Δημήτρης Πλαπούτας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Viliop (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
|σώμα =
|σώμα =
|εν ενεργεία =
|εν ενεργεία =
|βαθμός = Στρατηγός, Βουλευτης Καρύταινας 1844-1847, Γερουσιαστής 1847-1862, Επίτιμος Υπασπιστής της Α.Μ. Βασιλιά [[Όθων]]
|βαθμός = Στρατηγός, <br>Βουλευτης Καρύταινας 1844-1847, <br>Γερουσιαστής 1847-1862, <br>Επίτιμος Υπασπιστής της Α.Μ. Βασιλιά [[Όθων]]
|αριθμός υπηρεσίας =
|αριθμός υπηρεσίας =
|μονάδες =
|μονάδες =

Έκδοση από την 21:08, 10 Νοεμβρίου 2015

Δημήτριος Πλαπούτας
Αρχείο:Dimitrios plapoutas.jpg
ΨευδώνυμοΔημητράκης
Γέννηση15 Μαϊου 1786
Παλούμπα, Γορτυνία
Θάνατος27 Ιουλίου 1864 (78 ετών)
Παλούμπα, Οικογενειακός Πύργος Πλαπούτα, Γορτυνία
Χώρα1821 Έλληνες επαναστάτες
1822-1864 Βασίλειο της Ελλάδας
ΒαθμόςΣτρατηγός,
Βουλευτης Καρύταινας 1844-1847,
Γερουσιαστής 1847-1862,
Επίτιμος Υπασπιστής της Α.Μ. Βασιλιά Όθων
Μάχες/πόλεμοιΜάχη των Δερβενακίων, Άλωση της Τριπολιτσάς, Μάχη του Βαλτετσίου κ.α.
ΣύζυγοςΣτεκούλα Πλαπούτα
ΣυγγενείςΚόλλιας Πλαπούτας, Γεωργάκης Πλαπούτας,
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα


Ο Δημήτρης (Δημητράκης) ΠλαπούταςΚολιόπουλος), (Παλούμπα Αρκαδίας, 15 Μαΐου 1786 - Παλούμπα, 27 Ιουλίου 1864) ήταν Στρατηγός, Βουλευτής Καρύταινας 1844-1847, Γερουσιαστής 1847-1862, Επίτιμος Υπασπιστής της Α.Μ. Βασιλιά Όθων, Έλληνας αγωνιστής της ελληνικής επανάστασης. Ήταν επικεφαλής του αγώνα στην Αρκαδία μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στο χωριό Παλούμπα της επαρχίας Γορτυνίας και ήταν γιος του κλέφτη Νικόλα-Κόλια Πλαπούτα. Την περίοδο 1811 με 1812, κατέφυγε στη Ζάκυνθο όπου υπηρέτησε ως εκατόνταρχος στα ελληνικά σώματα του Βρετανικού Στρατού. Το 1819, ευρισκόμενος στην Πελοπόννησο, διώκεται και πάλι από τις οθωμανικές αρχές ως πρωταγωνιστή του φόνου των Τούρκων στην Αλωνίσταινα. Καταφεύγει στη Ζάκυνθο και εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Αναγνώστη Τσοχαντάρη. Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης έσπευσε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Ήταν σημαντικός οπλαρχηγός, πιστός οπαδός του Κολοκοτρώνη.[1]. Κατα τον Φ.Χρυσανθόπουλο, Πρωτοπαλίκαρο του υπήρξε ο συμπατριώτης του Πανουργιάς Ηλιόπουλος.

Φωτογραφία του Στρατηγού Δ.Πλαπούτα στο Πύργο στο Παλούμπα, (περ.1862-1863)
Αρχείο:Plateia paloumpa.jpg
Προτομή του Δ.Πλαπούτα στην πλατεία του Παλούμπα
Αρχείο:Otobrunn.jpg
Προτομή του Δ.Πλαπούτα στο δημαρχείο του Ottobrunn στο Μόναχο, Βαυαρία
Αρχείο:Paloumpa.jpg
Η γενέτειρα του Δ.Πλαπούτα, Παλούμπα Γορτυνίας

Συγκρότησε δικό του στρατό και διακρίθηκε στη μάχη του Βαλτετσίου και στη πολιορκία της Τρίπολης. Στην εμφύλια διαμάχη που ξέσπασε στήριξε τους Κουντουριώτες, ενώ αργότερα με τον ερχομό του Ιμπραήμ πολέμησε μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον οποίο και στήριξε στα χρόνια της Αντιβασιλείας. Καταδικάστηκε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία και φυλακίστηκε.[2] Αποφυλακίστηκε όταν δόθηκε γενική αμνηστία.

