Ντράζα Μιχαήλοβιτς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 31: Γραμμή 31:
[[File:Cetnik-2.jpg|thumb|Γερμανική προκήρυξη με ανταμοιβή το 1942 για το Μιχαήλοβιτς, μετά τη δολοφονία τεσσάρων Γερμανών αξιωματικών από τους Τσέτνικ]]
[[File:Cetnik-2.jpg|thumb|Γερμανική προκήρυξη με ανταμοιβή το 1942 για το Μιχαήλοβιτς, μετά τη δολοφονία τεσσάρων Γερμανών αξιωματικών από τους Τσέτνικ]]
[[File:Draža Mihailović propaganda poster.jpg|thumb|Ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς ως μικρό κατοικίδιο στα χέρια των υποτίθεται ελεγχόμενων από τους [[Εβραίοι|Εβραίους]] Ηνωμένων Πολιτειών και Ηνωμένου Βασιλείου, που απεικονίζονται σε αφίσα από την μεγάλη Αντι-Τεκτονική (αντισημιτική) Έκθεση (στο Βελιγράδι)]]
[[File:Draža Mihailović propaganda poster.jpg|thumb|Ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς ως μικρό κατοικίδιο στα χέρια των υποτίθεται ελεγχόμενων από τους [[Εβραίοι|Εβραίους]] Ηνωμένων Πολιτειών και Ηνωμένου Βασιλείου, που απεικονίζονται σε αφίσα από την μεγάλη Αντι-Τεκτονική (αντισημιτική) Έκθεση (στο Βελιγράδι)]]
Ο Μιχαήλοβιτς συνειδητοποίησε σύντομα ότι οι άνδρες του δεν είχαν τα μέσα για να προστατεύσουν τους Σέρβους πολίτες ενάντια στα γερμανικά αντίποινα.{{sfn|Pavlowitch|2007|p=63}}{{sfn|Tomasevich|1975|p=148}}. Η προοπτική των αντιποίνων τροφοδοτούσε επίσης τις ανησυχίες του Τσέτνικ σχετικά με πιθανή κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας από τους Παρτιζάνους μετά τον πόλεμο και δεν επιθυμούσαν να συμμετάσχουν σε ενέργειες που θα μπορούσαν τελικά να οδηγήσουν σε μια μεταπολεμική μειοψηφία των Σέρβων{{sfn|Roberts|1973|p=48}}. Η στρατηγική του Μιχαήλοβιτς ήταν να συγκεντρώσει τις διάφορες σερβικές ομάδες και να οικοδομήσει μια οργάνωση ικανή να καταλάβει την εξουσία μετά την αποχώρηση ή την ήττα του Άξονα αντί να εμπλακεί σε άμεση σύγκρουση με αυτόν.{{sfn|Milazzo|1975|pp=15–16}} Σε αντίθεση με την απροθυμία των ηγετών των Τσέτνικ να συγκρουστούν άμεσα με τις δυνάμεις του Άξονα, οι Παρτιζάνοι υποστήριζαν ανοιχτά την αντίσταση, απευθυνόμενοι σε εκείνους τους Τσέτνικ που επιθυμούσαν να πολεμήσουν τον κατακτητή.{{sfn|Milazzo|1975|p=21}} Από το Σεπτέμβριο του 1941 ο Μιχαήλοβιτς άρχισε να χάνει άντρες προς τους Παρτιζάνους, όπως ο Βλάντο Ζέτσεβιτς (ιερέας), ο Υπολοχαγός Ράτκο Μαρτίνοβιτς και οι Τσέτνικ του [[Τσερ]], με επικεφαλής το Λοχαγό Ντράγκοσλαβ Ράτσιτς {{sfn|Milazzo|1975|p=21}}{{sfn|Tomasevich|1975|p=141}}.

