Γ΄ Ισλαμικός Εμφύλιος Πόλεμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 27: Γραμμή 27:
Εν τω μεταξύ, στο Ιράκ, η άνοδος του Μαρουάν στον θρόνο συνέπεσε με μια εξέγερση των [[Αλίδες|Αλιδών]] στην Κούφα, υπό τον [[Αμπνταλλάχ ιμπν Μουαβίγια]], τον Οκτώβριο του 744. Η εξέγερση σύντομα κατεστάλη από τον διορισμένο από τον Γιαζίντ Γ΄ κυβερνήτη Αμπνταλλάχ ιμπν Ουμάρ, και τα συριακά του στρατεύματα. Ο Ιμπν Μουαβίγια όμως κατάφερε να ξεφύγει στο [[Τζιμπάλ]], όπου εθελοντές που αντιτίθενταν στο καθεστώς των Ομεϋαδών άρχισαν να συρρέουν γύρω του. Έτσι ο Ιμπν Μουαβίγια κατάφερε να επεκτείνει τον έλεγχό του σε μεγάλο μέρος της Περσίας, συμπεριλαμβανομένων του μεγαλύτερου μέρους του Τζιμπάλ, του [[Αχβάζ]], του [[Φαρς]], και του [[Κερμάν]], με έδρα του αρχικά το [[Ισφαχάν]] και κατόπιν το [[Ιστάχρ]].{{sfn|Hawting|2000|p=99}}{{sfn|Zetterstéen|1987|pp=26–27}} Ο Μαρουάν διόρισε ως κυβερνήτη του Ιράκ έναν υποστηρικτή του, τον Καϊσίτη [[Ναντρ ιμπν Σαΐντ αλ-Χαρασί]], αλλά ο Αμπνταλλάχ ιμπν Ουμάρ κατάφερε να διατηρήσει την υπακοή των καλμπιτών, που αποτελούσνα και την πλειοψηφία του στρατού του. Έτσι για αρκετούς μήνες, οι δυο αντίζηλοι κυβερνήτες ενεπλάκησαν σε σειρά μικροσυγκρούσεων γύρω από την [[αλ-Χίρα]].{{sfn|Hawting|2000|pp=99–100}} Η σύγκρουση αυτή τερματίστηκε απότομα με το ξέσπασμα μιας [[Χαριτζίτες|χαριτζιτικής]] εξέγερσης μεταξύ των φυλών των [[Ραμπία]] στην Άνω Μεσοποταμία. Παρότι συγκαταλέγονταν μεταξύ των βορέιων φυλών, οι Ραμπία, και ιδιαίτερα η φυλή των [[Σαϊμπάν]], εχθρεύονταν τους Μουδαρίτες και Καϊσίτες και δεν αναγνώριζαν την αρχή του Μαρουάν Β΄.{{sfn|Hawting|2000|p=100}}
Εν τω μεταξύ, στο Ιράκ, η άνοδος του Μαρουάν στον θρόνο συνέπεσε με μια εξέγερση των [[Αλίδες|Αλιδών]] στην Κούφα, υπό τον [[Αμπνταλλάχ ιμπν Μουαβίγια]], τον Οκτώβριο του 744. Η εξέγερση σύντομα κατεστάλη από τον διορισμένο από τον Γιαζίντ Γ΄ κυβερνήτη Αμπνταλλάχ ιμπν Ουμάρ, και τα συριακά του στρατεύματα. Ο Ιμπν Μουαβίγια όμως κατάφερε να ξεφύγει στο [[Τζιμπάλ]], όπου εθελοντές που αντιτίθενταν στο καθεστώς των Ομεϋαδών άρχισαν να συρρέουν γύρω του. Έτσι ο Ιμπν Μουαβίγια κατάφερε να επεκτείνει τον έλεγχό του σε μεγάλο μέρος της Περσίας, συμπεριλαμβανομένων του μεγαλύτερου μέρους του Τζιμπάλ, του [[Αχβάζ]], του [[Φαρς]], και του [[Κερμάν]], με έδρα του αρχικά το [[Ισφαχάν]] και κατόπιν το [[Ιστάχρ]].{{sfn|Hawting|2000|p=99}}{{sfn|Zetterstéen|1987|pp=26–27}} Ο Μαρουάν διόρισε ως κυβερνήτη του Ιράκ έναν υποστηρικτή του, τον Καϊσίτη [[Ναντρ ιμπν Σαΐντ αλ-Χαρασί]], αλλά ο Αμπνταλλάχ ιμπν Ουμάρ κατάφερε να διατηρήσει την υπακοή των καλμπιτών, που αποτελούσνα και την πλειοψηφία του στρατού του. Έτσι για αρκετούς μήνες, οι δυο αντίζηλοι κυβερνήτες ενεπλάκησαν σε σειρά μικροσυγκρούσεων γύρω από την [[αλ-Χίρα]].{{sfn|Hawting|2000|pp=99–100}} Η σύγκρουση αυτή τερματίστηκε απότομα με το ξέσπασμα μιας [[Χαριτζίτες|χαριτζιτικής]] εξέγερσης μεταξύ των φυλών των [[Ραμπία]] στην Άνω Μεσοποταμία. Παρότι συγκαταλέγονταν μεταξύ των βορέιων φυλών, οι Ραμπία, και ιδιαίτερα η φυλή των [[Σαϊμπάν]], εχθρεύονταν τους Μουδαρίτες και Καϊσίτες και δεν αναγνώριζαν την αρχή του Μαρουάν Β΄.{{sfn|Hawting|2000|p=100}}


