Μάχη της Κλείσοβας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Giotaath (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
συμπλήρωσα την αφήγηση του Κασομούλη γύρω από τα γεγονοτα της μάχης.
Γραμμή 49: Γραμμή 49:
''Δύο ώρες βάσταξαν τούτα τα γιουρούσια κι ο ήλιος αστραφτερός ψήλωσε στον ουρανό. Τότες, μ΄ένα σινιάλο χύμηξαν οι εχθροί όλοι μαζί για τρίτη φορά. Ζύγωσαν ίσαμε δέκα δρασκελιές και πάλι τους πισωγύρισαν οι αθάνατοι της Κλείσοβας. Οι Τούρκοι πια κοιτάζανε πούθε να λακήσουν κι αλλού χωμένοι στο νερό ώς το λαιμό κι αλλού ως το ζωνάρι, βγαίνανε αντίκρυ στην ξηρά. Φρόντισαν όμως και σύρανε τα κουφάρια των συντρόφων τους που σκοτώθηκαν.''
''Δύο ώρες βάσταξαν τούτα τα γιουρούσια κι ο ήλιος αστραφτερός ψήλωσε στον ουρανό. Τότες, μ΄ένα σινιάλο χύμηξαν οι εχθροί όλοι μαζί για τρίτη φορά. Ζύγωσαν ίσαμε δέκα δρασκελιές και πάλι τους πισωγύρισαν οι αθάνατοι της Κλείσοβας. Οι Τούρκοι πια κοιτάζανε πούθε να λακήσουν κι αλλού χωμένοι στο νερό ώς το λαιμό κι αλλού ως το ζωνάρι, βγαίνανε αντίκρυ στην ξηρά. Φρόντισαν όμως και σύρανε τα κουφάρια των συντρόφων τους που σκοτώθηκαν.''


''Ύστερα από λίγη ώρα που άρχισε το τρίτο τούτο γιουρούσι τους, γίνηκε ανάμεσα στους Τούρκους που είχαν κάνει ντισμπάρκο (απόβαση) στο νησί μια μεγάλη αναταραχή (Οι Τούρκοι βγήκανε οπάνω στην Κλείσοβα και οι Έλληνες πολεμούσαν ταμπουρωμένοι στο περιτοίχισμα της Εκκλησίας). Συνάχτηκαν ίσαμε 2.000 εχθροί και τότες μέσα από το σωρό βλέπυμε να βγαίνει ένας καβαλάρης και να τον κατεοδώνουν καμιά 500 ώς τη στεριά.''
''Ύστερα από λίγη ώρα που άρχισε το τρίτο τούτο γιουρούσι τους, γίνηκε ανάμεσα στους Τούρκους που είχαν κάνει ντισμπάρκο (απόβαση) στο νησί μια μεγάλη αναταραχή (Οι Τούρκοι βγήκανε οπάνω στην Κλείσοβα και οι Έλληνες πολεμούσαν ταμπουρωμένοι στο περιτοίχισμα της Εκκλησίας). Συνάχτηκαν ίσαμε 2.000 εχθροί και τότες μέσα από το σωρό βλέπουμε να βγαίνει ένας καβαλάρης και να τον κατευοδώνουν καμιά 500 ώς τη στεριά.''


''Κοιτάζοντας από το Μεσολόγγι, ξεδιαλύναμε πως τ΄ασκέρι που έκανε το κίνημα (επίθεση) στην Κλείσοβα ήταν Αρβανίτες γκέκηδες και Τούρκοι Οσμανλήδες και τίποτις άλλο. Άμα αναμέρισαν κι αυτοί, τότες άλλοι βγήκαν στον πόλεμο και πέρασαν από τα ρηχά στο λιμάνι της Κλείσοβας, ίσαμε είκοσι βνάρκες και περιτριύρισαν πάλι το νησάκι.''
''Κοιτάζοντας από το Μεσολόγγι, ξεδιαλύναμε πως τ΄ασκέρι που έκανε το κίνημα (επίθεση) στην Κλείσοβα ήταν Αρβανίτες γκέκηδες και Τούρκοι Οσμανλήδες και τίποτις άλλο. Άμα αναμέρισαν κι αυτοί, τότες άλλοι βγήκαν στον πόλεμο και πέρασαν από τα ρηχά στο λιμάνι της Κλείσοβας, ίσαμε είκοσι βάρκες και περιτριγύρισαν πάλι το νησάκι.''

