Ανδρογυνισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{Μετάφραση}}
{{Μετάφραση}}


Η λέξη '''ανδρόγυνο''' πρόερχεται από την [[Ελληνική γλώσσα]] και συνδυάζει τις λέξεις [[άνδρας]] και γυνή, δηλαδή [[γυναίκα]], και χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που συνδυάζουν αντρικά με θηλυκά χαρακτηριστικά, είτε σε θέματα προσωπικότητας ή μόδας, είτε σε όσον αφορά το σώμα τους ([[ερμαφροδιτισμός]]).<ref name="oed-androgyny">{{OED|androgyny}}</ref> Στην Ελληνική γλώσσα η λέξη ανδρόγυνο σημαίνει ερωτικό ζευγάρι γυναίκας με άντρα.<ref>Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας με Αναγωγή στην Αρχαία Ελληνική, Γρηγορόπουλος Δ., Μπαλιάτσας Β., Μπαλιάτσας Δ., Αρβανίτη Ε., Τσίγκρη Π., Εκδόσεις Έννοια, 2002</ref>
Η λέξη '''ανδρόγυνο''' πρόερχεται από την [[Ελληνική γλώσσα]] και συνδυάζει τις λέξεις [[άνδρας]] και γυνή, δηλαδή [[γυναίκα]], και χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που συνδυάζουν αντρικά με θηλυκά χαρακτηριστικά, είτε σε θέματα προσωπικότητας ή μόδας, είτε σε όσον αφορά το σώμα τους ([[ίντερσεξ]]).<ref name="oed-androgyny">{{OED|androgyny}}</ref> Στην Ελληνική γλώσσα η λέξη ανδρόγυνο σημαίνει ερωτικό ζευγάρι γυναίκας με άντρα.<ref>Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας με Αναγωγή στην Αρχαία Ελληνική, Γρηγορόπουλος Δ., Μπαλιάτσας Β., Μπαλιάτσας Δ., Αρβανίτη Ε., Τσίγκρη Π., Εκδόσεις Έννοια, 2002</ref>


== Ως ταυτότητα φύλου ==
== Ως ταυτότητα φύλου ==

Έκδοση από την 12:36, 10 Οκτωβρίου 2016

Η λέξη ανδρόγυνο πρόερχεται από την Ελληνική γλώσσα και συνδυάζει τις λέξεις άνδρας και γυνή, δηλαδή γυναίκα, και χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που συνδυάζουν αντρικά με θηλυκά χαρακτηριστικά, είτε σε θέματα προσωπικότητας ή μόδας, είτε σε όσον αφορά το σώμα τους (ίντερσεξ).[1] Στην Ελληνική γλώσσα η λέξη ανδρόγυνο σημαίνει ερωτικό ζευγάρι γυναίκας με άντρα.[2]

Ως ταυτότητα φύλου

Ένα ανδρόγυνο ως ταυτότητα φύλου είναι ένα άτομο που δεν ταιριάζει ούτε στο ρόλο φύλου του άνδρα ούτε και της γυναίκας όπως ορίζονται στη κοινωνία στην οποία γεννήθηκε ή ζει. Μια άλλη λέξη είναι η ambigender (αμφίβολο φύλο). Πολλά ανδρόγυνα λένε πως είναι ψυχολογικά μεταξύ του άντρα και της γυναίκας, ή εντελώς άσχετα με το θέμα του φύλου. Μπορεί επίσης να ονομάζονται μη-φυλικά άτομα, ουδετεροφυλικά άτομα, άφυλα άτομα, ή άτομα που είναι μεταξύ των φύλων, διαφυλικά άτομα, δίφυλα άτομα,"πανφυλικά άτομα" ή υγροφυλικά άτομα (genderfluid).[εκκρεμεί παραπομπή] Με απλά λόγια, ένα ανδρόγυνο είναι συνδυασμός άντρα και γυναίκας σε ένα σώμα και άρα ανήκουν ταυτόχρονα και στα δύο φύλα.

Παλιά η λέξη ανδρόγυνο ήταν συνώνυμο του ερμαφρόδιτου, αλλά σήμερα λέμε μεσοφυλικό άτομο (intersex).[εκκρεμεί παραπομπή]

Δείτε επίσης

Παραπομπές

  1. Πρότυπο:OED
  2. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας με Αναγωγή στην Αρχαία Ελληνική, Γρηγορόπουλος Δ., Μπαλιάτσας Β., Μπαλιάτσας Δ., Αρβανίτη Ε., Τσίγκρη Π., Εκδόσεις Έννοια, 2002

Επιπλέον ανάγνωση

  • Τα πρόσωπα της ανδρογυνίας, Διαβάζω, τ/χ.429,(Μάιος 2002), σελ.98-128

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Androgyny της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).