Αρχικός ηγέτης της εξέγερσης ήταν ο Σαΐντ ιμπν Μπαχντάλ, αλλά πέθανε μετά από λίγο από λοιμό, και τον διαδέχτηκε ο [[αλ-Νταχάκ ιμπν Κάις αλ-Σαϊμπανί]]. Στις αρχές του 745 εισέβαλαν στο Ιράκ και νίκησαν αμφότερους τους Ομεϋάδες κυβερνήτες, που είχαν εν τω μεταξύ ενώσει τις δυνάμεις τους, τον Απρίλιο/Μάιο του 745. Ο Ναντρ κατέφυγε στη Συρία, όπου βρισκόταν ο Μαρουάν, αλλά ο Ιμπν Ουμάρ και οι υποστηρικτές του αποσύρθηκαν στο [[Ουασίτ]]. Τον Άυγουστο του 745 όμως παραδόθηκαν και όχι μόνο ασπάστηκαν τα δόγματα των Χαριτζιτών, αλλά αποδέχθηκαν και τον Νταχάκ, που δεν ήταν καν μέλος της φυλής των [[Κουράις]], στην οποία ανήκε ο [[Μωάμεθ]], ως χαλίφη. ο Ιμπν Ουμάρ ορίστηκε από τον Νταχάκ ως κυβερνήτης του Ουασίτ, του ανατολικού Ιράκ, και της δυτικής Περσίας, ενώ ο ίδιος ο Νταχάκ έμεινε να κυβερνά το δυτικό Ιράκ από την Κούφα.{{sfn|Hawting|2000|p=100}}{{sfn|Veccia Vaglieri|1965|p=90}}
Αρχικός ηγέτης της εξέγερσης ήταν ο Σαΐντ ιμπν Μπαχντάλ, αλλά πέθανε μετά από λίγο από λοιμό, και τον διαδέχτηκε ο [[αλ-Νταχάκ ιμπν Κάις αλ-Σαϊμπανί]]. Στις αρχές του 745 εισέβαλαν στο Ιράκ και νίκησαν αμφότερους τους Ομεϋάδες κυβερνήτες, που είχαν εν τω μεταξύ ενώσει τις δυνάμεις τους, τον Απρίλιο/Μάιο του 745. Ο Ναντρ κατέφυγε στη Συρία, όπου βρισκόταν ο Μαρουάν, αλλά ο Ιμπν Ουμάρ και οι υποστηρικτές του αποσύρθηκαν στο [[Ουασίτ]]. Τον Άυγουστο του 745 όμως παραδόθηκαν και όχι μόνο ασπάστηκαν τα δόγματα των Χαριτζιτών, αλλά αποδέχθηκαν και τον Νταχάκ, που δεν ήταν καν μέλος της φυλής των [[Κουράις]], στην οποία ανήκε ο [[Μωάμεθ]], ως χαλίφη. ο Ιμπν Ουμάρ ορίστηκε από τον Νταχάκ ως κυβερνήτης του Ουασίτ, του ανατολικού Ιράκ, και της δυτικής Περσίας, ενώ ο ίδιος ο Νταχάκ έμεινε να κυβερνά το δυτικό Ιράκ από την Κούφα.{{sfn|Hawting|2000|p=100}}{{sfn|Veccia Vaglieri|1965|p=90}} Εκμεταλλευόμενος την εξέγερση στην Συρία ενάντια στον Μαρουάν, ο Νταχάκ επέστρεψε στην Άνω Μεσοποταμία, πιθανότατα την άνοιξη του 746, και ενώ ο Μαρουάν ήταν απασχολημένος με την πολιορκία της Χομς, κατέλαβε την [[Μοσούλη]]. Εκεί ενισχύθηκε από νέες προσχωρήσεις στο στρατό του, είτε λόγω αντίθεσης προς τον Μαρουάν, όπως ο Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ και τα απομεινάρια της Νταχουανίγια, είτε επειδή προσέφερε υψηλές αμοιβές στους υποστηρικτές του. Σύντομα ο στρατός του έφτασε τους 120.000 άντρες. Ο Μαρουάν έστειλε τον γιο του, ΑΜπνταλλάχ, ενάντια στον Νταχάκ, αλλά ο Χαριτζίτης αρψηγός κατάφερε να τον αποκλείσει στην [[Νίσιβη]]. Μετά την πτώση της Χομς, όμως, ο Μαρουάν ανέλαβε ο ίδιος την εκστρατεία κατά του Νταχάκ, και σε μια μάχη στο αλ-Γαζ, κοντά στην πόλη της Καφαρτούτα, τον Αύγουστο/Σεπτέμβριο του 746, ο Νταχάκ σκοτώθηκε και οι Χαριτζίτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Άνω Μεσοποταμία.{{sfn|Hawting|2000|p=100}}{{sfn|Veccia Vaglieri|1965|p=90}} Οι Χαριτζίτες εξέλεκαν τον Αμπού Ντουλάφ ως αρχηγό τους, και ακολουθώντας την συμβουλή του Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ, υποχώρησαν στην ανατολική όχθη του [[Τίγρης ποταμός|Τίγρη]]. Καθώς ο Μαρουάν ήταν σε θέση να καλέσει ολοένα και περισσότερους άνδρες για να αντιμετωπίσει τους Χαριτζίτες, οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την θέση τους και να υποχωρήσουν ανατολικά. Ο Μαρουάν τότε έστειλε τον στρατηγό [[Γιαζίντ ιμπν Χουμπάιρα]] για να αποκαταστήσει τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας στο Ιράκ, πράγμα που κατάφερε ως το καλοκαίρι του 747: αφού νίκησε τον Χαριτζίτη κυβερνήτη της Κούφα και κατέλαβε την πόλη, ο Ιμπν Χουμπάιρα βάδισε κατά του Ουασίτ, όπου έπιασε αιχμάλωτο τον Αμπνταλλάχ ιμπν Ουμάρ.{{sfn|Hawting|2000|pp=100–101}}