Αρχείο:Othonas.jpg
ο Στρατηγός Δ.Πλαπούτας παραδίδει το Ελληνικό Στέμμα στον Otto Friedrich Ludwig von Wittelsbach,στο Residenz Palace στο Μόναχο
Αρχείο:Ekdilosi.jpg
Εκδήλωση για τα 150 χρόνια από τον θάνατο του Στρατηγού Πλαπούτα, Παλαιά Βουλή 2014
Αρχείο:Pyrgos paloympa.jpg
Πύργος Στρατηγού Δ.Πλαπούτα στο Παλούμπα Αρκαδίας

Στον Φωτάκο διαβάζουμε:


Δημήτριος Πλαπούτας ή Κολιόπουλος

Οὗτος ὁ φιλοπόλεμος στρατηγὸς κατήγετο ἀπὸ τὸ χωρίον Παλούμπα τῆς Λιοδώρας. Ἐν ἀρχῇ τῆς ἐπαναστάσεως ἔγεινεν ἀρχηγὸς ἑνὸς τμήματος (σέμπτι) τῆς ἐπαρχίας Καρυταίνης, τοῦ λεγομένου τῆς Λιοδώρας. Αἱ ἐκδουλεύσεις του εἶναι ἐπίσημοι καὶ γνωσταί. Κατ᾿ ἀρχὰς εὑρέθη εἰς τὴν πρώτην μάχην, τὴν ὁποίαν ὁ Κολοκοτρώνης ἔκαμε μὲ τοὺς Φαναρίτας Τούρκους, καὶ ἦλθε κατόπιν των εἰς Καρύταιναν. Μετὰ δὲ ταῦτα ὅταν ἐσυναθροίζοντο οἱ στρατιῶται εἰς τὸ Διάσελον τῆς Ἁλωνίσταινας, ὅπου ἦτον ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Πλαπούτας εὑρέθη εἰς Βυτίναν, καὶ ἐκεῖθεν ὑπῆγεν εἰς Λεβίδι, ὅπου ἔλαβε μέρος καὶ εἰς αὐτὸν τὸν πόλεμον. Ὕστερον δὲ εἰς τὸ συσταθὲν στρατόπεδον εἰς Πιάναν ἦτον ὡς ἀρχηγὸς ἀντί τοῦ Κανέλου Δεληγιάννη ἐφόρου ὄντος. Κατόπιν ὑπῆγε μὲ τοὺς στρατιώτας του εἰς τὸ Βαλτέτσι καὶ κατὰ τὴν μάχην ἐκείνην ἀνδραγάθησε καὶ ἐφάνη ἡ παληκαριά του. Ὅταν δὲ εἴμεθα εἰς τὰ Τρίκορφα, αὐτὸς ὑπῆγεν εἰς τοῦ Λάλα διὰ νὰ σταθῇ εἰς τὸ σῶμα ἐκεῖνο τοῦ ἀδελφοῦ του Γεωργάκη, ὅστις ἐφονεύθη εἰς Λάλα. Ἐκεῖ δὲ ἔμεινεν ὀλίγας ἡμέρας, καὶ μετὰ τὴν μάχην τὴν γενομένην εἰς τοῦ Ποῦσι, ὅτε οἱ Λαλαῖοι Τοῦρκοι ἔφυγον εἰς Πάτρας, ὁ Πλαπούτας ἐπανῆλθεν εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Τρικόρφων, ὅπου ἔμεινε μέχρι τῆς ἁλώσεως τῆς Τριπολιτσᾶς, καὶ κατόπιν ἐσυντρόφευσε τοὺς Ἀλβανοὺς εἰς τὴν Βοστίτσαν διὰ νὰ περάσουν εἰς τὴν Στερεὰν καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὴν πατρίδα των κατὰ τὰ συμφωνηθέντα. Μετὰ δὲ ταῦτα παρηκολούθησε τὸν Θ. Κολοκοτρώνην εἰς Ἄργος καὶ Κόρινθον, ἔχων ἴδιον σῶμα στρατιωτῶν, καὶ μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ φρουρίου τῆς Κορίνθου, διετάχθη ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνην νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν, ὅπου κατὰ τὴν περίφημον μάχην τῆς 9 Μαρτίου ἀνδραγάθησεν. Κατόπιν ἀντιπροσώπευσε τὸν Κολοκοτρώνην κατὰ τὴν πολιορκίαν ταύτην, ἀναχωρήσαντα εἰς Κόρινθον μέχρι τῆς ἐκεῖθεν ἐπιστροφῆς του. Πρὶν δὲ ὁ Κολοκοτρώνης λύσῃ τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν, ὁ Πλαπούτας εἶχεν ἀναχωρήσει ἐκεῖθεν εἰς Καρύταιναν. Καὶ εἰς ἄλλας ἀκόμη ἐποχὰς τοῦ ἐδόθη ἡ ἀντιπροσωπεία τοῦ Γενικοῦ ἀρχηγοῦ παρὰ τοῦ Κολοκοτρώνη.

