Νικόλαος Κοπέρνικος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: be-x-old:Мікалай Капэрнік
μ Ρομπότ: Προσθήκη: lij:Nicolò Copernico
Γραμμή 93: Γραμμή 93:
[[la:Nicolaus Copernicus]]
[[la:Nicolaus Copernicus]]
[[lb:Nikolaus Kopernikus]]
[[lb:Nikolaus Kopernikus]]
[[lij:Nicolò Copernico]]
[[lt:Mikalojus Kopernikas]]
[[lt:Mikalojus Kopernikas]]
[[nds:Nikolaus Kopernikus]]
[[nds:Nikolaus Kopernikus]]

Έκδοση από την 23:27, 4 Αυγούστου 2007

Νικόλαος Κοπέρνικος. Πορτραίτο των αρχών του 16ου αιώνα.

Ο Κοπέρνικος Nικόλαος (λατινικά: Nicolaus Copernicus, πολωνικά: Mikołaj Kopernik) (19 Φεβρουαρίου 147324 Μαΐου 1543) ήταν σημαντικός αστρονόμος. Γεννήθηκε στο Τορούν της Βασιλικής Πρωσίας, ανεξάρτητης επαρχείας του Βασιλείου της Πολωνίας, και πέρασε μεγάλο μέρος της ενήλικης ζωής στου στο Frombork της Βάρμιας (Πολωνία) όπου και πέθανε. Λίγο πριν το θανατό του ο Κοπέρνικος εξέδωσε το βιβλίο του "De Revolutionibus Orbium Coelestium Libri VI" («Έξι Βιβλία για τις Περιστροφές των Ουράνιων Σφαιρών»), το οποίο αποτέλεσε τη βάση για την εξέλιξη της σύγχρονης Αστρονομίας.

Η ζωή του

Ο πατέρας του Νικόλαου Κοπέρνικου ήταν εύπορος έμπορος χαλκού και επιχειρηματίας, αλλά δυστυχώς πέθανε όταν ο Νικόλαος ήταν μόλις δέκα ετών. Έτσι ο Νικόλαος και τα τρία αδέλφια του αναθράφηκαν από το θείο τους Λουκά Watzenrode, που ήταν επίσκοπος. Μάλιστα ο αδελφός του Κοπέρνικου Ανδρέας έγινε ιερέας όταν μεγάλωσε και η αδελφή του Βαρβάρα Βενεδικτίνα μοναχή. Το 1491 ο Νικόλαος εγγράφεται στην Ακαδημία της Κρακοβίας, το σημερινό Γιαγγελονιανό Πανεπιστήμιο, όπου γνωρίζει μάλλον για πρώτη φορά την επιστήμη της Αστρονομίας και συναρπάζεται. Τέσσερα χρόνια αργότερα ωστόσο τον βρίσκουμε στην Ιταλία, να σπουδάζει Νομική και Ιατρική στα Πανεπιστήμια της Μπολόνια και της Πάδοβας, με έξοδα του θείου του, που ήθελε να τον δει και κείνον επίσκοπο. Στη Φερράρα όμως ο νεαρός Νικόλαος γνωρίζει τον αστρονόμο Ντομένικο Νοβάρα ντα Φερράρα και γίνεται μαθητής και βοηθός του. Οι πρώτες αστρονομικές παρατηρήσεις που έκανε ο Κοπέρνικος με το Νοβάρα μνημονεύονται στο "De Revolutionibus".

Το 1497 ο Νικόλαος διορίζεται από το θείο του ιερέας στο Frombork, αλλά παραμένει στην Ιταλία (στη Ρώμη), παρατηρεί μία έκλειψη Σελήνης και δίνει τις πρώτες του διαλέξεις στην Αστρονομία ή στα Μαθηματικά. Το 1503 παίρνει το διδακτορικό του στο Κανονικό Δίκαιο από το Πανεπιστήμιο της Φερράρα. Φαίνεται ότι τότε ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τις θεωρίες των αρχαίων περί κινήσεως της Γης, και απέκτησε τις πρώτες αμφιβολίες για το ότι η Γη ήταν ακίνητη στο κέντρο του Σύμπαντος. Το 1504 άρχισε να συγκεντρώνει παρατηρήσεις και ιδέες σχετικές με τις αμφιβολίες του αυτές.