Η κατάληψη του Ιράκ από τις δυνάμεις του Μαρουάν άφησε τον Αμπνταλλάχ ιμπν Μουαβίγια ως τον μόνο μείζονα αντίπαλο του Ομεϋάδη χαλίφη, και η επικράτειά του στην δυτική Περσία κατέστη καταφύγιο για τους ηττημένους Χαριτζίτες του Ιράκ, καθώς και κάθε άλλο αντίπαλο του Μαρουάν. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν ακόμα και μέλη της δυναστείας των Ομεϋαδών, όπως ο Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ, καθώς και μερικοί [[Αββασίδες]]. Εντούτοις, οι δυνάμεις του Ιμπν Μουαβίγια γρήγορα υπέστησαν μια αποφασιστική ήττα από έναν στρατηγό του Ιμπν Χουμπάιρα. Ο Ιμπν Μουαβίγια κατέφυγε στο Χορασάν, όπου εκτελέστηκε από τον αρχηγό της [[Επανάσταση των Αββασιδών|Επανάστασης των Αββασιδών]], [[Ιμπν Μουσλίμ]], ενώ ο Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ και ο Μανσούρ ιμπν Τζουμχούρ κατέφυγαν στην Ινδία, όπου και πέθαναν αργότερα.{{sfn|Hawting|2000|p=101}}


==Ο Εμφύλιος στο Χορασάν και η Επανάσταση των Αββασιδών==
==Ο Εμφύλιος στο Χορασάν και η Επανάσταση των Αββασιδών==

Έκδοση από την 13:31, 3 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Γ΄ Ισλαμικός Εμφύλιος Πόλεμος, γνωστός στην αραβική ιστοριογραφία ως η Τρίτη Φίτνα (αραβικά: الفتنة الثاﻟﺜـة‎‎, al-Fitna al-thālitha), ήταν μια σειρά εμφυλίων πολέμων και εξεγέρσεων κατά του Χαλιφάτου των Ομεϋαδών, που ξεκίνησαν με την πτώση του χαλίφη Ουαλίντ Β΄ το 744 και έληξαν με την επικράτηση του Μαρουάν Β΄ επί των διαφόρων επαναστατών και αντιζήλων για το χαλιφάτο το 747. Παρόλα αυτά, η εξουσία των Ομϋαδών είχε κλονιστεί γερά, και ο μαρουάν δεν κατάφερε να την αποκαταστήσει πλήρως. Η εμφύλια σύγκρουση βρήκε τη συνέχειά της στην Επανάσταση των Αβασσιδών (746-750), που ξέσπασε στο Χορασάν και κατέληξε στην ανατροπή των Ομεϋαδών και την ίδρυση του Χαλιφάτου των Αββασιδών το 749/750. Ως εκ τούτου μια σαφής χρονολογική οροθεσία του Γ΄ Ισλαμικού Εμφυλίου δεν είναι δυνατή.[1]

Σφετερισμός του Γιαζίντ Γ΄

Χάρτης της εδεαφικής επέκτασης του χαλιφάτου ως το τέλος της δυναστείας των Ομεϋαδών

