Μετανάστευση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Αναίρεση έκδοσης 7284530 από τον 77.69.23.148 (Συζήτηση)
Ετικέτα: Αναίρεση
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Ο αρης ψαρις
Ο αρης ψαρις


η γιαγια σου ειναι ασπρομαυρι πππππππ
η γιαγια σου ειναι ασπρομαυρι


Η μετανάστευση αποτελεί μια δυναμική διαδικασία, οι μορφές της οποίας ποικίλλουν και μεταβάλλονται σε συνάρτηση με τις ευρύτερες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Η μετανάστευση ενυπάρχει και αναδύεται από την ιστορική και κοινωνική οργάνωση στο σύνολό της· είναι μια μορφή κοινωνικής σχέσης που καθορίζεται από την αγορά, το έθνος, το κράτος, το φύλο, που συγκροτούν τις κοινωνικές κατηγορίες, τις ομάδες και τον τρόπο επαφής και επικοινωνίας μεταξύ τους. <ref>{{Cite book|title=Η κατασκευή τρης μετανάστευσης στην ελληνική κοινωνία|last=Πετράκου|first=Ηλέκτρα|publisher=Ελληνικά Γράμματα|year=2009|isbn=|location=Αθήνα|page=31}}</ref>
Η μετανάστευση αποτελεί μια δυναμική διαδικασία, οι μορφές της οποίας ποικίλλουν και μεταβάλλονται σε συνάρτηση με τις ευρύτερες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Η μετανάστευση ενυπάρχει και αναδύεται από την ιστορική και κοινωνική οργάνωση στο σύνολό της· είναι μια μορφή κοινωνικής σχέσης που καθορίζεται από την αγορά, το έθνος, το κράτος, το φύλο, που συγκροτούν τις κοινωνικές κατηγορίες, τις ομάδες και τον τρόπο επαφής και επικοινωνίας μεταξύ τους. <ref>{{Cite book|title=Η κατασκευή τρης μετανάστευσης στην ελληνική κοινωνία|last=Πετράκου|first=Ηλέκτρα|publisher=Ελληνικά Γράμματα|year=2009|isbn=|location=Αθήνα|page=31}}</ref>

Έκδοση από την 11:09, 5 Νοεμβρίου 2018

Ο αρης ψαρις

η γιαγια σου ειναι ασπρομαυρι

Η μετανάστευση αποτελεί μια δυναμική διαδικασία, οι μορφές της οποίας ποικίλλουν και μεταβάλλονται σε συνάρτηση με τις ευρύτερες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Η μετανάστευση ενυπάρχει και αναδύεται από την ιστορική και κοινωνική οργάνωση στο σύνολό της· είναι μια μορφή κοινωνικής σχέσης που καθορίζεται από την αγορά, το έθνος, το κράτος, το φύλο, που συγκροτούν τις κοινωνικές κατηγορίες, τις ομάδες και τον τρόπο επαφής και επικοινωνίας μεταξύ τους. [1]

Ο ίδιος επίσης όρος χρησιμοποιείται και στις μετακινήσεις των ζώων, πτηνών και ιχθύων. Ειδικότερα εκ της αιτίας της μετακίνησης τα μεν ζώα και πουλιά καθιερώθηκε να χαρακτηρίζονται "αποδημητικά", ενώ τα ψάρια "μεταναστευτικά".

Αιτίες

Οι λόγοι που γεννούν το φαινόμενο της μετανάστευσης είναι ποικίλοι κι εξαρτώνται από τις συνθήκες που επικρατούν κατά δεδομένη κάθε φορά χρονική περίοδο από τους τόπους της προγενέστερης διαμονής στους τόπους αποδημίας.

Αιτία της μετανάστευσης σε γενικές γραμμές, τόσο της εκούσιας όσο και της αναγκαστικής, είναι η προσπάθεια εκείνων που μεταναστεύουν να απαλλαγούν από διάφορους παράγοντες που καταπιέζουν τη ζωή και την προσωπικότητά τους. Επίσης,υπάρχουν και καθαροί οικονομικοί λόγοι, όπως η φτώχεια και η πείνα που επικρατεί σε μια χώρα, καθώς και θρησκευτικοί λόγοι. Άλλος κύριος λόγος για την ανθρώπινη μετανάστευση είναι κάποιος πόλεμος που τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.

