μερικοί από τους άνδρες του Μιχαήλοβιτς πέρασαν στη Βοσνία για να πολεμήσουν τους Ούστασε, ενώ οι περισσότεροι εγκατέλειψαν τον αγώνα.[70] Ολο το Νοέμβριο οι δυνάμεις του Μιχαήλοβιτς βρίσκονταν υπό την πίεση των γερμανικών δυνάμεων και στις 3 Δεκεμβρίου οι Γερμανοί εξέδωσαν εντολές για την Επιχείρηση Μιχαήλοβιτς, μια επίθεση εναντίον των δυνάμεών του στη Ράβνα Γκόρα[65]. Στις 5 Δεκεμβρίου, την ημέρα πριν από την επιχείρηση, ο Μιχαήλοβιτς προειδοποιήθηκε από συνδέσμους, που υπηρετούσαν υπό το Νέντιτς για την επικείμενη επίθεση[65] πιθανότατα από το Μίλαν Ατσίμοβιτς.[71] Έκλεισε τον πομπό του ραδιοφώνου εκείνη την ημέρα για να χάσουν οι Γερμανοί το στίγμα του[72] και στη συνέχεια διασκόρπισε τη διοίκηση και τις υπόλοιπες δυνάμεις του.[65] Τα υπολείμματα των Τσέτνικ του υποχώρησαν στους λόφους της Ράβνα Γκόρα, αλλά δέχονταν γερμανικές επιθέσεις όλο το Δεκέμβριο[73]. Ο Μιχαήλόβιτς απέφυγε μόλις τη σύλληψη.[74] Στις 10 Δεκεμβρίου επικηρύχθηκε από τους Γερμανούς.[58] Εν τω μεταξύ, στις 7 Δεκεμβρίου, το BBC ανακοίνωσε την προαγωγή του στο βαθμό του ταξίαρχου.[75]

Δράση στο Μαυροβούνιο και στην Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας

Ο Μιχαήλοβιτς δεν επανέλαβε ραδιοφωνικές επαφές με τους συμμάχους πριν από τον Ιανουάριο του 1942. Στις αρχές του 1942 η Γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση ανασχηματίστηκε και ορίστηκε πρωθυπουργός ο Σλόμπονταν Γιοβάνοβιτς και το υπουργικό συμβούλιο διακήρυξε την ενίσχυση της θέσης του Μιχαήλοβιτς ως έναν από τους πρωταρχικούς του στόχους. Προσπάθησε επίσης ανεπιτυχώς να λάβει υποστήριξη τόσο από τους Αμερικανούς όσο και από τους Βρετανούς.[76] Στις 11 Ιανουαρίου ο Μιχαήλοβιτς ονομάστηκε από την εξόριστη κυβέρνηση "Υπουργός του Στρατού, του Ναυτικού και της Αεροπορίας"[77]. Οι Βρετανοί είχαν αναστείλει την υποστήριξή τους στα τέλη του 1941 μετά τις αναφορές του Χιούντσον σχετικά με τη σύγκρουση μεταξύ των Τσέτνικ και των Παρτιζάνων. Ο Μιχαήλοβιτς, εξοργισμένος από αυτές, αρνήθηκε τη ραδιοφωνική επικοινωνία με αυτόν και δεν είχε καμία επαφή μαζί του κατά τους πρώτους μήνες του 1942.[78] Παρόλο που ο Μιχαήλοβιτς κρυβόταν, το Μάρτιο η κυβέρνηση Νέντιτς τον εντόπισε και πραγματοποιήθηκε μια συνάντηση με την έγκριση των Γερμανών μεταξύ του ιδίου και του Ατσίμοβιτς. Σύμφωνα με τον ιστορικό Γιόζο Τομάσεβιτς μετά από αυτή τη συνάντηση, ο Στρατηγός Μπάντερ πληροφορήθηκε ότι ο Μιχαήλοβιτς ήταν πρόθυμος να τεθεί στη διάθεση της κυβέρνησης Νέντιτς για την καταπολέμηση των κομμουνιστών, αλλά ο Μπάντερ αρνήθηκε την προσφορά του.[74] Τον Απρίλιο του 1942 ο Μιχαήλοβιτς, που εξακολουθούσε να κρύβεται στη Σερβία, συνέχισε την επαφή με το Βρετανό απεσταλμένο Χιούντσον, που ήταν επίσης σε θέση να επικοινωνήσει με το αρχηγείο των Συμμαχικών δυνάμεων στο Κάιρο, χρησιμοποιώντας τον πομπό του Μιχαήλοβιτς. Το Μάιο οι Βρετανοί επανέλαβαν την αποστολή βοήθειας προς τους Τσέτνικ, αν και μόνο σε μικρό βαθμό [79], με μία μόνο αεροπορική ρίψη στις 30 Μαρτίου[80]. Ο Μιχαήλοβιτς έφυγε στη συνέχεια για το Μαυροβούνιο, φτάνοντας εκεί την 1η Ιουνίου.[81] Εγκατέστησε την έδρα του εκεί και στις 10 Ιουνίου διορίστηκε επίσημα Αρχηγός του Επιτελείου της Ανώτατης Διοίκησης του Γιουγκοσλαβικού Στρατού στην Πατρίδα[82]. Μια εβδομάδα αργότερα προήχθη στο βαθμό του Στρατηγού.[83] Οι Παρτιζάνοι εν τω μεταξύ επέμεναν στους Σοβιετικούς ότι ο Μιχαήλοβιτς ήταν προδότης και δοσίλογος και πρέπει να καταδικαστεί ως τέτοιος. Οι Σοβιετικοί δεν συμφώνησαν αρχικά και η προπαγάνδα τους συνέχισε να τον υποστηρίζει. Τελικά στις 6 Ιουλίου 1942 ο σταθμός Ράδιο Ελεύθερη Γιουγκοσλαβία, που βρισκόταν στο κτίριο της [Κομμουνιστική Διεθνής|[Κομιντέρν]] στη Μόσχα, μετέδωσε ψήφισμα Γιουγκοσλάβων «πατριωτών» από το Μαυροβούνιο και τη Βοσνία, που χαρακτήριζε το Μιχαήλοβιτς ως δοσίλογο.[84]