Ο εμφύλιος πόλεμος ξεκίνησε με την ανατροπή του Ουαλίντ Β΄ (743-744), τον γιο του Γιαζίντ Β΄ (720-724). Ο Ουαλίντ είχε οριστεί από τον πατέρα του ως ο διάδοχος του αδερφού του Γιαζίντ, Ισάμ (724-743). Παρότι η άνοδός του στο θρόνο χαιρετίστηκε από τον πληθυσμό, εξαιτίας της αντιδημοφιλίας του Ισάμ και της απόφασης του Ουαλίντ να αυξήσει τον μισθό του στρατού, η διάθεση γρήγορα άλλαξε. Ο Ουαλίντ φέρεται να ενδιαφερόταν περισσότερο για επίγειες απολαύσεις παρά για την θρησκεία, μια φήμη που μάλλον έχει βάση, αν κρίνει κανείς από την διακόσμηση των λεγόμενων «παλατιών της ερήμου» που αποδίδονται σε αυτόν.[2] Αρκετά μέλη της ίδιας της δυναστείας των Ομεϋαδών αρνήθηκαν να αποδεχτούν την διαδοχή του, και αποξενώθηκαν ακόμα περισσότερο όταν ο Ουαλίντ όρισε τους δυο ανήλικους γιους του ως διαδόζους του και μαστίγωσε και φυλάκισε τον ξάδερφό του, Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ, διακεκριμένο στρατηγό.[3] Ο διωγμός που εξαπέλυσε κατά της αίρεσης των Κανταρίγια επίσης προκάλεσε αντιδράσεις,[4] όπως και η ανάμιξή του στην πανταχού παρούσα διαμάχη μεταξύ των βορείων (Καϊσίτες ή Μουδαρίτες) και νοτίων (Υεμενίτες ή Καλμπίτες) αραβικών φυλών. Όπως και ο πατέρας του, ο Ουαλίντ θεωρούνταν ως υπέρμαχος των Καϊσιτών, ιδιαίτερα μετά την τοποθέτηση του Γιουσούφ ιμπν Ουμάρ αλ-Θακαφί ως κυβερνήτη του Ιράκ (και συνακόλουθα αντιβασιλέα των ανατολικών επαρχιών του χαλιφάτου), και τον βασανισμό και θάνατο του προκατόχου του, Χάλιντ αλ-Κασρί. Οφείλει όμως να τονιστεί ότι η διαίρεση των παρατάξεων, παρότι τονίζεται από όλες τις πηγές, δεν ήταν πάντα ξεκάθαρη: αρκετά άτομα εκατέρωθεν της διαίρεσης των βορείων-νοτίων φυλών εμφανίζονται στις τάξεις της θεωρητικά αντίπαλης παράταξης.[5]

Τον Απρίλιο του 744, ο Γιαζίντ Γ΄, γιος του Ουαλίντ Α΄ (705-715), μπήκε στην πρωτεύουσα του χαλιφάτου Δαμασκό, Οι υποστηρικτές του, με τη συμπαράσταση πολλών Καλμπιτών από την γύρω περιοχή, κατέλαβαν την πόλη και τον αναγόρευσαν χαλίφη. Ο Ουαλίντ Β΄, που έμενε σε ένα από τα παλάτια της ερήμου, κατέφυγε στο αλ-Μπάχρα, κοντά στην Παλμύρα. Εκεί συγκέντρωσε μια μικρή δύναμη από πιστούς Καλμπίτες και Καϊσίτες από τη Χομς, αλλά όταν ο πολύ μεγαλύτερος στρατός του Γιαζίντ, υπό τον Αμπντ αλ-Αζίζ ιμπν αλ-Χατζάτζ ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ, έφτασε στην Παλμύρα, οι περισσότεροι οπαδοί του Ουαλίντ τον εγκατέλειψαν. Ο έκπτωτος χαλίφης εκτελέστηκε, και το κομμένο του κεφάλι στάλθηκε στη Δαμασκό.[6] Ο φόνος του οδήγησε σε μια εξέγερση των Καϊσιτών της Χομς, υπό τον Αμπού Μουχάμαντ αλ-Σουφιανί, μέλος του Σουφιανιτικού κλάδου των Ομεϋαδών, αλλά η προέλασή του κατά της Δαμασκού ανακόπηκε αποφασηστικά από τον Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ, που είχε αφεθεί ελεύθερος. Ο Αμπού Μουχάμαντ φυλακίστηκε στην Δαμασκό, μαζί με τους γιους του Ουαλίντ Β΄.[7]