Αρχείο:Apopsi.jpg
Αποψη Πυργου Πλαπουτα

Κατὰ δὲ τὴν ἐποχὴν τοῦ προσκυνήματος καὶ τοῦ προδότου Νενέκου πολὺ ὠφέλησεν, βοηθῶν τὸν Κολοκοτρώνην, καὶ ἐμποδίσας οὕτω τὸ κακὸν καὶ δὲν ἐπροώδευσεν. Παρευρέθη δὲ καὶ εἰς ἄλλας μάχας ἐπὶ τοῦ Ἰμβραὴμ πασᾶ καὶ πρὸ πάντων εἰς ἐκείνην τῆς Καυκαριᾶς.

Η σημαία του Δ.Πλαπούτα με το μονόγραμμα "Iησούς Χριστός ΝιΚά"

Μετὰ δὲ ταῦτα κατὰ τὴν εἰσβολὴν τοῦ Δράμαλη εἰς Πελοπόννησον ὁ Πλαπούτας ἔγεινεν ἔτι ἐπισημότερος στρατηγὸς, διότι πρῶτος αὐτὸς ἐκτύπησε κατὰ τὸ χωρίον Χαρβάτι καὶ Φίχτια τὸν στρατὸν ἐκείνου, ὅτε ἔμπλεξε μέ τινας Τούρκους, ἦλθεν εἰς μονομαχίαν μὲ ἕνα ἐξ αὐτῶν, καὶ ἐκινδύνευσε, διότι ὁ Τοῦρκος, ὅταν ἦλθον εἰς θέσιν νὰ μεταχειρισθοῦν τὰ σπαθιά των, ἐκτύπησε καὶ ἐτσάκισε τὸ σπαθὶ τοῦ Πλαπούτα, ἀλλ᾿ οὗτος εὐτυχῶς τὸν ἐσκότωσε. Κατόπιν ἐσύστησε τὸ φροντιστήριον εἰς τὸ Σχοινοχῶρι, καὶ ἐκεῖθεν ἐστρατοπέδευσεν ὄπισθεν τοῦ Παλαιοκάστρου Ἄργους κατὰ τὴν θέσιν Ἄκοβα, ὅπου συνεκέντρωσε στρατὸν ὑπὲρ τὰς δύο χιλιάδας μετὰ τῆς Ἐπαρχίας Τριπολιτσᾶς, καὶ την Φαναριτῶν ἀρχομένων ἀπὸ τὸν Τσανέτον Χρηστόπουλον, τοῦ δὲ ὅλου στρατοπέδου ἀρχηγὸς ἦτον ὁ ἴδιος Πλαπούτας. Ἐκεῖθεν ἐπολέμει ἀδιακόπως μέχρι τέλους τὸν Δράμαλη, καὶ ὕστερον μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ Ναυπλίου διωρίσθη φρούραρχος αὐτοῦ ἕως ὅτου τὸν ἀντικατέστησεν ὁ Πάνος Θ. Κολοκοτρώνης.