Αφήνοντας την Ιταλία, ο Κοπέρνικος έρχεται να ζήσει στο Frombork. Επίσης είχε δεχθεί μία θέση στο ναό του Τιμίου Σταυρού, στο Βρόκλαβ της Σιλεσίας, από την οποία παραιτήθηκε μόλις λίγα χρόνια πριν από το θάνατό του. Γενικά, στο υπόλοιπο της ζωής του θα ασχολείτο με αστρονομικές παρατηρήσεις και υπολογισμούς, αλλά μόνο στον ελεύθερο χρόνο του. Συνεργάσθηκε επί χρόνια με τη Βασιλική Πρωσσική Δίαιτα επί της νομισματικής μεταρρυθμίσεως και δημοσίευσε μελέτες για την αξία του χρήματος. Ως μέλος της κυβερνήσεως της Warmia κατένεμε τους φόρους και απένεμε δικαιοσύνη. Επίσης ταξίδεψε πολύ σε κυβερνητικά ταξίδια και ως διπλωμάτης, εκπροσωπώντας το θείο του Λουκά, που είχε ανακηρυχθεί «Πρίγκηψ-Επίσκοπος» της Warmia.

Το έτος 1514 κυκλοφόρησε μεταξύ των φίλων του το Commentariolus («Μικρή Ερμηνευτική Πραγματεία»), εξασέλιδο χειρόγραφο κείμενο με τις ιδέες του για το Ηλιοκεντρικό Σύστημα που πρέπει να γράφηκε μεταξύ 1507 και 1514. Κατ' άλλους όμως το έγραψε και το διέθεσε μεταγενέστερα, ίσως και το 1533. Συνέχισε κατόπιν τη συλλογή στοιχείων για ένα λεπτομερέστερο έργο. Κατά τον πόλεμο μεταξύ του Τευτονικού Τάγματος και του Βασιλείου της Πολωνίας (1519 - 1524) υπεράσπισε επιτυχώς το Olsztyn ως επικεφαλής των βασιλικών στρατευμάτων όταν αυτό πολιορκήθηκε από τις δυνάμεις του Αλβέρτου του Βραδεμβούργου.

Το 1533 ο Johann Albrecht Widmannstetter έδωσε μία σειρά διαλέξεων στη Ρώμη περιγράφοντας περιληπτικά την κοπερνίκειο θεωρία. Αυτές οι διαλέξεις προκάλεσαν το ενδιαφέρον αρκετών καρδιναλίων και του ίδιου του Πάπα Κλήμεντος VII. Το 1536 το έργο του Κοπέρνικου προσέγγιζε την οριστική μορφή του και διαδόσεις για τη θεωρία του είχαν φθάσει σε εγγράμματους ανθρώπους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Με τη σειρά τους, οι διανοούμενοι από πολλές χώρες τον πίεζαν να δημοσιεύσει τις ιδέες του. Π.χ. σε ένα γράμμα με στοιχεία «Ρώμη, 1 Νοεμβρίου 1536» ο αρχιεπίσκοπος Καπύης Καρδινάλιος Νικόλαος ζητά από τον Κοπέρνικο να δημοσιοποιήσει ευρύτερα τις ιδέες του με τα λόγια:

«Ούτως, σοφολογιώτατε, χωρίς να επιθυμώ να είμαι άκαιρος, σας ικετεύω μετ' εμφάσεως να κοινωνήσετε την ανακάλυψή σας στον κόσμο των διανοουμένων, και να μου αποστείλετε το συντομότερο δυνατόν τις θεωρίες σας περί Σύμπαντος, μετά πινάκων και ό,τι άλλου έχετε σχετικού προς το αντικείμενο.»
Αρχείο:Jan Matejko-Copernicus-Conversation with God.jpg
«Ο αστρονόμος Κοπέρνικος: Συνομιλία με τον Θεό». Πίνακας του Jan Matejko (1872).