Κατά τη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του, ο Γιαζίντ αποτέλεσε παραδειγματικό ηγεμόνα, παίρνοντας ως πρότυπο τον ευσεβή Ουμάρ Β΄ (717-720). Έδειξε έυνοια προς την Κανταρίγια, και κατέβαλε προσπάθειες να διαχωρίσει τον ευατό του από τις κατηγορίες για αυταρχική συμπεριφορά, που συχνά διατυπώνονταν εναντίον των περισσότερων προκατόχων του Ομεϋαδών χαλίφηδων. Έτσι υποσχέθηκε να απόσχει από καταχρήσεις της εξουσίας του, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε την βαριά φορολογία, τον υπέρμετρο πλουτισμό των Ομεϋαδών και των υποστηρικτών τους, την προτίμηση που έδειχναν στην Συρία έναντι στις άλλες επαρχίες του χαλιφάτου, και την μακρόχρονη απουσία των στρατιωτών σε μακρινές εκστρατείες. Τόνιζε δε ιδιαίτερα ότι όχι μόνο είχε επιλεγεί από την κοινότητα των πιστών σε συνέλευση («σουρά»), αλλά και ότι η κοινότητα είχε το δικαίωμα να τον καθαιρέσει αν αποτύγχανε στα καθήκοντά του, ή αν έβρισκε κάποιον πιο άξιο να την κυβερνήσει.[8] Ταυτόχρονα όμως, η βασιλεία του οδήγησε σε μια εκ νέου υπερίσχυση των Υεμενιτών. Ο Γιουσούφ ιμπν Ουμάρ απολύθηκε όταν προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να εξεγείρει τους Καϊσίτες του Ιράκ. Ο διάδοχός του ήταν ο Καλμπίτης Μανσούρ ιμπν Τζουμχούρ, ο οποίος σύντομα αντικαταστάθηκε από τον γιο του Ουμάρ Β΄, Αμπνταλλάχ ιμπν Ουμάρ ιμπν Αμπντ αλ-Αζίζ. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Μανσούρ προσπάθησε να αποπέμψει τον κυβερνήτη του Χορασάν, Νασρ ιμπν Σαγιάρ, αλλά ο τελευταίος κατάφερε να παραμείνει στη θέση του.[9] Ο Γιαζίντ πέθανε τον Σεπτέμβριο του 744, μετά από μια βασιλεία έξι μηνών. Είχε ορίσει τον αδερφό του, Ιμπραήμ, ως διάδοχο, πιθανότατα δια της επιρροής των Κανταρίγια. Ο Ιμπραήμ όμως δεν είχε πολλούς υποστηρικτές, και αμέσως βρέθηκε αντιμέτωπος με την εξέγερση του Μαρουάν Β΄ (744-750), εγγονού του Μαρουάν Α΄ (684-685) και κυβερνήτη της Άνω Μεσοποταμίας.[9]

Άνοδος του Μαρουάν Β΄

Ο Μαρουάν, που για αρκετά χρόνια επέβλεπε τις εκστρατείες ενάντια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τους Χαζάρους στα βορειοδυτικά σύνορα του χαλιφάτου, φέρεται να είχε σκεφτεί να διεκδικήσει τον θρόνο ήδη κατά τον θάνατο του Ουαλίντ Β΄, αλλά μια εξέγερση Καλμπιτών τον ανάγκασε να στραφεί να την αντιμετωπίσει. Ο Γιαζίντ Γ΄ τον διόρισε κυβερνήτη της Άνω Μεσοποταμίας, και ο Μαρουάν εγκαταστάθηκε στην κυριαρχούμενη από τους Καϊσίτες πόλη του Χαρράν.[10]

Συρία

Μετά τον θάνατο του Γιαζίντ, ο Μαρουάν εισέβαλε στη Συρία, αρχικά ισχυριζόμενος ότι ερχόταν ως προστάτης των φυλακισμένων γιων του Ουαλίντ Β΄. Οι Καϊσίτες των βορείων περιοχών, της Κιννασρίν και της Χομς, συσπειρώθηκαν γύρω του, ώσπου, σε κάποιο σημείο στον δρόμο μεταξύ Μπααλμπέκ και Δαμασκού, ο Μαρουάν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ. Εξίσου έμπειρος στρατιωτικός ηγέτης με τον Μαρουάν, ο Σουλαϊμάν είχε στις τάξεις του τους Καλμπίτες της νότιας Συρίας και τους Δακουανίγια, τον προσωπικό του στρατό. Στην επακόλουθη μάχη ο Μαρουάν επικράτησε, και ο Σουλαϊμάν κατέφυγε στη Δαμασκό.[11] Καθώς ο Μαρουάν ανάγκασε τους αιχμαλώτους να ορκιστούν πίστη στους γιους του Ουαλίντ Β΄, ο Σουλαϊμάν διέταξε τη θανάτωσή τους από τον Γιαζίντ ιμπν Χάλιντ αλ-Κασρί, μαζί με τον Γιουσούφ αλ-Θακαφί. Έπειτα ο Σουλαϊμάν και οι ακόλουθοί του, μαζί με τον χαλίφη Ιμπραήμ, έφυγαν για την Παλμύρα.[11]