Ο Μιχαήλοβιτς συσκέπτεται με τους άνδρες του

Στο Μαυροβούνιο ο Μιχαήλοβιτς βρήκε περίπλοκη κατάσταση. Οι τοπικοί ηγέτες των Τσέτνικ Στάνισιτς και Τζούρισιτς είχαν συνεννοηθεί με τους Ιταλούς και συνεργάζονταν μαζί τους εναντίον των Παρτιζάνων.[85][86] Ο Μιχαήλοβιτς ισχυρίστηκε αργότερα στη δίκη του το 1946 ότι αγνοούσε αυτές τις συμφωνίες πριν από την άφιξή του στο Μαυροβούνιο και αναγκάστηκε να τις αποδεχθεί μόλις έφτασε[87][88], καθώς ο Στάνισιτς και Τζούρισιτς τον αναγνώριζαν ως ηγέτη μόνο κατ' όνομα και θα ακολουθούσαν τις εντολές του μόνο αν ήταν σύμφωνες τα συμφέροντά τους.[88] Ο Μιχαήλοβιτς πίστευε ότι οι ιταλικές μυστικές στρατιωτικές υπηρεσίες ήταν καλύτερα ενημερωμένες από τον ίδιο για τις δραστηριότητες των διοικητών του.[88] Προσπάθησε να κάνει ότι καλύτερο μπορούσε και αποδέχθηκε το διορισμό του Μπλάζο Τζουκάνοβιτς ως ηγέτη των "εθνικιστικών δυνάμεων" στο Μαυροβούνιο. Ενώ ο Μιχαήλοβιτς ενέκρινε τη συντριβή των κομμουνιστικών δυνάμεων, σκόπευε να εκμεταλλευτεί τις σχέσεις των διοικητών των Τσέτνικ με τους Ιταλούς για να παίρνουν τρόφιμα, όπλα και πυρομαχικά, προσδοκώντας μια Συμμαχική απόβαση στα Βαλκάνια. Την 1η Δεκεμβρίου ο Τζούρισιτς διοργάνωσε μια "διάσκεψη νεολαίας" των Τσέτνικ στο Σαχόβιτσι. Στο συνέδριο, που ο ιστορικός Stevan K. Pavlowitch γράφει ότι εξέφρασε «εξτρεμισμό και μισαλλοδοξία», τέθηκαν εθνικιστικές διεκδικήσεις για τμήματα της Αλβανίας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της Ιταλίας, ενώ τα ψηφίσματά του υιοθέτησαν την αποκατάσταση της μοναρχίας με μια μεταβατική περίοδο δικτατορίας των Τσέτνικ. Ο Μιχαήλοβιτς και ο Τζουκάνοβιτς δεν παρακολούθησαν την εκδήλωση, όπου κυριάρχησε εξ ολοκλήρου ο Τζούρισιτς, αλλά έστειλαν αντιπροσώπους..[89] Τον ίδιο μήνα ο Μιχαήλοβιτς πληροφόρησε τους υφισταμένους του ότι: «Οι μονάδες των Παρτιζάνων είναι γεμάτες με κακοποιούς κάθε είδους, όπως Ούστασε - οι χειρότεροι χασάπηδες του Σερβικού λαού - Εβραίοι, Κροάτες, Δαλματοί, Βούλγαροι, Τούρκοι, και όλα τα άλλα έθνη του κόσμου. "[90]

Στο NDH ο ηγέτης των προπολεμικών οργανώσεων των Τσέτνικ πριν από τον πόλεμο, Iλιγια Tριφούνοβιτς-Μπίρτσανιν, διοίκησε τους Τσέτνικ στη Δαλματία, τη Λίκα, τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη. Ηγείτο της «εθνικιστικής» αντίστασης κατά των Παρτιζάνων και των Ούστασε και αναγνώριζε το Μιχαήλοβιτς ως επίσημο ηγέτη, αλλά ενεργούσε μόνος του, με τα στρατεύματά του να χρησιμοποιούνται από τους Ιταλούς ως τοπική Αντικομμουνιστική Εθελοντική Πολιτοφυλακή (MVAC). Ο Ιταλός διοικητής Mάριο Ροάτα σκόπευε να προστατέψει τη ζωή των Ιταλών, αλλά και να αντιμετωπίσει τους Ούστασε και τους Γερμανούς, να υπονομεύσει την εξουσία του Μιχαήλοβιτς μεταξύ των Τσέτνικ, χρησιμοποιώντας τους τοπικούς ηγέτες και να διατηρεί τη δυνατότητα σχέσεων με το Μιχαήλοβιτς και τους Συμμάχους σε περίπτωση που ο Αξονας χάσει τον πόλεμο. Τσέτνικ, υπό την ηγεσία του Ντόμπροσλαβ Γέβντεβιτς, ήρθαν από το Μαυροβούνιο για να βοηθήσουν τον πληθυσμό των Σερβοβόσνιων κατά των Ούστασε. Διέπραξαν δολοφονίες και λεηλασίες στη Φότσα μέχρι να παρέμβουν οι Ιταλοί τον Αύγουστο. Οι Τσέτνικ ζήτησαν επίσης από τους Ιταλούς προστασία από αντίποινα των Ούστασε. Στις 22 Ιουλίου ο Μιχαήλοβιτς συναντήθηκε με τον Tριφούνοβιτς-Μπίρτσανιν, το Γέβντεβιτς και το νεοδιορισμένο αντιπρόσωπό του στην Ερζεγοβίνη Πέταρ Μπάτσοβιτς. Η συνάντηση ήταν μυστική, αλλά έγινε γνωστή στην Ιταλική υπηρεσία πληροφοριών. Ο Μιχαήλοβιτς δεν έδωσε συγκεκριμένες εντολές, αλλά εξέφρασε την εμπιστοσύνη του και στους δύο υποδιοικητές του, προσθέτοντας, σύμφωνα με ιταλικές εκθέσεις, ότι περίμενε βοήθεια από τους Συμμάχους για να ξεκινήσει ένα πραγματικό ανταρτοπόλεμο, προκειμένου να προστατευθεί η ζωή των Σέρβων. Οι Tριφούνοβιτς-Μπίρτσανιν και Γέβντεβιτς, που κλήθηκαν από το Ροάτα κατά την επιστροφή τους, διαβεβαίωσαν τον Ιταλό διοικητή ότι ο Μιχαήλοβιτς ήταν απλώς ένα "ηθικό κεφάλαιο" και ότι δεν θα επετίθεντο στους Ιταλούς, ακόμη και αν έδινε τέτοια εντολή.[90]