Τα πτηνά φεύγουν από τον ένα τόπο προς τον άλλο για να βρουν πιο ζεστά κλίματα.

Διάκριση μετανάστευσης

Η βιβλιογραφία παραθέτει διάφορους τύπους μετανάστευσης. Σημαντικότεροι από αυτούς είναι οι: "εσωτερική", (internal), "εξωτερική", (external), "εκούσια", (voluntary), ή "ακούσια", (involuntary), "πρωτογενής", (primary) και "δευτερογενής" (secondary), οι λεγόμενες "πλήρης", (complete) και "ατελής", (incomplete), (στην οποια υπάγονται οι πρόσφυγες), επίσης η "συντηρητική", (conservative) ή "ανανεωτική", (innovating), ή ανάλογα του χρόνου "βραχυπρόθεσμη" (short term), ή "μακροπρόθεσμη" (long term), "προσωρινή" ή "μόνιμη" (permanent), και τέλος η "ηπειρωτική" (όταν γίνεται προς τις χώρες της ίδιας ηπείρου) και η "υπερπόντια" (όταν γίνεται από τη μια ήπειρο στην άλλη (συνήθως Αμερική ή Αυστραλία).

Ανθρώπινη μετανάστευση

Ο παγκόσμιος πληθυσμός των μεταναστών έχει αυξηθεί από το 1990 αλλά παρέμεινε γύρω στο 3% του παγκόσμιου πληθυσμού.

Η μετανάστευση των ανθρώπων είναι φαινόμενο πανάρχαιο που άρχισε στη γενέτειρα γη των ανθρώπων, την Αφρική. Οι πρώτοι μετανάστες διέσχισαν την Αφρική και σταδιακά εξαπλώθηκαν στην Ασία και με την πάροδο των (χιλιάδων) χρόνων και στις υπόλοιπες ηπείρους.[2] Στα προϊστορικά ακόμη χρόνια, οι διάφορες ανθρώπινες φυλές ήταν αναγκασμένες να μεταναστεύουν από τον έναν τόπο στον άλλο, προσπαθώντας να επιβιώσουν. Από τα κρύα κλίματα πήγαιναν στα πιο ζεστά, από τα ορεινά στα πεδινά, από τα φτωχά σε καρπούς και κυνήγι στα περισσότερο πλούσια. Βλέπουμε λοιπόν πως ο κύριος λόγος που δικαιολογούσε τη σταθερή μετανάστευση στο παρελθόν, ήταν η προσπάθεια επιβίωσης. Ο ίδιος λόγος ισχύει σε σημαντικό βαθμό και μέχρι σήμερα, που η μετανάστευση εμφανίζεται με καινούριες μορφές. Ενώ στα προϊστορικά χρόνια ήταν γενικό φαινόμενο η μετανάστευση κι αναγκαστικό πολλές φορές, στην ιστορική πια εποχή αρχίζει να διαφοροποιείται και να σταματά βέβαια. Τώρα, μεγάλες ομάδες ανθρώπων μεταφέρονται από τον ένα τόπο στον άλλο, μέσα στα πλαίσια κυριάρχησης πάνω στους συνανθρώπους τους και κατάκτησης καινούριων χωρών.

Αυτό ισχύει για τον αποικισμό από τους αρχαίους Έλληνες μεγάλων περιοχών της Μεσογείου, πράγμα που γενικεύεται κατά τους αλεξανδρινούς χρόνους, υποβοηθούμενο από την κατακτητική πολιτική των Ελλήνων βασιλιάδων της εποχής αυτής. Φοβερά μεγάλη ήταν η μετανάστευση των Ευρωπαίων προς την Αμερική, Αφρική και Ασία, με την ανακάλυψη αυτών των ηπείρων και του φυσικού πλούτου που διέθεταν. Η μετανάστευση, που άρχισε αυτά τα χρόνια και συνεχίστηκε για αρκετούς αιώνες, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην όλη εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο κόσμος πήρε μια άλλη όψη κι οι ήπειροι αυτές έχασαν σε σημαντικό βαθμό το δικό τους καθαρό χαρακτήρα. Παράλληλα, τα αποτελέσματα αυτής της μετανάστευσης για τους λαούς των αποικιών ήταν μοιραία, γιατί ουσιαστικά οι μετανάστες μετέτρεψαν τους αυτόχθονες σε δούλους τους.