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1941 ο Τίτο συναντήθηκε με το Μιχαήλοβιτς για να διαπραγματευτεί μια συμμαχία μεταξύ των Παρτιζάνων και των Τσέτνικ, αλλά δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία, καθώς η διαφορά των στόχων των αντίστοιχων κινήσεών τους ήταν αρκετά μεγάλη ώστε απέκλεισε κάθε πραγματικό συμβιβασμό.{{sfn|Tomasevich|1975|p=140}} Ο Τίτο τασσόταν υπέρ μιας κοινής επίθεσης ευρείας κλίμακας, ενώ ο Μιχαήλοβιτς θεωρούσε ότι μια γενική εξέγερση ήταν πρόωρη και επικίνδυνη, καθώς πίστευε ότι θα προκαλούσε αντίποινα{{sfn|Pavlowitch|2007|p=63}}. Από την πλευρά του στόχος του Τίτο ήταν να αποτρέψει μια επίθεση των Τσέτνικ από τα μετόπισθεν, καθώς ήταν πεπεισμένος ότι ο Μιχαήλοβιτς έπαιζε "διπλό παιχνίδι", διατηρώντας επαφές με τις Γερμανικές δυνάμεις μέσω της κυβέρνησης Νέντιτς. Ο Μιχαήλοβιτς ήταν σε επαφή με την κυβέρνηση του Νέντιτς και έπαιρνε οικονομική βοήθεια μέσω του Συνταγματάρχη Πόποβιτς.{{sfn|Ramet|2006|p=133}} Από την άλλη πλευρά ο Μιχαήλοβιτς προσπάθησε να εμποδίσει τον Τίτο να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο στην αντίσταση{{sfn|Tomasevich|1975|p=140}}{{sfn|Milazzo|1975|p=26}}, καθώς οι στόχοι του Τίτο ήταν αντίθετοι με τους δικούς του για την αποκατάσταση της [[Οίκος των Καραγεώργεβιτς|δυναστείας Καραγεώργεβιτς]] και την εγκαθίδρυση της [[Μεγάλης Σερβία|Μεγάλης Σερβίας]].{{sfn|Tomasevich|1975|p=178}} Περαιτέρω συζητήσεις είχαν προγραμματιστεί για τις 16 Οκτωβρίου.{{sfn|Milazzo|1975|p=26}}

Στα τέλη Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί ξεκίνησαν μια μαζική επίθεση εναντίον και των Παρτιζάνων και των Τσέτνικ που ονομάστηκε Επιχείρηση [[Ούζιτσε]]{{sfn|Pavlowitch|2007|p=63}}. Μια κοινή βρετανογιουγκοσλαβική υπηρεσία πληροφοριών, που συγκροτήθηκε γρήγορα από τις [[Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών]] (SOE) και με επικεφαλής το Λοχαγό Ν. Τ. Χιούντσον, έφτασε στην ακτή του Μαυροβουνίου στις 22 Σεπτεμβρίου, από όπου και πήγε με τη βοήθεια των Μαυροβούνιων Παρτιζάνων στην έδρα τους και στη συνέχεια στην έδρα του Τίτο στο [[Ούζιτσε]],{{sfn|Tomasevich|1975|p=143}} όπου έφθασε γύρω στις 25 Οκτωβρίου.{{sfn|Milazzo|1975|p=33}} Ο Χιούντσον ανέφερε ότι οι προηγούμενες υποσχέσεις για εφόδια που έκαναν οι Βρετανοί στο Μιχαήλοβιτς συνέβαλαν στην κακή σχέση μεταξύ Μιχαήλοβιτς και Τίτο, καθώς ο πρώτος πίστευε σωστά ότι κανείς έξω από τη Γιουγκοσλαβία δεν γνώριζε για το κίνημα των Παρτιζάνων και ότι «η ώρα ήταν ώριμη για σφοδρή δράση εναντίον των κομμουνιστών».{{sfn|Milazzo|1975|p=33-34}}