Αρχείο:Polyerlaios.jpg
Η αίθουσα των παλαιών ανακτόρων Όθωνος και Αμαλίας

Ἡ οἰκογένεια τοῦ Πλαπούτα εἶχεν ἐπισημότητα καὶ πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως, διότι ὁ πατέρας του ὁ Γέρω Κόλιας ὑπῆρξε στρατιωτικὸς (κάπος) καὶ ἁρματωλὸς, καὶ εἶχε τρομάξει τοὺς Λαλαίους Τούρκους, καὶ δὲν ἐπατοῦσαν τὰ ὅρια τῆς Καρύταινας ἐδῶθεν τοῦ ποταμοῦ Ἀλφειοῦ (Ροφιά). Ὑπερασπίζετο ὅμως τοῦτον ὁ Γέρων Γιάννης Δεληγιάννης, καὶ τοῦτον πάλιν ἐπίσης εἰς τὰς καταδρομάς του ἀπὸ τοὺς Πασάδες ὑπερασπίζετο ὁ Γέρω Κόλιας, διότι ἔβγαινε μὲ στρατιώτας καὶ ἐφύλαττε τοὺς Δεληγιανναίους. Διὰ τοῦτο ἡ Τουρκικὴ ἐξουσία τοῦ ἔκαψε τὰ σπίτια του πολλαῖς φοραῖς, καὶ ἡ ἐπαρχία τοῦ ἔκαμνε βοήθειαν. Ὁ Γέρων Δεληγιάννης, ὡς ἀρχηγὸς πολιτικὸς τῆς ἐπαρχίας Καρυταίνης, τὸν ἐβοήθει, καὶ οὕτω τὸν εἶχεν εἰς τὰς καταδρομάς του, καὶ μάλιστα ὅταν ἡ Τουρκικὴ ἐξουσία ἀπεστρέφετο τὸν Δεληγιάννην, ὁ Γέρω Κόλιας μὲ τὰ παιδιά του ἐπήγαινεν εἰς τὰ Λαγκάδια καὶ ἔπαιρνε τὴν οἰκογένειάν του ὅλην καὶ τὴν ἐφύλαττε διὰ τῶν ὅπλων, ὅπως τότε εἶχον τὰ μέσα τῆς προφυλάξεως.

Ἐκτὸς τούτου καὶ οἱ ἀδελφοί του Γεωργάκης Θανάσης καὶ Παρασκευᾶς, περὶ τῶν ὁποίων κατωτέρω θὰ εἴπωμεν, συνετέλεσαν ὡς στρατιωτικοί. Ἀλλ᾿ ἐκ τούτων ὁ Γεωργάκης ἐπρωτοχάθη εἴς τινα μάχην, εἰς τὴν ὁποίαν οἱ Τοῦρκοι Λαλαῖοι ἐνίκησαν τοὺς Ἕλληνας, πρὶν γείνῃ ὁ πόλεμος εἰς τὸ Ποῦσι, ὅπου εὑρέθησαν οἱ Κεφαλλῆνες ὅλοι περὶ τοὺς 300, ἔχοντες καὶ κανόνια, καὶ ὅπου ἔδειξαν ὅλην τὴν παληκαριάν των, καὶ τοὺς ὁποίους ἐφοβήθησαν οἱ Λαλαῖοι καὶ ἀπεφάσισαν τὴν φυγήν των ἀπὸ τοῦ Λάλα. Εἰς δὲ τὴν μάχην ταύτην τοῦ Πουσιοῦ ἐλαβώθη καὶ ὁ Ἀνδρέας Μεταξᾶς.

Κατά τον Γιαννίκο στο "ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ", περιγράφεται το εξής περιστατικό μετά τους αρραβώνες του Δ.Πλαπούτα με τη Στεκούλα Κολοκοτρώνη:

