Αντώνης Φωστερίδης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: αφαιρέθηκαν παραπομπές
Ετικέτα: αφαιρέθηκαν παραπομπές
Γραμμή 32: Γραμμή 32:
Ήταν φυσικό για τους πατριώτες Πόντιους να αντιταχθούν σε αυτή την διεθνιστική πολιτική. Η στάση του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ μέσα στην κατοχή ήταν αμφιλεγόμενη καθότι υπήρχαν και σημαντικές πατριωτικές φωνές μέσα στην οργάνωση που δυσφορούσαν με τις παλιότερες ιδεοληψίες του κόμματος. Ωστόσο η πολιτική του ΚΚΕ την περίοδο 1946-1949 δεν αφήνει αμφιβολίες πως ο στόχος ήταν η ίδρυση ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους κάτω από την κηδεμονία του Τίτο, όπως επιβεβαιώνει το σύμφωνο του Μπλέντ, τον Αύγουστο του 1947.</ref>.
Ήταν φυσικό για τους πατριώτες Πόντιους να αντιταχθούν σε αυτή την διεθνιστική πολιτική. Η στάση του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ μέσα στην κατοχή ήταν αμφιλεγόμενη καθότι υπήρχαν και σημαντικές πατριωτικές φωνές μέσα στην οργάνωση που δυσφορούσαν με τις παλιότερες ιδεοληψίες του κόμματος. Ωστόσο η πολιτική του ΚΚΕ την περίοδο 1946-1949 δεν αφήνει αμφιβολίες πως ο στόχος ήταν η ίδρυση ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους κάτω από την κηδεμονία του Τίτο, όπως επιβεβαιώνει το σύμφωνο του Μπλέντ, τον Αύγουστο του 1947.</ref>.


===Η σύγκρουση με τους Βουλγάρους===
===Δεκεμβριανά===
Οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν την [[1 Δεκεμβρίου|1η Δεκεμβρίου]] [[1944]] όταν δυνάμεις του ΕΛΑΣ με το πρόσχημα της συμφωνίας Σιράκοφ - Φωστερίδη επιτέθηκαν κατά των θέσεων των ΕΑΟ καταφέρνοντας να τις εκτοπίσουν γρήγορα στους ορεινούς όγκους της [[Ανατολική Μακεδονία και Θράκη|Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης]]<ref>Παρμενίων Παπαθανασίου, ''Για τον ελληνικό Βορρά'', εκδόσεις Παπαζήσης, τόμος Β', σελ. 741-761</ref>.


Πέρα από την αντιπαλότητα με το ΕΑΜ ο Τσαούς Αντών έδωσε σημαντικές μάχες με τους κατακτητές Βούλγαρους. Πολλές φορές έκανε και διμέτωπο πόλεμο, όχι περίεργο για αντιστασιακή ομάδα που ήθελε να επιζήσει από τον ΕΛΑΣ.
Τον ίδιο Δεκέμβριο ο Φωστερίδης βρισκόταν στην Αθήνα για επαφές με την ελληνική κυβέρνηση και στα [[Δεκεμβριανά]] πολέμησε στο στρατόπεδο της Χωροφυλακής στο Μακρυγιάννη{{Πηγή}}. Στον [[Ελληνικός Εμφύλιος 1946 - 1949|Εμφύλιο Πόλεμο]] ήταν επικεφαλής δικής του ομάδας, αρχικά στη Θράκη και το 1947 στην Ανατολική Μακεδονία. Τον Αύγουστο το 1948 του απονεμήθηκε ο βαθμός του αντισυνταγματάρχη πυροβολικού και ορίστηκε διοικητής του "Τάγματος Φωστερίδη" στο οποίο στρατεύτηκαν πολλά μέλη των πρώην ανταρτικών ομάδων του.

Από τις πλέον γνωστές θεωρούνται οι μάχες του Κοτζά Ορμάν (16 – 20 Φεβρουαρίου 1944), των Κρηνίδων (10 Μαΐου 1944), του οροπεδίου Καρά – Ντερέ (22 – 29 Αυγούστου 1944) και της Γέφυρας Παππάδων (7 – 11 Μαΐου 1944). Η τελευταία ήταν και η πιο σημαντική. Οι Βούλγαροι ζητούσαν την εκκαθάριση όλης της Ανατολικής Μακεδονίας από τις Εθνικές Αντάρτικες Ομάδες του Τσαούς Αντών. Για τον λόγο αυτό, συγκέντρωσαν όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις τους συμπεριλαμβανομένης της Μεραρχίας Πεζικού που έδρευε στη Δράμα καθώς και ενισχύσεις από την Καβάλα. Σε αυτές τις ενισχύσεις συμμετείχαν και 4 αεροπλάνα, δύο βουλγαρικά και δύο γερμανικά.