== Παραπομπές ==
== Παραπομπές ==

Έκδοση από την 08:07, 5 Δεκεμβρίου 2018

Ντράζα Μιχαήλοβιτς
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση27  Απριλίου 1893[1]
Ιβάνιτσα[2]
Θάνατος17  Ιουλίου 1946[3][4][5]
Βελιγράδι[6]
Αιτία θανάτουτραύμα από πυροβολισμό
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Σερβίας
Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΣερβικά[7][8]
ΣπουδέςΕιδική Στρατιωτική Σχολή του Σαιν-Σιρ
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααξιωματικός
Περίοδος ακμής1910
Ποινική κατάσταση
Κατηγορίες εγκλήματοςέγκλημα πολέμου (θανατική ποινή)
συνεργασία με τον εχθρό (θανατική ποινή)
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός/Royal Yugoslav Army και Yugoslav Army in the Homeland
Πόλεμοι/μάχεςΑ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος και Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαυπουργός πολέμου
ΒραβεύσειςΣτρατιωτικός Σταυρός
Αρχηγός Διοικητής της Λεγεώνας της Αξίας
Λεγεωνάριος της Λεγεώνας της Αξίας
Τάγμα του Λευκού Αετού (Σερβία)
Τάγμα του Αγίου Σάββα
Order of the White Lion 3rd Class (26  Οκτωβρίου 1936)[9]
d:Q11201151 (1913)
Τάγμα του Αστέρα του Καραγιώργη
Τάγμα του Γιουγκοσλαβικού Στέμματος
Γαλλικός Πολεμικός Σταυρός
Λεγεώνα της Αξίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ντράγκολιουμπ «Ντράζα» Μιχαήλοβιτς (σερβικά κυριλλικά: Драгољуб "Дража" Михаиловић, σερβικά λατινικά: Dragoljub "Draža" Mihailović, 27 Απριλίου 1893 – 17 Ιουλίου 1946) ήταν Γιουγκοσλάβος Σέρβος στρατηγός κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Βασιλόφρονας ηγέτης, αποσύρθηκε στα βουνά κοντά στο Βελιγράδι όταν Γερμανοί κατέλαβαν την Γιουγκοσλαβία τον Απρίλιο του 1941 και εκεί οργάνωσε ομάδες ανταρτών γνωστές ως Αποσπάσματα Τσέτνικ του Γιουγκοσλαβικού Στρατού. Η οργάνωση είναι κοινώς γνωστή ως Τσέτνικ, αν και το όνομά της άλλαξε αργότερα σε Γιουγκοσλαβικός Στρατός στην Πατρίδα (JVUO, ЈВУО). Ιδρυθείσα ως η πρώτη Γιουγκοσλαβική αντιστασιακή κίνηση ήταν βασιλική και εθνικιστική, σε αντίθεση με την άλλη, τους Παρτιζάνους του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, που ήταν κομμουνιστική. Αρχικά οι δύο ομάδες επιχειρούσαν παράλληλα, αλλά στα τέλη του 1941 άρχισαν να μάχονται η μία την άλλη σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν τον έλεγχο της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας. Πολλοί Τσέτνικ συνεργάστηκαν ή δημιούργησαν ένα modus vivendi με τις δυνάμεις του Άξονα. Ο ίδιος ο Μιχαήλοβιτς συνεργάστηκε με το Μίλαν Νέντιτς και το Ντιμιτρίγιε Λιότιτς προς το τέλος του πολέμου. Μετά το τέλος του πολέμου, ο Μιχαήλοβιτς συνελήφθη από τους κομμουνιστές. Δικάστηκε και καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία και εγκλήματα πολέμου από τς αρχές της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και εκτελέστηκε με τυφεκισμό. Η φύση και ο βαθμός ευθύνης του για δοσιλογισμό και εθνικές σφαγές παραμένει αμφιλεγόμενος. Στις 14 Μαΐου 2015 ο Μιχαήλοβιτς αποκαταστάθηκε με απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Σερβίας, του ανώτατου εφετείου τς χώρας.[10]