Αργυρή δραχμή του Μαρουάν Β΄

Ο Μαρουάν μπόρεσε έτσι να εισέλθει στη Δαμασκό χωρίς αντίσταση τον Δεκέμβριο του 744, και ανακηρύχτηκε χαλίφης. Ο Μαρουάν επέφυγε τα αντίποινα και ακολούθησε μια συμφιλιωτική πολιτική, επιτρέποντας στις συριακές επαρχίες («ajnad», εν. «jund») να επιλέξουν οι ίδιες τους κυβερνήτες τους. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα, ο Σουλαϊμάν και ο Ιμπραήμ έπαυσαν την αντίστασή τους και πήγαν στη Δαμασκό να δηλώσουν υποταγή.[12] Η εξουσία του Μαρουάν ήταν φαινομενικά ασφαλής, ώσπου επέλεξε να μεταφέρει την πρωτεύουσα από την Δαμασκό στο στρατιωτικό κέντρο της Χαρράν. Σύμφωνα με τον ιστορικό Τζέραλντ Χώτινγκ, «για πρώτη φορά ένας χαλίφης φαινόταν να έχει ολότελα εγκαταλείψει τη Συρία», μια πράξη που βοήθησε στο να αυξηθεί η δυσπιστία και εχθρότητα των ηττημένων Καλμπιτών κατά του Μαρουάν.[13] Έτσι το καλοκαίρι του 745 οι Καλμπίτες της «jund» της Παλαιστίνης εξεγέρθηκαν υπό τον τοπικό κυβερνήτη, Θάμπιτ ιμπν Νουάιμ. Η εξέγερση σύντομα επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη Συρία, ακόμα και σε υποτιθέμενα πιστές περιοχές όπως η Χομς. Ο Μαρουάν αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να επιστρέψει στη Συρία, και να καταστείλει την εξέγερση πόλη με πόλη. Αφού ανάγκασε τη Χομς σε συνθηκολόγηση, ο Μαρουάν έλυσε την πολιορκία της Δαμασκού από τον Γιαζίντ ιμπν Χάλιντ αλ-Κασρί, που σκοτώθηκε. Έπειτα βάδισε προς την Τιβεριάδα, που πολιορκούνταν από τον Θάμπιτ, και νίκησε, αιχμαλώτισε, και εκτέλεσε, τόσο τον Θάμπιτ όσο και τους γιους του. Μετά την επίθεση του Μαρουάν στο προπύργιο των Καλμπιτών, την Παλμύρα, ο Καλμπίτης αρχηγός Αμπράς αλ-Καλμπί επίσης συνθηκολόγησε.[14]

Με την Συρία να έχει επανέλθει υπό τον έλεγχό του, ο Μαρουάν συγκάλεσε τα μέλη της οικογένειας των Ομεϋαδών, και ονόμασε τους δυο γιούς του ως διαδόχους. Τότε στράφηκε προς το Ιράκ, όπου ήδη επιχειρούσε για λογαριασμό του μια στρατιά υπό τον Γιαζίντ ιμπν Χουμπάυρα. Ο Μαρουάν συγκέντρωσε μια νέα στρατιά για να ενισχύσει τον Ιμπν Χουμπάυρα, αλλά αυτή στασίασε στη Ρουσάφα, και τέθηκε υπό τις διαταγές του Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ. Ο στρατός των στασιαστών κατέλαβε την Κιννασρίν, και για μια ακόμα φορά πολλού Σύριοι, δυσαρεστημένοι με τον Μαρουάν, ενώθηκαν μαζί τους. Ο Μαρουάν όμως έφερε τον όγκο των δυνάμεών του από το Ιράκ, και νίκησε κατά κράτος τους επαναστάτες κοντά στην Κιννασρίν. Ο Σουλαϊμάν κατάφερε να διαφύγει στην Παλμύρα, και από εκεί στην Κούφα του Ιράκ, αλλά ο όγκος των εναπομείναντων στρατιωτών του κατέφυγε στη Χομς, υπό τη διοίκηση του αδερφού του Σαΐντ. Εκεί πολιορκήθηκαν από τις δυνάμεις του Μαρουάν ολόκληρο το χειμώνα του 745-746, ώσπου η πόλη συνθηκολόγησε.[15] Εξαγριωμένος, μετά τις απανωτές εξεγέρσεις των Σύριων εναντίον του, παρά την συμφιλιωτική του πολιτική, ο Μαρουάν το καλοκαίρι του 746 έλαβε μέτρα ώστε να προλάβει κάθε νέα συριακή αντίσταση, διατάζοντας την κατεδάφιση των τειχών των πλέον σημαντικών πόλεων της Συρίας, συμπεριλαμβανομένης της Δαμασκού και πιθανώς ακόμα και της Ιερουσαλήμ.[15]

Αίγυπτος και Ιράκ

Αντίσταση στον Μαρουάν και τους Καϊσίτες εμφανίστηκε και στην Αίγυπτο, όπου ο τοπικός κυβερνήτης, Χαφς ιμπν αλ-Ουαλίντ ιμπν Γιουσούφ αλ-Χαντραμί, μέλος της παραδοσιακά κυρίαρχης κοινότητας των πρώτων Αράβων εποίκων, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την αναρχία στην Συρία ώστε να αποκαταστήσει την εξέχουσα θέση της στην επαρχία: οι Σύριοι εκδιώχθηκαν από την πρωτεύουσα Φουστάτ, και ο Χαφς άρχισε να στρατολογεί μια δύναμη 30.000 ανδρών, την «Χαφσίγια», μεταξύ των γηγενών προσηλύτων στο Ισλάμ («maqamisa» ή «mawali»). Ο Μαρουάν έστειλε τον Χασάν ιμπν Αταχίγια για να τον αντικαταστήσει, και διέταξε την Χαφσίγια να διαλυθεί. Οι τελευταίοι όμως αρνήθηκαν να υπακούσουν και στασίασαν, πολιορκώντας τον νέο κυβερνήτη στην έδρα του ώσπου αυτός και ο αρχηγός της αστυνομίας («sahib al-shurta») αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την επαρχία. Οι στασιαστές αποκατέστησαν τον μάλλον απρόθυμο Χαφς ως κυβερνήτη. Τον επόμενο χρόνο, το 745, ο Μαρουάν έστειλε τον Χαουθάρα ιμπν Σουχάιλ αλ-Μπαχιλί, επικεφαλής ευάριθμου συριακού στρατού, ως νέο κυβερνήτη. Παρά την θέληση των υποστηρικτν του να αντισταθούν, ο Χαφς πρόθυμα παρέδωσε την θέση του. Ο Χαουθάρα κατέλαβε το Φουστάτ χωρίς αντίσταση, αλλά αμέσως εξαπέλυσε κύμα εκκαθαρίσεων, με θύματα τους αρχηγούς της Χαφσίγια, καθώς και τον ίδιο τον Χαφς.[16]