Ενδιαφερόμενος όλο και περισσότερο για τους ντόπιους εχθρούς και για το να είναι σε θέση να ελέγξει τη Γιουγκοσλαβία, όταν οι Σύμμαχοι νικήσουν τον Άξονα, ο Μιχαήλοβιτς με έδρα το Μαυροβούνιο κατεύθυνε επιχειρήσεις στις διάφορες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας, κυρίως κατά των Παρτιζάνων, των Ούστασε και των Σερβικών Εθελοντικών Σωμάτων (SDK) του Ντιμίτριε Λιότιτς.[82] Κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 1942 οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς - κατόπιν αιτήματος των Βρετανών - υπονόμευσε αρκετές σιδηροδρομικές γραμμές που χρησιμοποιούντο για τον εφοδιασμό των δυνάμεων του Άξονα στη Δυτική Ερημο της Βόρειας Αφρικής[91]. Το Σεπτέμβριο και το Δεκέμβριο οι ενέργειες του Μιχαήλοβιτς έπληξαν σοβαρά το σιδηροδρομικό δίκτυο. Οι Σύμμαχοι του πίστωσαν την παρενόχληση των δυνάμεων του Άξονα και τη συμβολή στις Συμμαχικές επιτυχίες στην Αφρική[92], ίσως όσο δεν αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα:

Αλλά μια «εκτίμηση για τη Γιουγκοσλαβία» της S.O.E. στα μέσα Νοεμβρίου ανέφερε: «... Μέχρι στιγμής δεν έχουν ληφθεί τηλεγραφήματα από κανέναν από τους αξιωματικούς-συνδέσμους μας που να αναφέρουν τυχόν δολιοφθορά που ανέλαβε ο στρατηγός Μιχαήλοβιτς, ούτε έχουμε λάβει καμία αναφορά για την καταπολέμηση των στρατευμάτων του Άξονα». Στη Γιουγκοσλαβία επομένως η S.O.E. δεν μπορούσε να βρει κάτι ισοδύναμο με την επιχείρηση του Γοργοποτάμου στην Ελλάδα. Από όλα αυτά μπορεί να φανεί ότι από το φθινόπωρο του 1941 οι Βρετανοί συνεργάστηκαν - θελημένα ή άθελά τους - σε μια γιγαντιαία φάρσα[93]

Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1942 ο Μιχαήλοβιτς κάλεσε σε πολιτική ανυπακοή προς το καθεστώς Νέντιτς με προκηρύξεις και κρυπτογραφημένες ραδιοφωνικές εκπομπές, προκαλώντας συγκρούσεις μεταξύ των Τσέτνικ και των οπαδών του καθεστώτος Νέντιτς. Οι Γερμανοί, από τους οποίους η κυβέρνηση Νέντιτς είχε ζητήσει βοήθεια εναντίον του Μιχαήλοβιτς, ανταποκρίθηκαν στο αίτημα της και στις δολιοφθορές με μαζική τρομοκρατία και επιτέθηκαν στους Τσέτνικ στα τέλη του 1942 και στις αρχές του 1943. Ο Ρόμπερτς αναφέρει το αίτημα του Νέντιτς για βοήθεια ως τον κύριο λόγο γερμανικής αντιδράσεις και δεν αναφέρει τις ενέργειες δολιοφθοράς.[82] Ο Πάβλοβιτς, από την άλλη πλευρά, αναφέρει τα σαμποτάζ ως εκτελούμενα ταυτόχρονα με τις δράσεις προπαγάνδας. Χιλιάδες συλλήψεις έγιναν και εκτιμάται ότι κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου του 1942 1.600 μαχητές των Τσέτνικ σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς σε μάχες και εκτελέσεις. Αυτές οι ενέργειες του καθεστώτος Νέντιτς και των Γερμανών "οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μεγάλο μέρος της αντιγερμανικής δράσης του Μιχαήλοβιτς είχε ξεκινήσει πάλι από το καλοκαίρι (του 1942)."[93]

Ο Μιχαήλοβιτς είχε μεγάλες δυσκολίες στον έλεγχο των τοπικών διοικητών του, που συχνά δεν είχαν ραδιοφωνικές επαφές και βασίζονταν σε αγγελιοφόρους για να επικοινωνούν. Ωστόσο ήταν προφανές ότι πολλές ομάδες Τσέτνικ διέπρατταν εγκλήματα κατά αμάχων και πράξεις εθνοκάθαρσης. Σύμφωνα με τον Πάβλοβιτς ο Τζούρισιτς ανέφερε με υπερηφάνεια στο Μιχαήλοβιτς ότι είχε καταστρέψει Μουσουλμανικά χωριά, σε αντίποινα για πράξεις που είχαν γίνει από Μουσουλμανικές πολιτοφυλακές. Παρόλο που ο Μιχαήλοβιτς προφανώς δεν διέτασσε αυτές τις πράξεις ο ίδιος και δεν τις ενέκρινε, δεν προέβη όμως και σε οποιαδήποτε ενέργεια εναντίον τους, όντας εξαρτημένος από διάφορες ένοπλες ομάδες των οποίων την πολιτική δεν μπορούσε ούτε να καταγγείλει ούτε να εγκρίνει. απέκρυψε επίσης την κατάσταση από τη Βρετανική και τη Γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση[94]. Πολλές τρομοκρατικές πράξεις διαπράχθηκαν από τις ομάδες των Τσέτνικ εναντίον των διαφόρων εχθρών τους, πραγματικών ή θεωρούμενων, φτάνοντας σε μια κορύφωση μεταξύ του Οκτωβρίου 1942 και του Φεβρουαρίου 1943.[95]

Τρομοκρατικές ενέργειες και δράσεις εθνοκάθαρσης

Η ιδεολογία των Τσέτνικ περιλάμβανε την έννοια της Μεγάλης Σερβίας, που έπρεπε να επιτευχθεί με την αναγκαστική μετατόπιση πληθυσμών προκειμένου να δημιουργηθούν εθνοτικά ομοιογενείς περιοχές.[96] Εν μέρει λόγω αυτής της ιδεολογίας και εν μέρει ως απάντηση στις βίαιες ενέργειες που έγιναν από τους Ούστασε και τις Μουσουλμανικές δυνάμεις που συνδέονται με αυτούς[97], οι δυνάμεις των Τσέτνικ ενεπλάκησαν σε πολυάριθμες πράξεις βίας, συμπεριλαμβανομένων σφαγών και καταστροφής περιουσιών, και χρησιμοποίησαν τρομοκρατικές τακτικές για την εκδίωξη των ομάδων μη Σέρβων.[98] Την άνοιξη του 1942 ο Μιχαήλοβιτς έγραψε στο ημερολόγιό του: «Ο Μουσουλμανικός πληθυσμός, μέσω της συμπεριφοράς του, έφτασε στην κατάσταση όπου ο λαός μας δεν επιθυμεί πλέον να τον έχει ανάμεσά μας. Είναι απαραίτητο ήδη τώρα να προετοιμάσουν την έξοδο τους στην Τουρκία ή οπουδήποτε αλλού εκτός των συνόρων μας. "[99]