Στόχος της επιχείρησης ήταν η κατάληψη των ορμητηρίων των Ομάδων του Τσαούς Αντών στην περιοχή Βόρεια των Παππάδων του Καρά Ντερέ. Στις 6 Μαίου οι Βούλγαροι, ενώ είχε ομίχλη, προσπάθησαν να περάσουν την γέφυρα για να αιφνιδιάσουν τους αντάρτες που βρίσκονταν στο άλλο άκρο. Η ομίχλη όμως απομακρύνθηκε και αυτοί βρέθηκαν ακάλυπτοι μια και δεν είχαν περάσει όλες οι απαραίτητες δυνάμεις την γέφυρα. Οι δυνάμεις του Φωστερίδη κατείχαν τις βόρειες περιοχές της γέφυρας και είχαν πλεονέκτημα σε σχέση με τους Βούλγαρους. Η επίθεση τους ήταν καταιγιστική και προξένησε σημαντικές απώλειες στους Βούλγαρους. Μέχρι την 11η Μαΐου οι Βούλγαροι παρότι έχαναν ενισχύονταν συνεχώς και επαναλάμβαναν τις επιθέσεις τους. Τα Στούκας των Γερμανών που ενίσχυαν τους Βούλγαρους ανάγκασαν τη νύχτα της 11ης προς 12ης Μαΐου τις δυνάμεις του Φωστερίδη σε σύμπτυξη σε δεύτερη τοποθεσία στο οροπέδιο του Καρά Ντερέ, όπου μπόρεσαν να εξουδετερώσουν εν τέλει τις δυνάμεις του Βουλγαρικού στρατού. Οι Βούλγαροι έπαθαν πανωλεθρία με 360 στρατιώτες και 42 αξιωματικούς νεκρούς. Οι τραυματίες σύμφωνα με τις πλέον συγκρατημένες εκτιμήσεις έφτασαν τους 341. Αντιθέτως οι δυνάμεις του Τσαούς Αντών ήταν 37 νεκροί αντάρτες μεταξύ των οποίων 3 γυναίκες.

Απόρροια των απωλειών που προκάλεσε στους Βούλγαρους κατακτητές ο Τσαούς Αντών ήταν το γνωστό τραγούδι:

«Κέλμε Πούλγκαρ κέλμε πενίμ ιστουμέ
Αντών-τσαους τερλέρ πενίμ ισμιμέ
κέλμε Πούλγκαρ πουσμάν όλουρσουν
ουρούμ τσετελερινέ κουρπάν όλουρσουν»

«Βούλγαροι μην έρχεστε μην έρχεστε πάνω μου
Αντών-τσαους είναι το όνομα μου
Βούλγαροι μην έρχεστε γιατί πικρά θα μετανιώστε
Στους Ρωμιούς αντάρτες θα γίνετε πρόβατα για σφαγή»


==Πολιτική ζωή==
==Πολιτική ζωή==

Έκδοση από την 20:25, 24 Ιανουαρίου 2018

Αντώνης Φωστερίδης
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Αντώνης Φωστερίδης (Ελληνικά)
Όνομα γεννήσεωςΑντώνιος
Γέννηση1912
Μπάφρα
Θάνατος30  Αυγούστου 1979
Δράμα
Αιτία θανάτουκαρκίνος
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσατουρκικά
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
τουρκικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
στρατιωτικός
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΕλληνικός Συναγερμός
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Βουλής των Ελλήνων (εκλογική περιφέρεια Δράμας)

Ο Αντώνης Φωστερίδης, ή όπως είναι γνωστότερος Αντών Τσαούς (1912-1979), ήταν Πόντιος αντικομμουνιστής οπλαρχηγός των Εθνικιστικών Ανταρτικών Ομάδων και πολέμιος του ΕΛΑΣ, κατά τη διάρκεια της Κατοχής της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταπολεμικά διετέλεσε βουλευτής Δράμας με τον Ελληνικό Συναγερμό.