Την ώρα που οι Τούρκοι κάνανε το δεύτερο γιουρούσι τους, μπήκανε κάμποσοι ακόμα από τη "Βοήθεια" σε πρυάρια και τρέξανε από το Μεσολόγγι για την Κλείσοβα. Κθώς όμως ζύγωναν το νησάκι τους χτύπησαν οι εχθροί με τα κανόνια τους και βούλιαξαν οι βάρκες, κανεις όμως δεν έπαθε τίποτα και όλοι γύρισαν πίσω.

Πλέον οι Τούρκοι προσπαθούσαν να κουβαλήσουν στις πλάτες τους τις βάρκες τους για να τις βάλουν στο λιμανάκι της Κλείσοβας, οι μπλοκαρισμένοι τότε άδραξαν την ευκαιρία και στείλανε κάποιο παιδί μ΄ένα πρυάρι να μας παραγγείλει να τους προμηθεύσουμε με κάθε τρόπο νερό και φουσέκια. Πέρασε το ατρόμητο παιδί από την κοσμοχαλασιά και σώθηκε και μας είπε τι γίνεται. Όταν οι εχθροί άρχισαν να χτυπανε ξανά την Κλείσοβα με γρανάτες και κανόνια, οι μπλοκαρισμένοι έστειλαν άλλον ένα. Αυτός μας είπε ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν σκοτωθεί δεκατρείς Έλληνες κι ο Κίτσος Πάσχος, αξιωματικός του Νότη και συγγενής του και ίσαμε δεκάξι ήταν οι λαβωμένοι. Μονάχα 70-80 ντουφέκια αντέχανε ακόμα γερά, τα υπόλοιπα είτε χάλασαν, είτε σκάσανε από την πολλή φωτιά.

Αμέσως βάλαμε τότε σ΄ένα πρυάρι τέσσερις κάσες φουσέκια κια δυό βαρέλια νερό. Μπήκε στο πρυάρι ο Καρακώστας Δροσίνης, μ΄ενα ξαδερφάκι του το Γιωργάκη Δόστη. Πήρανε μαζί κι έναν κονταριστή και μαζί και το παιδί που μας είχε φέρει το μαντάτο. Ξεκίνησαν να τους κατευοδώσουν όλα τα πρυάρια που βρισκόταν στον ανεμόμυλο, τους είδαν όμως από τις βάρκες κανονιέρες, γυρνάνε τα κανόνια καταπάνω τους και τους βαράνε με χοντρη και ψιλή φωτιά. Ξαπλώθηκαν όλοι μέσα στο πρυάρι και οι κονταριστές αμπώθουν με όλη τους τη δύναμη! Τους σιμώνουν οι τούρκικες βάρκες, σκοτώνεται ο κονταριστής, μένει μόνο το παιδί ν΄αμπώθει. Μένουν μόνο τρεις οργιές και σκοτώνεται και το παιδί, τ΄αθάνατο! Πηδάνε τότε στη στεριά ο Καρακώστας κι ο Δόστης και σέρνουν το πρυάρι με τα χέρια τους! Βγαίνουν από μέσα οι μπλκαρισμένοι κιι αρπάζουν το νερό και το μπαρούτι!! Έριξα από τη χαρα μου το κυάλι κάτω αμα είδα πως πήρανε την προμήθεια!

Ίσαμε εκείνη τη στιμή είχαν σκοτωθεί ως χίλιοι Τούρκοι.

Μεσημέριασε πια και βλέπουμε να βγαίνουν απο τα τσαντήρια τους οι Αιγύπτιοι, μ΄έξι μπαιράκια και τούμπανα μπροστά. Βάρεσαν τα τούμπανά τους και μπήκαν στο αυλάκι να κάνουνε γιουρούσι. Άμα οι πρώτοι αραπάδες, ισαμε 50 περάσανε το αυλάκι, οι κανονιέρηδές μας στην Κλέισοβα τους χτυπάνε με μισδράλια, με αποτέλεσμα να πισωγυρίσουν κατά τη λίμνη για να κρυφτούν πίσω απ΄τις βάρκες τους. Οι αξιωματικοί τους τα χάσανε, κι ο καθένας πολέμαγε πια μόνο για τον εαυτό του! Οι αραπάδες αφού στριμώχτηκαν πια τόσοι πίσω από τις βάρκες, που δεν τους χωρούσε ο τόπος ακουμπούσαν με τα στήθια τους στην κουπαστή κι έσερναν τις βάρκες. Σύρθηκαν έτσι ως την άκρη του νησιού και οι Έλληνες έβαζαν δυο και τρία βόλια και χτύπαγαν πάνω στα σανίδια απ΄τις βάρκες και τις διαπερνούσαν.

