Βαρωνία της Πάτρας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ μ.επιμέλεια
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Η '''Βαρονία της Πάτρας''' ήταν Μεσαιωνικό φέουδο των Φράγκων στο [[Πριγκιπάτο της Αχαΐας]], στην βορειοδυτική ακτή της [[Πελοπόννησος|Πελοποννήσου]] με κέντρο την [[Πάτρα]]. Βρισκόταν ανάμεσα στις 12 αρχικές βαρονίες του πριγκιπάτου της Αχαΐας αλλά πέρασε στα μέσα του 13ου αιώνα στα χέρια του Λατίνου αρχιεπισκόπου της Πάτρας, από το 1337 έγινε ανεξάρτητη εκκλησιαστική περιουσία του πριγκιπάτου. Διατήρησε καλές σχέσεις με την [[Βενετική Δημοκρατία]] που κυβέρνησε δυο φορές την βαρονία (1408 - 1413, 1418), η βαρονία επέζησε μέχρι την ανακατάκτηση από την [[Βυζαντινή Αυτοκρατορία]] (1430).
{{χωρίς παραπομπές|24|09|2015}}
Η '''Βαρωνία της Πάτρας''' ήταν μεσαιωνικό κρατίδιο (1209 – 14ος αιώνας) όπου ιδρύθηκε ως υποτελές στο [[Πριγκιπάτο της Αχαΐας]]. Πρωτεύουσα της Βαρωνίας ήταν η μεγαλύτερη πόλη του φέουδου η [[Πάτρα]] όπου πήρε και το όνομα της.
Το 1209 με την οριστική κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους και την δημιουργία από τον [[Γουλιέλμος Σαμπλίτης|Γουλιέλμο Σαμπλίτη]] του [[Πριγκιπάτο της Αχαΐας|Πριγκιπάτου της Αχαΐας]] το νέο κράτος χωρίστηκε σε φέουδα, υψηλές Βαρωνίες, εκκλησιαστικές Βαρωνίες, μοναστικές βαρωνίες και τιμάρια που δόθηκαν σε ιππότες. Η υψηλή Βαρωνία της Πάτρας δόθηκε στον ιππότη [[Γουλιέλμος Α΄ Αλλαμάνος|Γουλιέλμο Αλλαμάνο]], (Guillaume de Allaman), (αναφέρεται και Γωτιέρος), από το [[Λανγκντόκ|Λαγκεντόκ]] της Γαλλίας. Η Βαρωνία είχε 24 τιμάρια πολλούς δουλοπάροικους και περιελάμβανε έκταση ίση περίπου με την μετέπειτα [[Επαρχία Πατρών]] μεγαλύτερη πόλη την [[Πάτρα]] και την κώμη [[Χαλανδρίτσα Αχαΐας|Χαλανδρίτσα]]. Ήταν η μεγαλύτερη βαρωνία του Πριγκιπάτου.


==Δημιουργία της βαρονίας==
Κατά την διοίκηση του δεύτερου βαρώνου της, του [[Κορράδος Αλλαμάνος|Κορράδου]], ανακαινίσθηκε η κώμη της [[Χαλανδρίτσα Αχαΐας|Χαλανδρίτσας]] η οποία στη συνέχεια αγοράστηκε μαζί με οκτώ τιμάρια από τον [[Γουλιέλμος Β' Βιλλαρδουίνος|Γουλιέλμο Β' Βιλλαρδουίνο]], δόθηκε δώρο στον [[Γκυ ντε Λα Τρεμουάιγ]] και δημιουργήθηκε η [[Βαρωνία της Χαλανδρίτσας]].


