Πόλεμος Μπόσιν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ignoto (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ignoto (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 24: Γραμμή 24:
Η αιτία του πολέμου βρισκόταν στην δυσαρέσκεια μεταξύ πολλών ευγενών και νεαρών [[Σαμουράι]] σχετικά με την αντιμετώπιση των ξένων δυνάμεων από τον [[σόγκουν]], μετά το [[Άνοιγμα της Ιαπωνίας]] της περασμένης δεκαετίας<ref>{{Cite book|title=A Guide to the Japanese Civil War: The Boshin War Of 1868|last=Charlotte|first=Adele|publisher=BiblioBazaar|year=2012|isbn=1278913300|location=Αγγλία|page=13}}</ref>. Η όλο και αυξανόμενη δυτική επιρροή στην οικονομία της Ιαπωνίας οδηγούσε σε παρακμή παρόμοια με αυτήν των άλλων ασιατικών λαών αυτής της περιόδου<ref>{{Cite web|url=http://www.kcpwindowonjapan.com/2014/12/looking-back-on-the-boshin-war/|title=Looking Back on the Boshin War|website=www.kcpwindowonjapan.com|accessdate=2016-08-27}}</ref>. Μια συμμαχία από δυτικούς Σαμουράι, πιο συγκεκριμένα οι φατρίες των [[Τσοσού]], [[Σατσούμα]] και [[Τόσα]], και αυλικών αξιωματούχων, κατάφερε και απέκτησε τον έλεγχο της αυτοκρατορικής αυλής και να επηρεάσει τον αυτοκράτορα [[Μεϊτζί]]. Ο κυβερνών μέχρι τότε [[σόγκουν]], [[Τοκουγκάβα Γιοσινόμπου]], αντιλαμβανόμενος το επισφαλές της θέσης του, παραιτήθηκε υπέρ της αυτοκρατορικής εξουσίας<ref>{{Cite book|title=Japan at War: An Encyclopedia|last=Louis G.|first=Perez|publisher=ABC-CLIO|year=8 Ιανουαρίου 2013|isbn=978-1598847413|location=Αγγλία|page=438}}</ref>. Με αυτή του την κίνηση, ο Τοκουγκάβα ήλπιζε ότι ο οίκος του θα διασωθεί και ότι θα συμμετείχε σε μελλοντικές κυβερνήσεις.
Η αιτία του πολέμου βρισκόταν στην δυσαρέσκεια μεταξύ πολλών ευγενών και νεαρών [[Σαμουράι]] σχετικά με την αντιμετώπιση των ξένων δυνάμεων από τον [[σόγκουν]], μετά το [[Άνοιγμα της Ιαπωνίας]] της περασμένης δεκαετίας<ref>{{Cite book|title=A Guide to the Japanese Civil War: The Boshin War Of 1868|last=Charlotte|first=Adele|publisher=BiblioBazaar|year=2012|isbn=1278913300|location=Αγγλία|page=13}}</ref>. Η όλο και αυξανόμενη δυτική επιρροή στην οικονομία της Ιαπωνίας οδηγούσε σε παρακμή παρόμοια με αυτήν των άλλων ασιατικών λαών αυτής της περιόδου<ref>{{Cite web|url=http://www.kcpwindowonjapan.com/2014/12/looking-back-on-the-boshin-war/|title=Looking Back on the Boshin War|website=www.kcpwindowonjapan.com|accessdate=2016-08-27}}</ref>. Μια συμμαχία από δυτικούς Σαμουράι, πιο συγκεκριμένα οι φατρίες των [[Τσοσού]], [[Σατσούμα]] και [[Τόσα]], και αυλικών αξιωματούχων, κατάφερε και απέκτησε τον έλεγχο της αυτοκρατορικής αυλής και να επηρεάσει τον αυτοκράτορα [[Μεϊτζί]]. Ο κυβερνών μέχρι τότε [[σόγκουν]], [[Τοκουγκάβα Γιοσινόμπου]], αντιλαμβανόμενος το επισφαλές της θέσης του, παραιτήθηκε υπέρ της αυτοκρατορικής εξουσίας<ref>{{Cite book|title=Japan at War: An Encyclopedia|last=Louis G.|first=Perez|publisher=ABC-CLIO|year=8 Ιανουαρίου 2013|isbn=978-1598847413|location=Αγγλία|page=438}}</ref>. Με αυτή του την κίνηση, ο Τοκουγκάβα ήλπιζε ότι ο οίκος του θα διασωθεί και ότι θα συμμετείχε σε μελλοντικές κυβερνήσεις.


Ωστόσο, στρατιωτικές κινήσεις των αυτοκράτορικών δυνάμεων, ανταρτικές βιαιότητες στην πόλη [[Έντο]] και αυτοκρατορικό διάταγμα υπαγορευμένο από τους [[Σατσούμα]] και [[Τσοσού]] που καθαιρούσε τον οίκο των Τοκουγκάβα, οδήγησε τον Γιοσινόμπου στην οργάνωση μιας στρατιωτικής εκστρατείας προκειμένου να συλλάβει την αυτοκρατορική αυλή στο [[Κυότο]]. Οι τύχες του πολέμου γύρισαν γρήγορα υπέρ της μικρότερης Το καθεστώς γρήγορα τάχθηκε υπέρ της μικρότερης αλλά σχετικά εκσυγχρονισμένης αυτοκρατορικής παράταξης <ref>Drea, Edward. ''Japan’s Imperial Army : Its Rise and Fall, 1853-1945''. Kansas: University Press of Kansas, 2009.</ref> και ύστερα από μια σειρά μαχών που κορυφώθηκαν με την παράδοση της Έντο, ο ίδιος ο Γιοσινόμπου παραδόθηκε. Οι πιστοί στους Τοκουγκάβα υποχώρησαν αρχικά στην Βόρεια [[Χονσού]] και ύστερα στην [[Χοκκάιντο]], όπου και ίδρυσαν την [[Δημοκρατία του Έζο]]. Η ήττα τους στην [[Μάχη του Χάκοντάτε]] εξάλειψε και το τελευταίο προπύργιο του Σόγκουν και η αυτοκρατορική κυριαρχία ήταν πλέον γεγονός σε όλη την Ιαπωνία. Έτσι τελείωσε και η στρατιωτική φάση της [[Μεταρρύθμιση Μεϊτζί|Μεταρρύθμισης Μεϊτζί]]<ref>{{Cite web|url=http://www.lehigh.edu/~rfw1/courses/1999/spring/ir163/Papers/pdf/shs3.pdf|title=The Meiji Restoration: Roots of Modern Japan|last=|first=|date=|website=Lehigh University|publisher=|accessdate=27 Αυγούστου 2016}}</ref>.
Ωστόσο, στρατιωτικές κινήσεις των αυτοκράτορικών δυνάμεων, ανταρτικές βιαιότητες στην πόλη [[Έντο]] και αυτοκρατορικό διάταγμα υπαγορευμένο από τους [[Σατσούμα]] και [[Τσοσού]] που καθαιρούσε τον οίκο των Τοκουγκάβα, οδήγησε τον Γιοσινόμπου στην οργάνωση μιας στρατιωτικής εκστρατείας προκειμένου να συλλάβει την αυτοκρατορική αυλή στο [[Κυότο]]. Οι τύχες του πολέμου γύρισαν γρήγορα υπέρ της μικρότερης αλλά σχετικά εκσυγχρονισμένης αυτοκρατορικής παράταξης <ref>Drea, Edward. ''Japan’s Imperial Army : Its Rise and Fall, 1853-1945''. Kansas: University Press of Kansas, 2009.</ref> και ύστερα από μια σειρά μαχών που κορυφώθηκαν με την παράδοση της Έντο, ο ίδιος ο Γιοσινόμπου παραδόθηκε. Οι πιστοί στους Τοκουγκάβα υποχώρησαν αρχικά στην Βόρεια [[Χονσού]] και ύστερα στην [[Χοκκάιντο]], όπου και ίδρυσαν την [[Δημοκρατία του Έζο]]. Η ήττα τους στην [[Μάχη του Χάκοντάτε]] εξάλειψε και το τελευταίο προπύργιο του Σόγκουν και η αυτοκρατορική κυριαρχία ήταν πλέον γεγονός σε όλη την Ιαπωνία. Έτσι τελείωσε και η στρατιωτική φάση της [[Μεταρρύθμιση Μεϊτζί|Μεταρρύθμισης Μεϊτζί]]<ref>{{Cite web|url=http://www.lehigh.edu/~rfw1/courses/1999/spring/ir163/Papers/pdf/shs3.pdf|title=The Meiji Restoration: Roots of Modern Japan|last=|first=|date=|website=Lehigh University|publisher=|accessdate=27 Αυγούστου 2016}}</ref>.