Ο πόλεμος βάσταξε με τούτο το σχέδιο από το μεσημέρι ίσαμε τις πεντέμιση το απόγευμα. Μα καθώς οι βάρκες είχανε γεμίσει πια με κουφάρια και βάρυναν και δεν μπορούσαν να τις κουνήσουν άρχισαν οι αραπάδες πάλι να βγαίνουν πάνω στο νησί. Φτάσανε ίσαμε το μικρό χαντάκι που ήταν γύρω από το ταμπούρι της Εκκλησίας κι εκεί οι μπαιρακτάρηδες μπήξανε τα μπαιράκια τους. Βάραγαν πια από πολύ κοντά τους δικούς μας, μα όσοι έκαναν γιουρούσι να πατήσουν το ταμπούρι χτυπιόταν όλοι με άσφαλτο βόλι. Κοιτούσα τη λίμνη κι έβλεπα να πλέουν μπουλούκια τα κουφάρια.

Εκείνη τη στιγμή κατά τις εξίμηση το απόγευμα φάνηκε μια μικρή βάρκα να ορμά πάνω στην Κλείσοβα. Μόλις ζύγωσε στο νησάκι και στάθηκε, ξεχωρίζουμε μια αναταραχή και βλέπουμε το ασκέρι του εχθρού να λακάει με την ψυχή στο στόμα. Αιτία ήταν πως σκοτώθηκε ο Χουσείν Μπέης, ο γαμπρός του Ιμπραήμ, επίτροπος και πληρεξούσιός του σε όλα, είχε φτάσει στο νησί με τη μικρή βάρκα και με το σπαθί στο χέρι βίαζε τους αραπάδες να ριχτούν και να δώσουν ένα τέλος.

Πάνω στην Κλείσοβα υπήρχε ένα πιτσιρικάς που για την εξυπνάδα του , του είχαν βγάλει το παρατσούκλι "Σφήκας". Ανεβασμενος αυτός ψηλά στην Εκκλησιά, απόκαμε φωνάζοντας όλη την ημέρα. ήταν ψυχογιός του αξιωματικού Αποστόλη Νιχωρίτη από το Νταιφά του Χατζηπέτρου. Είπαν μερικοί πως αυτός ο μικρός πέτυχε από κει ψηλά τον Χουσείν Μπέη, οι άνθρωποι όμως του Παναγιώτη Κραβαρίτη είπαν πως αυτοί τον σκότωσαν. Η αλήθεια δεν ξεκαθάρισε, γιατί όσοι βάσταγαν εκείνο το πόστο, τον είδαν και πρόκριναν να ρίξουν πάνω του και τον χτύπησαν έτσι πολλά βόλια μαζί κι έτσι σωριάστηκε μέσα στη βάρκα.

Μόλις είδαμε από το Μεσολόγγι πως οι δικοί μας στην Κλείσοβα πήδηξαν έξω από τα ταμπούρια τους, όρμηξε τότε η "Βοηθεια", που είχε μπει στα πρυάρια και περίμενε. Λάμνοντας με όλη τη βία τράβηξαν γραμμή κατα το πιο κοντινό νησακι στην Κλείσοβα. Φοβήθηκαν τότε οι Αρβανίτες και οι Αραπάδες που ήταν κρυμμένοι σ΄αυτό και τρέχουν άλλοι απο δω άλλοι απο κει.

Νύχτωσε, γίνηκε σκοτάδι. Και τότε χάθηκαν οι εχθροί μέσα στα νερά μην ξέροντας πού να πάνε! 'Αφησαν μπαιράκια, παλάσκες, άρματα, γέμισε η λίμνη! Τρεχουν τότε οι ψαράδες όλη τη νύχτα και σκοτώνανε πλήθος απ΄αυτούς και γέμιζαν τα πρυάρια τους με άρματα και τα φέρνανε στο Μεσολόγγι.

Οι γενναίοι κι ατρόμητοι πολεμιστές της Κλείσοβας, που όλη η φρουρά τους σεβάστηκε για την παληκαριά τους ύπνο μονάχα ζητήσανε και τίπτα άλλο.