Το 1209 με την οριστική κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους και την δημιουργία του πριγκιπάτου της Αχαΐας από τον [[Γουλιέλμος Σαμπλίτης|Γουλιέλμο Σαμπλίτη]] το νέο κράτος χωρίστηκε σε φέουδα, υψηλές Βαρονίες, εκκλησιαστικές Βαρονίες, μοναστικές βαρονίες και τιμάρια που δόθηκαν σε ιππότες.
Ο τρίτος βαρώνος, [[Γουλιέλμος Β΄ Αλλαμάνος]], πούλησε τη βαρωνία στην [[Αρχεπισκοπική Λατινική Βαρωνία της Πάτρας]] για 16.000 χρυσά βυζαντινά νομίσματα. Σύγχρονες πηγές αναφέρουν δεύτερο βαρώνο τον [[Πέτρος Αλλαμάνος|Πέτρο Αλλαμάν]], τον [[Γεώργιος Αλλαμάνος|Γεώργιο Αλλαμάν]] τον 14ο αιώνα, και την [[Μαρία Αλλαμάν]] σύζυγο του [[Ιάκωβος ντε λα Ρος|Ιάκωβου της Βελίγοστης]] και σε 2ο γάμο του [[Βίλχεμ Σανούδο]] και μητέρα των [[Ραϊνάλδος ντε λα Ρος|Ραϊνάλδου της Βελίγοστης]], του Νικολάου Σανούδο και της Άλιξ.
Η βαρονία της Πάτρας ήταν μια από τις 12 αρχικές βαρονίες στο πριγκιπάτο της Αχαΐας.<ref>Miller (1921), pp. 71–72</ref><ref>Bon (1969), pp. 106, 450</ref> Η Βαρονία είχε 24 τιμάρια πολλούς δουλοπάροικους και περιελάμβανε έκταση ίση περίπου με την μετέπειτα [[Επαρχία Πατρών]], με μεγαλύτερη πόλη την [[Πάτρα]], την κώμη [[Χαλανδρίτσα Αχαΐας]] και την [[Άκοβα]] ήταν η μεγαλύτερη βαρονία του Πριγκιπάτου.
Η Πάτρα ήταν επιπλέον έδρα Λατινικής αρχιεπισκοπής, αποτελούσε εκκλησιαστικό φέουδο με οκτώ ιπποτικά φέουδα στο όνομα του αρχιεπισκόπου.<ref>Miller (1921), p. 72</ref> Οι σχέσεις ανάμεσα στον αρχιεπίσκοπο και τους κοσμικούς βαρόνους ιδιαίτερα τον πρίγκιπα ήταν συνεχώς τεταμένες. Οι διαμάχες ανάμεσα στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο και τον πρίγκιπα πήραν τόσο μεγάλες διαστάσεις που είχαν σαν αποτέλεσμα την εκδίωξη του επισκόπου από την κατοικία του και τον Καθεδρικό ναό του Αγίου Θεοδώρου που ενσωματώθηκε στο [[Κάστρο της Πάτρας]].<ref>Bon (1969), p. 450</ref><ref>Miller (1921), p. 78</ref>

==Οι βαρόνοι==

Το [[Χρονικόν του Μορέως]] σύμφωνα με την Γαλλική, Ελληνική και Ιταλική του έκδοση καταγράφει πρώτο βαρόνο έναν ιππότη από την [[Προβηγκία]] τον Γουλιέλμο Αλλαμάνο από το [[Λανγκντόκ]] της Γαλλίας. Η [[Συνθήκη της Σαπιέντζας]] τον Ιούνιο του 1209 ανάμεσα στο πριγκιπάτο της Αχαΐας και την Δημοκρατία της Βενετίας κατονομάζει τον Αρνούλφο Αλλαμάνο πιθανότατα προκάτοχο του Γουλιέλμου. Η Αραγωνική έκδοση του Χρονικού παρουσιάζει μια διαφορετική εκδοχή, καταγράφει σαν πρώτο βαρόνο τον [[Γουλιέλμος Α΄ Αλλαμάνος|Γουλιέλμο Α΄ Αλλαμάνο]] (αναφέρεται και Γωτιέρος), τον διαδέχθηκε ο γιος του [[Κορράδος Αλλαμάνος]] και αυτόν με την σειρά του ο [[Γουλιέλμος Β΄ Αλλαμάνος]] που πούλησε γύρω στο 1276 τα πολιτικά του δικαιώματα στην Αρχιεπισκοπή της Πάτρας για 16.000 χρυσά βυζαντινά νομίσματα.<ref>Bon (1969), pp. 106–107, 450</ref> Κατά την διοίκηση του δεύτερου βαρώνου της Κορράδου ανακαινίσθηκε η κώμη της Χαλανδρίτσας η οποία στη συνέχεια αγοράστηκε μαζί με οκτώ τιμάρια από τον [[Γουλιέλμος Β' Βιλλαρδουίνος|Γουλιέλμο Β' Βιλλαρδουίνο]], δόθηκε δώρο στον [[Γκυ ντε Λα Τρεμουάιγ]] και δημιουργήθηκε η [[Βαρωνία της Χαλανδρίτσας]].