Πρώτα χρόνια και στρατιωτική καρριέρα

O Ντράγκολιουμπ «Ντράζα» Μιχαήλοβιτς γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1893 στην Ιβάνιτσα, στο Βασίλειο της Σερβίας, από το Μιχαήλο και τη Σμιλιάνα Μιχαήλοβιτς (γένος Πέτροβιτς).[11] Ο πατέρας του ήταν δικαστικός υπάλληλος. Έμεινε ορφανός σε ηλικία εφτά ετών και τον μεγάλωσε ο εκ πατρός θείος του στο Βελιγράδι.[12] Καθώς και οι δύο θείοι του ήταν αξιωματικοί του στρατού, ο Μιχαήλοβιτς γράφτηκε και ο ίδιος στη Σερβική Στρατιωτική Ακαδημία τον Οκτώβριο του 1910. Πολέμησε ως δόκιμος στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-1913 και βραβεύτηκε με το ασημένιο μετάλλιο της τιμής στο τέλος του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, το Μάιο του 1913.[13] Στο τέλος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου έλαβε μέρος κυρίως σε εκστρατείες κατά μήκος των Αλβανικών συνόρων, του δόθηκε ο βαθμός του ανθυπολοχαγού ως καλύτερου στρατιώτη της τάξης του, 6ου στη Σερβική στρατιωτική ακαδημία.[13] Υπηρέτησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συμμετείχε στην υποχώρηση του Σερβικού στρατού μέσω της Αλβανίας το 1915. Τιμήθηκε με πολλά παράσημα στο Μακεδονικό Μέτωπο. Μετά τον πόλεμο έγινε μέλος της Βασιλικής Φρουράς του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, αλλά αναγκάστηκε να χάσει τη θέση του το 1920 επειδή συμμετείχε σε δημόσια λογομαχία ανάμεσα σε κομμουνιστές και εθνικιστές. Στη συνέχεια μετατέθηκε στα Σκόπια. Το 1921 εισήχθη στην Ανώτατη Στρατιωτική Ακαδημία του Βελιγραδίου. Το 1923, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, προήχθη σε βοηθό του στρατιωτικού επιτελείου, μαζί με τους άλλους δεκαπέντε καλύτερους απόφοιτους. To 1930 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και την ίδια χρονιά παρακολούθησε για τρεις μήνες μαθήματα στην Ειδική στρατιωτική σχολή του Σαιντ-Σιρ, στο Παρίσι. Κάποιοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι συνάντησε και έγινε φίλος με το Σαρλ ντε Γκολ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, αν και δεν υπάρχουν αποδείξεις για κάτι τέτοιο. Το 1935 έγινε στρατιωτικός ακόλουθος στο Βασίλειο της Βουλγαρίας, τοποθετημένος στη Σόφια. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1935 προήχθη σε συνταγματάρχη. Ο Μιχαήλοβιτς τότε ήρθε σε επαφή με μέλη της Ζβενό, με στόχο την παραίτηση του Μπορίς Γ΄ και τη δημιουργία συμμαχίας ανάμεσα σε Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία, αλλά, καθώς δεν είχε εκπαιδευτεί ως κατάσκοπος, εντοπίστηκε γρήγορα από τις Βουλγαρικές αρχές και απελάθηκε. Στη συνέχεια ορίστηκε ακόλουθος στην Πράγα, στην Τσεχοσλοβακία.[14]

Η στρατιωτική του καριέρα τερματίστηκε σχεδόν απότομα το 1939, όταν κατέθεσε μια αναφορά στην οποία επέκρινε έντονα την οργάνωση του Βασιλικού Γιουγκοσλαβικού Στρατού. Ανάμεσα στις σημαντικότερες προτάσεις του ήταν να εγκαταλειφθεί η άμυνα στα βόρεια σύνορα ώστε να συγκεντρωθούν δυνάμεις στην ορεινή ενδοχώρα, να αναδιοργανωθύν οι ένοπλες δυνάμεις σε Σερβικές, Κροατικές και Σλοβενικές μονάδες με στόχο την καλύτερη αντιμετώπιση ανατρεπτικών δραστηριοτήτων και να χρησιμοποιηθούν κινητές μονάδες Τσέτνικ κατά μήκος των συνόρων. Ο Μίλαν Νέντιτς, Υπουργός Στρατού, εξοργίστηκε με την αναφορά και διέταξε τον εγκλεισμό του Ντράζα σε στρατώνα για 30 μέρες.[15] Στη συνέχεια ο Μιχαήλοβιτς έγινε καθηγητής σε σχολή του επιτελείου στο Βελιγράδι. Το καλοκαίρι του 1940 παρακολούθησε μια συνάντηση που οργάνωσε ο Βρετανός στρατιωτικός ακόλουθος, με έντονο αντιναζιστικό τόνο, και ο Γερμανός πρέσβης διαμαρτυρήθηκε για την παρουσία του Μιχαήλοβιτς. Ο Νέντιτς για μια ακόμη φορά διέταξε τον εγκλεισμό του σε στρατώνα για 30 μέρες, τον υποβιβασμό του και τη συνταξιοδότησή του. Οι τελευταίες ποινές δεν υλοποιήθηκαν, λόγω της αντικατάστασης του Νέντιτς από τον Πέταρ Πέσιτς το Νοέμβριο του 1940.[15]

Τα χρόνια πριν την εισβολή του Άξονα στην Γιουγκοσλαβία ο Μιχαήλοβιτς είχε την έδρα του στο Τσέλιε, στη Μπανόβινα του Δράβου (σημερινή Σλοβενία). Τον καιρό της εισβολής ο συνταγματάρχης Μιχαήλοβιτς ήταν βοηθός του αρχηγού του επιτελείου της Γιουγκοσλαβικής 2ης Στρατιάς, στη βόρεια Βοσνία. Για μικρό χρονικό διάστημα υπηρέτησε ως αρχηγός του επιτελείου της 2ης Στρατιάς[16] πριν αναλάβει τη διοίκηση μια "ταχείας μονάδας" (brzi odred) λίγο πριν η Γιουγκοσλαβία συνθηκολογήσει με τους Γερμανούς στις 17 Απριλίου 1941.[17]