Από τους δικούς μας σκοτώθηκαν δεκαέξι και λαβώθηκαν τριάντα. Αξιωματικοί σκοτώθηκαν ο Κίτσος Πάσχος, ο Γρηγόρης Μεγαπάνος και ο Κώστας Γεροθανάσης.


==Πηγές==
==Πηγές==

Έκδοση από την 13:26, 7 Ιουνίου 2018

Μάχη της Κλείσοβας
Ελληνική Επανάσταση του 1821
Χρονολογία25 Μαρτίου 1826
ΤόποςΚλείσοβα
38°20′57.60″N 21°26′08.50″E / 38.3493333°N 21.4356944°E / 38.3493333; 21.4356944 (Νησίδα Κλείσοβα)
Έκβασημεγάλη νίκη των Ελλήνων
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Κιουταχής και Ιμπραήμ
Δυνάμεις
131
6.000 (3.000 Τούρκοι και 3.000 Αιγύπτιοι)
Απώλειες
24
4.000 (2.000 Τούρκοι και 2.000 Αιγύπτιοι), θάνατος του Αιγύπτιου αρχηγού Χουσεΐνμπεη

Toν Δεκέμβριο του 1825, oι Τούρκοι με αρχηγό τον Κιουταχή συνεργάστηκαν με τους Αιγύπτιους για την κατάκτηση του Μεσολογγίου, αφού η πρώτη προσπάθεια του Κιουταχή απέτυχε. Ο αρχηγός των Αιγυπτίων ο Ιμπραήμ έφτασε στο Μεσολόγγι και ανέλαβε μόνος του την επιχείρηση χωρίς αποτέλεσμα. Ωστόσο, οι Τουρκοαιγύπτιοι δεν τα παράτησαν. Αυτή τη φορά πολιόρκησαν και οι δύο μαζί το Μεσολόγγι.

Προκειμένου να γίνει ευκολότερη η κατάκτηση του Μεσολογγίου, έπρεπε η Κλείσοβα, ένα μικρό νησάκι απέναντι από το Μεσολόγγι, να καταστραφεί για να κοπεί ο ανεφοδιασμός της πόλης. Οι άνδρες της Κλείσοβας οχυρώθηκαν κατά του εχθρού. Ύψωσαν οχύρωμα, έσκαψαν τάφρο και τοποθέτησαν πασσάλους σε θάλασσα και στεριά για να δυσκολεύουν τα εχθρικά πλοία. Το νησί φρουρούνταν από 131 άνδρες, μεταξύ των οποίων ήταν και Μεσολογγίτες.

Ο Κιουταχής, για να αιφνιδιάσει την Κλείσοβα ώστε να μπορέσει να την κυριεύσει ευκολότερα, αποφάσισε να κάνει έναν αντιπερισπασμό. Προσποιήθηκε ότι θα επιτεθεί στο Μεσολόγγι, όμως άλλαξε απότομα πορεία και στράφηκε προς την Κλείσοβα. Ο Κιουταχής, παρότι διέθετε 3.000 άνδρες εναντίον των 131 αγωνιστών της Κλείσοβας, πραγματοποίησε έξι επιθέσεις, χωρίς όμως επιτυχία. Ο πασάς των Τούρκων, έχοντας χάσει πολύ στρατό, αναγκάστηκε να υποχωρήσει.

Ύστερα από την ανεπιτυχή προσπάθεια του Κιουταχή, ανέλαβε ο Ιμπραήμ και επιτέθηκε στην Κλείσοβα με 3.000 Αιγύπτιους. Ήταν σίγουρος ότι θα την κυριεύσει εύκολα. Οι άνδρες της Κλείσοβας άρχισαν να πυροβολούν συνέχεια εναντίον τους. Οι Αιγύπτιοι επιτέθηκαν ανεπιτυχώς έξι φορές εναντίον των Ελλήνων. Παρ’ όλο που οι αγωνιστές της Κλείσοβας ήταν 131, είχαν μόνο 24 νεκρούς, ενώ από τους αντιπάλους οι Τουρκοαιγύπτιοι που είχαν 6.000 άνδρες έχασαν περίπου τους μισούς. Μπορεί η μάχη της Κλείσοβας να κερδήθηκε ηρωικά, όμως αυτό δεν άλλαξε τη τύχη του Μεσολογγίου.