Νεανικά χρόνια

Γεννήθηκε στο χωριό Ερουκλί στη Μπάφρα του Πόντου και ήταν αγροφύλακας στις Κρηνίδες Καβάλας. Ο πατέρας του, Κυριάκος, το διάστημα 1918-1922 ήταν αντάρτης στον Πόντο. Το παρωνύμιο "Τσαούς" το απέκτησε στον στρατό όπου υπηρέτησε ως λοχίας[1].

Κατοχή

Μετά τη Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα το 1941, η Ανατολική Μακεδονία και η Δυτική Θράκη βρίσκονταν στη βουλγαρική ζώνη ελέγχου. Ο Αντώνης Φωστερίδης, καταδιωκόμενος από τις βουλγαρικές αρχές για το φόνο της γυναίκας του[2], ανέβηκε στο βουνό το φθινόπωρο του 1942 και σύντομα αναγνωρίστηκε ως αρχηγός ολιγομελούς ομάδας (15-17 ανδρών), αποτελούμενης από συγχωριανούς του. Η επιβίωσή της εξαρτώταν από τα χωριά της περιοχής των Κρηνίδων. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για αντιστασιακή δράση αυτής της ομάδας εντός του 1943. Με συναντήσεις με άλλους εθνικιστές οπλαρχηγούς πέτυχε τον Οκτώβριο του 1943 συμφωνία για κοινή δράση με άλλες μικρές ανεξάρτητες ομάδες ώστε να αντέξουν την πίεση του ΕΛΑΣ, διατηρώντας την ανεξαρτησία τους υπό την αρχηγία του.

Συγκρούσεις με τον ΕΛΑΣ

Την ίδια εποχή η δύναμη του ΕΛΑΣ στην Ανατολική Μακεδονία ήταν αρκετά περιορισμένη. Πολύ ασθενή τμήματα παρουσιάσθηκαν στα τέλη του 1942. Εξαίρεση αποτελούσε η πόλη της Καβάλας, όπου ο τοπικός ΕΛΑΣ ήταν πιο οργανωμένος υπό την ηγεσία του Καπετάνιου Άρη και του Κωνσταντάρα, πρώην μόνιμο Λοχαγό Πεζικού. Η πρώτη ουσιαστική συγκρότηση τμημάτων του ΕΛΑΣ άρχισε μέσα στο 1943. Η πρώτη ομάδα έδρασε με το όνομα «Ρήγας Φεραίος» και είχε έδρα το Ορεινό (Ερέν Ντερέ). Το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ στο Παγγαίο έγινε από την ένωση ομάδων ενόπλων των γύρω χωριών αλλά η δράση του, κατά των κατακτητών και όχι μόνο, ξεκίνησε από τον Σεπτέμβριο του 1943. [2]

Τον Αύγουστο του 1943 γίνεται η πρώτη σύσκεψη μεταξύ των οργανώσεων της περιοχής στην Πρώτη Παγγαίου, με εκπροσώπους και του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής. Κατά την διάρκεια της σύσκεψης και ενώ η συζήτηση στράφηκε προς την αντιμετώπιση του Βούλγαρου κατακτητή ο εκπρόσωπος του ΕΛΑΣ υποστήριξε: «… Και οι Βούλγαροι είναι μαζί μας, γιατί κατά βάθος είναι εχθρός του Χίτλερ. Ο πραγματικός εχθρός εδώ δεν είναι οι Βούλγαροι αλλά η Ελληνική Χωροφυλακή. Αυτοί είναι οι εχθροί του λαού!». Μετά από αυτό ο Τσαούς Αντών αντιλήφθηκε τον ρόλο του ΚΚΕ πίσω από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αλλά και τους σκοπούς που αυτό ουσιαστικά είχε, δηλαδή την κατάληψη της εξουσίας. Την ίδια περίοδο ο ΕΛΑΣ διέλυε την ΠΑΟ στη υπόλοιπη Μακεδονία, κάτι για το οποίο ήταν ενήμερος ο Φωστερίδης, λόγω των επαφών και των σχέσεων και με αυτή την οργάνωση. [3]

Στις 16 Δεκεμβρίου 1943 αρχίζει ο κατοχικός εμφύλιος στην Ανατολική Μακεδονία. Ο ΕΛΑΣ Σερρών συγκεντρώνει δυνάμεις στο Παγγαίο και επιτίθεται κατά των ΕΑΟ του Φωστερίδη. Ήταν η εποχή που το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ εφάρμοζε την πολιτική που αποφασίστηκε στη Β’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του Κόμματος τον Δεκέμβριο του 1942 και ήταν η έναρξη του κατοχικού εμφυλίου. Η επίθεση αυτή του ΕΛΑΣ δεν άφηνε πολλές επιλογές στους οπλαρχηγούς των ΕΑΟ. Έπρεπε ή να υποταχθούν στον ΕΛΑΣ ή να διαλυθούν και να εγκαταλείψουν το αντάρτικο ή να εξοντωθούν.