Το Σιδηρούν παραπέτασμα στην Ευρώπη σχεδιάστηκε ως ένα μέσο πρόληψης της μετανάστευσης.

Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η μετανάστευση παίρνει καινούριες μορφές. Ο πόλεμος αυτός έριξε τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης σε οικονομική κρίση, τις συνέπειες της οποίας προσπάθησε να αποφύγει σημαντικός αριθμός κατοίκων τους, μεταναστεύοντας στις ΗΠΑ , που δεν είχαν θιγεί άμεσα από την παγκόσμια σύρραξη και βάδιζαν σταθερά κι ανοδικά προς την κατάκτηση της παγκόσμιας ηγεμονίας. Παρόλα τα μέτρα που πάρθηκαν από τις κυβερνήσεις, η διαρροή των φτωχών Ευρωπαίων προς τη μεγάλη ήπειρο συνεχίστηκε και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Καινούριο κύμα μετανάστευσης έχουμε στη διάρκεια και μετά τον πόλεμο αυτό, όπου χιλιάδες άτομα ξεκληρίστηκαν, ξεσηκώθηκαν και κυνηγήθηκαν από τους τόπους τους και μεταφέρθηκαν, είτε εθελοντικά είτε συχνά με τη βία, στα πιο απίθανα μέρη της γης.

Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ευρώπη η Γερμανία και στην Αμερική οι ΗΠΑ κι ο Καναδάς άρχισαν σιγά - σιγά να γίνονται οι παγκόσμιες αγορές εργατικής δύναμης, που εξασφαλίζονταν από τα φτωχά και οικονομικά καθυστερημένα κράτη, όπως τις Ελλάδα, Ισπανία, Τουρκία, ορισμένα κράτη της Ασίας κ.ά. Η δυνατότητα απορρόφησης όλων αυτών των μισθωτών εργατών από αλλού, δόθηκε στις παραπάνω χώρες με την τεράστια οικονομικοτεχνική ανάπτυξη που χαρακτηρίζει τα μεταπολεμικά χρόνια. Οι ΗΠΑ βγήκαν οικονομικά ενισχυμένες από τον πόλεμο και το ίδιο και η Γερμανία, η οποία παρότι νικήθηκε, κατόρθωσε μέσα σε λίγο διάστημα να γίνει μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης. Έτσι λοιπόν έχουμε το θαύμα της Γερμανίας, που άνοιξε τις πόρτες της στους μετανάστες από όλη την Ευρώπη, εκμεταλλευόμενη με αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα αγοράς φτηνότερης εργατικής δύναμης. Τεράστιος αριθμός Ελλήνων, κυρίως από τις βόρειες αγροτικές περιοχές της χώρας μας, φεύγει εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και πιο πολύ στη Γερμανία, ζητώντας δουλειά στις εκεί αγορές.

Βορειοαφρικανοί μετανάστες κοντά στη Σικελία.