Ο Νικόλαος Κασομούλης, αγωνιστής στο Μεσολόγγι και ιστορικός, αφηγείται τα γεγονότα της θρυλικής μάχης με λεπτομέρειες:

"Τ΄άλλο πρωί, 25 του Μάρτη, ανήμερα του Ευαγγελισμού, βλέπουμε τη γη σκεπασμένη μ΄ένα τόσο σκοτεινό πούσι, που μόλις ξεχωρίζαμε από τον Ανεμόμυλο τα σπίτια στο Μεσολόγγι. Όλοι αρχίσανε να λένε ότι ήταν σημάδι μεγάλης αιματοχυσίας. Και να....δίχως να το περιμένουμε, ακούμε ξαφνικά αντίκρυ μας κρότο, από το μέρος της θάλασσας, που έμοιαζε με εκείνον που κάνουν τα νερά πέφτοντας σε καταράχτες.

Απεικάσαμε πως το κίνημα του εχθρού ήταν ενάντια στο πόστο μας, μα όπως από το πούσι δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε κατά πού πήγαιναν, ανεβήκαμε στον Ανεμόμυλο, κλείσαμε την πόρτα κι ετοιμαστήκαμε.

Το ίδιο θάρεψαν και οι άλλοι, πως ο εχθρός κινήθηκε καταπάνω στον Ανεμόμυλο και τότες τρέχει ευθύς σαν αετός ο Κίτσος Τζαβέλας με τη Βοήθεια (σώμα από 250 Σουλιώτες που λειτουργούσε σαν εφεδρεία στην πολιορκία του Μεσολογγίου). Μόλις έφτασε, άρχισε να ξανοίγει ο τόπος και βλέπουμε να τραβάνε οι εχθροί από δύο μέρη κατά την Κλείσοβα.

Κεφαλή εκεί ήταν ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, υπόφερε όμως από ρεματικό πόνο στην πλάτη και βρισκόταν από δύο μέρες κατάκοιτος στο Μεσολόγγι. Άμα άκουσε την αναταραχή, βγήκε και ήρθε αγάλι-αγάλι κατά τον Ανεμόμυλο. Πήρε το κιάλι και τήραξε απ΄αλάργα τούτο το δράμα και λυπόταν, μα ήταν ανήμπορος και ούτε που προλάβαινε πια να πάει. Του είπα τότε σαν φίλος :

-Επειδή σε ξέρανε άρρωστο, δεν έπρεπε να βγεις από το σπίτι σου. Τώρα δε σ΄απομένει τίποτις άλλο να κάνεις εξόν να πας στο πόστο σου όσος κι αν είναι ο κίνδυνος για τη ζωή σου!!!

Ροβόλησε ύστερα όπως έμαθα ως του Νότη τη ντάπια, παρακινώντας να τρέξουν βάρκες στον Ανεμόμυλο για να μπαρκαριστεί μιντάτι (για βοήθεια) για την Κλείσοβα. Άκουσε εκεί πικρά λόγια από πολλούς και ξέπεσε λιγάκι η υπόληψή του. Το ξέρανε όλοι πως δεν βρισκόταν στο Μεσολόγγι από κακή διάθεση κι όμως πολλές φορές αργότερα άκουσα να λένε πως καμώθηκε πως ήταν άρρωστος. Αυτό δεν ήταν αληθινό, γιατί όπως είπαμε, κανείς μας δεν είχε την παραμικρή υποψία πως ο εχθρός χαζιρευόταν (σχεδίαζε) να πάρει την Κλείσοβα.

Δεν χάνει τότες καιρό ο Τζαβέλας κι αρπάζει ένα πρυάρι (βαρκάκι με ίσια καρίνα, κατάλληλο για τα αβαθή νερά της Λιμνοθάλασσας) μαζί με άλλους οκτώ (8) αγωνιστές και τρέχει κατά την Κλείσοβα. Τρέχουν από δύο μέρη και οι εχθροί, τρέχει κι αυτός αναμεσά τους. Μόλις βγήκε στην κλείσοβα γιόμισε θάρρος τα παληκάρια εκείνα.

Στ΄αναμεταξύ οι Τούρκοι φτάσανε ως τίρο μπιστόλας (εμβέλεια πιστολιού, που για την εποχή ήταν περίπου 30 μέτρα) και πήδησαν από τις βάρκες στη θάλασσα για να ορμήσουν με τα πόδια. Τους άφησαν να ζυγώσουν ίσαμε είκοσι δρασκελιές και τους χτυπάνε, απ΄όλες τις μεριές με ασίγαστη φωτιά.