Παρά τις ποικίλες παροτρύνσεις, ο Κοπέρνικος καθυστερούσε τη δημοσίευση, μάλλον από το φόβο της κριτικής για τις επαναστατικές ιδέες του από το κατεστημένο, αλλά ίσως και επειδή δούλευε ακόμα πάνω στο κείμενο αυτού που θα γινόταν αργότερα το "De Revolutionibus". Τότε, στα 1539, ένας ξακουστός χαρτογράφος, ιατρός και μαθηματικός, ο Ραιτικός (Georg Joachim Rheticus), έφθασε στο Frombork. Ο μεταρρυθμιστής θεολόγος Φίλιππος Μελάγχθων είχε κανονίσει να επισκεφθεί ο Ραιτικός μερικούς αστρονόμους και να μελετήσει μαζί τους. Ο Ραιτικός έμεινε τελικά με τον Κοπέρνικο δύο χρόνια, κατά τα οποία συνέγραψε ένα βιβλίο, το Narratio prima, όπου σκιαγραφούσε την ουσία της κοπερνίκειας θεωρίας. Το 1542 ο Ραιτικός δημοσίευσε μία πραγματεία του Κοπέρνικου περί Τριγωνομετρίας, η οποία αργότερα συμπεριελήφθηκε στο δεύτερο βιβλίο τού "De Revolutionibus". Υπό την ισχυρότατη πίεση του Ραιτικού, και έχοντας δει τη γενικώς ευνοϊκή πρώτη υποδοχή της δουλειάς του, ο Κοπέρνικος συμφώνησε τελικά να παραδώσει το βιβλίο στον πιστό του φίλο Tiedemann Giese, επίσκοπο του Chełmno, για να το αφήσει στον Ραιτικό προκειμένου αυτός να το στείλει για εκτύπωση στου Johannes Petreius, στη Νυρεμβέργη. Σύμφωνα με τον παραδοσιακό θρύλο, ιππότης πάνω σε γρήγορο άλογο έτρεξε και παρέδωσε το πρώτο τυπωμένο αντίτυπο του βιβλίου στα χέρια του Κοπέρνικου την ημέρα του θανάτου του Κοπέρνικου.

Ο Νικόλαος Κοπέρνικος τάφηκε στον Καθεδρικό Ναό του Frombork. Αρκετοί είχαν ερευνήσει μάταια για τη σορό του, όταν στις 3 Νοεμβρίου 2005 ανακοινώθηκε πως τον Αύγουστο 2005 είχε ανακαλυφθεί το κρανίο του.

Το "De revolutionibus"

Nicolai Copernici Torinensis De Revolutionibus Orbium Coelestium, Libri VI (εξώφυλλο της 2ης έκδοσης, Βασιλεία, 1566).

Το έργο ζωής του Κοπέρνικου, "De Revolutionibus Orbium Coelestium Libri VI" («Έξι Βιβλία για τις Περιστροφές των Ουράνιων Σφαιρών») (Πρώτη έκδοση: Νυρεμβέργη 1543. Δεύτερη έκδοση: Βασιλεία 1566), υπήρξε το αποτέλεσμα δεκαετιών εργασίας. Ενσωματώνει περισσότερα από χίλια χρόνια αστρονομικών παρατηρήσεων με διάφορους βαθμούς ακρίβειας. Περιέχει εκατό σελίδες πινάκων με πάνω από 20.000 αριθμούς.

Το έργο ξεκινούσε με πρόλογο, αρχικώς ανώνυμο, του Ανδρέα Οσιάνδρου, θεολόγου φίλου του Κοπέρνικου, ο οποίος προειδοποιούσε ότι η θεωρία, εννοούμενη ως ένα απλό εργαλείο που επέτρεπε απλούστερους και ακριβέστερους υπολογισμούς, δεν είχε οπωσδήποτε και συνέπειες εκτός του περιορισμένου χώρου της Αστρονομίας.

Το κυρίως έργο του Κοπέρνικου άρχιζε με το γράμμα του (νεκρού πλέον) αρχιεπισκόπου Καπύης Καρδιναλίου Νικολάου φον Σένμπεργκ (von Schönberg) που προαναφέρθηκε (βλ. προηγούμενη ενότητα). Στη συνέχεια, σε μία μακρά εισαγωγή, ο Κοπέρνικος αφιέρωνε το έργο στον Πάπα Παύλο III, εξηγώντας το κίνητρό του για τη συγγραφή του έργου ως σχετιζόμενο με την αδυναμία των παλαιότερων αστρονόμων να συμφωνήσουν πάνω σε μία επαρκή θεωρία των πλανητικών κινήσεων. Σημείωνε ότι, εάν το δικό του σύστημα αύξανε την ακρίβεια των αστρονομικών προβλέψεων, τότε θα επέτρεπε στην Εκκλησία να αναπτύξει ένα ακριβέστερο ημερολόγιο. Την εποχή εκείνη, είχε θεωρηθεί αναγκαία μία τροποποίηση του Ιουλιανού Ημερολογίου, κάτι που αποτελούσε ένα από τους κύριους λόγους που η Εκκλησία χρηματοδοτούσε την αστρονομική έρευνα.