Περίπου 120.000 άνδρες κινητοποιήθηκαν και εξ αυτών περίπου 3.500 σκοτώθηκαν κατά την διάρκεια των συγκρούσεων. Στο τέλος η νικήτρια αυτοκρατορική παράταξη εγκατέλειψε τον αρχικό σκοπό της να διώξει τους ξένους από την Ιαπωνία και αντ' αυτού υιοθέτησε πολιτική συνεχούς εκσυγχρονισμού αποβλέποντας στην επαναδιαπραγμάτευση των [[Άνισες Συμφωνίες|Άνισων Συμφωνιών]] που έγιναν με τις δυτικές δυνάμεις. Με την επιμονή του Σαιγκό Τκαμόρι, ενός επιφανούς ηγέτη των αυτοκρατορικών, οι πιστοί του Τογκουκάβα έτυχαν επιεικούς μεταχείρισης και σε πολλούς από τους αρχηγούς τους και σε σαμουράι δόθηκαν θέσεις ευθύνης στην νέα κυβέρνηση.
Περίπου 120.000 άνδρες κινητοποιήθηκαν και εξ αυτών περίπου 3.500 σκοτώθηκαν κατά την διάρκεια των συγκρούσεων. Στο τέλος η νικήτρια αυτοκρατορική παράταξη εγκατέλειψε τον αρχικό σκοπό της να διώξει τους ξένους από την Ιαπωνία και αντ' αυτού υιοθέτησε πολιτική συνεχούς εκσυγχρονισμού αποβλέποντας στην επαναδιαπραγμάτευση των [[Άνισες Συμφωνίες|Άνισων Συμφωνιών]] που έγιναν με τις δυτικές δυνάμεις. Με την επιμονή του Σαιγκό Τκαμόρι, ενός επιφανούς ηγέτη των αυτοκρατορικών, οι πιστοί του Τογκουκάβα έτυχαν επιεικούς μεταχείρισης και σε πολλούς από τους αρχηγούς τους και σε σαμουράι δόθηκαν θέσεις ευθύνης στην νέα κυβέρνηση.

Έκδοση από την 23:09, 3 Οκτωβρίου 2016

Πόλεμος Μπόσιν
Ηπειρωτική Ιαπωνία
Χρονολογία1868–1869
ΤόποςΙαπωνία
ΑίτιαΕμπλοκή των ξένων στην Ιαπωνική οικονομία
ΜέθοδοιΓρήγορος εκσυγχρονισμός στρατού
Αποτέλεσμα
  • Νίκη της Αυτοκρατορικής πλευράς
  • Τέλος του Σόγκουν
  • Αποκατάσταση Αυτοκρατορικής Κυβέρνησης
Αντιμαχόμενοι

Αυτοκρατορική Κυβέρνηση
Απολογισμός
Απώλειες8.200 άνθρωποι (στρατιώτες και πολίτες)
ΤραυματίεςΠάνω από 5.000

Ο Πόλεμος Μπόσιν (戊辰戦争, Μπόσιν Σενσό, «Πόλεμος του έτους του Επίγειου Δράκου Γιάνγκ»), ή αλλιώς Ιαπωνική Επανάσταση, ήταν εμφύλιος πόλεμος στην Ιαπωνία που έγινε κατά τα έτη 1868–69 μεταξύ των δυνάμεων του Σογκουνάτο Τοκουγκάβα και δυνάμεων πιστών στον αυτοκράτορα της Ιαπωνίας που ήθελαν να επαναφέρουν την εξουσία της αυτοκρατορικής αυλής[1].

Η αιτία του πολέμου βρισκόταν στην δυσαρέσκεια μεταξύ πολλών ευγενών και νεαρών Σαμουράι σχετικά με την αντιμετώπιση των ξένων δυνάμεων από τον σόγκουν, μετά το Άνοιγμα της Ιαπωνίας της περασμένης δεκαετίας[2]. Η όλο και αυξανόμενη δυτική επιρροή στην οικονομία της Ιαπωνίας οδηγούσε σε παρακμή παρόμοια με αυτήν των άλλων ασιατικών λαών αυτής της περιόδου[3]. Μια συμμαχία από δυτικούς Σαμουράι, πιο συγκεκριμένα οι φατρίες των Τσοσού, Σατσούμα και Τόσα, και αυλικών αξιωματούχων, κατάφερε και απέκτησε τον έλεγχο της αυτοκρατορικής αυλής και να επηρεάσει τον αυτοκράτορα Μεϊτζί. Ο κυβερνών μέχρι τότε σόγκουν, Τοκουγκάβα Γιοσινόμπου, αντιλαμβανόμενος το επισφαλές της θέσης του, παραιτήθηκε υπέρ της αυτοκρατορικής εξουσίας[4]. Με αυτή του την κίνηση, ο Τοκουγκάβα ήλπιζε ότι ο οίκος του θα διασωθεί και ότι θα συμμετείχε σε μελλοντικές κυβερνήσεις.

Ωστόσο, στρατιωτικές κινήσεις των αυτοκράτορικών δυνάμεων, ανταρτικές βιαιότητες στην πόλη Έντο και αυτοκρατορικό διάταγμα υπαγορευμένο από τους Σατσούμα και Τσοσού που καθαιρούσε τον οίκο των Τοκουγκάβα, οδήγησε τον Γιοσινόμπου στην οργάνωση μιας στρατιωτικής εκστρατείας προκειμένου να συλλάβει την αυτοκρατορική αυλή στο Κυότο. Οι τύχες του πολέμου γύρισαν γρήγορα υπέρ της μικρότερης αλλά σχετικά εκσυγχρονισμένης αυτοκρατορικής παράταξης [5] και ύστερα από μια σειρά μαχών που κορυφώθηκαν με την παράδοση της Έντο, ο ίδιος ο Γιοσινόμπου παραδόθηκε. Οι πιστοί στους Τοκουγκάβα υποχώρησαν αρχικά στην Βόρεια Χονσού και ύστερα στην Χοκκάιντο, όπου και ίδρυσαν την Δημοκρατία του Έζο. Η ήττα τους στην Μάχη του Χάκοντάτε εξάλειψε και το τελευταίο προπύργιο του Σόγκουν και η αυτοκρατορική κυριαρχία ήταν πλέον γεγονός σε όλη την Ιαπωνία. Έτσι τελείωσε και η στρατιωτική φάση της Μεταρρύθμισης Μεϊτζί[6].

Περίπου 120.000 άνδρες κινητοποιήθηκαν και εξ αυτών περίπου 3.500 σκοτώθηκαν κατά την διάρκεια των συγκρούσεων. Στο τέλος η νικήτρια αυτοκρατορική παράταξη εγκατέλειψε τον αρχικό σκοπό της να διώξει τους ξένους από την Ιαπωνία και αντ' αυτού υιοθέτησε πολιτική συνεχούς εκσυγχρονισμού αποβλέποντας στην επαναδιαπραγμάτευση των Άνισων Συμφωνιών που έγιναν με τις δυτικές δυνάμεις. Με την επιμονή του Σαιγκό Τκαμόρι, ενός επιφανούς ηγέτη των αυτοκρατορικών, οι πιστοί του Τογκουκάβα έτυχαν επιεικούς μεταχείρισης και σε πολλούς από τους αρχηγούς τους και σε σαμουράι δόθηκαν θέσεις ευθύνης στην νέα κυβέρνηση.

Όταν άρχισε ο πόλεμος αυτός η Ιαπωνία ήδη βρισκόταν σε περίοδο εκσυγχρονισμού, σημειώνοντας την ίδια πρόοδο με αυτήν των εκβιομηχανισμένων δυτικών εθνών. Αλλά η Ιαπωνία προστάτευε την εύτρωτη οικονομία της απορρίπτοντας την επιβεβλημένη από την Δύση ελευθερία του εμπορίου. Και δεδομένου ότι αυτά τα δυτικά έθνη, ιδιαίτερα η Βρετανία και η Γαλλία, είχαν έντονη ανάμειξη στην πολιτική της Ιαπωνίας, η εγκαθίδρυση της αυτοκρατορικής εξουσίας περιέπλεκε τα πράγματα. Με τον καιρό, ο πόλεμος αυτός εξιδανικεύτηκε σαν "αναίμακτη επανάσταση" παρά τον μεγάλο αριθμό των απωλειών.

Πολιτικό υπόβαθρο

Πρόωρη δυσαρέσκεια στο Σογκουνάτο

Σαμουράι που κρατούν σημαίες Sonnō jōi.

Για δύο αιώνιες πριν το 1854, η Ιαπωνία είχε περιορισμένο εμπόριο με ξένα κράτη, με αξιοσημείωτες εξαιρέσεις την Κορέα, την Κίνα της Δυναστείας Τσινγκ και την Ολλανδία[7]. To 1854, o Αμερικανός αξιωματικός του ναυτικού Μάθιου Πέρρυ κατάφερε και άνοιξε το Ιαπωνικό εμπόριο σε όλον τον κόσμο με απειλή βίας, αρχίζοντας μια περίοδο γρήγορου εκσυγχρονισμού και διεθνούς εμπορίου. Οι συμφωνίες που συνήψαν πολλές δυτικές δυνάμεις με τους Ιάπωνες μετά το άνοιγμα της χώρας ονομάστηκαν άνισες, λόγω των ταπεινωτικών για τους Ιάπωνες όρων.[8]. Αυτή ήταν η αιτία που δημιουργήθηκε έντονο εχθρότητας ενάντια στο Σογκουνάτο, που εκφράστηκε με το κίνημα Σοννό τζοΐ (尊皇攘夷, κυριολεκτικά: Τιμήστε τον αυτοκράτορα, διώξτε τους βάρβαρους!)[9].