Οι πρώτοι που ρίχτηκαν μπροστά, από το μέρος του νησιού που βλέπει κατά την Ανατολή, βρισκόταν ως τη μέση στο νερό και δεν μπορούσαν να πάνε παραπέρα. Πισωγύρισαν και φεύγανε κατα΄την ξηρά (κατά το Μποχώρι Αιτωλοακαρνανίας), γυρεύοντας να σωθούν. Τα ίδια πάθανε και οι καβαλαραίοι και οι πεζοί που ξεκίνησαν από τη στεριά κι από τη μια ξέρα στην άλλη φτάσανε στο πιο κοντινό στην Κλείσοβα νησάκι. Άμα τούτοι αστόχησαν, βγήκαν άλλοι μπροστά, μα πάθανε κι αυτοί τα ίδια! Τέτοιος ήταν ο χαλασμός τους που τα κουφάρια τους τα βλέπαμε να πλέουν μπουλούκια-μπουλούκια πάνω στη Λιμνοθάλασσα.

Μια μπάλα (κανονιού) τσάκισε το γιαταγάνι του Κίτσου Τζαβέλα, δίχως να βλάψει τον ίδιο, όσο που έτρεχε από πόστο σε πόστο και τους ψύχωνε όλους. Σαν το είδαν οι δικοί μας αυτό, τον βίασαν να μπει στο εκκλησάκι για προστασία. Μονάχα με την ιδέα πως ήταν ζωντανός και δίπλα τους, παίρνανε θάρρος!!!

Δύο ώρες βάσταξαν τούτα τα γιουρούσια κι ο ήλιος αστραφτερός ψήλωσε στον ουρανό. Τότες, μ΄ένα σινιάλο χύμηξαν οι εχθροί όλοι μαζί για τρίτη φορά. Ζύγωσαν ίσαμε δέκα δρασκελιές και πάλι τους πισωγύρισαν οι αθάνατοι της Κλείσοβας. Οι Τούρκοι πια κοιτάζανε πούθε να λακήσουν κι αλλού χωμένοι στο νερό ώς το λαιμό κι αλλού ως το ζωνάρι, βγαίνανε αντίκρυ στην ξηρά. Φρόντισαν όμως και σύρανε τα κουφάρια των συντρόφων τους που σκοτώθηκαν.

Ύστερα από λίγη ώρα που άρχισε το τρίτο τούτο γιουρούσι τους, γίνηκε ανάμεσα στους Τούρκους που είχαν κάνει ντισμπάρκο (απόβαση) στο νησί μια μεγάλη αναταραχή (Οι Τούρκοι βγήκανε οπάνω στην Κλείσοβα και οι Έλληνες πολεμούσαν ταμπουρωμένοι στο περιτοίχισμα της Εκκλησίας). Συνάχτηκαν ίσαμε 2.000 εχθροί και τότες μέσα από το σωρό βλέπουμε να βγαίνει ένας καβαλάρης και να τον κατευοδώνουν καμιά 500 ώς τη στεριά.

Κοιτάζοντας από το Μεσολόγγι, ξεδιαλύναμε πως τ΄ασκέρι που έκανε το κίνημα (επίθεση) στην Κλείσοβα ήταν Αρβανίτες γκέκηδες και Τούρκοι Οσμανλήδες και τίποτις άλλο. Άμα αναμέρισαν κι αυτοί, τότες άλλοι βγήκαν στον πόλεμο και πέρασαν από τα ρηχά στο λιμάνι της Κλείσοβας, ίσαμε είκοσι βάρκες και περιτριγύρισαν πάλι το νησάκι.

Την ώρα που οι Τούρκοι κάνανε το δεύτερο γιουρούσι τους, μπήκανε κάμποσοι ακόμα από τη "Βοήθεια" σε πρυάρια και τρέξανε από το Μεσολόγγι για την Κλείσοβα. Κθώς όμως ζύγωναν το νησάκι τους χτύπησαν οι εχθροί με τα κανόνια τους και βούλιαξαν οι βάρκες, κανεις όμως δεν έπαθε τίποτα και όλοι γύρισαν πίσω.