Ο ρόλος του Μιχαήλοβιτς σε τέτοιες ενέργειες είναι ασαφής, καθώς "...δεν υπάρχει καμία σαφής απόδειξη ότι ο ίδιος έκανε ποτέ έκκληση για εθνοκάθαρση"[100]. Οι οδηγίες προς τους διοικητές του Μαυροβουνίου, Ταγματάρχη Λάσιτς και Λοχαγό Πάβλε Τζούρισιτς, που διέταζαν ενέργειες εθνοκάθαρσης μη Σερβικών στοιχείων για τη δημιουργία της Μεγάλης Σερβίας, έχουν αποδοθεί στο Μιχαήλοβιτς από μερικούς ιστορικούς [101][102][103][104] αλλά άλλοι υποστηρίζουν ότι το έγγραφο ήταν πλαστογραφία του Τζούρισιτς, καθώς απέτυχε να φτάσει στο Μιχαήλοβιτς τον Δεκέμβριο του 1941, όταν ο τελευταίος εκδιώχθηκε από τη Ράβνα Γκόρα από τις Γερμανικές δυνάμεις[100][105][106]. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι εάν το έγγραφο είναι πλαστό, χαλκεύθηκε από τους Τσέτνικ με την ελπίδα ότι θα θεωρηθεί ως νόμιμη εντολή και όχι από τους αντιπάλους τους που επιδίωκαν να τους δυσφημήσουν[100].