Ιάπωνες στρατιώτες με Δυτικές στολές.

Ο αυτοκράτορας Κομέι έτρεφε τα ίδια αισθήματα και -παρά την μακραίωνα αυτοκρατορική παράδοση- άρχισε να έχει ενεργό ρόλο στην πολιτική σκηνή της χώρας. Τοποθετήθηκε απερίφραστα κατά των συμφωνιών και προσπάθησε να αναμιχθεί στην διαδοχή του Σόγκουν. Οι προσπάθειες του κορυφώθηκαν τον Μάρτιο του 1863 με το "Διάταγμα Εκδίωξης των Βαρβάρων"[10] (攘夷勅命, Τζόι τσοκουμέι). Αν και το Σογκουνάτο δεν είχε την πρόθεση να το εφαρμόσει, το διάταγμα ωστόσο ενέπνευσε πολλές επιθέσεις είτε εναντίον τόσο του Σογκουνάτου όσο και των ξένων[11]. Η σημαντικότερη από τις ενέργειες αυτές αφορούσε τον Άγγλο έμπορο Τσαρλς Λέννοξ Ρίτσαρντσον, για τον θάνατο του οποίου η κυβέρνηση Τοκουγκάβα πλήρωσε αποζημίωση εκατό χιλιάδων αγγλικών λιρών. Άλλη ενέργεια στα πλαίσια αυτών των αντιδράσεων ήταν ο βομβαρδισμός ξένων πλοίων στο Σιμονοσέκι.

Το επόμενο έτος 1864 οι ξένες δυνάμεις ανταπέδωσαν τις επιθέσεις αυτές με βομβαρδισμό πολλών πόλεων, όπως ο βρετανικός βομβαρδισμός της Καγκοσίμα και ο πολυεθνικός του Σιμονοσέκι. Τον ίδιο περίπου καιρό, δυνάμεις των Τσοσού μαζί με Ρόνιν κήρυξαν την Εξέγερση Χαμαγκούρι προσπαθώντας να καταλάβουν την πόλη του Κυότο όπου βρισκόταν η αυτοκρατορική αυλή[12] αλλά απωθήθηκαν από τον μέλλοντα Σόγκουν Τοκουγκάβα Γιοσινόμπου. Το Σογκουνάτο οργάνωσε εκστρατεία τιμωρίας ενάντια στους Τσοσού, την Πρώτη Εκστρατεία Τσοσού, και τους υπέταξε χωρίς μάχη[13]. Σε αυτό το σημείο η αρχική αντίσταση μεταξύ της ηγεσίας των Τσοσού και της αυτοκρατορικής αυλής υποχώρησε, αλλά κατά τον επόμενο χρόνο φάνηκε ότι ο Σόγκουν δεν μπορούσε να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της χώρας γιατί πολλοί φεουδάρχες άρχισαν να αγνοούν τις εντολές του Έντο (σήμερα Τόκιο).

Ξένη στρατιωτική υποστήριξη

Ιαπωνικό ιππικό στα χνάρια του αντίστοιχου Γαλλικού.

Παρά τον βομβαρδισμό της Καγκοσίμα, οι Σατσούμα είχαν δημιουργήσει στενούς δεσμούς με την Βρετανία και αναδιοργάνωναν τον στρατό τους στα δυτικά πρότυπα. Πολλοί ξένοι πωλούσαν διάφορα στρατιωτικά είδη σε ιαπωνικές φατρίες, όπως πολεμικά πλοία και μουσκέτα. Αξιόλογο είναι το παράδειγμα με τον Τόμας Μπλέικ Γκλόβερ ο οποίος εκτός από το ότι πούλησε είδη στους Ιάπωνες, βοήθησε να απομακρυνθεί το φεουδαρχικό σύστημα από πολλές ιαπωνικές πόλεις[14]. Αμερικάνοι και Βρετανοί γνώστες σε ζητήματα πολέμου (συνήθως πρώην αξιωματικοί) ίσως βοήθησαν και στον ένοπλο αγώνα. Ο Βρετανός πρεσβευτής Χάρυ Σμίθ Πάρκς υποστήριξε αντι-σουγκουνικές δυνάμεις προκειμένου να δημιουργήσει μια ενοποιημένη Ιαπωνία υπό τον Αυτοκράτορα και να διώξει τις επιδράσεις των Γάλλων[15]. Αυτόν τον καιρό, διάφοροι νότιοι Ιάπωνες δημιούργησαν προσωπικούς δεσμούς με ξένους.

Το σογκουνάτο επίσης προετοιμαζόταν για στρατιωτικές επιχειρήσεις και με την βοήθεια των Γάλλων εκσυγχρόνιζαν τον στρατό τους. Βασίστηκαν στους Γάλλους κυρίως επειδή εκείνοι είχαν το κύρος του Ναπολέων αλλά και επειδή οι Βρετανοί αρνήθηκαν να τους βοηθήσουν[16]. Το σογκουνάτο κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες προκειμένου να έχει τον πιο εκσυγχρονισμένο στρατό. Έχτισε στόλο που βασιζόταν σε οκτώ ατμοκίνητα πλοία, ήδη ο δυνατότερος σε όλη την Ασία. Το 1865 ολοκληρώθηκε το πρώτο μοντέρνο ναυτικό οπλοστάσιο στην Ιαπωνία στην πόλη Γιοκοσούκα. Τον Ιανουάριο του 1867 έφθασαν Βρετανικές δυνάμεις στο πλευρό του Σόγκουν και αναδιοργάνωσαν τον στρατό δημιουργώντας μια νέα επίλεκτη μονάδα, τους Ντενσουτάι (伝習隊)[17]. Επίσης δυνάμεις του Αυτοκράτορα παρήγγειλαν ένα CSS Stonewall από τους Αμερικάνους. Παρόλο που καθυστέρησε η άφιξη του, μόλις το παρέλαβαν το χρησιμοποίησαν κατευθείαν υπό την ονομασία Κοτέτσου (甲鉄, κυριολεκτικά: τεθωρακισμένο)[18].

Πραξικοπήματα

Εκσυγχρονισμένη μονάδα πεζικού.
Γάλλοι αξιωματικοί κάνουν ασκήσεις σε Ιάπωνες στρατιώτες.

Μετά από επιτυχημένο πραξικόπημα εντός των Τσοσού που επέστρεψε την εξουσία στην προηγούμενη εξτρεμιστική φατρία που αντιτίθεται στον Σόγκουν, το σογκουνάτο έκρινε απαραίτητη την διοργάνωση μιας Δεύτερης εκστρατείας εναντίον των Τσοσού[19]. Αυτό ανάγκασε τους Τσοσού να συνάψουν μυστική συμμαχία με τους Σατσούμα και ως αποτέλεσμα αυτής της συμμαχίας ήταν η νίκη που πέτυχαν οι δυνάμεις Τσοσού-Σατσούμα εναντίον δυνάμεων του Σόγκουν. Το ίδιο έτος πέθαναν ο Σόγκουν και ο Αυτοκράτορας. Διάδοχοι ορίστηκαν οι Γιοσινόμπου και Μεϊτζί.

Στις 9 Νοεμβρίου 1867 μια μυστική οργάνωση ιδρύθηκε από τους Σατσούμα και Τσοσού, φιλική πρός τον Αυτοκράτορα, με σκοπό: "την σφαγή του προδότη Γιοσινόμπου"[20]. Πριν από αυτό όμως, ο ίδιος ο Γιοσινόμπου παρέδωσε την εξουσία του στον Αυτοκράτορα, και ορκίστηκε ότι η ύπαρξη του ήταν για να υποστηρίζει τα συμφέροντα του Αυτοκράτορα[21]. Το Σογκουνάτο Τογκουκάβα έφτασε στο τέλος του.

Μολονότι η παραίτηση του Γιοσινόμπου δημιούργησε πολλές αδυναμίες στην ανώτατη κυβέρνηση, εκείνος συνέχισε, έστω και άτυπα, την διακυβέρνηση του. Είναι γεγονός ότι η δυναστεία των Τοκουγκάβα θα είχε σημαντική θέση και ρόλο στα γεγονότα των επόμενων ετών. Οι ουσιαστικές εμφύλιες συγκρούσεις άρχισαν όταν μέλη των Τσοσού και Σατσούμα εισέβαλλαν στο Αυτοκρατορικό Παλάτι του Κυότο και την επόμενη μέρα τοποθέτησαν στον θρόνο τον τότε δεκαπεντάχρονο Αυτοκράτορα Μεϊτζί όπου και δήλωσε ότι αναλαμβάνει όλα του τα καθήκοντα. Αν και η πλειοψηφία του Αυτοκρατορικού Συμβουλίου ήταν ευχαριστημένη με την συγκυρία και υποστήριζαν συγκυβέρνηση με τον Σόγκουν, υπήρχαν κάποιοι που ήταν υπέρ της κατάργησης του Σόγκουν και ήθελαν να κατάσχουν τις κτήσεις του Γιοσινόμπου[20].