Βρισκόµαστε στο καλοκαίρι του 1802, στου Παλούµπα. Ήταν 13 Αυγούστου. Ο ∆ηµητράκης Πλαπούτας είχε αρραβωνιαστεί την Στεκούλα Κολοκοτρώνη, πρώτη εξαδέλφη του Θ. Κολοκοτρώνη. Είχαν συγκεντρωθεί οι συµπέθεροι. Οι Μεταξαίοι, οι(8) Σταµατελαίοι, γονείς του Νικηταρά, οι Κολοκοτρωναίοι και οι µετέπειτα συµπεθέροι Νταραίοι από του Σέρβου(9). Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι ο Γενάρχης των Πλαπουταίων Κόλιας έτρεφε εκτίµηση προς το Γενάρχη των Νταραίων Γιαννάκη, διότι, εκτός του ότι είχαν την αυτή προέλευση -Αρβανίτες Ντρέδες, αλλά Χριστιανοί των Σουλιµοχωρίων- ήταν και οι δύο φυγάδες από την Πατρίδα τους, την Τριφυλία. Εξάλλου ο Γιαννάκης(10) Ντάρας περιέθαλψε τον Πλαπούτα, που ήλθε 20 χρόνια αργότερα και ´διήγε πλάνητα βίονª στα χωριά µας κατά τον Κανδηλώρο(11). ∆ύο συναισθήµατα κυριαρχούσαν στους συγκεντρωµένους. Η βαρειά σκιά του Σουλτανικού φιρµανιού που είχε έλθει για να ´χαλαστούνª οι αρµατολοί, και η χαρά ιδιαίτερα των γυναικών, ότι σε δύο ηµέρες θα γινόταν το πανηγύρι στη Ζάτουνα. Οι γυναίκες ύφαιναν και έπλεκαν, και οι άντρες γυάλιζαν τα άλογα και τα άρµατά τους. Ήταν όµως σκυθρωποί. Πώς θα παρουσιάζονταν αρµατωµένοι µπροστά στην εξουσία, τον Τούρκο; Όλοι οι νέοι άνθρωποι ήθελαν να πάνε. Οι γυναίκες να ´δειχτούνª, και οι άνδρες να δώσουν στους χριστιανούς θάρρος και να µουδιάσουν τους Τούρκους. Ο Θ. Κολοκοτρώνης, πάντα συνετός, ñήταν τότε 32 ετών- γιíαυτό τον έλεγαν ´Γέρο του Μοριάª από τα νιάτα του, δεν ήταν σύµφωνος. Έβλεπε αυτή την παλικαριά να είναι άσκοπη και επικίνδυνη. Πώς θα πάµε; Έλεγαν οι άντρες κατηφείς. Από το άλλο µέρος όµως ήταν οι γυναίκες. Ήταν η αρραβωνιασµένη µε τον ∆ηµητράκη Πλαπούτα η Στεκούλα, η πρώτη εξαδέλφη του Κολοκοτρώνη και αδελφή των Γεωργακλή και Κουντάνη. Ήταν η αντρογυναίκα Στεκούλα που είχε συλλάβει, αφοπλίσει και φονεύσει Τούρκο(12). Επί πλέον ήταν αρραβωνιασµένη(13) και συνηθιζόταν, όπως και οι νιόπαντρες, να µη λείπουν από τα πανηγύρια. Έπρεπε να φορέσει και να την ιδούν µε τα καινούργια της φορέµατα. Όταν άκουσε ´πώς θα πάµε;ª, απάντησε θυµωµένα: ´Με τα πόδια τους να πάνε και αν δεν πάνε εκείνοι, θα ντυθώ άντρας και θα πάω εγώ, και όποιος θέλει ας µε ακολουθήσειª. Η πεισµατάρα Στεκούλα µπροστά σε αυτό το αδιέξοδο κούρδιζεª τον αδελφό του Κολοκοτρώνη Ζορµπά. Είναι εκείνος που έκαψαν οι Τούρκοι µε προδοσία την 1-2-1806 στον ληνό της Αιµυαλούς µεταξύ ∆ηµητσάνας και Στεµνίτσας(14). - ´Γιάννη θα πάµε στο πανηγύρι; (15) - Όπως θέλουν οι άλλοι της απάντησε. - Μα είναι ντροπή ρε Γιάννη να µη πάµε. Τι θα ειπεί ο κόσµος ότι σκιαχτήκαµεª. Άλλο που δεν ήθελε ο Ζορµπάς. - Ποιος είπε ότι σκιαζόµαστε. Θα πάµε. Το βράδυ στο τραπέζι ήταν όλοι σκεπτικοί . -Τι αποφάσισες Θοδωράκη ρώτησαν τον Κολοκοτρώνη - Τι να γίνει, θα πάµε να χαρείτε και σεις τώρα που είστε αρραβωνιασµένοι. Μπορεί να βρεθούµε µε τους Τούρκους. Να είστε νοιασµένοι και να µη δώσετε αφορµή. Ας ετοιµάσουν ψητά, κρασί, ψωµιά, οι γυναίκες(16). Ανήµερα της Παναγίας στολισµένοι, καβάλα στí άλογά τους, έφτασαν στη Ζάτουνα. Οι Τούρκοι, κατάπληκτοι για το θάρρος των ραγιάδων, χαιρέτησαν ψυχρά. Εκκλησιάστηκαν, οι Έλληνες κοινώνησαν και άνοιξαν τα δισάκια.

Έφαγαν, ήπιαν, πιάστηκαν στο χορό. Μπροστά η Στεκούλα, την κρατούσε ο Πλαπούτας. Πίσω ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, οι άλλοι. Στο δεύτερο τραγούδι πιάνεται µπροστά ο αδελφός της Στεκούλας, ο Κουντάνης, και αρχίζει το προσβλητικό για τους Τούρκους τραγούδι: ´Τόíχει ο Ζαχαριάς ζακόνι, άσπρα πόδια να σηκώνει να φιλεί τις µπεοπούλες και τις Τουρκοπούλες ούλεςª(17).