Όσο η ζήτηση από τα κράτη αυτά ήταν μεγάλη, τότε τα προβλήματα αποκατάστασής τους ήταν σχετικά εύκολα, θα μπορούσαμε να πούμε, ενώ σήμερα όμως που η γενική κρίση θίγει και τη Γερμανία, μεγάλος αριθμός αναγκάζεται να επαναπατριστεί ή να παλεύει με διάφορους τρόπους να προσαρμοστεί στις καινούριες δυσκολίες. Ήταν τόσο σοβαρό το ζήτημα της μετανάστευσης για το ελληνικό κράτος, που άρχισε να απασχολεί και τις κυβερνήσεις, που προσπάθησαν να έρθουν σε μια συνεννόηση με τα κράτη που δέχονται τους μετανάστες. Με ειδικές συμβάσεις, που κλείνονται σε διακρατικό επίπεδο, ολόκληρες αποστολές στέλνονται για να δουλέψουν στα ξένα εργοστάσια. Το όφελος είναι, από μεν την πλευρά του κράτους που στέλνει τους μετανάστες, ότι λύνει κατά ένα μέρος το ζήτημα της ανεργίας κι από την δε πλευρά αυτού που δέχεται τους μετανάστες, ότι μπορεί να ελέγχει καλύτερα πληθωριστικές τάσεις της εσωτερικής αγοράς.Την ανθρώπινη μετανάστευση παρακολουθεί με ειδικές στατιστικές έρευνες η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας του ΟΗΕ.

Οι Έλληνες μετανάστες

Κάτω από τις δύσκολες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της μεταπολεμικής Ελλάδας στο διάστημα των δεκαετιών 1950-1960, η παλιά "πληγή" της μετανάστευσης ξανάνοιξε και απέκτησε εκρηκτικές διαστάσεις. Σύντομα, η "έξοδος" του πιο νέου και δυναμικού μέρους του ελληνικού πληθυσμού εξελίχθηκε στο κατ' εξοχήν ειδοποιό στοιχείο της εποχής: είτε ως πολυπόθητη λύση στα μεταπολεμικά αδιέξοδα ή ως αβάστακτη πραγματικότητα της "ξενιτιάς", η μετανάστευση εμφανίζεται να κυριαρχεί στα λογοτεχνικά έργα της εποχής, αλλά κυρίως στα λαϊκά τραγούδια και στον κινηματογράφο της πρώτης και δεύτερης μεταπολεμικής δεκαετίας.

Το πρόβλημα της δημογραφικής αιμορραγίας δεν ήταν καινούργιο για την ελληνική κοινωνία. Από τους ιστορικούς χρόνους οι πενιχροί πόροι και η πολυτάραχη διαδρομή της Ελλάδας οδήγησαν συχνά τους κατοίκους της στην αναζήτηση μίας καλύτερης μοίρας έξω από τα σύνορα της χώρας. Στην περίπτωση αυτή, όμως, το φαινόμενο πήρε διαστάσεις που ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Στο αποκορύφωμα της εξόδου, το 1965, περίπου 117.000 Έλληνες αναχώρησαν προς διάφορες ευρωπαϊκές ή υπερπόντιες χώρες, ενώ το μέγιστο ετήσιο ύψος της μετανάστευσης για την προπολεμική περίοδο, που σημειώθηκε το 1914, ήταν 37.000 άτομα. Συνολικά, στο διάστημα 1960-1969 εγκατέλειψαν τη χώρα περισσότεροι από 500.000 άνθρωποι, δηλαδή κάτι παραπάνω από το 1/3 του συνόλου των μεταναστών κατά την 30ετία 1946-1977. Μάλιστα, στην τριετία 1963-1965, οι ραγδαίοι ρυθμοί της "εξόδου" υπερκέρασαν τη φυσική αύξηση του ελληνικού πληθυσμού.

Οι διαφορές που χαρακτηρίζουν το μεταναστευτικό ρεύμα της εποχής αυτής συνδέονται με τα ίδια τα αίτια της "μεγάλης φυγής" και αφορούν κυρίως τους στόχους και την κατεύθυνση. Μέχρι την προπολεμική περίοδο, οι μετανάστες από την Ελλάδα στρέφονταν κυρίως προς τις υπερπόντιες περιοχές (Αμερική, Καναδάς, Αυστραλία) σε αναζήτηση καλύτερων προοπτικών και είχαν ως στόχο τη μόνιμη εγκατάσταση. Αντίθετα, στις δύο κρίσιμες μεταπολεμικές δεκαετίες, το "κύμα" συνδέεται κυρίως με την αδυναμία της ελληνικής αγοράς να απορροφήσει την υπερπροσφορά εργασίας και κατευθύνθηκε προς τις ευρωπαϊκές χώρες.