Ο Γιοσινόμπου στην αρχή δέχθηκε να έχει χαμηλότερη θέση προκειμένου να συγκυβερνήσει με τον Αυτοκράτορα. Στις 17 Ιανουαρίου 1868 ανακοίνωσε ότι δεν δέχεται αυτούς τους όρους, δεν αναγνωρίζει τον Αυτοκράτορα ως ανώτερο του και απαίτησε να ακυρωθεί η απόφαση συγκυβέρνησης. Λίγες μέρες αργότερα, στις 24 Ιανουαρίου, οργάνωσε επίθεση στο Κυότο που τότε ελέγχονταν από δυνάμεις των Τσοσού και Σατσούμα. Αυτή η απόφαση δημιουργήθηκε αφού έμαθε ότι είχαν γίνει πολλοί εμπρησμοί στην πόλη Έντο. Υπαίτιος για αυτό θεωρήθηκε ένας ρόνιν των Σατσούμα που την ίδια μέρα επιτέθηκε σε δημόσιο γραφείο. Για να ανταποκριθούν σε αυτές τις συγκυρίες, δυνάμεις του Σόγκουν επιτέθηκαν στην κατοικία του ηγέτη των Σατσούμα που βρισκόταν στην Έντο. Επίσης εκεί βρισκόντουσαν πολλοί αντισογκουνικοί που δημιουργούσαν προβλήματα. Η κατοικία κάηκε ολοσχερώς και υπήρξαν πολλοί νεκροί[22].

Πρώτες συγκρούσεις

Ο Γιοσινόμπου φεύγει από την Μάχη Τομπά-Φουσίμι ηττημένος. Διακρίνεται πίσω το φλεγόμενο κάστρο του.

Στις 27 Ιανουαρίου 1868, δυνάμεις του Σόγκουν επιτέθηκαν σε συνδυασμένες δυνάμεις των Τσοσού και Σατσούμα κοντά στην Τομπά και Φουσίμι. Ένα μέρος από τους 15.000 στρατιώτες που είχε η στρατιά του Σόγκουν είχαν εκπαιδευτεί από τους Γάλλους, αλλά η πλειονότητα ήταν παραδοσιακοί Σαμουράι. Οι δυνάμεις των Τσοσού και Σατσούμα ήταν λιγότεροι με μόλις 5.000 στρατιώτες. Η στρατιά των Τσοσού-Σατσούμα όμως ήταν πλήρως εκσυγχρονισμένη. Είχαν κανόνια Χάουιτσερ, τυφέκια και λίγα Γκάτλινγκ πολυβόλα[23]. Η πρώτη ημέρα της μάχης δεν ήταν αποφασιστική. Την δεύτερη ημέρα οι δυνάμεις Τσοσού-Σατσούμα ύψωσαν την Αυτοκρατορική σημαία και όρισαν ως διοικητή της στρατιάς έναν συγγενή του Αυτοκράτορα. Έτσι, αυτός ήταν ο πρώτος επίσημος Αυτοκρατορικός Στρατός (官軍, κανγκούν)[24]. Την ίδια ημέρα, πολλοί φεουδαρχικοί ηγέτες μικρών φατριών πρόδωσαν τον Σόγκουν και τάχθηκαν με το μέρος του Αυτοκράτορα. Κατά αυτόν τον τρόπο πλέον ο Αυτοκρατορικός Στρατός είχε πλεονέκτημα[25].

Στις 7 Φεβρουαρίου ο Γιοσινόμπου συντετριμμένος από τις προδοσίες και τις αυτοκρατορικές κινήσεις προσέφυγε στην Έντο. Μαζί με αυτόν υποχώρησαν και οι δυνάμεις του Σόγκουν, καθιστώντας την μάχη Τομπά-Φουσίμι νίκη της Αυτοκρατορικής παράταξης, αν και ιστορικοί εκτιμούν ότι την μάχη θα την είχε κερδίσει ο στρατός του Σόγκουν[26]. Το κάστρο της Οσάκα την επόμενη μέρα πυρπολήθηκε, δίνοντας και επίσημο τέλος στην μάχη[27].

Περίπου την ίδια περίοδο, στις 28 Ιανουαρίου 1868, έγινε η πρώτη ναυμαχία του πολέμου: η Ναυμαχία της Άγουα μεταξύ μέρος του Αυτοκρατορικού στόλου και του στόλου του Σόγκουν. Η μάχη παρόλο που δεν είχε μεγάλη σημασία και ούτε συμμετείχαν πολλά πλοία, έληξε υπέρ του Σόγκουν[28].

Νίκη της Αυτοκρατορικής Παράταξης.

Στην διπλωματική μεριά, υπουργοί εξωτερικών από πολλές χώρες συγκεντρώθηκαν στο ανοικτό λιμάνι του Χιόγκο τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους και ανακοίνωσαν ότι αναγνωρίζουν τον Σόγκουν ως την μόνη κανονική κυβέρνηση της Ιαπωνίας. Ο Γιοσινόμπου πήρε ελπίδες από αυτές τις δηλώσεις περιμένοντας ότι οι μεγάλες δυνάμεις θα τον υποστήριζαν στον πόλεμο. Ωστόσο λίγες μέρες αργότερα αυτοκρατορική πομπή επισκέφθηκε τους υπουργούς ανακοινώνοντας ότι ο Σόγκουν δεν υπήρχε πλέον, ότι τα λιμάνια θα ήταν ανοικτά βάσει των παγκόσμιων συνθηκών και ότι οι ξένοι έμποροι θα δεχόντουσαν προστασία από τον Αυτοκράτορα. Γρήγορα τότε οι υπουργοί αποφάσισαν να αναγνωρίσουν τον Αυτοκράτορα ως νέα κυβέρνηση[29].

Παρόλο που οι ξένοι υποστήριξαν ενεργά τον αυτοκράτορα, πολλά εθνικιστικά κινήματα που εκτελούσαν ανοικτές επιθέσεις σε ξένους αναπτύχθηκαν ραγδαία υποβοηθούμενα από τον Σόγκουν. Σημαντική είναι η περίπτωση της Σακάι, όπου πολλοί Σαμουράι εθνικιστές επιτέθηκαν και σκότωσαν αρκετούς ναυτικούς του Γαλλικού Πολεμικού Ναυτικού[30].

Κυρίευση της Έντο

Αποτύπωση της Μάχης του Ουένο.

Στις αρχές του Φεβρουαρίου του ίδιου έτους ο Γάλλος πρεσβευτής Λεόν Ροσέ δημιούργησε σχέδιο προκειμένου να σταματήσει η εισβολή στρατευμάτων του Αυτοκράτορα στην Ονταγουάρα που ήταν επίσης και το τελευταίο στρατηγικό σημείο πριν την πολή-κλειδί Έντο. Ο Σόγκουν όμως αποφάσισε να μην αφήσει το σχέδιο να τεθεί σε εφαρμογή και ο Ροσέ θυμωμένος παραιτήθηκε από την θέση του ως Γάλλος πρεσβευτής[31]. Τον Μάρτιο πολλές χώρες υπέγραψαν σύμφωνο που αναγνώριζε σε αυτές πλήρη ουδετερότητα και απαγορεύτηκε η συμμετοχή στον Εμφύλιο Πόλεμο της Ιαπωνίας. Αυτή η συμφωνία επιτεύχθηκε χάρη στους διπλωματικούς ελιγμούς του Βρετανού Υπουργού Χάρρυ Πάρκς[32].

Τα Αυτοκρατορικά στρατεύματα ήταν νικηφόρα και προχωρούσαν χωρίς ενόχληση στην Βόρεια και Ανατολική Ιαπωνία και νίκησαν στην Μάχη Κοσού-Κατσουνούμα[33]. Σε λίγο καιρό περικύκλωσαν την Έντο (Μάιος 1868) που παραδόθηκε σχετικά γρήγορα[34]. Πολλοί επαναστάτες συνέχισαν την αντίσταση ακόμη και μετά την πτώση της πόλης, αλλά ηττήθηκαν στην Μάχη της Ουένο λίγο καιρό αργότερα[35].

Εν τω μεταξύ, ο ηγέτης του στόλου του Σόγκουν αρνήθηκε να παραδώσει τον στόλο του στις δυνάμεις του Αυτοκράτορα και κινήθηκε βόρεια ώστε να οργανώσει μια αντεπίθεση κατά των Αυτοκρατορικών θέσεων. Είχε μαζί του οκτώ ατμόπλοια και περίπου 2.000 άνδρες[36].

Η δημιουργία του Βόρειου Συνασπισμού

Αναπαράσταση της Μάχης της Αϊζού.

Μετά την παράδοση του Γιοσινόμπου, η πλειονότητα της Ιαπωνίας αποδέχθηκε την κυβέρνηση του Αυτοκράτορα. Ωστόσο, πολλές φατρίες της Βόρειας Ιαπωνίας, με επίκεντρο αυτή της Αϊζού συνέχισαν την αντίσταση στις δυνάμεις του Αυτοκράτορα. Τον Μάιο πολλοί Ντάιμιο δημιούργησαν συμμαχία προκειμένου να έχουν συλλογική αντίσταση εναντίον του Αυτοκράτορα. Η συμμαχία αυτή, με όνομα Ουέτσου Ρεππάν (奥羽越列藩同盟) είχε ως κύρια μέλη τις φατρίες: Σεντάι, Γιονεζάγουα, Αϊζού, Σονάι και Ναγκαόκα[37]. Ο στρατός τους στο σύνολο αριθμούσε 50.000 άνδρες[38]. Ένας πρίγκηπας του Αυτοκράτορα, ο Κιτασιρακάβα Γιοσιχίσα, τον πρόδωσε προκειμένου να γίνει ο ηγέτης του στρατού του Συνασπισμού[39].