Αρχυρή δραχμή του Αμπνταλλάχ ιμπν Μουαβίγια, κομμένη στο Ισφαχάν περί το 746/7

Εν τω μεταξύ, στο Ιράκ, η άνοδος του Μαρουάν στον θρόνο συνέπεσε με μια εξέγερση των Αλιδών στην Κούφα, υπό τον Αμπνταλλάχ ιμπν Μουαβίγια, τον Οκτώβριο του 744. Η εξέγερση σύντομα κατεστάλη από τον διορισμένο από τον Γιαζίντ Γ΄ κυβερνήτη Αμπνταλλάχ ιμπν Ουμάρ, και τα συριακά του στρατεύματα. Ο Ιμπν Μουαβίγια όμως κατάφερε να ξεφύγει στο Τζιμπάλ, όπου εθελοντές που αντιτίθενταν στο καθεστώς των Ομεϋαδών άρχισαν να συρρέουν γύρω του. Έτσι ο Ιμπν Μουαβίγια κατάφερε να επεκτείνει τον έλεγχό του σε μεγάλο μέρος της Περσίας, συμπεριλαμβανομένων του μεγαλύτερου μέρους του Τζιμπάλ, του Αχβάζ, του Φαρς, και του Κερμάν, με έδρα του αρχικά το Ισφαχάν και κατόπιν το Ιστάχρ.[15][17] Ο Μαρουάν διόρισε ως κυβερνήτη του Ιράκ έναν υποστηρικτή του, τον Καϊσίτη Ναντρ ιμπν Σαΐντ αλ-Χαρασί, αλλά ο Αμπνταλλάχ ιμπν Ουμάρ κατάφερε να διατηρήσει την υπακοή των καλμπιτών, που αποτελούσνα και την πλειοψηφία του στρατού του. Έτσι για αρκετούς μήνες, οι δυο αντίζηλοι κυβερνήτες ενεπλάκησαν σε σειρά μικροσυγκρούσεων γύρω από την αλ-Χίρα.[18] Η σύγκρουση αυτή τερματίστηκε απότομα με το ξέσπασμα μιας χαριτζιτικής εξέγερσης μεταξύ των φυλών των Ραμπία στην Άνω Μεσοποταμία. Παρότι συγκαταλέγονταν μεταξύ των βορέιων φυλών, οι Ραμπία, και ιδιαίτερα η φυλή των Σαϊμπάν, εχθρεύονταν τους Μουδαρίτες και Καϊσίτες και δεν αναγνώριζαν την αρχή του Μαρουάν Β΄.[19]