Ο υπαινιγµός για τους Τούρκους ήταν βαρύς και η προσβολή µεγάλη. Ένας αγάς δεν κρατήθηκε, πήγε παραπέρα και τράβηξε τη µπιστόλα του. Έπαθε αφλογιστία, δεν είχε καλό ´γκιζότιª.Απάνου τους, θα µας φάνεª φωνάζει ο Κόλιας Πλαπούτας, ´στα σπαθιάª φωνάζει και ο Κολοκοτρώνης. Άρχισε το µακελιό.Το πανηγύρι διαλύθηκε.Τα ψητά, τα ψωµιά, οι τσότρες ποδοπατήθηκαν και ποτίστηκαν µε τα αίµατα. Ο γιγαντόσωµος Παρασκευάς Πλαπούτας, ο νόθος γιος που είχε αποκτήσει ο Κόλιας µε την ερωµένη, την ωραία Αρβανίτισσα Λιόσα, ορµά και όπως ένας Τούρκος στεκόταν αµήχανος, του παίρνει το κεφάλι, και το σώµα του στάθηκε για λίγο όρθιο πριν σωριαστεί. ´Ποιος του πήρε αυτουνού το κεφάλι, το είχα εγώ καπαρωµένοª λέει ο Νικηταράς. ´Ετούτοª, του απαντά ο Πλαπούτας δείχνοντας το γιαταγάνι του. Τότε πρωτοφάνηκε η παλικαριά του Νικηταρά(18). Είκοσι χρόνια αργότερα στα ∆ερβενάκια άλλαξε τέσσερα σπαθιά σφάζοντας Τούρκους, και όταν προς στιγµή πήγε να δειλιάσει από τα ασπαίροντα σώµατα των Τούρκων, είπε στον εαυτό τούτο το περίφηµο, ´Κουράγιο Νικήτα, Τούρκους σφάζειςª(19). Η Στεκούλα αναµαλλιασµένη πολεµούσε σαν Αµαζόνα µαζί µε τους άντρες. Τρεις Έλληνες σκοτώθηκαν και δύο λαβώθηκαν, ο ένας ο ∆. Πλαπούτας. Όσοι Τούρκοι γλίτωσαν, έφυγαν. Το ίδιο και οι Έλληνες πήγαν σε απόκρηµνες σπηλιές, πριν έλθουν οι πολλοί Τούρκοι για να εκδικηθούν. Μήνες γιατρευόταν ο Πλαπούτας. Στο προσκέφαλό του η Στεκούλα. Ένιωθε ένοχη γιατί, µε το πείσµα και τη γυναικεία φιλαρέσκεια, ώθησε τους άντρες στο µακελειό. Και ενώ έληξε µε τον τρόπο που έληξε το αιµατηρό αυτό επεισόδιο στη Ζάτουνα, ορισµένοι -όπως είπαµε- το παρουσιάζουν ως ένα άλλο, αιµατηρό και αυτό, µε πρωταγωνιστή πάλι τον Πλαπούτα, αλλά αυτή τη φορά στην Αλωνίσταινα. Εντάχθηκε στη Φιλική Εταιρεία, στις 15 Οκτωβρίου 1818 από τον συµπατριώτη του Αναγνώστη Τζοχαντάρη, και στη συνέχεια ανέπτυξε σχετική δράση ορκίζοντας πολλούς καπετάνιους στους σκοπούς της οργάνωσης. Το καλοκαίρι του 1819, συµµετείχε µαζί µε τον Νικήτα Σταµατελόπουλο - Νικηταρά σε ένα επεισόδιο στην Αλωνίσταινα που κατέληξε σε φόνο δύο Μουσουλµάνων και στον τραυµατισµό του ίδιου. Απέφυγε περαιτέρω διώξεις λόγω της παρέµβασης των Δεληγιανναίων που έκλεισαν την υπόθεση χρησιµοποιώντας τις διασυνδέσεις τους διαθέτοντας µεγάλο χρηµατικό ποσό. Ο Δηµήτρης, µαζί µε τον πατέρα του και τον αδελφό του Γεωργάκη, κήρυξαν στις 21 Μαρτίου την έναρξη της επανάστασης στην ορεινή Γορτυνία και συγκέντρωσαν µεγάλο αριθµό ενόπλων στο χωριό Μπέτσι. Στη διάρκεια της επανάστασης συµµετείχε µε το σώµα του ως υπαρχηγός των όπλων της περιοχής Λιοδώρας (και µετά το θάνατο του αδελφού του στις 22 Ιουνίου 1821 ως αρχηγός) σε σειρά µαχών και ανήλθε στη κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας παίρνοντας το βαθµό του χιλίαρχου (Ιούλιος 1822) και του στρατηγού τον επόµενο χρόνο (1823). Πολέµησε στα µέτωπα της Αρκαδίας, της Ηλείας της Πατρας, της Κορινθίας και του Άργους και συγκεκριµένα:

• 12-13/5/1821 στις νικηφόρες για τα ελληνικά όπλα συγκρούσεις στο Βαλτέτσι της Μαντινείας, µαζί τον Γιωργάκη Πλαπούτα και µε τα σώµατα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Κυριακούλη Μαυροµιχάλη, Ηλία Μαυροµιχάλη, Ιωάννη Μαυροµιχάλη, Παναγιώτη Γιατράκου και άλλων οπλαρχηγών.