Άγαλμα προς τους Λευκούς Τίγρεις που αυτοκτόνησαν κατά την διάρκεια του Εμφυλίου.

Ο στόλος του Σόγκουν παρότι ήταν μεγαλύτερος σε αριθμό, ήταν πολύ φτωχά εξοπλισμένος και βασιζόταν σε παλαιές μεθόδους πολέμου για να αντιμετωπίσει εχθρικές επιθέσεις. Μοντέρνες υποδομές δεν υπήρχαν και έγιναν κάποιες γρήγορες προσπάθειες για κατασκευή μοντέρνου οπλισμού, όπως κανόνια. Τα κανόνια αυτά τοποθετούνταν στα πλοία με σκοινιά και γάντζους και μπορούσαν να πυροβολήσουν τρεις με τέσσερις φορές πριν σκάσουν. Ωστόσο ο ντάιμιο της φατρίας Ναγκαόκα κατάφερε και απέκτησε δύο με τρία Γκάτλινγκ Πολυβόλα και περίπου 2.000 μοντέρνα τυφέκια από τον Γερμανό έμπορα Χένρυ Σνέλλ[40].

Τον Μάιο του έτους 1868 ο ντάιμιο της Ναγκαόκα κατάφερε και έπληξε βαριά τον Αυτοκρατορικό Στρατό στην Μάχη του Χοκουέτσου[41] αλλά στο τέλος το κάστρο του αλώθηκε. Οι Αυτοκρατορικές δυνάμεις συνέχισαν να κατευθύνονται βόρεια νικώντας δυνάμεις του Σόγκουν στην Μάχη του Περάσματος Μπονάρι που άνοιξε την οδό για την Μάχη της Αϊζού τον Οκτώβριο 1868[42], δημιουργώντας ανεπανόρθωτες βλάβες στην άμυνα των δυνάμεων του Σόγκουν.

Ο συνασπισμός διαλύθηκε, και στις 12 Οκτωβρίου 1868 ο στόλος του Σόγκουν έφυγε από το Σεντάι και κατευθύνθηκε στην πόλη Χοκκάιντο έχοντας αποκτήσει δύο ακόμη πλοία και περίπου 1.000 ακόμη άνδρες οι οποίοι στην πλειονότητα τους ήταν εναπομείνοντες από τις αποτυχημένες μάχες του Σόγκουν. Επίσης στον στόλο υπήρχαν πολλοί Γάλλοι σύμβουλοι.

Στις 26 Οκτωβρίου, η πόλη Έντο μετονομάστηκε σε Τόκιο και η περίοδος Μεϊτζί άρχισε. Η πόλη Αϊζού πολιορκήθηκε και αυτοκτόνησαν όλοι οι Λευκοί Τίγρεις (白虎隊, Μπιακοτάι) οι οποίοι ήταν νεαροί πολεμιστές[43]. Στις 6 Νοεμβρίου κυριεύθηκε και η πολή Αϊζού.

Η εκστρατεία στην Χοκκάιντο

Δημιουργία της Δημοκρατίας του Έζο

Ο πρώτος και τελευταίος πρόεδρος της Δημοκρατίας του Έζο, Ενομότο Τακεάκι.

Ύστερα από την κυριαρχία της πόλης Αϊζού από τα Αυτοκρατορικά στρατεύματα, ο στόλος του Σόγκουν μαζί με διάφορους ξένους σύμβουλους, οι περισσότεροι Γάλλοι κατέφυγαν βόρεια και αγκυροβόλησαν στην πόλη Έζο. Εκεί οργάνωσαν κυβέρνηση βασισμένη στα Αμερικάνικα πρότυπα. Σκοπός της κυβέρνησης αυτής ήταν να δημιουργηθεί ένα ανεξάρτητο κράτος προκειμένου να αναπτυχθεί η πόλη Χοκκάιντο[44]. Το κράτος που δημιουργήθηκε ήταν η Δημοκρατία του Έζο. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό το κράτος ήταν και είναι το μόνο σε ολόκληρη την ιστορία της Ιαπωνίας που ως κύριο σύστημα διακυβέρνησης ήταν η δημοκρατία. Η κυβέρνηση προσπάθησε να έρθει σε επαφή με πολλές ξένες δυνάμεις προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη και ενίσχυση τους, αλλά αυτές οι προσπάθειες δεν τελεσφόρησαν. Οι περισσότερες χώρες δεν αναγνώριζαν το κράτος αυτό ως μια πραγματική οντότητα και το έβλεπαν ως ένα σχισματικό δημιούργημα. Η διοίκηση της Δημοκρατίας πρότεινε στην Αυτοκρατορική κυβέρνηση να συγκυβερνήσουν την γη του πρώην Σόγκουν Τοκουγκάβα, αλλά αυτή η πρόταση δεν έγινε δεκτή από το Αυτοκρατορικό Συμβούλιο[45].

Το κοτέτσου, το πλοίο που ήθελαν να αποκτήσουν οι ναύτες του Σόγκουν.

Τον χειμώνα αναδιοργανώθηκε η άμυνα του κράτους. Ενίσχυσαν τις οχυρώσεις τους στην περιοχή του Χακοντάτε και έκτισαν νέο οχυρό στην Γκοριοκάκου[46]. Οι άνδρες εκπαιδεύθηκαν υπό την καθοδήγηση των Γάλλων. Ο συνολικός στρατός τους αριθμούσε τέσσερις ταξιαρχίες. Η κάθε μια από αυτές διοικούνταν από έναν Γάλλο.

Τελικές ήττες και παράδοση

Ο Αυτοκρατορικός στόλος έφτασε στο λιμάνι της Μιγιάκο στις 20 Μαρτίου. Οι επαναστάτες της Έζο, περιμένοντας αυτήν την κίνηση, οργάνωσαν ένα ριψοκίνδυνο σχέδιο για να κυριαρχήσουν το πλοίο κοτέτσου του Αυτοκρατορικού στόλου. Αρχηγός της απόπειρας ήταν ο Χιτζικάτα Τοσιζό. Τρία πολεμικά πλοία εστάλησαν στο μέτωπο να αντιμετωπίσουν τα αυτοκρατορικά και στην ιστορία αυτή η απόπειρα έμεινε γνωστή ως Μάχη του Κόλπου Μιγιάκο[47]. Η μάχη έληξε ως αποτυχία για την πλευρά του Σόγκουν, κυρίως λόγω του κακού καιρού, κακοδιατηρημένων πλοίων και της χρήσης των πολυβόλων Γκάτλινγκ από την Αυτοκρατορική πλευρά ενάντια στους επιβιβαζόμενους άντρες.

Αναπαράσταση της Μάχης του Χακοντάτε.

Οι Αυτοκρατορικές δυνάμεις εκμεταλλεύτηκαν την νίκη τους και εδραίωσαν την υπεροχή τους στην Ηπειρωτική Ιαπωνία και τον Απρίλιο του 1869 έστειλαν στόλο με περίπου 7.000 άνδρες στην Έζο, αρχίζοντας την Μάχη του Χακοντάτε. Οι Αυτοκρατορικές δυνάμεις προχωρούσαν με μεγάλη ορμή και τακτική και γρήγορα κέρδισαν την Ναυμαχία του Κόλπου Χακοντάτε[48]. Μάλιστα, η ναυμαχία αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη ναυμαχία της Ιαπωνίας που συμμετείχαν μόνο μοντέρνα πλοία. Μετά την μάχη και τις τρομερές ήττες που υπέστησαν οι δυνάμεις του Σόγκουν, το οχυρό στην Γκοριοκάκου έμεινε με μόνο 800 άνδρες. Βλέποντας την αισχρότητα της κατάστασης, οι Γάλλοι σύμβουλοι κατέφυγαν σε ένα γαλλικό πλοίο που ήταν σταθμευμένο στον κόλπο Χακοντάτε και έπλευσαν προς την Γαλλία. Ο Σόγκουν επέμενε να δικαστούν στην Γαλλία για εγκλήματα πολέμου, αλλά η δίκη ποτέ δεν έγινε.

Ο Ενομότο, ο αρχηγός και πρόεδρος της Δημοκρατίας του Έζο, ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει μέχρι το τέλος και έστειλε όλα του τα πολύτιμα αντικείμενα στην Αυτοκρατορική παράταξη για να τα φυλάξει. Μέσα σε αυτά υπήρχαν πολύτιμοι κώδικες ναυτικού περιεχομένου που έφερε από την Ολλανδία τους οποίους εμπιστεύτηκε στον στρατηγό της Αυτοκρατορικής παράταξης, Κουρόντα Κιγιοτάκα. Στο τέλος όμως ο Ενοτόμο πείστηκε να παραδοθεί, αφού του είπαν ότι "Το να ζεις μετά από μια αποτυχία είναι ο γενναίος τρόπος, να πεθάνεις μπορείς όποτε θες". Ο Ενομότο παραδόθηκε στις 27 Ιουνίου 1869, πλήρως αποδεχόμενος την υπεροχή του Αυτοκράτορα και διέλυσε την Δημοκρατία του Έζο[49].