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Μετά την εισβολή και την κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας από τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ουγγαρία, μια μικρή ομάδα αξιωματικών και στρατιωτών με επικεφαλής το Μιχαήλοβιτς διέφυγε με την ελπίδα να βρουν μονάδες του VKJ που εξακολουθούσαν να αγωνίζονται στα βουνά. Αφού διεξήγαγαν αψιμαχίες με πολλές ομάδες Ούστασε και Μουσουλμάνων και προσπάθησε να κάνει διάφορα σαμποτάζ, ο Μιχαήλοβιτς και περίπου 80 από τους άντρες του πέρασαν από τον ποταμό Δρίνο στην κατεχόμενη από τη Γερμανία Σερβία στις 29 Απριλίου [17] Ο Μιχαήλοβιτς σχεδίαζε να δημιουργήσει ένα υπόγειο κίνημα πληροφοριών και να έρθει σε επαφή με τους Συμμάχους, αν και δεν είναι σαφές εάν αρχικά οραματίστηκε να ξεκινήσει ένα πραγματικό ένοπλο κίνημα αντίστασης [18].

Δημιουργία των Τσέτνικ

Η σημαία των Τσέτνικ που αναγράφει: "Για το Βασιλιά και την Πατρίδα - Ελευθερία ή Θάνατος".

Αρχικά ο Μιχαήλοβιτς σχημάτισε ένα μικρό πυρήνα αξιωματικών με ένοπλη φρουρά, που ονόμασε «Διοίκηση των αποσπασμάτων του Τσέτνικ του Γιουγκοσλαβικού Στρατού»[18]. Οταν έφτασε στη Ράβνα Γκόρα στις αρχές Μαΐου 1941, συνειδητοποίησε ότι η ομάδα του με επτά αξιωματικούς και είκοσι τέσσερις δόκιμους αξιωματικούς και στρατιώτες ήταν η μοναδική.[19] Άρχισε να καταρτίζει καταλόγους επίστρατων και εφέδρων για πιθανή χρήση. Οι άντρες του στη Ραβνά Γκόρα ενώθηκαν με μια ομάδα πολιτών, κυρίως διανοουμένων από τη Σερβική Πολιτιστική Λέσχη, που ανέλαβε τον τομέα προπαγάνδας του κινήματος.[20]

Οι Τσέτνικ του Kόστα Πέστανατς, που υπήρχαν ήδη πριν από την εισβολή, δεν συμμερίστηκαν την επιθυμία του Μιχαήλοβιτς για αντίσταση.[21] Προκειμένου να διακρίνει τους Τσέτνικ του από άλλες ομάδες που αυτοαποκαλούνταν έτσι, ο Μιχαήλοβιτς και οι οπαδοί του αυτοταυτοποιήθηκαν ως το "κίνημα της Ράβνα Γκόρα"[22]. Ο δηλωμένος στόχος του κινήματος της Ράβνα Γκόρα ήταν η απελευθέρωση της χώρας από τους κατοχικούς στρατούς της Γερμανίας, της Ιταλίας και τους Ούστασε και του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας (ΣερβοΚροατικά: Nezavisna Država Hrvatska, NDH).[23]

Ο Μιχαήλοβιτς πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του 1941 ενοποιώντας τα διάσπαρτα υπολείμματα του VKJ και βρίσκοντας νέους νεοσύλλεκτους. Τον Αύγουστο ίδρυσε ένα πολιτικό συμβουλευτικό όργανο, την Κεντρική Εθνική Επιτροπή, αποτελούμενη από Σέρβους πολιτικούς ηγέτες, συμπεριλαμβανομένων μερικών με έντονα εθνικιστικές απόψεις όπως οι Ντράγκισα Βάσιτς και Στέβαν Μόλιεβιτς[24]. Στις 19 Ιουνίου ένας μυστικός αγγελιοφόρος των Τσέτνικ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, από όπου βασιλόφρονες Γιουγκοσλάβοι ανέφεραν ότι ο Μιχαήλοβιτς φαινόταν να οργανώνει ένα κίνημα αντίστασης ενάντια στις δυνάμεις του ΆξοναRoberts 1973, p. 22.</ref>. Ο Μιχαήλοβιτς δημιούργησε για πρώτη φορά ραδιοφωνική επαφή με τους Βρετανούς τον Σεπτέμβριο του 1941, όταν ο ραδιοερασιτέχνης του έβγαλε ένα πλοίο στη Μεσόγειο. Στις 13 Σεπτεμβρίου το πρώτο ραδιοφωνικό μήνυμα του Μιχαήλοβιτς προς την εξόριστη κυβέρνηση του Βασιλιά Πέτρου ανακοίνωσε ότι οργάνωνε τα απομεινάρια του VKJ για να πολεμήσει τις δυνάμεις του Άξονα[25].