Ο Τσαούς Αντών αποφάσισε την αντίσταση στον ΕΛΑΣ σκεπτόμενος πως έτσι θα εξασφάλιζε και την ενίσχυση από τους Βρετανούς (μέχρι τότε ενίσχυαν μόνο τον ΕΛΑΣ μια και ο ταγματάρχης Μύλλερ ήταν ουσιαστικά απομονωμένος για να μην έχει επαφή με άλλες οργανώσεις), οι οποίοι θα ήταν πρόθυμοι να ενισχύσουν μια εθνικιστική πατριωτική οργάνωση που θα ήταν νομοταγής έναντι της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης.


Ο Αντώνης Φωστερίδης.


Η αντεπίθεση του Τσαούς Αντών ανάγκασε τον ΕΛΑΣ να προτείνει ανακωχή και συζήτηση ώστε να λυθεί η «παρεξήγηση». Ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα του ΚΚΕ να δείχνει φιλικό πρόσωπο προκειμένου να πιάσει στον ύπνο τον ταξικό εχθρό (βλέπε περιπτώσεις Σαράφη – Κωστόπουλου, Ψαρρού, Παπαιωάνου κλπ). Ο Φωστερίδης αντελήφθη αμέσως τον δόλο όταν ο Σπάρτακος του ΕΑΜ ζήτησε συνάντηση με τον ίδιο για να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους. Οργάνωσε λοιπόν το δικό του σχέδιο και συμφώνησε με τον Σπάρτακο την συνάντηση.

Τη νύχτα της 31ης Δεκεμβρίου 1943 προς την 1η Ιανουαρίου του 1944 οι Εθνικές Ομάδες του Τσαούς Αντών περικυκλώνουν αυτές του ΕΛΑΣ χωρίς να το αντιληφθούν. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς του 1944 ο Τσαούς Αντών με μερικούς άνδρες του Επιτελείου του έμπαιναν στην Λεκάνη Παγγαίου για να συναντηθούν με τον Σπάρτακο. Τότε ένοπλοι αντάρτες του ΕΛΑΣ πίστεψαν ότι θα αφοπλίσουν και θα συλλάβουν τον Φωστερίδη. Οι δυνάμεις του Τσαούς Αντών όμως είχαν καταλάβει το πεδίο ρίψεως και οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ βρέθηκαν εγκλωβισμένες. Η μάχη κράτησε 24 ώρες με ολοκληρωτική νίκη των δυνάμεων του Τσαούς Αντών, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ είχαν διαλυθεί και μόλις πρόλαβε να διαφύγει ο Καπετάνιος Άρης.

Οι επιθέσεις του ΕΛΑΣ συνεχίστηκαν. Οι «Εθνικαί Ανταρτικαί Ομάδες» όχι απλώς άντεξαν αλλά διέλυσαν επανειλημμένα αυτές του ΕΛΑΣ. Τον Δεκέμβριο του 1944 η δυναμική των ΕΑΟ έφτασε τους 3.650 αντάρτες. Αξίζει να σημειωθεί πως ο Αντώνης Φωστερίδης είναι ο μοναδικός ηγέτης μη κομμουνιστικής οργανώσεως, μετά τον Ν. Ζέρβα, που κατόρθωσε να επιζήσει μεταξύ επιθέσεων του ΕΛΑΣ και των κατακτητών σε όλη την διάρκεια του κατοχικού εμφυλίου. Μάλιστα τον Δεκέμβριο του 1944 συμμετείχε στη μάχη στο Σύνταγμα Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη. Μετά τον πόλεμο εκλέχτηκε βουλευτής Δράμας, το 1952, με τον «Ελληνικό Συναγερμό» του Αλέξανδρου Παπάγου.