Το επακόλουθο

Ο Ναός Γιασουκούνι που χτίστηκε για τους νεκρούς του πολέμου.

Μετά την ολοκληρωτική νίκη, η κυβέρνηση προχώρησε στην ενοποίηση όλης της Ιαπωνίας υπό μια δυνατή, κυρίαρχη και νόμιμη διοίκηση που ελέγχονταν από το Αυτοκρατορικό Συμβούλιο. Η κατοικία του Αυτοκράτορα μεταφέρθηκε από το Κυότο στην Έντο στα τέλη του 1868, και η πόλη μετονομάστηκε σε Τόκιο[50]. Η πολιτική και στρατιωτική δύναμη των φατριών σταδιακά περιορίστηκε και στο τέλος εξαλείφθηκε. Οι φατρίες και η γη που έλεγχαν μετατράπηκαν σταδιακά σε νομαρχίες που τις διοικούσε νομάρχης ορισμένος από τον Αυτοκράτορα. Το σύστημα με τις νομαρχίες ισχύει μέχρι και σήμερα[51]. Μια μεγάλη αλλαγή ήταν η σταδιακή αποδυνάμωση και στο τέλος της η εξαφάνιση της κοινωνικής τάξης των σαμουράι. Οι περισσότεροι σαμουράι κατέληξαν κρατικοί λειτουργοί αλλά μια σημαντική πλειοψηφία από αυτούς κατέληξαν στην φτώχεια[52]. Οι νότιες φατρίες που έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο κατά την διάρκεια της σύγκρουσης (Σατσούμα, Τσοσού και Τόσα) κατείχαν τις σημαντικότατες και ανώτατες θέσεις όσο αναφορά την διοίκηση της χώρας. Ο τρόπος που διοικούσαν πολλές φορές αποκαλείται και Ολιγαρχία του Μεϊτζί. Ορίστηκε επίσης τιμητικός τίτλος για αυτούς που διοικούσαν την χώρα στο πλευρό του Αυτοκράτορα με το όνομα γκενρό (元老)[53]. Το 1869 χτίστηκε ο Ναός της Γιασουκούνι προς τιμήν όλων αυτών που πέθαναν κατά την διάρκεια του Εμφυλίου[54].

Αναπαράσταση της Μάχης της Σιρογιάμα. Απαθανατίζονται οι Σαμουράι (δεξία) που πραγματοποιούν επίθεση αυτοκτονίας στους στρατιώτες του Αυτοκρατορικού Στρατού (αριστερά).

Μερικοί υποστηρικτές του Σόγκουν διώχθηκαν και σχεδόν εκτελέστηκαν, αλλά στο τέλος τους δόθηκε αμνηστία. Για την εφαρμογή της αμνηστίας προς τους πρώην υποστηρικτές του Σόγκουν πίεσαν πολλοί παράγοντες, ιδίως ο Παρκς, ο οποίος είπε χαρακτηριστικά: "Εάν δοθούν προσωπικές κυρώσεις για πρώην αντίπαλους στον εμφύλιο, η εικόνα της νέας κυβέρνησης θα αμαυρωθεί αρκετά στα μάτια των ξένων δυνάμεων"[55]. Οι περισσότεροι από τους κατηγορούμενους εκτέλεσαν διετή ή τριετή ποινή στην φυλακή και μετά καλέστηκαν για να δουλέψουν στην νέα κυβέρνηση. Μάλιστα πολλοί από αυτούς ακολούθησαν λαμπρές καριέρες μετά τον πόλεμο.

Η αυτοκρατορική κυβέρνηση δεν ακολούθησε τον αρχικό της σκοπό να διώξει τους ξένους. Αντί αυτού ακολούθησε πολιτική συνεχούς εκσυγχρονισμού της χώρας με σκοπό την αναδιαπραγμάτευση των Άνισων Συμφωνιών με τις μεγάλες δυνάμεις. Σημαντικός παράγοντας έπαιξε το μόττο που διατυπώθηκε λίγο καιρό αργότερα, "Πλούσια χώρα, δυνατός στρατός" (富国強兵, φουκόκου κιοχέι)[56]. Η αλλαγή στάσης απέναντι στα ξένα συμφέροντα έγινε από τις πρώτες κιόλας μέρες του εμφύλιου: στις 8 Απριλίου 1868 ανεγέρθηκαν νέες πινακίδες που καταδίκαζαν την χρήση βίας εναντίον ξένων[20]. Επίσης μεγάλος ήταν ο σεβασμός που έτρεφε ο Αυτοκράτορας στον Άλφρεντ, Δούκα του Εδιμβούργου που τον αποκαλούσε "ίδιο στο αίμα"[20].

Ο Αυτοκράτορας Μεϊτζί πηγαίνει στο Τόκυο.

Αν και στην αρχή της κυβέρνησης του Μεϊτζί παρατηρήθηκε αναζωπύρωση των σχέσεων της Ιαπωνίας με τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι σχέσεις της Αυτοκρατορικής κυβέρνησης με την Γαλλία δεν ήταν στενές, λόγω του ότι οι δε βοήθησαν τους εχθρούς του Αυτοκράτορα. Σύντομα όμως οι Γάλλοι έστειλαν δεύτερη αποστολή στην Ιαπωνία το 1874 και μια τρίτη το 1884. Οι σχέσεις Ιαπωνίας-Γαλλίας επαναφέρθηκαν πλήρως όταν οι Γάλλοι βοήθησαν και σχεδίασαν τον πρώτο μεγάλο πολεμικό στόλο της Ιαπωνίας υπό τις οδηγίες του Γάλλου μηχανικού Λουί-Εμιλέ Μπερτίν[57]. Γενικότερα, ο εκσυγχρονισμός της χώρας άρχισε από τα τελευταία κιόλας χρόνια του Σόγκουν και η πολιτική του συνεχούς εκσυγχρονισμού εφαρμόστηκε πλήρως από την νέα κυβέρνηση.

Ο Αυτοκράτορας Μεϊτζί υποδέχεται αντιπροσώπους ξένων κρατών.

Μετά την στέψη του, ο Μεϊτζί ορκίστηκε τον Όρκο των Πέντε Άρθρων (五箇条の御誓文, Γκοκατζό νο Γκοσεϊμόν)[58], ενθαρρύνοντας τις συνελεύσεις για εύρεση λύσεων, υποσχόμενος περισσότερες ευκαιρίες για τον απλό κόσμο, καταργώντας τα "κακά έθιμα του παρελθόντος" και αναζητώντας γνώση από όλες τις πλευρές της χώρας για να καταστεί η αυτοκρατορική δύναμη πιο ισχυρή και με καλύτερες βάσεις. Άλλες μεταρρυθμίσεις του Μεϊτζί περιλάμβαναν την Κατάργηση του συστήματος των χαν το 1871[59], όπου οι ντάιμιο της κάθε περιοχής αντικαταστάθηκαν από νομάρχες διορισμένους από τον Αυτοκράτορα και οι περιοχές άλλαξαν μορφή και μετατράπηκαν σε νομαρχίες. Σημαντικές ήταν και οι μεταρρυθμίσεις όσο αναφορά την παιδεία του λαού, όπου κατέστη υποχρεωτική η βασική εκπαίδευση[60]. Επίσης καταργήθηκαν οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις του Κομφουκισμού. Όλες αυτές οι αλλαγές επικυρώθηκαν και επίσημα το 1869 με το Σύνταγμα Μεϊτζί (大日本帝國憲法, Ντάι Νιππόν Τεϊκόκκου Κενπό, κυριολεκτικά: Το Σύνταγμα της Αυτοκρατορίας της Ιαπωνίας)[61]. Παρόλο που οι Σαμουράι υποστήριξαν την Αυτοκρατορική Αυλή, πολλές από τις πρώτες μεταρρυθμίσεις του Μεϊτζί θεωρήθηκαν ως πλήγμα στα συμφέροντα τους: η δημιουργία ενός επαγγελματικού κρατικού στρατού με επιστράτευση από όλες τις κοινωνικές τάξεις, κάθως και η κατάργηση του κληρονομικού κύρους και πλεονεκτημάτων που είχαν εως τότε οι Σαμουράι έκανε πολλούς να δημιουργήσουν εχθρικές τάσεις προς το κράτος[19]. Αυτό εκδηλώθηκε ιδιαίτερα στην νότια Ιαπωνία, όπου το 1874 έγινε η Εξέγερση των Σάγκα[62] και το 1876 η Εξέγερση των Τσοσού. Ένας πρώην Σαμουράι στην Σατσούμα που εγκατέλειψε το κράτος για διαφορές ως προς τους ξένους, οργάνωσε την Εξέγερση των Σατσούμα το 1877[63]. Σκοπός της εξέγερσης ήταν η διατήρηση των δικαιωμάτων των Σαμουράι και το μόττο τους ήταν "νέα κυβέρνηση, ακμαιότατο ηθικό" (新政厚徳, σινσέι κότοκου). Η εξέγερση έληξε με την ήττα των Σατσούμα στην Μάχη της Σιρογιάμα[64].