Πλέον οι Τούρκοι προσπαθούσαν να κουβαλήσουν στις πλάτες τους τις βάρκες τους για να τις βάλουν στο λιμανάκι της Κλείσοβας, οι μπλοκαρισμένοι τότε άδραξαν την ευκαιρία και στείλανε κάποιο παιδί μ΄ένα πρυάρι να μας παραγγείλει να τους προμηθεύσουμε με κάθε τρόπο νερό και φουσέκια. Πέρασε το ατρόμητο παιδί από την κοσμοχαλασιά και σώθηκε και μας είπε τι γίνεται. Όταν οι εχθροί άρχισαν να χτυπανε ξανά την Κλείσοβα με γρανάτες και κανόνια, οι μπλοκαρισμένοι έστειλαν άλλον ένα. Αυτός μας είπε ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν σκοτωθεί δεκατρείς Έλληνες κι ο Κίτσος Πάσχος, αξιωματικός του Νότη και συγγενής του και ίσαμε δεκάξι ήταν οι λαβωμένοι. Μονάχα 70-80 ντουφέκια αντέχανε ακόμα γερά, τα υπόλοιπα είτε χάλασαν, είτε σκάσανε από την πολλή φωτιά.

Αμέσως βάλαμε τότε σ΄ένα πρυάρι τέσσερις κάσες φουσέκια κια δυό βαρέλια νερό. Μπήκε στο πρυάρι ο Καρακώστας Δροσίνης, μ΄ενα ξαδερφάκι του το Γιωργάκη Δόστη. Πήρανε μαζί κι έναν κονταριστή και μαζί και το παιδί που μας είχε φέρει το μαντάτο. Ξεκίνησαν να τους κατευοδώσουν όλα τα πρυάρια που βρισκόταν στον ανεμόμυλο, τους είδαν όμως από τις βάρκες κανονιέρες, γυρνάνε τα κανόνια καταπάνω τους και τους βαράνε με χοντρη και ψιλή φωτιά. Ξαπλώθηκαν όλοι μέσα στο πρυάρι και οι κονταριστές αμπώθουν με όλη τους τη δύναμη! Τους σιμώνουν οι τούρκικες βάρκες, σκοτώνεται ο κονταριστής, μένει μόνο το παιδί ν΄αμπώθει. Μένουν μόνο τρεις οργιές και σκοτώνεται και το παιδί, τ΄αθάνατο! Πηδάνε τότε στη στεριά ο Καρακώστας κι ο Δόστης και σέρνουν το πρυάρι με τα χέρια τους! Βγαίνουν από μέσα οι μπλκαρισμένοι κιι αρπάζουν το νερό και το μπαρούτι!! Έριξα από τη χαρα μου το κυάλι κάτω αμα είδα πως πήρανε την προμήθεια!

Ίσαμε εκείνη τη στιμή είχαν σκοτωθεί ως χίλιοι Τούρκοι.

Μεσημέριασε πια και βλέπουμε να βγαίνουν απο τα τσαντήρια τους οι Αιγύπτιοι, μ΄έξι μπαιράκια και τούμπανα μπροστά. Βάρεσαν τα τούμπανά τους και μπήκαν στο αυλάκι να κάνουνε γιουρούσι. Άμα οι πρώτοι αραπάδες, ισαμε 50 περάσανε το αυλάκι, οι κανονιέρηδές μας στην Κλέισοβα τους χτυπάνε με μισδράλια, με αποτέλεσμα να πισωγυρίσουν κατά τη λίμνη για να κρυφτούν πίσω απ΄τις βάρκες τους. Οι αξιωματικοί τους τα χάσανε, κι ο καθένας πολέμαγε πια μόνο για τον εαυτό του! Οι αραπάδες αφού στριμώχτηκαν πια τόσοι πίσω από τις βάρκες, που δεν τους χωρούσε ο τόπος ακουμπούσαν με τα στήθια τους στην κουπαστή κι έσερναν τις βάρκες. Σύρθηκαν έτσι ως την άκρη του νησιού και οι Έλληνες έβαζαν δυο και τρία βόλια και χτύπαγαν πάνω στα σανίδια απ΄τις βάρκες και τις διαπερνούσαν.

Ο πόλεμος βάσταξε με τούτο το σχέδιο από το μεσημέρι ίσαμε τις πεντέμιση το απόγευμα. Μα καθώς οι βάρκες είχανε γεμίσει πια με κουφάρια και βάρυναν και δεν μπορούσαν να τις κουνήσουν άρχισαν οι αραπάδες πάλι να βγαίνουν πάνω στο νησί. Φτάσανε ίσαμε το μικρό χαντάκι που ήταν γύρω από το ταμπούρι της Εκκλησίας κι εκεί οι μπαιρακτάρηδες μπήξανε τα μπαιράκια τους. Βάραγαν πια από πολύ κοντά τους δικούς μας, μα όσοι έκαναν γιουρούσι να πατήσουν το ταμπούρι χτυπιόταν όλοι με άσφαλτο βόλι. Κοιτούσα τη λίμνη κι έβλεπα να πλέουν μπουλούκια τα κουφάρια.