Ο αντικομμουνισμός των Ποντίων – τουρκόφωνων και μη – οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική που ακολούθησε το ΚΚΕ απέναντι στα εθνικά θέματα και ιδίως απέναντι στο Μακεδονικό. O «Ριζοσπάστης» στις 25 Ιανουαρίου του 1925 ανέφερε: «Ο Λένιν εκήρυξε και στη πράξη εφήρμοσε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των καταπιεζόμενων εθνοτήτων μέχρις αποχωρισμού από το κράτος όπου είναι προσαρτημένες. Γι’αυτό όλα τα αστικά κόμματα δεν θέλουν να ακούσουν το όνομα του Λένιν στην Ελλάδα, που, δια μέσον του κόμματός μας, ζητεί να πάψη το ανθρωποπάζαρο των πληθυσμών Μακεδονίας και Θράκης και καλεί τους λαούς των ν’ αγωνισθούν για ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη και για τη ΒΚΟ». Την ίδια περίοδο οι διεθνείς στατιστικές μετά το 1923 απέδιδαν το 88,1% του πληθυσμού στη Μακεδονία σε ελληνικής καταγωγής και συνείδησης πολίτες και μόνο το 5,1% σε Βουλγαρίζοντες.

Ήταν φυσικό για τους πατριώτες Πόντιους να αντιταχθούν σε αυτή την διεθνιστική πολιτική. Η στάση του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ μέσα στην κατοχή ήταν αμφιλεγόμενη καθότι υπήρχαν και σημαντικές πατριωτικές φωνές μέσα στην οργάνωση που δυσφορούσαν με τις παλιότερες ιδεοληψίες του κόμματος. Ωστόσο η πολιτική του ΚΚΕ την περίοδο 1946-1949 δεν αφήνει αμφιβολίες πως ο στόχος ήταν η ίδρυση ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους κάτω από την κηδεμονία του Τίτο, όπως επιβεβαιώνει το σύμφωνο του Μπλέντ, τον Αύγουστο του 1947.</ref>.

Η σύγκρουση με τους Βουλγάρους

Πέρα από την αντιπαλότητα με το ΕΑΜ ο Τσαούς Αντών έδωσε σημαντικές μάχες με τους κατακτητές Βούλγαρους. Πολλές φορές έκανε και διμέτωπο πόλεμο, όχι περίεργο για αντιστασιακή ομάδα που ήθελε να επιζήσει από τον ΕΛΑΣ.

Από τις πλέον γνωστές θεωρούνται οι μάχες του Κοτζά Ορμάν (16 – 20 Φεβρουαρίου 1944), των Κρηνίδων (10 Μαΐου 1944), του οροπεδίου Καρά – Ντερέ (22 – 29 Αυγούστου 1944) και της Γέφυρας Παππάδων (7 – 11 Μαΐου 1944). Η τελευταία ήταν και η πιο σημαντική. Οι Βούλγαροι ζητούσαν την εκκαθάριση όλης της Ανατολικής Μακεδονίας από τις Εθνικές Αντάρτικες Ομάδες του Τσαούς Αντών. Για τον λόγο αυτό, συγκέντρωσαν όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις τους συμπεριλαμβανομένης της Μεραρχίας Πεζικού που έδρευε στη Δράμα καθώς και ενισχύσεις από την Καβάλα. Σε αυτές τις ενισχύσεις συμμετείχαν και 4 αεροπλάνα, δύο βουλγαρικά και δύο γερμανικά.

Στόχος της επιχείρησης ήταν η κατάληψη των ορμητηρίων των Ομάδων του Τσαούς Αντών στην περιοχή Βόρεια των Παππάδων του Καρά Ντερέ. Στις 6 Μαίου οι Βούλγαροι, ενώ είχε ομίχλη, προσπάθησαν να περάσουν την γέφυρα για να αιφνιδιάσουν τους αντάρτες που βρίσκονταν στο άλλο άκρο. Η ομίχλη όμως απομακρύνθηκε και αυτοί βρέθηκαν ακάλυπτοι μια και δεν είχαν περάσει όλες οι απαραίτητες δυνάμεις την γέφυρα. Οι δυνάμεις του Φωστερίδη κατείχαν τις βόρειες περιοχές της γέφυρας και είχαν πλεονέκτημα σε σχέση με τους Βούλγαρους. Η επίθεση τους ήταν καταιγιστική και προξένησε σημαντικές απώλειες στους Βούλγαρους. Μέχρι την 11η Μαΐου οι Βούλγαροι παρότι έχαναν ενισχύονταν συνεχώς και επαναλάμβαναν τις επιθέσεις τους. Τα Στούκας των Γερμανών που ενίσχυαν τους Βούλγαρους ανάγκασαν τη νύχτα της 11ης προς 12ης Μαΐου τις δυνάμεις του Φωστερίδη σε σύμπτυξη σε δεύτερη τοποθεσία στο οροπέδιο του Καρά Ντερέ, όπου μπόρεσαν να εξουδετερώσουν εν τέλει τις δυνάμεις του Βουλγαρικού στρατού. Οι Βούλγαροι έπαθαν πανωλεθρία με 360 στρατιώτες και 42 αξιωματικούς νεκρούς. Οι τραυματίες σύμφωνα με τις πλέον συγκρατημένες εκτιμήσεις έφτασαν τους 341. Αντιθέτως οι δυνάμεις του Τσαούς Αντών ήταν 37 νεκροί αντάρτες μεταξύ των οποίων 3 γυναίκες.