Η συγκυρία εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευνοϊκή, αφού η εσωτερική μετανάστευση έτρεφε το αποδημητικό κύμα που βρήκε ευνοϊκή υποδοχή στις ευρωπαϊκές χώρες. Μπορεί η Ελλάδα να σημείωνε έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης του Α.Ε.Π. της εποχής και να αναφερόταν ως υπόδειγμα από τον Ο.Ο.Σ.Α., παρά όμως τις μεγάλες προσδοκίες, προς το παρόν η χώρα βρισκόταν εγκλωβισμένη στον φαύλο κύκλο των νέων προβλημάτων που δημιούργησε η προσπάθεια να δοθεί λύση στα παλιά. Οι αδυναμίες στην υποδομή (δρόμοι, συγκοινωνίες, λιμάνια, επικοινωνίες), που άρχισαν να θεραπεύονται με ένα εκτεταμένο πρόγραμμα δημοσίων έργων, περιόριζαν την ανάπτυξη στην περιφέρεια των μεγάλων αστικών κέντρων και ιδιαίτερα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Με τη σταδιακή συρρίκνωση του γεωργικού τομέα, εκεί κατέφυγε αργότερα και μία μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της υπαίθρου χωρίς εναλλακτική λύση απασχόλησης, η οποία αποτέλεσε την πρώτη ύλη για τη δημιουργία της εικόνας της σημερινής Αθήνας.

Οι κυβερνήσεις της εποχής επεσήμαναν το πρόβλημα, αλλά απέτυχαν στην προσπάθειά τους να δώσουν λύση. Ούτε η εκβιομηχάνιση ούτε τα αναπτυξιακά προγράμματα (1953-1956, 1959-1963, 1960-1964) κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν τις συνέπειες αυτής της άτακτης φυγής από την ύπαιθρο και η νεαρή ελληνική βιομηχανία αδυνατούσε να δημιουργήσει θέσεις εργασίας με τους γρήγορους ρυθμούς που απαιτούσαν οι συνθήκες της εποχής.

Ακόμη, η επιλογή να δεσμευθούν στη στέγαση πόροι που σε άλλη περίπτωση θα είχαν διοχετευθεί σε επενδύσεις με ευρύτερη προοπτική έφερε μέσα της τα "σπέρματα" των προβλημάτων που βασάνισαν αργότερα τη χώρα. Έτσι, η αντιμετώπιση της ανεργίας αναδείχθηκε σε κεντρική προτεραιότητα της μεταναστευτικής πολιτικής των μεταπολεμικών ελληνικών κυβερνήσεων -πολύ περισσότερο αφού η μετανάστευση δεν εκτόνωσε μόνο την εσωτερική κοινωνική πίεση απορροφώντας το πλεονάζον εργατικό δυναμικό, αλλά επιπλέον πρόσφερε και πολύτιμο συνάλλαγμα.

Μοναδική διέξοδος, λοιπόν, για το πλεονάζον δυναμικό, το οποίο αναζητούσε μία προσωρινή λύση στο βιοτικό πρόβλημά του, ήταν να κατευθυνθει προς τις κοντινές χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Στις χώρες αυτές, οι αναγεννημένες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οικονομίες βρίσκονταν σε φάση απογείωσης και δημιουργούσαν συνεχώς νέες θέσεις εργασίας, τις οποίες αδυνατούσε να καλύψει η εσωτερική προσφορά. Άλλωστε και αυτή ήταν συγκριτικά χαμηλή λόγω της δραματικής μείωσης του ευρωπαϊκού πληθυσμού κατά τον πόλεμο και της υπογεννητικότητας.