Οι σύγχρονοι ιστορικοί ακολουθούν την Αραγωνική έκδοση τοποθετώντας την μεταβίβαση της βαρονίας στην αρχιεπισκοπή λίγο μετά τα μέσα του 13ου αιώνα. Η μεταφορά ίσως να έγινε νωρίτερα την δεκαετία του 1220 επειδή ο πρώτος αρχιεπίσκοπος [[Αντέλμος του Κλουνύ]] ακούγεται ότι είχε στην κατοχή του το κάστρο της Πάτρας από το 1233.<ref>Schabel (2008), pp. 121–122</ref>
Άλλες σύγχρονες πηγές αναφέρουν δεύτερο βαρόνο τον Πέτρο Αλλαμάν, τον Γεώργιο Αλλαμάν τον 14ο αιώνα, και την Μαρία Αλλαμάν σύζυγο του Ιάκωβου της Βελίγοστης και σε 2ο γάμο του Βίλχεμ Σανούδο και μητέρα των Ραϊνάλδου της Βελίγοστης, του Νικολάου Σανούδου και της Άλιξ.

==Υπό την Λατινική Αρχιεπισκοπή της Πάτρας==

Ο αρχιεπίσκοπος έγινε ο ισχυρότερος υποτελής στο πριγκιπάτο με 32 φέουδα και πρωταγωνιστής στις πολιτικές υποθέσεις. Ο [[Γουλιέλμος Φραγκιπάνης]] δημιούργησε στενές σχέσεις με την Βενετία και κυβερνούσε ανεξάρτητα από τον πρίγκιπα.<ref>Bon (1969), pp. 450–451</ref><ref>Topping (1975), p. 118</ref> Με τον θάνατο του Φραγκιπάνη (1337) ο Ανδεγαβός βάϊλος [[Μπερτράν ντε Μπω]] που είχε έρθει σε σύγκρουση με τον Φραγκιπάνη πολιόρκησε την βαρονία με στόχο να την φέρει στην εξουσία του. Ο [[Πάπας Βενέδικτος ΙΒ΄]] αντέδρασε έντονα, διακήρυξε ότι η βαρονία είναι ''"γη της Αγίας Έδρας"'' και την έθεσε υπό απαγόρευση. Η [[Αικατερίνη Β΄ του Βαλουά]] μητέρα και αντιβασίλισσα του πρίγκιπα [[Ροβέρτος του Τάραντος|Ροβέρτου του Τάραντος]] συμφώνησε με την εκκλησία και η βαρονία παρέμεινε ανεξάρτητη αν και τα κοσμικά της φέουδα ανήκαν στην εξουσία του πρίγκιπα.<ref>Bon (1969), p. 451</ref><ref>Topping (175), pp. 124–125</ref>

==Παρακμή και πτώση==

Το υπόλοιπο διάστημα του αιώνα η Αρχιεπισκοπή της Πάτρας έπαιξε ενεργό πολιτικό ρόλο στις συγκρούσεις μεταξύ των φεουδαρχών και οι μεγάλες οικογένειες με την σειρά τους προσπαθούσαν με κάθε μέσο να ανεβάσουν τους εκπροσώπους τους στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.<ref>Bon (1969), p. 451</ref> Η Οθωμανική απειλή ωστόσο και οι λεηλασίες των Αλβανών οδήγησε τους αρχιεπισκόπους να ζητήσουν προστασία από την [[Βενετία]], ύστερα από διαπραγματεύσεις δόθηκε η πολιτική διοίκηση της βαρονίας στους Βενετούς με αντάλλαγμα 1000 δουκάτα τον χρόνο (1408). Ο πάπας αντέδρασε σκληρά και οι Βενετοί επέστρεψαν την διοίκηση στην Αρχιεπισκοπή (1413), νέα απόπειρα των Βενετών να πάρουν την διοίκηση απέτυχε ξανά λόγω αντίδρασης από την [[Αγία Έδρα]] (1418).<ref>Bon (1969), pp. 451–452</ref><ref>Topping (175), pp. 161–162</ref> Η βαρονία και η πόλη της Πάτρας παραδόθηκε στους Έλληνες από το [[Δεσποτάτο του Μυστρά]] (1430) υπό τον μελλοντικό τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα [[Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος|Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο.]]<ref>Bon (1969), p. 452</ref><ref>Topping (175), p. 165</ref>