Τα 6 «βιβλία» του έργου ήταν τα εξής:

  1. Γενική εποπτεία της Ηλιοκεντρικής Θεωρίας και περίληψη της ιδέας του για το Σύμπαν.
  2. Κυρίως θεωρητικό, παρουσιάζει τις αρχές της Σφαιρικής Αστρονομίας και ένα κατάλογο αστέρων (ως βάση για τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στα επόμενα βιβλία).
  3. Αναφέρεται κυρίως στις φαινομενικές κινήσεις του Ηλίου και σε σχετικά φαινόμενα.
  4. Περιγραφή της Σελήνης και των τροχιακών της κινήσεων.
  5. Η κυρίως έκθεση του νέου συστήματος.
  6. Η κυρίως έκθεση του νέου συστήματος (συνέχεια).

Ουσιαστικά παρουσιάζει την τροποποίηση της θεωρίας του Πτολεμαίου για μια κινούμενη Γη. Στο μοντέλο που παρουσιάζεται, το Σύμπαν αποτελείται από 8 ομόκεντρες σφαίρες. Η εξώτατη, όγδοη σφαίρα, ήταν πάλι η σφαίρα των απλανών αστέρων, αλλά τώρα ο `Ηλιος είναι ακίνητος στο κέντρο. Οι 6 γνωστοί την εποχή του Κοπέρνικου πλανήτες περιφέρονται γύρω από τον `Ηλιο με τη σειρά που γνωρίζουμε και σήμερα, ενώ η Σελήνη περιφέρεται περί τη Γη. Επιπλέον, η φαινομενική κίνηση του Ηλίου και των απλανών γύρω από τη Γη εξηγείται από την ημερήσια περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της. Σωστά όλα αυτά όπως τα γνωρίζουμε και σήμερα. Ο Κοπέρνικος ωστόσο, ακολουθώντας όπως φαίνεται και σε αυτό τον Αρίσταρχο, δεν τόλμησε να εγκαταλείψει τις κυκλικές τροχιές (οι αληθινές τροχιές των πλανητών είναι ελλείψεις), με αποτέλεσμα να αναγκασθεί να διατηρήσει τους επικύκλους του Πτολεμαίου για να του βγαίνουν σωστοί οι υπολογισμοί. Παρά το γεγονός αυτό, η μεταπήδηση από ένα γεωκεντρικό στο ηλιοκεντρικό σύστημα ήταν από μόνη της πολύ σημαντική, καθώς δημιουργούσε σοβαρό ζήτημα σχετικώς με την αξιοπιστία του Αριστοτέλους, τον οποίο η δυτική Εκκλησία είχε αναγάγει σε αλάθητο.

Είναι αξιοσημείωτο το ότι διασώζεται το χειρόγραφο του έργου, γραμμένο με το χέρι του ίδιου του Κοπέρνικου, πράγμα σπάνιο για επιστημονικό έργο εκείνης της εποχής. Στο χειρόγραφο, ο Κοπέρνικος γράφει καθαρά ότι (ως άριστος γνώστης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που ήταν) είχε διαβάσει τις απόψεις του Αριστάρχου του Σαμίου, που έθετε τη Γη να περιφέρεται περί τον `Ηλιο, αλλά και των Πυθαγόρειων φιλοσόφων Φιλολάου και Ικέτα. Τον τελευταίο μάλιστα τον γράφει λανθασμένα ως «Νικέτα-Νικήτα», από προσθήκη του "ν" του άρθρου (το-ν-Ικέτα). Το απόσπασμα όμως που αναφέρει και τα ονόματα των αρχαίων σοφών αφαιρέθηκε (διαγράφηκε) από τον πιστό φίλο του Κοπέρνικου, τον Tiedemann Giese, πριν αυτός το παραδώσει στον εκδοτικό οίκο, με αποτέλεσμα οι πρώτες εκδόσεις του "De Revolutionibus" να τυπωθούν χωρίς αυτό. Το απόσπασμα εμφανίσθηκε στις μεταγενέστερες εκδόσεις του έργου, όταν πλέον το ηλιοκεντρικό σύστημα είχε αποδοθεί στον Κοπέρνικο.

Ο τίτλος του έργου είχε από μόνος του ιστορική επίδραση, αφού έδωσε το λατινικό όνομα revolutio (περιστροφή, περιφορά) σε κάθε αιφνίδια και θεμελιώδη μεταβολή στη σκέψη ή και στην κοινωνία (από όπου και το αγγλικό και γαλλικό revolution = επανάσταση).