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 www.google.si/books/edition/The_Chetnik_Movement_and_the_Yugoslav_Re/GZ6-DwAAQBAJ.
  2. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11  Δεκεμβρίου 2014.
  3. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb12185117g. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  4. (Αγγλικά) SNAC. w6wm258h. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  5. «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Dragoljub-Mihailovic. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  6. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  7. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb12185117g. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  8. CONOR.SI. 67017571.
  9. www.prazskyhradarchiv.cz/file/edee/vyznamenani/cs_rbl.pdf.
  10. Αποκαταστάθηκε ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς
  11. Mihailović 1946, σελ. 13.
  12. Buisson 1999, σελ. 13.
  13. 13,0 13,1 Buisson 1999, σελίδες 26–27.
  14. Buisson 1999, σελίδες 63–65.
  15. 15,0 15,1 Trew 1998, σελίδες 5–6.
  16. Pavlowitch 2007, σελ. 53.
  17. Milazzo 1975, σελίδες 12–13.
  18. Pavlowitch 2007, p. 54.
  19. Freeman 2007, p. 123.
  20. Pavlowitch 2007, p. 54.
  21. Roberts 1973, p. 21.
  22. Roberts 1973, p. 21.
  23. Roberts 1973, pp. 21–22.
  24. Roberts 1973, pp. 21–22.
  25. Roberts 1973, p. 22.
  26. Pavlowitch 2007, p. 79.
  27. Roberts 1973, p. 26.
  28. Pavlowitch 2007, p. 59.
  29. Pavlowitch 2007, p. 56
  30. Pavlowitch 2007, p. 60.
  31. Freeman 2007, pp. 124–126.
  32. Roberts 1973, pp. 26–27
  33. Pavlowitch 2007, p. 64.
  34. 34,0 34,1 34,2 34,3 Pavlowitch 2007, σελ. 63.
  35. 35,0 35,1 Tomasevich 1975, σελ. 148.
  36. Roberts 1973, σελ. 48.
  37. Milazzo 1975, σελίδες 15–16.
  38. 38,0 38,1 Milazzo 1975, σελ. 21.
  39. Tomasevich 1975, σελ. 141.
  40. 40,0 40,1 Tomasevich 1975, σελ. 140.
  41. Ramet 2006, σελ. 133.
  42. 42,0 42,1 Milazzo 1975, σελ. 26.
  43. Tomasevich 1975, σελ. 178.
  44. Tomasevich 1975, σελ. 143.
  45. Milazzo 1975, σελ. 33.
  46. Milazzo 1975, σελ. 33-34.
  47. Pavlowitch 2007, σελίδες 62–64.
  48. 48,0 48,1 48,2 Milazzo 1975, σελ. 35.
  49. Roberts 1973, σελ. 34.
  50. 50,0 50,1 Roberts 1973, σελίδες 34–35.
  51. 51,0 51,1 51,2 Tomasevich 1975, σελ. 149.
  52. Milazzo 1975, σελίδες 36–37.
  53. Hoare 2006, σελ. 156.
  54. 54,0 54,1 Milazzo 1975, σελ. 38.
  55. 55,0 55,1 Tomasevich 1975, σελ. 150.
  56. Miljuš 1982, σελ. 119.
  57. 57,0 57,1 Tomasevich 1975, σελ. 155.
  58. 58,0 58,1 Pavlowitch 2007, σελίδες 65–66.
  59. 59,0 59,1 59,2 Tomasevich 1975, σελ. 151.
  60. Pavlowitch 2007, σελ. 65.
  61. 61,0 61,1 Milazzo 1975, σελ. 37.
  62. Tomasevich 1975, σελ. 196.
  63. Karchmar 1987, σελ. 256.
  64. 64,0 64,1 Milazzo 1975, σελ. 39.
  65. 65,0 65,1 65,2 65,3 65,4 Karchmar 1987, σελ. 272.
  66. Trew 1998, σελίδες 86–88.
  67. Milazzo 1975, σελ. 40.
  68. Tomasevich 1975, σελ. 200.
  69. Pavlowitch 2007, σελίδες 66–67, 96.
  70. Pavlowitch 2007, σελίδες 66–67.
  71. Tomasevich 1975, σελίδες 214–216.
  72. Roberts 1973, σελ. 38.
  73. Roberts 1973, σελίδες 37–38.
  74. 74,0 74,1 Tomasevich 1975, σελ. 199.
  75. Pavlowitch 2007, σελ. 66.
  76. Tomasevich 1975, σελίδες 269–271.
  77. Roberts 1973, σελ. 53.
  78. Roberts 1973, σελίδες 53–54.
  79. Tomasevich 1975, σελ. 184.
  80. Roberts 1973, σελ. 56.
  81. Roberts 1973, σελίδες 57–58.
  82. 82,0 82,1 82,2 Roberts 1973, σελ. 67.
  83. Tomasevich 1975, σελ. 271.
  84. Roberts 1973, σελίδες 58–62.
  85. Roberts 1973, σελ. 40–41.
  86. Tomasevich 1975, σελ. 210.
  87. Tomasevich 1975, σελ. 219.
  88. 88,0 88,1 88,2 Pavlowitch 2007, σελ. 110.
  89. Pavlowitch 2007, σελίδες 110–112.
  90. 90,0 90,1 Pavlowitch 2007, σελίδες 122–126.
  91. Pavlowitch 2007, σελ. 98.
  92. Pavlowitch 2007, σελίδες 98–100.
  93. 93,0 93,1 Pavlowitch 2007, σελ. 100.
  94. Pavlowitch 2007, σελίδες 127–128.
  95. Tomasevich 1975, σελ. 256.
  96. Tomasevich 1975, σελ. 169.
  97. Tomasevich 1975, σελ. 259.
  98. Hoare 2006, σελ. 148.
  99. Hoare 2006, σελ. 143.
  100. 100,0 100,1 100,2 Malcolm 1994, σελ. 179.
  101. Lerner 1994, σελ. 105.
  102. Mulaj 2008, σελ. 42.
  103. Milazzo 1975, σελ. 64.
  104. Tomasevich 1975, σελίδες 256–261.
  105. Karchmar 1987, σελ. 397.
  106. Pavlowitch 2007, σελίδες 79–80.