Αργότερες απεικονίσεις

Σκηνή μάχης. Διακρίνονται οι Σαμουράι να τρέχουν με πανοπλία και σπαθιά ενώ οι εκμοντερνοποιημένοι ακόλουθοι του Αυτοκράτορα τους πυροβολούν με όπλα. Επίσης στους Σαμουράι αναπαριστάται η γενναιότητα, ενώ στους Αυτοκρατορικούς στρατιώτες η δειλία, επειδή κρύβονται πίσω από οχυρώσεις και δεν μάχονται τίμια.

Η άποψη που έχουν οι σύγχρονοι ιστορικοί για τον πόλεμο Μπόσιν είναι της μορφής της "Αναίματης επανάστασης" που εκσυγχρόνισε ξαφνικά την Ιαπωνία. Τα γεγονότα καθαρώς δείχνουν ότι ήταν μια πολύ αιματηρή σύγκρουση: περισσότεροι από 120.000 άνδρες στρατολογήθηκαν και περίπου 3.500 επισήμως πέθαναν. Ακόμη περισσότεροι σκοτώθηκαν ανεπίσημα κατά την διάρκεια τρομοκρατικών επιθέσεων. Οι καλλιτέχνες αργότερων ετών απεικόνισαν τον Πόλεμο Μπόσιν με πολύ ρομαντικό τρόπο, παριστάνοντας τα στρατεύματα του Σόγκουν ως πολύ παλαιά και παραδοσιακά, με πολύ παλιό εξοπλισμό και τα Αυτοκρατορικά στρατεύματα ως πλήρως εκσυγχρονισμένα και εκδυτικοποιημένα. Είναι γνωστό ότι και οι δύο παρατάξεις πολεμούσαν με σχετικώς παραδοσιακές τεχνικές στην μάχη αλλά ο εξοπλισμός τους ήταν αρκετά σύγχρονος. Τα όπλα τους ήταν μουσκέτα, είχαν επίσης πολυβόλα γκάτλινγκ και πολεμικά πλοία εξαιρετικά τεθωρακισμένα. Κάποιες τακτικές διαδόθηκαν στην Ιαπωνία από Γάλλους στρατιωτικούς συμβούλους.

Από δυτικής απόψεως, μια ταινία που βασίζεται στην περίοδο του πολέμου Μπόσιν είναι Ο Τελευταίος Σαμουράι, μια ταινία που πρωταγωνιστεί ο Τομ Κρουζ[65]. Η ταινία συνδιάζει πολλά γεγονότα της περιόδου, όπως τον πόλεμο και τις αργότερες εξεγέρσεις που έγιναν από συντηρητικούς Σαμουράι. Οι ξένοι παρουσιάζονται ως υποκίνητες πολλών συμφορών και επίσης οι Σαμουράι ρομαντικοποιούνται, διότι παριστάνονται να πεθαίνουν μέχρι τέλος για τον σκοπό τους με αυτοκτονικές τακτικές[66].

Ένα πακέτο επέκτασης που βγήκε για το Total War: Shogun 2 με τίτλο Total War: Shogun 2 - The Fall of the Samurai πραγματεύεται εξ'ολοκλήρου τον πόλεμο Μπόσιν. Ο παίκτης μπορεί να διαλέξει ανάμεσα σε πολλές ιστορικές φατρίες και να κηρύξει πόλεμο σε άλλες προκειμένου να ελέγξει την Ιαπωνία. Ο παίκτης πρέπει να παραταχθεί είτε με το μέρος του Αυτοκράτορα ή του Σόγκουν ή στο τέλος να δημιουργήσει δική του κυβέρνηση, μια επιλογή που θα έχει σκληρές διπλωματικές συνέπεις[67]. Στο παιχνίδι αποτυπώνονται πολλές ιστορικά ακριβείς μονάδες, όπως για παράδειγμα οι Λευκοί Τίγρεις και ο παίκτης έχει την δυνατότητα να αλληλεπιδράσει με ξένες δυνάμεις (Γαλλία, Βρετανία, Αμερική) προκειμένου να εκπαιδεύσει περαιτέρω τις μονάδες του[68].

Οι πράκτορες

Αναπαράσταση πρακτόρων Σινσεγκούμι.

Στην εποχή του εμφύλιου πολέμου, σημαντικότατο δε ρόλο έπαιξαν και οι πράκτορες της κάθε πλευράς. Η αυτοκρατορική παράταξη αλλά και η παράταξη του Σόγκουν προσελάμβαναν πράκτορες και οργάνωναν μυστικές φρουρές και αστυνομίες προκειμένου να ζημιώσουν με οποιονδήποτε τρόπο τον εχθρό αλλά και να προστατευτούν οι ίδιοι.

Σινσεγκούμι

Οι Σινσεγκούμι (新選組, κυριολεκτικά: νέα ομάδα) οργανώθηκαν και έδρασαν κατά την περίοδο 1864-1869[69]. Τους προσέλαβε ο Σόγκουν στις αρχές του πολέμου προκειμένου να προστατεύεται ο ίδιος αλλά και να δολοφονεί με άμεσο και αποτελεσματικό τρόπο τους πολιτικούς του αντιπάλους. Οι Σινσεγκούμι ποτέ δεν πολέμησαν σε μάχη. Αντίθετα, λειτουργούσαν ως μυστική αστυνομία εντός της χώρας[70]. Μια ομάδα μορφής παρόμοιας με αυτής των Σινσεγκούμι υπήρχε πριν στην Ιαπωνία, οι λεγόμενοι Ροσιγκούμι. Αυτοί ήταν Ρόνιν (Σαμουράι δίχως αφέντη) που προσλαμβανόντουσαν από τοπικούς φεουδάρχες για να καταστείλλουν εξεγέρσεις. Ο όρος Ρόσιν χρησιμοποιήθηκε αντί του ταπεινωτικού Ρόνιν[71]. Παρόλο που η κοινή γνώμη θέλει τους Σινσεγκούμι ως γενναίους πράκτορες που μάχονται υπέρ του καλού της πατρίδας τους, πολλοί ιστορικοί αναφέρονται στους Σινσεγκούμι ως: "αδίστακτοι δολοφόνοι που σκότωναν από εντολή"[72]. Οι Σινσεγκούμι στρατολογόντουσαν από σχολεία ξιφομαχίας στην Έντο[73].

Ίσιν Σίσι

Οι Ίσιν Σίσι (志士, κυριολεκτικά: άνδρες υψηλότερου σκοπού) ήταν πολιτικοί ακτιβιστές οι οποίοι υποστήριζαν τον Αυτοκράτορα και το Σοννό Τζόι. Ήταν στην πλειονότητα τους Σαμουράι οι οποίοι υποστήριζαν τον Αυτοκράτορα και είχαν αντισογκουνιτικές τάσεις. Επίσης ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει Σαμουράι του Σόγκουν που υποστήριζαν τον Αυτοκράτορα κρυφά[74]. Η συνομοταξία των Σίσι υπήρχε και πριν την αρχή του εμφυλίου. Πίστευαν ότι η Ιαπωνία είναι ιερή χώρα και ότι μόνο ο Αυτοκράτορας -τον οποίο έβλεπαν ως Θεό- έχει δικαίωμα να την εξουσιάζει. Άρχισαν να ξεσπούν βίαια όταν ο Σόγκουν υπέγραψε συνθήκη και ουσιαστικά έφερε τους ξένους στην Ιαπωνία. Τότε οι Σίσι εξαπέλυαν ανοικτά επιθέσεις εναντίον ξένων γιατί πίστευαν ότι κατά αυτόν τον τρόπο θα δημιουργήσουν προβλήματα στον Σόγκουν[75].