Ο ανεπτυγμένος Βορράς είχε ανάγκη από φθηνά "εργατικά χέρια" τα οποία πρόσφερε σε αφθονία ο ευρωπαϊκός Νότος. Πράγματι, όπως μαρτυρούν τα επίσημα στοιχεία, το 60% των μεταπολεμικών Ελλήνων μεταναστών διοχετεύθηκε σε περιορισμένο αριθμό χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Συγκεκριμένα, οι χώρες όπου κατευθύνθηκε ο κύριος όγκος του μεταναστευτικού ρεύματος ήταν η Γερμανία, η Ιταλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ελβετία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Αυστρία, η Σουηδία και η Ολλανδία. Ιδιαίτερα εντυπωσιακοί είναι οι αριθμοί για τη Γερμανία, η οποία δέχθηκε στο διάστημα 1960-1976 περισσότερους από 623.300 Έλληνες "φιλοξενούμενους εργάτες" (Gastarbeiter), δηλαδή περίπου το 84% του συνολικού μεγέθους της ελληνικής μεταπολεμικής μετανάστευσης στην Ευρώπη.

Για την Ελλάδα, οι επιπτώσεις του φαινομένου είναι δύσκολο να εκτιμηθούν πλήρως, ακόμη και σήμερα. Στην εσωτερική αγορά εργασίας, η επίδραση ήταν καταλυτική και σίγουρα ξεπέρασε κάθε προσδοκία των εμπνευστών της πολιτικής της διοχέτευσης του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού προς τα έξω. Η αύξηση της ζήτησης εργασίας βελτίωσε βραχυπρόθεσμα τους εργασιακούς και μισθολογικούς όρους, αλλά παράλληλα αποστέρησε τη χώρα από πολύτιμο εργατικό δυναμικό και μάλιστα σε μία φάση έντονα αναπτυξιακή. Μακροπρόθεσμα η έξοδος προκάλεσε την έλλειψη ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού, με αποτέλεσμα στη δεκαετία του 1970 η Ελλάδα για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία της να μετατραπεί από χώρα αποστολής σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Έτσι, σε τελική ανάλυση, η αρχική εκτόνωση και βελτίωση κατέληξε στην επιδείνωση των συνθηκών απασχόλησης και αμοιβής της εργασίας τουλάχιστον σε ορισμένους παραγωγικούς τομείς.

Στο εσωτερικό, η κατάρρευση της τοπικής οικονομίας λόγω της μετανάστευσης οδήγησε στην αποψίλωση του τοπικού πληθυσμού ή ακόμη και στην ολοκληρωτική ερήμωση ορισμένων περιοχών της χώρας, η οποία δεν φαίνεται να είναι αναστρέψιμη. Η "αποψίλωση" της Ελλάδας από το νέο και δυναμικό τμήμα του πληθυσμού της αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι η αναλογία των Ελλήνων μεταναστών στο νεαρό εργατικό δυναμικό της Γερμανίας από 16% το 1953 ανήλθε σε 71% το 1956.

Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε κατά την προπολεμική περίοδο κατά την οποία οι μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό αφορούσαν την Πελοπόννησο, τώρα το ισχυρότερο πλήγμα από τη μετανάστευση υπέστη η Μακεδονία, η "ραχοκοκαλιά" της ελληνικής οικονομίας. Υπολογίζεται ότι στη δεκαετία του 1960, το 45-50% των μεταναστών προήλθαν αποκλειστικά από τη Βόρεια Ελλάδα. Ένα ακόμη στοιχείο είναι η αλλαγή του προσώπου της Ελληνίδας μετανάστριας στο ρεύμα των δεκαετιών 1950-1960, αλλά και η αύξηση του ποσοστού της γυναικείας συμμετοχής στην μετανάστευση, το οποίο έφτασε το 42%. Συγκεκριμένα, στην προηγούμενη περίοδο, ο ρόλος της γυναίκας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συμπληρωματικός καθώς πλαισίωνε την οικογένεια και περιοριζόταν συνήθως στα οικιακά καθήκοντά της. Αντίθετα, στη μεταπολεμική εποχή, η γυναίκα ως μέλος της οικογένειας ανέλαβε εργασία παράλληλα με τα άρρενα μέλη της οικογένειας ή και μετανάστευσε αυτόνομα σε αναζήτηση απασχόλησης στις χώρες φιλοξενίας[3].