Ο Μιχαήλοβιτς έλαβε επίσης βοήθεια από αξιωματικούς σε άλλες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας, όπως ο Σλοβένος αξιωματικός Ρούντολφ Πέρινεκ, που του έδωσε αναφορές για την κατάσταση στο Μαυροβούνιο. Ο Μιχαήλοβιτς τον έστειλε πίσω στο Μαυροβούνιο με γραπτή εξουσιοδότηση για τη διοργάνωση μονάδων εκεί με την προφορική έγκριση αξιωματικών όπως οι Τζόρτζιγε Λάσιτς, Πάβλε Τζούρισιτς, Ντιμίτριε Λιόσιτς και Κόστα Μουσίνσκι. Ο Μιχαήλοβιτς έδωσε απλώς αόριστες και αντιφατικές εντολές στον Πέρινεκ, αναφέροντας την ανάγκη να περιορίσει τις πολιτικές συγκρούσεις και να "απομακρύνουν τους εχθρούς"[26].

Η στρατηγική του Μιχαήλοβιτς ήταν να αποφευχθεί η άμεση σύγκρουση με τις δυνάμεις του Άξονα, σχεδιάζοντας να εξεγερθεί μετά την άφιξη των Συμμαχικών δυνάμεων στη Γιουγκοσλαβία[27]. Οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς είχαν συμπλοκές με τους Γερμανούς, αλλά τα αντίποινα και οι διηγήσεις των σφαγών στο NDH τους έκαναν απρόθυμους να συμμετάσχουν άμεσα στον ένοπλο αγώνα, παρά μόνο κατά των Ούστασε στις Σερβικές συνοριακές περιοχές.[28] Εν τω μεταξύ, μετά την εισβολή του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας (KPJ), με επικεφαλής το Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, ανέλαβε επίσης δράση και κάλεσε σε μια δημοκρατική εξέγερση κατά των δυνάμεων του Άξονα τον Ιούλιο του 1941. Ο Τίτο στη συνέχεια δημιούργησε ένα κομμουνιστικό κίνημα αντίστασης γνωστό ως Γιουγκοσλάβοι Παρτιζάνοι.[29] Στα τέλη του Αυγούστου οι Τσετνίκ του Μιχαήλοβιτ ςκαι οι Παρτιζάνοι άρχισαν να επιτίθενται εναντίον των δυνάμεων του Άξονα, μερικές φορές από κοινού, παρά την αμοιβαία δυσπιστία τους, και συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους[30] Ωστόσο ο Μιχαήλοβιτς δεν ευνοούσε τα σαμποτάζ, λόγω των γερμανικών αντιποίνων (όπως περισσότεροι από 3.000 που σκοτώθηκαν στο Κράλιεβο και το Κραγκούγιεβατς), εκτός αν μπορούσε να επιτευχθεί κάποιο μεγάλο όφελος. Αντίθετα ευνόησε ευνοούσε τα σαμποτάζ, που δεν μπορούσαν εύκολα να αποδοθούν στους Τσέτνικ.[31] Η απροθυμία του να συμμετάσχει σε πιο δραστήρια αντίσταση σήμαινε ότι τα περισσότερα σαμποτάζ που διεξήχθησαν κατά την πρώιμη περίοδο του πολέμου οφείλονταν στις προσπάθειες των Παρτιζάνων και ο Μιχαήλοβιτς έχασε αρκετούς διοικητές και πολλούς οπαδούς που ήθελαν να πολεμήσουν τους Γερμανούς με το Κίνημα των Παρτιζάνων.[32]

Παρόλο που ο Μιχαήλοβιτς ζήτησε αρχικά διακριτική υποστήριξη, η προπαγάνδα από τους Βρετανούς και από τη Γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση άρχισε γρήγορα να εκθειάζει τα κατορθώματά του. Η δημιουργία ενός κινήματος αντίστασης στην κατεχόμενη Ευρώπη έγινε δεκτό ως ηθική ενίσχυση. Στις 15 Νοεμβρίου το BBC ανακοίνωσε ότι ο Μιχαήλοβιτς ήταν διοικητής του Γιουγκοσλαβικού Στρατού στην Πατρίδα, που έγινε το επίσημο όνομα των Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς[33].