Απόρροια των απωλειών που προκάλεσε στους Βούλγαρους κατακτητές ο Τσαούς Αντών ήταν το γνωστό τραγούδι:

«Κέλμε Πούλγκαρ κέλμε πενίμ ιστουμέ Αντών-τσαους τερλέρ πενίμ ισμιμέ κέλμε Πούλγκαρ πουσμάν όλουρσουν ουρούμ τσετελερινέ κουρπάν όλουρσουν»

«Βούλγαροι μην έρχεστε μην έρχεστε πάνω μου Αντών-τσαους είναι το όνομα μου Βούλγαροι μην έρχεστε γιατί πικρά θα μετανιώστε Στους Ρωμιούς αντάρτες θα γίνετε πρόβατα για σφαγή»

Πολιτική ζωή

Το 1952 εκλέχτηκε βουλευτής Δράμας με τον Ελληνικό Συναγερμό. Πέθανε στη Δράμα στις 30 Αυγούστου 1979 από ανίατη ασθένεια.[3].

Άλλες απόψεις

Το ΕΑΜ κατηγόρησε τον Φωστερίδη ότι συνεργάστηκε στη πράξη με τους Βούλγαρους. Για κάτι τέτοιο δεν υπάρχουν αποδείξεις, αν και κατηγορίες επαναλαμβάνονται και μέχρι σήμερα[4]. Όμως πολλοί αντάρτες που προηγουμένως είχαν σχέσεις με δοσίλογα τμήματα εντάχθηκαν στους σχηματισμούς του ενώ υπήρχε περίπτωση όπου είχαν πάρει την άδεια των Βουλγαρικών δυνάμεων κατοχής να διέλθουν από τα κατεχόμενα εδάφη κατά τον Αύγουστο του 1944 και να ενταχθούν στο σώμα του[5].

Παραπομπές

  1. Χατζηαναστασίου Τάσος, Αντάρτες και Καπετάνιοι, εκδοτικός οίκος αδελφών Κυριακίδη, 2003, σελ. 40
  2. Μαραντζίδης, Νίκος (2006). «Οι ένοπλοι εθνικιστές αρχηγοί της Κατοχής στη Βόρεια Ελλάδα». Στο: Νίκος Μαραντζίδης. Οι άλλοι Καπετάνιοι. Εστία. σελ. 50. ISBN 960051237X.  και Χατζηαναστασίου Τάσος, Αντάρτες και Καπετάνιοι, εκδοτικός οίκος αδελφών Κυριακίδη, 2003, σελ. 41
  3. Τάσος Χατζηαναστασίου, «Οι εθνικιστές οπλαρχηγοί στη βουλγαροκρατούμενη Μακεδονία και Θράκη», στο:Νίκος Μαρατζιδης (επίμ), Οι άλλοι καπετάνιοι. Αντικομμουνιστές ένοπλοι στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου, εκδ.Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 2006, σελ227
  4. Σχέσεις ΚΚΕ και Διεθνούς Κομμουνιστικού Κέντρου, ό.π., σελ. 78
  5. Νίκος Μαραντζίδης (επιμ.), Οι άλλοι καπετάνιοι - Αντικομμουνιστές ένοπλοι στα χρόνια της Κατοχής και του εμφυλίου, Εστία, Αθήνα 2006, σελ. 165-167

Πηγές

  • Χατζηαναστασίου, Τάσος (2006). «Οι εθνικιστές οπλαρχηγοί στη βουλγαροκρατούμενη Μακεδονία & Θράκη». Στο: Νίκος Μαραντζίδης. Οι άλλοι Καπετάνιοι. Εστία. σελίδες 304–311. ISBN 960051237X.