Αρχικός ηγέτης της εξέγερσης ήταν ο Σαΐντ ιμπν Μπαχντάλ, αλλά πέθανε μετά από λίγο από λοιμό, και τον διαδέχτηκε ο αλ-Νταχάκ ιμπν Κάις αλ-Σαϊμπανί. Στις αρχές του 745 εισέβαλαν στο Ιράκ και νίκησαν αμφότερους τους Ομεϋάδες κυβερνήτες, που είχαν εν τω μεταξύ ενώσει τις δυνάμεις τους, τον Απρίλιο/Μάιο του 745. Ο Ναντρ κατέφυγε στη Συρία, όπου βρισκόταν ο Μαρουάν, αλλά ο Ιμπν Ουμάρ και οι υποστηρικτές του αποσύρθηκαν στο Ουασίτ. Τον Άυγουστο του 745 όμως παραδόθηκαν και όχι μόνο ασπάστηκαν τα δόγματα των Χαριτζιτών, αλλά αποδέχθηκαν και τον Νταχάκ, που δεν ήταν καν μέλος της φυλής των Κουράις, στην οποία ανήκε ο Μωάμεθ, ως χαλίφη. ο Ιμπν Ουμάρ ορίστηκε από τον Νταχάκ ως κυβερνήτης του Ουασίτ, του ανατολικού Ιράκ, και της δυτικής Περσίας, ενώ ο ίδιος ο Νταχάκ έμεινε να κυβερνά το δυτικό Ιράκ από την Κούφα.[19][20] Εκμεταλλευόμενος την εξέγερση στην Συρία ενάντια στον Μαρουάν, ο Νταχάκ επέστρεψε στην Άνω Μεσοποταμία, πιθανότατα την άνοιξη του 746, και ενώ ο Μαρουάν ήταν απασχολημένος με την πολιορκία της Χομς, κατέλαβε την Μοσούλη. Εκεί ενισχύθηκε από νέες προσχωρήσεις στο στρατό του, είτε λόγω αντίθεσης προς τον Μαρουάν, όπως ο Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ και τα απομεινάρια της Νταχουανίγια, είτε επειδή προσέφερε υψηλές αμοιβές στους υποστηρικτές του. Σύντομα ο στρατός του έφτασε τους 120.000 άντρες. Ο Μαρουάν έστειλε τον γιο του, ΑΜπνταλλάχ, ενάντια στον Νταχάκ, αλλά ο Χαριτζίτης αρψηγός κατάφερε να τον αποκλείσει στην Νίσιβη. Μετά την πτώση της Χομς, όμως, ο Μαρουάν ανέλαβε ο ίδιος την εκστρατεία κατά του Νταχάκ, και σε μια μάχη στο αλ-Γαζ, κοντά στην πόλη της Καφαρτούτα, τον Αύγουστο/Σεπτέμβριο του 746, ο Νταχάκ σκοτώθηκε και οι Χαριτζίτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Άνω Μεσοποταμία.[19][20] Οι Χαριτζίτες εξέλεκαν τον Αμπού Ντουλάφ ως αρχηγό τους, και ακολουθώντας την συμβουλή του Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ, υποχώρησαν στην ανατολική όχθη του Τίγρη. Καθώς ο Μαρουάν ήταν σε θέση να καλέσει ολοένα και περισσότερους άνδρες για να αντιμετωπίσει τους Χαριτζίτες, οι τελευταίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την θέση τους και να υποχωρήσουν ανατολικά. Ο Μαρουάν τότε έστειλε τον στρατηγό Γιαζίντ ιμπν Χουμπάιρα για να αποκαταστήσει τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας στο Ιράκ, πράγμα που κατάφερε ως το καλοκαίρι του 747: αφού νίκησε τον Χαριτζίτη κυβερνήτη της Κούφα και κατέλαβε την πόλη, ο Ιμπν Χουμπάιρα βάδισε κατά του Ουασίτ, όπου έπιασε αιχμάλωτο τον Αμπνταλλάχ ιμπν Ουμάρ.[21]

Η κατάληψη του Ιράκ από τις δυνάμεις του Μαρουάν άφησε τον Αμπνταλλάχ ιμπν Μουαβίγια ως τον μόνο μείζονα αντίπαλο του Ομεϋάδη χαλίφη, και η επικράτειά του στην δυτική Περσία κατέστη καταφύγιο για τους ηττημένους Χαριτζίτες του Ιράκ, καθώς και κάθε άλλο αντίπαλο του Μαρουάν. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν ακόμα και μέλη της δυναστείας των Ομεϋαδών, όπως ο Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ, καθώς και μερικοί Αββασίδες. Εντούτοις, οι δυνάμεις του Ιμπν Μουαβίγια γρήγορα υπέστησαν μια αποφασιστική ήττα από έναν στρατηγό του Ιμπν Χουμπάιρα. Ο Ιμπν Μουαβίγια κατέφυγε στο Χορασάν, όπου εκτελέστηκε από τον αρχηγό της Επανάστασης των Αββασιδών, Ιμπν Μουσλίμ, ενώ ο Σουλαϊμάν ιμπν Ισάμ και ο Μανσούρ ιμπν Τζουμχούρ κατέφυγαν στην Ινδία, όπου και πέθαναν αργότερα.[22]

Ο Εμφύλιος στο Χορασάν και η Επανάσταση των Αββασιδών

Παραπομπές

  1. Hawting 2000, σελ. 90.
  2. Hawting 2000, σελίδες 90–91.
  3. Hawting 2000, σελίδες 91–92.
  4. Hawting 2000, σελ. 92.
  5. Hawting 2000, σελ. 93.
  6. Hawting 2000, σελίδες 93–94.
  7. Hawting 2000, σελ. 94.
  8. Hawting 2000, σελίδες 94–95.
  9. 9,0 9,1 Hawting 2000, σελ. 96.
  10. Hawting 2000, σελίδες 96–97.
  11. 11,0 11,1 Hawting 2000, σελ. 97.
  12. Hawting 2000, σελίδες 97–98.
  13. Hawting 2000, σελ. 98.
  14. Hawting 2000, σελίδες 97, 98–99.
  15. 15,0 15,1 15,2 Hawting 2000, σελ. 99.
  16. Kennedy 1998, σελίδες 74–76.
  17. Zetterstéen 1987, σελίδες 26–27.
  18. Hawting 2000, σελίδες 99–100.
  19. 19,0 19,1 19,2 Hawting 2000, σελ. 100.
  20. 20,0 20,1 Veccia Vaglieri 1965, σελ. 90.
  21. Hawting 2000, σελίδες 100–101.
  22. Hawting 2000, σελ. 101.


Πηγές


Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το αντίστοιχο λήμμα από την/το Αγγλική Βικιπαίδεια, διανεμόμενο κατά την GNU FDL. (ιστορικό/συντάκτες).