Συγκρούσεις με στρατεύματα του Αξονα και Παρτιζάνους

Αφίσα καταζητούμενου των Ναζί για το Συντγματάρχη Μιχαήλοβιτς της 9 Δεκεμβρίου 1941
Γερμανική προκήρυξη με ανταμοιβή το 1942 για το Μιχαήλοβιτς, μετά τη δολοφονία τεσσάρων Γερμανών αξιωματικών από τους Τσέτνικ
Ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς ως μικρό κατοικίδιο στα χέρια των υποτίθεται ελεγχόμενων από τους Εβραίους Ηνωμένων Πολιτειών και Ηνωμένου Βασιλείου, που απεικονίζονται σε αφίσα από την μεγάλη Αντι-Τεκτονική (αντισημιτική) Έκθεση (στο Βελιγράδι)

Ο Μιχαήλοβιτς συνειδητοποίησε σύντομα ότι οι άνδρες του δεν είχαν τα μέσα για να προστατεύσουν τους Σέρβους πολίτες ενάντια στα γερμανικά αντίποινα.[34][35]. Η προοπτική των αντιποίνων τροφοδοτούσε επίσης τις ανησυχίες του Τσέτνικ σχετικά με πιθανή κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας από τους Παρτιζάνους μετά τον πόλεμο και δεν επιθυμούσαν να συμμετάσχουν σε ενέργειες που θα μπορούσαν τελικά να οδηγήσουν σε μια μεταπολεμική μειοψηφία των Σέρβων[36]. Η στρατηγική του Μιχαήλοβιτς ήταν να συγκεντρώσει τις διάφορες σερβικές ομάδες και να οικοδομήσει μια οργάνωση ικανή να καταλάβει την εξουσία μετά την αποχώρηση ή την ήττα του Άξονα αντί να εμπλακεί σε άμεση σύγκρουση με αυτόν.[37] Σε αντίθεση με την απροθυμία των ηγετών των Τσέτνικ να συγκρουστούν άμεσα με τις δυνάμεις του Άξονα, οι Παρτιζάνοι υποστήριζαν ανοιχτά την αντίσταση, απευθυνόμενοι σε εκείνους τους Τσέτνικ που επιθυμούσαν να πολεμήσουν τον κατακτητή.[38] Από το Σεπτέμβριο του 1941 ο Μιχαήλοβιτς άρχισε να χάνει άντρες προς τους Παρτιζάνους, όπως ο Βλάντο Ζέτσεβιτς (ιερέας), ο Υπολοχαγός Ράτκο Μαρτίνοβιτς και οι Τσέτνικ του Τσερ, με επικεφαλής το Λοχαγό Ντράγκοσλαβ Ράτσιτς [38][39].

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1941 ο Τίτο συναντήθηκε με το Μιχαήλοβιτς για να διαπραγματευτεί μια συμμαχία μεταξύ των Παρτιζάνων και των Τσέτνικ, αλλά δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία, καθώς η διαφορά των στόχων των αντίστοιχων κινήσεών τους ήταν αρκετά μεγάλη ώστε απέκλεισε κάθε πραγματικό συμβιβασμό.[40] Ο Τίτο τασσόταν υπέρ μιας κοινής επίθεσης ευρείας κλίμακας, ενώ ο Μιχαήλοβιτς θεωρούσε ότι μια γενική εξέγερση ήταν πρόωρη και επικίνδυνη, καθώς πίστευε ότι θα προκαλούσε αντίποινα[34]. Από την πλευρά του στόχος του Τίτο ήταν να αποτρέψει μια επίθεση των Τσέτνικ από τα μετόπισθεν, καθώς ήταν πεπεισμένος ότι ο Μιχαήλοβιτς έπαιζε "διπλό παιχνίδι", διατηρώντας επαφές με τις Γερμανικές δυνάμεις μέσω της κυβέρνησης Νέντιτς. Ο Μιχαήλοβιτς ήταν σε επαφή με την κυβέρνηση του Νέντιτς και έπαιρνε οικονομική βοήθεια μέσω του Συνταγματάρχη Πόποβιτς.[41] Από την άλλη πλευρά ο Μιχαήλοβιτς προσπάθησε να εμποδίσει τον Τίτο να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο στην αντίσταση[40][42], καθώς οι στόχοι του Τίτο ήταν αντίθετοι με τους δικούς του για την αποκατάσταση της δυναστείας Καραγεώργεβιτς και την εγκαθίδρυση της Μεγάλης Σερβίας.[43] Περαιτέρω συζητήσεις είχαν προγραμματιστεί για τις 16 Οκτωβρίου.[42]

Στα τέλη Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί ξεκίνησαν μια μαζική επίθεση εναντίον και των Παρτιζάνων και των Τσέτνικ που ονομάστηκε Επιχείρηση Ούζιτσε[34]. Μια κοινή βρετανογιουγκοσλαβική υπηρεσία πληροφοριών, που συγκροτήθηκε γρήγορα από τις Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών (SOE) και με επικεφαλής το Λοχαγό Ν. Τ. Χιούντσον, έφτασε στην ακτή του Μαυροβουνίου στις 22 Σεπτεμβρίου, από όπου και πήγε με τη βοήθεια των Μαυροβούνιων Παρτιζάνων στην έδρα τους και στη συνέχεια στην έδρα του Τίτο στο Ούζιτσε,[44] όπου έφθασε γύρω στις 25 Οκτωβρίου.[45] Ο Χιούντσον ανέφερε ότι οι προηγούμενες υποσχέσεις για εφόδια που έκαναν οι Βρετανοί στο Μιχαήλοβιτς συνέβαλαν στην κακή σχέση μεταξύ Μιχαήλοβιτς και Τίτο, καθώς ο πρώτος πίστευε σωστά ότι κανείς έξω από τη Γιουγκοσλαβία δεν γνώριζε για το κίνημα των Παρτιζάνων και ότι «η ώρα ήταν ώριμη για σφοδρή δράση εναντίον των κομμουνιστών».[46]

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 www.google.si/books/edition/The_Chetnik_Movement_and_the_Yugoslav_Re/GZ6-DwAAQBAJ.
  2. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11  Δεκεμβρίου 2014.
  3. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb12185117g. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  4. (Αγγλικά) SNAC. w6wm258h. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  5. «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Dragoljub-Mihailovic. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  6. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  7. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb12185117g. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  8. CONOR.SI. 67017571.
  9. www.prazskyhradarchiv.cz/file/edee/vyznamenani/cs_rbl.pdf.
  10. Αποκαταστάθηκε ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς
  11. Mihailović 1946, σελ. 13.
  12. Buisson 1999, σελ. 13.
  13. 13,0 13,1 Buisson 1999, σελίδες 26–27.
  14. Buisson 1999, σελίδες 63–65.
  15. 15,0 15,1 Trew 1998, σελίδες 5–6.
  16. Pavlowitch 2007, σελ. 53.
  17. Milazzo 1975, σελίδες 12–13.
  18. Pavlowitch 2007, p. 54.
  19. Freeman 2007, p. 123.
  20. Pavlowitch 2007, p. 54.
  21. Roberts 1973, p. 21.
  22. Roberts 1973, p. 21.
  23. Roberts 1973, pp. 21–22.
  24. Roberts 1973, pp. 21–22.
  25. Roberts 1973, p. 22.
  26. Pavlowitch 2007, p. 79.
  27. Roberts 1973, p. 26.
  28. Pavlowitch 2007, p. 59.
  29. Pavlowitch 2007, p. 56
  30. Pavlowitch 2007, p. 60.
  31. Freeman 2007, pp. 124–126.
  32. Roberts 1973, pp. 26–27
  33. Pavlowitch 2007, p. 64.
  34. 34,0 34,1 34,2 Pavlowitch 2007, σελ. 63.
  35. Tomasevich 1975, σελ. 148.
  36. Roberts 1973, σελ. 48.
  37. Milazzo 1975, σελίδες 15–16.
  38. 38,0 38,1 Milazzo 1975, σελ. 21.
  39. Tomasevich 1975, σελ. 141.
  40. 40,0 40,1 Tomasevich 1975, σελ. 140.
  41. Ramet 2006, σελ. 133.
  42. 42,0 42,1 Milazzo 1975, σελ. 26.
  43. Tomasevich 1975, σελ. 178.
  44. Tomasevich 1975, σελ. 143.
  45. Milazzo 1975, σελ. 33.
  46. Milazzo 1975, σελ. 33-34.