Οι αντιδράσεις στην κοπερνίκειο θεωρία

Αρχικά, το "De revolutionibus" δεν προκάλεσε οξείες αντιδράσεις — ίσως ο πρόλογος του Οσιάνδρου είχε επιτελέσει το σκοπό του. Χρειάσθηκε να περάσουν τρία χρόνια από την πρώτη έκδοση για την πρώτη καταγεγραμμένη αντίδραση: τότε ένας Δομινικανός μοναχός, ο Giovanni Maria Tolosani, συνέγραψε μία πραγματεία αποκηρύσσοντας τη θεωρία και υπερασπιζόμενος την απόλυτη αλήθεια της Αγίας Γραφής. Μετά την πρώτη δεκαετία του 17ου αιώνα, αρκετοί αστρονόμοι και άλλοι μορφωμένοι άνθρωποι γνώριζαν πλέον για τη νέα θεωρία. Ανάμεσα στους πρώτους υποστηρικτές, κατά τον πρώτο βιογράφο του Κοπέρνικου, τον Pierre Gassendi, συγκαταλέγονταν οι: Ραιτικός, Ιωσήφ Σκάλιγκερ, Κομένιος, Τζιορντάνο Μπρούνο, Κέπλερ, Μερσέν και Καρτέσιος. Ανάμεσα στους πρώτους πολέμιους της κοπερνίκειας θεωρίας ξεχώριζαν οι: Μελάγχθων, Λούθηρος, Καλβίνος και Κλάβιος. Ο Τύχων εμφανίζεται παραδόξως ως υποστηρικτής, παρά το ότι πίστευε πως η Γη ήταν ακίνητη.

Πολλοί ιστορικοί της Επιστήμης έχουν συζητήσει για το λόγο που πέρασαν 60 χρόνια μετά το θάνατο του Κοπέρνικου και την πρώτη έκδοση του έργου του μέχρι την πρώτη επίσημη αντίδραση. Η προσωπικότητα του Γαλιλαίου και η έλλειψη παρατηρησιακών δεδομένων υπέρ ή κατά της θεωρίας αναφέρονται συχνά ως τέτοιοι λόγοι. Τελικά, το 1616 ο Καρδινάλιος Bellarmine έδωσε στον Γαλιλαίο μια διαταγή από τον Πάπα να υιοθετήσει τη θέση ότι το ηλιοκεντρικό σύστημα ήταν καθαρά υποθετικό. Μετά από αυτό το βήμα, το "De revolutionibus" εντάχθηκε στον «Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων» (Index Librorum Prohibitorum) της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Δεν απαγορεύθηκε επισήμως, αλλά απλώς αποσύρθηκε από την κυκλοφορία «για διορθώσεις που θα διευκρίνιζαν ότι η θεωρία δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα», ήταν δηλαδή μία μαθηματική επινόηση όπως π.χ. είναι οι μιγαδικοί αριθμοί, για τη διευκόλυνση των υπολογισμών. Παρότι όμως τέτοιες «διορθώσεις» ετοιμάσθηκαν από τον Francesco Ingoli και άλλους, και έγιναν επισήμως δεκτές το 1620, το βιβλίο δεν ανατυπώθηκε ποτέ με αυτές, και ήταν διαθέσιμο στις ρωμαιοκαθολικές χώρες μόνο μετά από ειδική αίτηση μελετητών με κατάλληλες προϋποθέσεις. Το έργο παρέμεινε στον «Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων» μέχρι το 1835.

Πέρα από την ηλιοκεντρική θεωρία, οι παρατηρήσεις του Κοπέρνικου αποτέλεσαν λίγα μόλις χρόνια μετά το θάνατό του τη βάση για τη σύνταξη των "Tabulae prutenicae" («Πρωσσικών Πινάκων», Prutenische Tafeln στα γερμανικά) από τον Γερμανό αστρονόμο και μαθηματικό Erasmus Reinhold. Οι πίνακες αυτοί χρησιμοποιήθηκαν για την ημερολογιακή μεταρρύθμιση του Πάπα Γρηγορίου ΧΙΙΙ, αλλά και από ναυτικούς και θαλασσοπόρους εξερευνητές, που κατά τους προηγούμενους αιώνες συμβουλεύονταν τον «Πίνακα των Αστέρων» του Ρεγιομοντάνου.