• 24/5/1821 στη νικηφόρα µάχη στον Άγιο Βλάσιο Τριπόλεως µαζί τον Γιωργάλη Πλαπούτα, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, και άλλων οπλαρχηγών εναντίον των δυνάµεων του κεχαγιά του Χουρσίτ Πασά, Μουσταφάµπεη.

• 24/6/1821 στην αµφίρροπη µάχη έξω από το χωριό Λάλα της Ηλείας, µαζι µε τα σώµατα του Ανδρέα Μεταξά και του Κωνσταντίνου Μεταξά, εναντίον του Γιουσούφ Σελίµ Πασά.

• στις επιχειρήσεις της πολιορκίας της Τριπολιτσάς µέχρι την άλωση της πόλης (23 Σεπτεµβρίου 1821) και αναλαµβάνει τη ασφαλή µεταφορά της αλβανικής φρουράς µέχρι τη Βοστίτσα.

• 26/2/1822 στη νικηφόρα µάχη της Χαλανδριτσας της επαρχίας Πατρών µαζί µε τα σώµατα του Ιωάννη Κολοκοτρώνη και των Πετµεζάδων, εναντίον των δυνάµεων του Γιουσούφ Σελίµ Πασά.

• 2/3/1822 στη νικηφόρα µάχη έξω από το Γηροκοµείο των Πατρών µαζί µε τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη

• 9/3/1822 στη δεύτερη νικηφόρα µάχη έξω από το Γηροκοµείο των Πατρών µαζί µε τον Ιωάννη Κολοκοτρώνη, Κανέλλο Δεληγιάννη, Ανδρέα Λόντο και Ανδρέα Ζαϊµη, εναντίον των δυνάµεων του Γιουσούφ Σελίµ Πασά.

• στις επιχειρήσεις εναντίον της στρατιάς του Δράµαλη (Αύγουστος 1822) και µετα την καταστροφή του τελευταίου αναλαµβάνει φρούραρχος Ναυπλίου.

Το Σεπτέµβριο 1833 δικάστηκε µαζί οµάδα στελεχών του "καποδιστριακού" κόµµατος για συνωµοσία εναντίον του νέου βασιλιά και µαζί µε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και καταδικάστηκε σε θάνατο (25 Μαϊου 1834). Ωστόσο, µε εντολή του Οθωνα η ποινή του µετατράπηκε διαδοχικά σε ισόβια, σε 20 χρόνια και στη συνέχεια του δόθηκε χάρη την ηµέρα της ενηλικίωσης του Βασιλιά και αποφυλακίστηκε (29 Μαϊου 1835). Το επόµενο διάστηµα συµµετείχε στην Εθνοσυνέλευση του 1844, έγινε βασιλικός υπασπιστής, βουλευτής (1844-1847), γερουσιαστής (1847-1862) και του δόθηκε ο βαθµός του αντιστράτηγου (1861). Πέθανε σε ηλικία 78 χρονών στο πύργο του, στη γενέτειρά του Παλούµπα. Από το γάµο του απέκτησε έξι κόρες και ένα γιο. Ο Δηµητράκης Πλαπούτας ήταν ένας παραδοσιακός προεπαναστατικός ένοπλος ο οποίος ήρθε σε επαφή µε την ελληνική εθνική ιδέα στη Ζάκυνθο και εντάχθηκε δραστήρια στη Φιλική Εταιρεία. Πολέµησε µε συνέπεια και θάρρος στις συγκρούσεις της επαναστατικής περιόδου, προσπάθησε να διατηρηθεί όσο µπορούσε έξω από τις εµφύλιες συγκρούσεις. και συνέδραµε τα µέγιστα στο ιστορικό εγχείρηµα που οδήγησε στη συγκρότηση ελεύθερου ελληνικού κράτους.