{| class="wikitable"
{| class="wikitable"
Γραμμή 31: Γραμμή 45:
|}
|}


==Παραπομπές==
<references />

==Πηγές==


*Στέφανος Θωμόπουλος, ''[http://anemi.lib.uoc.gr/metadata/f/3/d/metadata-8a89e99bdd91cd019dbdee33f150c829_1273059345.tkl Ιστορία της πόλεως Πατρών από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1821]'', Εκ της βασιλικής τυπογραφίας Νικολάου Γ. Ιγγλέση, Εν Αθήναις 1888
== Πηγές ==
*[http://81.186.130.244/digitalbook_424#/524 ''Chroniques greco-romanes: inedites ou peu connues avec notes et tables genealogiques'' / par Charles Hopf. -- Berlin : Weidmann, 1873.]
* Στέφανος Θωμόπουλος, ''[http://anemi.lib.uoc.gr/metadata/f/3/d/metadata-8a89e99bdd91cd019dbdee33f150c829_1273059345.tkl Ιστορία της πόλεως Πατρών από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1821]'', Εκ της βασιλικής τυπογραφίας Νικολάου Γ. Ιγγλέση, Εν Αθήναις 1888
*Ernst Gerland, [http://archive.org/stream/neuequellenzurg00gerlgoog#page/n264/mode/2up ''Neue Quellen zur Geschichte des lateinischen Erzbistums Patras (1903)''], B.G. Teubner, 1903
* [http://81.186.130.244/digitalbook_424#/524 ''Chroniques greco-romanes: inedites ou peu connues avec notes et tables genealogiques'' / par Charles Hopf. -- Berlin : Weidmann, 1873.]
*[http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/1/1/e/metadata-01-0000105.tkl&do=59795_05_01.pdf&pageno=52&width=482&height=696&maxpage=424&lang=el ''Ιστορία του ελληνικού έθνους: από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1930'' / υπό Κ. Παπαρρηγοπούλου, προσθήκες, σημειώσεις και βελτιώσεις υπό Παύλου Καρολίδου, Τόμος E', Μέρος A': ''Από της αρχής της Φραγκοκρατίας μέχρι της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τουρκών''], Εν Αθήναις: Ελευθερουδάκης, [χ.χ.]
* Ernst Gerland, [http://archive.org/stream/neuequellenzurg00gerlgoog#page/n264/mode/2up ''Neue Quellen zur Geschichte des lateinischen Erzbistums Patras (1903)''], B.G. Teubner, 1903
*Bon, Antoine (1969). La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’Achaïe (in French). Paris: De Boccard.
* [http://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/1/1/e/metadata-01-0000105.tkl&do=59795_05_01.pdf&pageno=52&width=482&height=696&maxpage=424&lang=el ''Ιστορία του ελληνικού έθνους: από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1930'' / υπό Κ. Παπαρρηγοπούλου, προσθήκες, σημειώσεις και βελτιώσεις υπό Παύλου Καρολίδου, Τόμος E', Μέρος A': ''Από της αρχής της Φραγκοκρατίας μέχρι της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τουρκών''], Εν Αθήναις: Ελευθερουδάκης, [χ.χ.]
*Miller, William (1921). Essays on the Latin Orient. Cambridge: Cambridge University Press.
*Schabel, Chris (2008). "Antelm the Nasty, First Latin Archbishop of Patras". In Beihammer, Alexander D.; Parani, Maria G.; Schabel, Christopher D. Diplomatics in the Eastern Mediterranean 1000–1500: Aspects of Cross-Cultural Communication.
*Topping, Peter (1975). "The Morea, 1311–1364". In Hazard, Harry W. A History of the Crusades, Volume III: The fourteenth and fifteenth centuries. University of Wisconsin Press.
*Topping, Peter (1975). "The Morea, 1364–1460". In Hazard, Harry W. A History of the Crusades, Volume III: The fourteenth and fifteenth centuries. University of Wisconsin Press.


{{Βαρωνίες του Πριγκιπάτου της Αχαΐας}}
{{Βαρωνίες του Πριγκιπάτου της Αχαΐας}}

Έκδοση από την 04:36, 30 Νοεμβρίου 2018

Η Βαρονία της Πάτρας ήταν Μεσαιωνικό φέουδο των Φράγκων στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας, στην βορειοδυτική ακτή της Πελοποννήσου με κέντρο την Πάτρα. Βρισκόταν ανάμεσα στις 12 αρχικές βαρονίες του πριγκιπάτου της Αχαΐας αλλά πέρασε στα μέσα του 13ου αιώνα στα χέρια του Λατίνου αρχιεπισκόπου της Πάτρας, από το 1337 έγινε ανεξάρτητη εκκλησιαστική περιουσία του πριγκιπάτου. Διατήρησε καλές σχέσεις με την Βενετική Δημοκρατία που κυβέρνησε δυο φορές την βαρονία (1408 - 1413, 1418), η βαρονία επέζησε μέχρι την ανακατάκτηση από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία (1430).

Δημιουργία της βαρονίας

Το 1209 με την οριστική κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους και την δημιουργία του πριγκιπάτου της Αχαΐας από τον Γουλιέλμο Σαμπλίτη το νέο κράτος χωρίστηκε σε φέουδα, υψηλές Βαρονίες, εκκλησιαστικές Βαρονίες, μοναστικές βαρονίες και τιμάρια που δόθηκαν σε ιππότες. Η βαρονία της Πάτρας ήταν μια από τις 12 αρχικές βαρονίες στο πριγκιπάτο της Αχαΐας.[1][2] Η Βαρονία είχε 24 τιμάρια πολλούς δουλοπάροικους και περιελάμβανε έκταση ίση περίπου με την μετέπειτα Επαρχία Πατρών, με μεγαλύτερη πόλη την Πάτρα, την κώμη Χαλανδρίτσα Αχαΐας και την Άκοβα ήταν η μεγαλύτερη βαρονία του Πριγκιπάτου. Η Πάτρα ήταν επιπλέον έδρα Λατινικής αρχιεπισκοπής, αποτελούσε εκκλησιαστικό φέουδο με οκτώ ιπποτικά φέουδα στο όνομα του αρχιεπισκόπου.[3] Οι σχέσεις ανάμεσα στον αρχιεπίσκοπο και τους κοσμικούς βαρόνους ιδιαίτερα τον πρίγκιπα ήταν συνεχώς τεταμένες. Οι διαμάχες ανάμεσα στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο και τον πρίγκιπα πήραν τόσο μεγάλες διαστάσεις που είχαν σαν αποτέλεσμα την εκδίωξη του επισκόπου από την κατοικία του και τον Καθεδρικό ναό του Αγίου Θεοδώρου που ενσωματώθηκε στο Κάστρο της Πάτρας.[4][5]

Οι βαρόνοι

Το Χρονικόν του Μορέως σύμφωνα με την Γαλλική, Ελληνική και Ιταλική του έκδοση καταγράφει πρώτο βαρόνο έναν ιππότη από την Προβηγκία τον Γουλιέλμο Αλλαμάνο από το Λανγκντόκ της Γαλλίας. Η Συνθήκη της Σαπιέντζας τον Ιούνιο του 1209 ανάμεσα στο πριγκιπάτο της Αχαΐας και την Δημοκρατία της Βενετίας κατονομάζει τον Αρνούλφο Αλλαμάνο πιθανότατα προκάτοχο του Γουλιέλμου. Η Αραγωνική έκδοση του Χρονικού παρουσιάζει μια διαφορετική εκδοχή, καταγράφει σαν πρώτο βαρόνο τον Γουλιέλμο Α΄ Αλλαμάνο (αναφέρεται και Γωτιέρος), τον διαδέχθηκε ο γιος του Κορράδος Αλλαμάνος και αυτόν με την σειρά του ο Γουλιέλμος Β΄ Αλλαμάνος που πούλησε γύρω στο 1276 τα πολιτικά του δικαιώματα στην Αρχιεπισκοπή της Πάτρας για 16.000 χρυσά βυζαντινά νομίσματα.[6] Κατά την διοίκηση του δεύτερου βαρώνου της Κορράδου ανακαινίσθηκε η κώμη της Χαλανδρίτσας η οποία στη συνέχεια αγοράστηκε μαζί με οκτώ τιμάρια από τον Γουλιέλμο Β' Βιλλαρδουίνο, δόθηκε δώρο στον Γκυ ντε Λα Τρεμουάιγ και δημιουργήθηκε η Βαρωνία της Χαλανδρίτσας.

Οι σύγχρονοι ιστορικοί ακολουθούν την Αραγωνική έκδοση τοποθετώντας την μεταβίβαση της βαρονίας στην αρχιεπισκοπή λίγο μετά τα μέσα του 13ου αιώνα. Η μεταφορά ίσως να έγινε νωρίτερα την δεκαετία του 1220 επειδή ο πρώτος αρχιεπίσκοπος Αντέλμος του Κλουνύ ακούγεται ότι είχε στην κατοχή του το κάστρο της Πάτρας από το 1233.[7] Άλλες σύγχρονες πηγές αναφέρουν δεύτερο βαρόνο τον Πέτρο Αλλαμάν, τον Γεώργιο Αλλαμάν τον 14ο αιώνα, και την Μαρία Αλλαμάν σύζυγο του Ιάκωβου της Βελίγοστης και σε 2ο γάμο του Βίλχεμ Σανούδο και μητέρα των Ραϊνάλδου της Βελίγοστης, του Νικολάου Σανούδου και της Άλιξ.

Υπό την Λατινική Αρχιεπισκοπή της Πάτρας

Ο αρχιεπίσκοπος έγινε ο ισχυρότερος υποτελής στο πριγκιπάτο με 32 φέουδα και πρωταγωνιστής στις πολιτικές υποθέσεις. Ο Γουλιέλμος Φραγκιπάνης δημιούργησε στενές σχέσεις με την Βενετία και κυβερνούσε ανεξάρτητα από τον πρίγκιπα.[8][9] Με τον θάνατο του Φραγκιπάνη (1337) ο Ανδεγαβός βάϊλος Μπερτράν ντε Μπω που είχε έρθει σε σύγκρουση με τον Φραγκιπάνη πολιόρκησε την βαρονία με στόχο να την φέρει στην εξουσία του. Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΒ΄ αντέδρασε έντονα, διακήρυξε ότι η βαρονία είναι "γη της Αγίας Έδρας" και την έθεσε υπό απαγόρευση. Η Αικατερίνη Β΄ του Βαλουά μητέρα και αντιβασίλισσα του πρίγκιπα Ροβέρτου του Τάραντος συμφώνησε με την εκκλησία και η βαρονία παρέμεινε ανεξάρτητη αν και τα κοσμικά της φέουδα ανήκαν στην εξουσία του πρίγκιπα.[10][11]

Παρακμή και πτώση

Το υπόλοιπο διάστημα του αιώνα η Αρχιεπισκοπή της Πάτρας έπαιξε ενεργό πολιτικό ρόλο στις συγκρούσεις μεταξύ των φεουδαρχών και οι μεγάλες οικογένειες με την σειρά τους προσπαθούσαν με κάθε μέσο να ανεβάσουν τους εκπροσώπους τους στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.[12] Η Οθωμανική απειλή ωστόσο και οι λεηλασίες των Αλβανών οδήγησε τους αρχιεπισκόπους να ζητήσουν προστασία από την Βενετία, ύστερα από διαπραγματεύσεις δόθηκε η πολιτική διοίκηση της βαρονίας στους Βενετούς με αντάλλαγμα 1000 δουκάτα τον χρόνο (1408). Ο πάπας αντέδρασε σκληρά και οι Βενετοί επέστρεψαν την διοίκηση στην Αρχιεπισκοπή (1413), νέα απόπειρα των Βενετών να πάρουν την διοίκηση απέτυχε ξανά λόγω αντίδρασης από την Αγία Έδρα (1418).[13][14] Η βαρονία και η πόλη της Πάτρας παραδόθηκε στους Έλληνες από το Δεσποτάτο του Μυστρά (1430) υπό τον μελλοντικό τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο.[15][16]

Βαρώνοι της Πάτρας
Οίκος Αλλαμάν
1209- 14ος αιώνας
Βαρώνος Γέννηση - Θάνατος Διάρκεια
Γουλιέλμος Α΄ Αλλαμάνος ; - 1209 1209-1218
Κορράδος ; -1266 1218-1266
Γουλιέλμος Β΄ Αλλαμάνος 1266-14ος αιώνας

Παραπομπές

  1. Miller (1921), pp. 71–72
  2. Bon (1969), pp. 106, 450
  3. Miller (1921), p. 72
  4. Bon (1969), p. 450
  5. Miller (1921), p. 78
  6. Bon (1969), pp. 106–107, 450
  7. Schabel (2008), pp. 121–122
  8. Bon (1969), pp. 450–451
  9. Topping (1975), p. 118
  10. Bon (1969), p. 451
  11. Topping (175), pp. 124–125
  12. Bon (1969), p. 451
  13. Bon (1969), pp. 451–452
  14. Topping (175), pp. 161–162
  15. Bon (1969), p. 452
  16. Topping (175), p. 165

Πηγές