Οικολογική μετανάστευση

Εκτός όμως από την ανθρώπινη μετανάστευση, υπάρχει και η μετανάστευση των ζώων και των πουλιών. Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες ζώων, που μια ορισμένη περίοδο της ζωής τους μεταναστεύουν ομαδικά σε άλλες περιοχές. Οι λόγοι που τα εξαναγκάζουν σε αυτές τις μετακινήσεις είναι οι εξής:

Περισσότερο γνωστές είναι οι μεταναστεύσεις των πουλιών, μα κι άλλα χερσαία και θαλάσσια ζώα μετακινούνται ομαδικά απ' το ένα μέρος στο άλλο. Χαρακτηριστικό είναι ότι η μετανάστευση των ζώων γίνεται κάθε φορά προς την ίδια κατεύθυνση. Τα ζώα ακολουθούν με μαθηματική ακρίβεια πάντα την ίδια πορεία, διανύοντας φοβερά μεγάλες αποστάσεις, προκειμένου να φτάσουν στον καθορισμένο τόπο εγκατάστασής τους. Πάνω στο πρόβλημα που αφορά την εξήγηση αυτού του φαινομένου δεν υπάρχει μια γενικά αποδεχτή γνώμη. Πολλοί μιλούν για ένστικτο και «μαγνητική» αίσθηση.

Το πιο συνηθισμένο και γνωστό σε μας φαινόμενο μετανάστευσης ομάδων του ζωικού βασιλείου, είναι αυτή των πουλιών. Γίνεται συνήθως με την αλλαγή των καιρικών συνθηκών. Μετακινούνται χιλιάδες μίλια μακριά, φεύγοντας απ' τα ψυχρά κλίματα προς τα πιο ζεστά. Ξαναγυρνούν στα παλιά λημέρια τους την άνοιξη που θεωρούνται και προάγγελοι της, όπως π.χ. τα χελιδόνια.

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μετανάστευση των ψαριών, που γίνεται κάτω από πολύπλοκες καταστάσεις. Υπάρχουν πολλά είδη ψαριών που έχουν διαφορετικό τόπο διαμονής και διαφορετικό αναπαραγωγής. Τέτοια είναι οι σολομοί, τα χέλια, οι πέστροφες κ.ά., που ζουν στις θάλασσες και τα ποτάμια και καταφεύγουν στα ήσυχα νερά των λιμνών για να γεννήσουν, διανύοντας φοβερά μεγάλες αποστάσεις και με πολλούς κινδύνους. Τα μικρά που γεννιούνται, ακολουθούν ενστικτωδώς το δρόμο των γονιών τους και φτάνουν στις θάλασσες.

Αρκετά είδη θηλαστικών μεταναστεύουν επίσης. Τέτοια είναι η φώκια, ο τάρανδος, οι νυχτερίδες. Λιγότερο διαδεδομένη είναι η μετανάστευση στα ερπετά και τα αμφίβια. Οι θαλάσσιες χελώνες επιζητούν αμμώδεις ήσυχες ακτές για να γεννήσουν τα μικρά τους, που αμέσως όταν βγουν στη ζωή στρέφονται προς τη θάλασσα, όπου γρήγορα μαθαίνουν να κολυμπούν. Μεταναστεύουν περιοδικά και μερικά είδη εντόμων, ιδίως απ' τις πεταλούδες και τις ακρίδες.

Αναφορές

Παραπομπές

  1. Πετράκου, Ηλέκτρα (2009). Η κατασκευή τρης μετανάστευσης στην ελληνική κοινωνία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. σελ. 31. 
  2. Γκόλντιν Ίαν, Κάμερον Τζέφρυ και Μίρα Μπαλαρατζάν, - (2013). Αυτοί δεν είναι σαν εμάς. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. σελ. 44-49. 
  3. Η Ελλάδα της μετανάστευσης, Ιστορικό Λεύκωμα 1962, σελ. 50-55, Καθημερινή (1997)

Δείτε επίσης

Εξωτερικοί σύνδεσμοι