Το Φεβρουάριο του 1837, οι νιόπαντροι βασιλείς, Όθωνας και Αμαλία, έφτασαν στην Αθήνα, όπου έγιναν δεχτοί με λαμπρές τιμές. Μπορεί η βασιλεία τους να είχε άσχημο τέλος, αλλά αρχικά ο κόσμος διακατεχόταν από θετικά συναισθήματα. Τους καλωσόρισαν ακόμα και θρυλικοί αγωνιστές, που μερικά χρόνια αργότερα θα αγωνίζονταν εναντίον τους. Χαρακτηριστικό ήταν ότι ο Μακρυγιάννης, που ηγήθηκε της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου, χάρισε στον Όθωνα ένα ζευγάρι τσαρούχια, για να ολοκληρώσει την παραδοσιακή ελληνική φορεσιά του.Για να γιορτάσουν το γάμο τους, οι βασιλείς διοργάνωσαν μία χοροεσπερίδα και κάλεσαν όλη την αφρόκρεμα των Αθηνών. Φυσικά δεν μπορούσε να λείπει ο γερός του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και το πρωτοπαλίκαρο του, ο Μήτρος Πλαπούτας. Όχι μόνο παρευρέθηκαν στη γιορτή, αλλά πρωτοστάτησαν και στο χορό. Ο αγέρωχος Πλαπούτας είχε τη φήμη του εξαιρετικού χορευτή και δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να σύρει το χορό. Είχε μάλιστα το συνήθειο να πετάει ψηλά τα τσαρούχια του, φιγούρα που πάντα προκαλούσε το θαυμασμό των θεατών. Όταν λοιπόν ακούστηκε η μουσική για το τσάμικο, ο Πλαπούτας έτρεξε να μπει στον κύκλο, έτοιμος να αρχίσει τις φιγούρες.Η αίθουσα φωτιζόταν από πολυελαίους και ο Κολοκοτρώνης, που γνώριζε τον ενθουσιασμό του φίλου του, έκρινε σκόπιμο να τον προειδοποιήσει: «Το νου σου, Μήτσο, σιγά τον πολυέλαιο!» Και όπως πολλές ρήσεις του Γέρου, έτσι έμεινε και αυτή στην καθημερινότητα αν και με το καιρό άλλαξε το νόημα.

Ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη για το θάνατο του Γεωργάκης Πλαπούτας στη μάχη του Λάλα την 30η Μάιου 1821:


Πάψε ρουφιά το βογκητό/Στρέψε τα κύµατα σου Να χει στου Λάλα ελεύθερο/το πέταµα η ψυχή µου. Ξέρεις εκεί ποιος κείτεται/Δεν θέλω τα νερά σου Ποτάµι ν’ακαριάζονται/Ν’αρπάζουν το φιλί µου Όταν εδώθε θα πετά/Να τον καλονυχτίζει Πάψε ρουφιά το βογκητό/Σίγησε, µην τολµήσεις Τα’αδέλφια να χωρίσεις/Γιατί ο Πλαπούτας και νεκρός Κρατεί το µετερίζι.


Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την πολιτική. Εκλέχθηκε πληρεξούσιος στη Δ' Εθνοσυνέλευση και βουλευτής Καρύταινας (1844-1847), ενώ διετέλεσε γερουσιαστής (1847-1862) και επίτιμος υπασπιστής του Όθωνα.[1][3][4][5][6]


Απεβίωσε στις 27 Ιουλίου 1864 στον οικογενειακό Πύργο των Πλαπουταίων στο Παλούμπα.

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 «Τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας». Βουλή των Ελλήνων. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2013. 
  2. Νικόλαος Δραγούμης, Ιστορικαί Αναμνήσεις, τ.Β΄σ.18.
  3. Τσελάλης, Αγησίλαος (2000). Πλαπούτας. Tripoli: Γιαννίκος. σελ. 156. 
  4. Χρυσανθόπουλος, Φωτάκος (2003). ΒΙΟΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΩΝ ΑΝΔΡΩΝ. Αθήνα: ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΚΕΨΙΣ. σελ. 336. ISBN 9789608352018. |
  5. «ΠΩΣ Η ΘΥΣΙΑ ∆ΥΟ ΑΣΗΜΩΝ ΗΡΑΙΑΤΩΝ ΕΣΩΣΕ ΤΟΥΣ ΝΙΚΗΤΑΡΑ ΚΑΙ ΠΛΑΠΟΥΤΑ» (PDF). 
  6. «ΠΩΣ ΒΓΗΚΕ Η ΦΡΑΣΗ ΣΙΓΑ ΤΟ ΠΟΛΥΕΛΑΙΟ».