Παραπομπές

  1. «Boshin War - New World Encyclopedia». www.newworldencyclopedia.org. Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2016. 
  2. Charlotte, Adele (2012). A Guide to the Japanese Civil War: The Boshin War Of 1868. Αγγλία: BiblioBazaar. σελ. 13. ISBN 1278913300. 
  3. «Looking Back on the Boshin War». www.kcpwindowonjapan.com. Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2016. 
  4. Louis G., Perez (8 Ιανουαρίου 2013). Japan at War: An Encyclopedia. Αγγλία: ABC-CLIO. σελ. 438. ISBN 978-1598847413. 
  5. Drea, Edward. Japan’s Imperial Army : Its Rise and Fall, 1853-1945. Kansas: University Press of Kansas, 2009.
  6. «The Meiji Restoration: Roots of Modern Japan» (PDF). Lehigh University. Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2016. 
  7. «Japan Netherlands relationship 400 years». www.swaen.com. Ανακτήθηκε στις 28 Αυγούστου 2016. 
  8. Dr. Sun, Υat- sen (28 Νοεμβρίου 1924). «JAPAN AND CHINA'S UNEQUAL TREATIES» (PDF). Ανακτήθηκε στις 28 Αυγούστου 2016. 
  9. Hoffman, Michael (23 Ιουνίου 2013). «The 'barbarians' were coming — like it or not». The Japan Times. Ανακτήθηκε στις 28 Αυγούστου 2016. 
  10. «Emperor and Shogun: The political scene in the 1860s» (στα Αγγλικά). 16 Δεκεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 28 Αυγούστου 2016. 
  11. Daniels, Andrew (24 Σεπτεμβρίου 2003). «Murder, Misunderstandings, and Might. Mid-Nineteenth Century Confrontation between Britain and Satsuma» (PDF). Bakuma.ru. Ανακτήθηκε στις 28 Αυγούστου 2016. 
  12. Perez, Louis G. (2013). Japan at War: An Encyclopedia. Αγγλία: ABC-CLIO. σελ. 213. ISBN 1598847414. 
  13. Craig, Albert M. (2000). Choshu in the Meiji Restoration (Studies of Modern Japan). Αγγλία: Lexington Books. σελ. 250. ISBN 0739101935. 
  14. Gardiner, Michael (11 Δεκεμβρίου 2011). «The Scot who shaped Japan». Japan Times. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2016. 
  15. «Sir Harry Smith Parkes: Papers» (PDF). Archives Hub. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2016. 
  16. «MODERNIZATION EFFORTS OF JAPAN MEIJI RESTORATION GO VERNMENT AND FRENCH CONTRIBUTION TO JAPANESE TOPOGRAPHIC MAPPING IN 1870S» (PDF). 
  17. «DENSH%C5%AATAIの意味 - 英和辞典 Weblio辞書». ejje.weblio.jp. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2016. 
  18. «The Stonewall». www.csa-dixie.com. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2016. 
  19. 19,0 19,1 Jansen, Marius B. (28 Ιουλίου 1989). The Cambridge History of Japan, Vol. 5: The Nineteenth Century (Volume 5). Αγγλία: Cambridge University Press. σελ. 345. ISBN 0521223563. 
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 Keene, Donald (2005). Emperor of Japan: Meiji and His World, 1852–1912. Columbia
  21. Satow, Ernest (1968) [1921]. A Diplomat in Japan. Tokyo: Oxford.
  22. Trudy Ring. International Dictionary of Historic Places: Asia and Oceania. σελίδα 651.
  23. Hunsicker, A. (20 Μαρτίου 2010). Advanced Skills in Executive Protection. Αγγλία: Universal Publishers. σελ. 4. ISBN 1599428490. 
  24. Totman, Conrad. Collapse of the Tokugawa Bakufu, 1862–1868. Honolulu: University of Hawai'i Press, 1980
  25. Denney, John (14 Οκτωβρίου 2011). Respect and Consideration. Αγγλία: Radiance Press. σελ. 285-286. ISBN 0956879802. 
  26. Hillsborough, Shinsengumi: The Shogun's Last Samurai Corps
  27. «Osaka Castle». Επίσημος ιστότοπος του αρχ. μουσείου του κάστρου. Ανακτήθηκε στις 1 Σεπτεμβρίου 2016. 
  28. The End of the Shoguns and the Birth of Modern Japan (Revised Edition), Lawrence J. Zwier, Mark E. Cunningham
  29. Banno, Junji (2014). Japan's Modern History, 1857-1937: A New Political Narrative. Ιαπωνία: Routledge. σελ. 30-42. 
  30. «Sakai Incident 堺市事件». Japanvisitor.com. Ανακτήθηκε στις 1 Σεπτεμβρίου 2016. 
  31. Irwin, Dana. «Sheikhs and Samurai: Léon Roches and the French Imperial Project» (PDF). University of Kentucky. Ανακτήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2016. 
  32. «Sir Harry Smith Parkes - Encyclopedia». www.theodora.com. Ανακτήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2016. 
  33. Bakumatsu Boshin Seinan Senso (幕末戊辰西南戦争) Gakken 2006
  34. Japanese, The World's Greatest. «Bloodless Surrender of Edo Castle in Meiji Restoration | The World's Greatest Japanese». www.japanese-greatest.com. Ανακτήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2016. 
  35. Gekidosuru Aizu Boshin Hen. Vol. 5 of Aizuwakamatsu Shi. Tōkyō: Kokushō-kankōkai, 1981
  36. «Enomoto Takeaki | Japanese naval officer and statesman». Ανακτήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2016. 
  37. Sato, Doshin (2011). Modern Japanese Art and the Meiji State: The Politics of Beauty. Ιαπωνία: Getty Research Institute. σελ. 79. ISBN 1606060597. 
  38. Polak, Christian. (2001). Soie et lumières: L'âge d'or des échanges franco-japonais (des origines aux années 1950). Tokyo: Chambre de Commerce et d'Industrie Française du Japon, Hachette Fujin Gahōsha (アシェット婦人画報社).
  39. «Kitashirakawa Yoshihisa - SamuraiWiki». wiki.samurai-archives.com. Ανακτήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2016. 
  40. «Edward and Henry Schnellの意味 - 英和辞典 Weblio辞書». ejje.weblio.jp. Ανακτήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2016. 
  41. «Battle of Hokuetsuの意味 - 英和辞典 Weblio辞書». ejje.weblio.jp. Ανακτήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2016. 
  42. Aizu Senso Zenshi (会津戦争全史) Hoshi Ryoichi
  43. Nakamura Akihiko (2001). Byakkotai. Tokyo: Bunshun-shinsho.
  44. Ballard C.B., Vice-Admiral G.A. The Influence of the Sea on the Political History of Japan. London: John Murray, 1921
  45. Black, John R. (1881). Young Japan: Yokohama and Yedo, Vol. II. London: Trubner & Co., σελ. 240-241
  46. «Goryokaku | Top7 Must-See Hakodate». Travel Hakodate (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2016. 
  47. «Naval Battle of Miyako Bayの意味 - 英和辞典 Weblio辞書». ejje.weblio.jp. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  48. Onodera Eikō, Boshin Nanboku Senso to Tohoku Seiken. Sendai: Kita no Sha, 2004
  49. «Biographies - Enomoto Takeaki». Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  50. «History of Tokyo - Tokyo Metropolitan Government». www.metro.tokyo.jp. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  51. «Japanese Prefectures». www.japan-guide.com. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  52. SONODA, Hidehiro. The Decline of the Japanese Warrior Class, 1840-1880, Japan Review, no. 1 (1990)
  53. «genro | Japanese oligarchy». Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  54. «About Yasukuni Shrine│Yasukuni Shrine». www.yasukuni.or.jp. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  55. Είναι απόφθεγμα από τον Keene, σελ. 143
  56. Tang, John P. (Ιούλιος 2011). «Fukoku kyohei: evaluating the impact of public investment in Meiji Japan, 1868-1912» (PDF). Εθνικό Πανεπιστήμιο Αυστραλίας. Ανακτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 2016. 
  57. Togari, Capitaine de vaisseau (1935). Louis-Emile Bertin : son rôle dans la création de la marine japonaise. Παρίσι: Sirey. σελ. 5-10. 
  58. «THE CHARTER OATH (OF THE MEIJI RESTORATION), 1868» (PDF). Πανεπιστήμιο Columbia. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2016. 
  59. Mark Ravina, Land and Lordship in Early Modern Japan, Stanford University Press (1999), σελ. 204-206
  60. «Education in Japan: Past and Present» (PDF). Εθνικό Ίδρυμα για την Έρευνα Εκπαιδευτικής Πολιτικής Ιαπωνίας. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2016. 
  61. «The Constitution of the Empire of Japan». Εθνική Βιβλιοθήκη Αυτοκρατορικών Διαταγμάτων Ιαπωνίας. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2016. 
  62. Nussbaum, Louis-Frédéric. (2005). "Saga no ran" στην Japan Encyclopedia, σελ. 804
  63. Augustus Henry Mounsey (1879). The Satsuma Rebellion, an Episode of Modern Japanese History
  64. Perkins, Dorothy, Japan Goes to War: A Chronology of Japanese Military Expansion, Diane Publishing
  65. «The Last Samurai (2003)». Rotten Tomatoes. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2016. 
  66. «The Last Samurai (2003) - Plot Summary». IMDb. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2016. 
  67. «Total War: Shogun 2 - Fall of the Samurai». Κατάστημα Steam. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2016. 
  68. «Category:FOTS Buildings - TWC Wiki». www.twcenter.net. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2016. 
  69. «Shinsengumi - Peace Keepers or Assassins? - Samurai Tours». www.samuraitours.com. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2016. 
  70. Kaiteishinban Shinsengumi (改訂新版新選組) Sekai Bunkasha
  71. Wagner, Mike. «Shinsengumi: In Fact and Fiction» (PDF). Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2016. 
  72. Turnbull S. "The Samurai swordsman – master of war." Tuttle Publishing, 2013
  73. Hurst G. and Hurst I., "Armed martial arts of Japan: swordsmanship and archery.", Yale University Press 1998
  74. Koschmann, Victor (1987). The Mito Ideology: Discourse, Reform, and Insurrection in Late Tokugawa Japan, 1790-1864, Berkeley: University of California Press
  75. «Meiji Restorsation». willamette.edu. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2016.