Εκείνη τη στιγμή κατά τις εξίμηση το απόγευμα φάνηκε μια μικρή βάρκα να ορμά πάνω στην Κλείσοβα. Μόλις ζύγωσε στο νησάκι και στάθηκε, ξεχωρίζουμε μια αναταραχή και βλέπουμε το ασκέρι του εχθρού να λακάει με την ψυχή στο στόμα. Αιτία ήταν πως σκοτώθηκε ο Χουσείν Μπέης, ο γαμπρός του Ιμπραήμ, επίτροπος και πληρεξούσιός του σε όλα, είχε φτάσει στο νησί με τη μικρή βάρκα και με το σπαθί στο χέρι βίαζε τους αραπάδες να ριχτούν και να δώσουν ένα τέλος.

Πάνω στην Κλείσοβα υπήρχε ένα πιτσιρικάς που για την εξυπνάδα του , του είχαν βγάλει το παρατσούκλι "Σφήκας". Ανεβασμενος αυτός ψηλά στην Εκκλησιά, απόκαμε φωνάζοντας όλη την ημέρα. ήταν ψυχογιός του αξιωματικού Αποστόλη Νιχωρίτη από το Νταιφά του Χατζηπέτρου. Είπαν μερικοί πως αυτός ο μικρός πέτυχε από κει ψηλά τον Χουσείν Μπέη, οι άνθρωποι όμως του Παναγιώτη Κραβαρίτη είπαν πως αυτοί τον σκότωσαν. Η αλήθεια δεν ξεκαθάρισε, γιατί όσοι βάσταγαν εκείνο το πόστο, τον είδαν και πρόκριναν να ρίξουν πάνω του και τον χτύπησαν έτσι πολλά βόλια μαζί κι έτσι σωριάστηκε μέσα στη βάρκα.

Μόλις είδαμε από το Μεσολόγγι πως οι δικοί μας στην Κλείσοβα πήδηξαν έξω από τα ταμπούρια τους, όρμηξε τότε η "Βοηθεια", που είχε μπει στα πρυάρια και περίμενε. Λάμνοντας με όλη τη βία τράβηξαν γραμμή κατα το πιο κοντινό νησακι στην Κλείσοβα. Φοβήθηκαν τότε οι Αρβανίτες και οι Αραπάδες που ήταν κρυμμένοι σ΄αυτό και τρέχουν άλλοι απο δω άλλοι απο κει.

Νύχτωσε, γίνηκε σκοτάδι. Και τότε χάθηκαν οι εχθροί μέσα στα νερά μην ξέροντας πού να πάνε! 'Αφησαν μπαιράκια, παλάσκες, άρματα, γέμισε η λίμνη! Τρεχουν τότε οι ψαράδες όλη τη νύχτα και σκοτώνανε πλήθος απ΄αυτούς και γέμιζαν τα πρυάρια τους με άρματα και τα φέρνανε στο Μεσολόγγι.

Οι γενναίοι κι ατρόμητοι πολεμιστές της Κλείσοβας, που όλη η φρουρά τους σεβάστηκε για την παληκαριά τους ύπνο μονάχα ζητήσανε και τίπτα άλλο.

Από τους δικούς μας σκοτώθηκαν δεκαέξι και λαβώθηκαν τριάντα. Αξιωματικοί σκοτώθηκαν ο Κίτσος Πάσχος, ο Γρηγόρης Μεγαπάνος και ο Κώστας Γεροθανάσης.

Πηγές

  • Νίκος Γιαννόπουλος, «Η Μάχη της Κλείσοβας 25 Μαρτίου 1826. Η λησμονημένη εποποιΐα», Στρατιωτική Ιστορία, τχ. 106 (Ιούνιος 2005).
  • Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 -1833.
  • Δημητρης Φωτιάδης, ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ: το έπος της μεγάλης πολιορκίας, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα.
  • Δημήρης Φωτιάδης, Η Επανάσταση του 21, Τόμος Γ΄, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα.