Όρνιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Elanus (συζήτηση | συνεισφορές)
Παρακαλώ μην κάνετε ΑΤΕΚΜΗΡΙΩΤΕΣ αλλαγές. Η συγκεκριμένη ταξινομική είναι τεκμηριωμένη στο κείμενο!
Elanus (συζήτηση | συνεισφορές)
Ανανέωση λήμματος, προσθήκη νέων στοιχείων
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
| εικόνα = Gyps fulvus 01 by Line1.jpg
| εικόνα = Gyps fulvus 01 by Line1.jpg
| πλάτος_εικόνας = 280px
| πλάτος_εικόνας = 280px
| λεζάντα_εικόνας = Ενήλικο Όρνιο
| λεζάντα_εικόνας = Ενήλικο όρνιο (υποείδος ''G. f. fulvus'')
| status = LC
| status = LC
| status_system = iucn3.1
| status_system = iucn3.1
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
| classis = [[Πτηνά]] (''Aves'')
| classis = [[Πτηνά]] (''Aves'')
| ordo = [[Αετόμορφα]] (''Accipitriformes'')
| ordo = [[Αετόμορφα]] (''Accipitriformes'')
| familia = [[Αετίδες]] (''Accipitridae'')
| familia = [[Αετίδες]] (''Accipitridae'') Vigors, 1824
| subfamilia = [[Αετίνες]] (''Accipitrinae'') <ref>Thiollay, 1994</ref> {{Ref_label|I|i|none}}
| subfamilia = [[Αετίνες]] (''Accipitrinae'') <ref>Howard and Moore, p. 102</ref> {{Ref_label|I|i|none}}
| genus = [[Γύπας]] (''Gyps'') (Savigny, 1809)
| genus = [[Γύπας (γένος)|Γυψ]] (''Gyps'') Savigny, 1809 Μ
| species = '''''G. fulvus''''' (Όρνιο)
| species = '''''G. fulvus'''''
| binomial = ''Gyps fulvus'' ('''Γύπας ο καφεκίτρινος''')
| binomial = ''Gyps fulvus'' '''(Γυψ ο καφεκίτρινος )''' {{Ref_label|I|iii|none}}
| binomial_authority = Hablizl, 1783
| binomial_authority = Hablizl, 1783
| subdivision_ranks = [[Υποείδος|Υποείδη]]
| subdivision_ranks = [[Υποείδος|Υποείδη]]
| subdivision =''Gyps fulvus fulvescens''<br /> ''Gyps fulvus fulvus''
| subdivision =''Gyps fulvus fulvescens''<br/>''Gyps fulvus fulvus''
}}
}}
Το '''Όρνιο''' είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους [[γύπας|γύπες]] που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι ''Gyps fulvus'' και περιλαμβάνει 2 [[υποείδος|υποείδη]]. <ref>Howard & Moore, p. 102</ref><ref>http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175487</ref>


Στην [[Ελλάδα]] απαντά το υποείδος ''G. f. fulvus'' (Hablizl, 1783). <ref>Howard and Moore, p. 102</ref>
Το '''Όρνιο''' είναι είδος [[γύπας|γύπα]], που απαντάται στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι ''Gyps fulvus'' και περιλαμβάνει 2 [[υποείδος|υποείδη]].<ref name="Howard and Moore, p. 102">Howard and Moore, p. 102</ref>
==Τάση παγκόσμιου πληθυσμού==

*Ανοδική ↑ <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/22695219/0</ref>
Στην [[Ελλάδα]] απαντάται το [[υποείδος]] ''G. f. fulvus'' (Hablizl, 1783).<ref name="Howard and Moore, p. 102"/>

Είναι ένα είδος αγελαίο στη διατροφή και αποικιακό στο φώλιασμα. Σχεδόν σε όλη τη ζώνη εξάπλωσής του στη δυτική Παλαιαρκτική, από τη Μογγολία μέχρι την Ιβηρική Χερσόνησο, ακολουθεί τα νομαδικά κοπάδια στις εποχιακές μετακινήσεις τους<ref>Cramp, S. and Simmons, K.E.L. (1980) " Handbook of the Birds of Europe, the Middle East and North Africa: The Birds of the Western Palearctic." Oxford University Press, Oxford.</ref>.

==Ονοματολογία==
==Ονοματολογία==
Η λατινική επιστημονική ονομασία του [[γένος (βιολογία)|γένους]], ''Gyps'', είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής λέξης ''Γυψ, -πός'' «γύπας». Το θέμα ''γυ-'' σημαίνει «οτιδήποτε κυρτωμένο} ή «σπηλιά», με παρέκταση σε ''-π-'' και παραπέμπει, πιθανότατα, στο έντονα κυρτωμένο ράμφος ή τους γαμψώνυχες του πτηνού. <ref>ΠΛΜ, 19:460</ref>
Η λατινική λέξη ''fulvus'' σημαίνει, «βαθύς κίτρινος», «κοκκινοκίτρινος», «καφεκίτρινος», και, σχετίζεται με το χρώμα του φτερώματος, αν και στην πραγματικότητα αυτό είναι σταχτί-καφέ.<ref>http://artflx.uchicago.edu/cgi-bin/philologic/getobject.pl?c.5:1560.lewisandshort</ref>


Η λατινική λέξη ''fulvus'' δεν έχει κάποιαν αντίστοιχη και επακριβή μονολεκτική απόδοση στα ελληνικά και σημαίνει, «καφεκίτρινος, πορτοκαλοκίτρινος, καφέ-πορτοκαλί ή κοκκινοκίτρινος με σκωριόχρωμη απόχρωση». Αντίθετα, στην αγγλική αποδίδεται μονολεκτικά ως ''tawny''. <ref>https://en.wikipedia.org/wiki/Tawny_(color)</ref> Παραπέμπει στο χρώμα του πτερώματος, αν και αυτό δεν ανταποκρίνεται πάντοτε στην ονομασία, καθότι μπορεί να ποικίλλει αρκετά.
Η αγγλική ονομασία του είδους Griffon (Vulture), προέρχεται από την ελληνική λέξη ''γρύψ'' και έχει την εξής ετυμολογία: griffon <griffoun<grifon<grŷphus<γρύψ (μυθικό ζώο με στόμα λιονταριού και, κεφάλι και φτερά αετού.<ref>http://dictionary.reference.com/browse/griffin</ref><ref>«Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα», τόμος 19, σ.457</ref>


Η αγγλική ονομασία του είδους Griffon vulture, προέρχεται από την ελληνική λέξη ''γρύψ'' και έχει την εξής ετυμολογία: ''griffon'' < ''griffoun'' < ''grifon'' < ''grŷphus'' < ''γρύψ'' «μυθικό ζώο με στόμα λιονταριού και, κεφάλι και φτερά αετού». <ref>http://dictionary.reference.com/browse/griffin</ref><ref>ΠΛΜ, 19:457</ref>
Η ελληνική ονομασία Όρνιο, έχει τη ρίζα της στην αρχαία λέξη <όρνις{{Ref_label|I|ii|none}}


Η ελληνική ονομασία ''όρνιο'', έχει τη ρίζα της στην αρχαία λέξη ''όρνις, -ιθος'' (ό | ή) < θ. ''όρν-ι-'' (µε παρέκταση -θ- για τις ανάγκες τής κλίσεως) < I.E. *or-n- «αετός, µεγάλο πουλί», πβ. χετ.^Γ''-aa'', γότθ. ''ara'', αρχ. γερµ. ''aro'' | ''aru'', αρχ. αγγλ. ''earn'', αρχ. σλαβ. ''orilu'' κ.ά. Οµόρρ. αρχ. ''oρv-εον''. <ref>Μπαμπινιώτης, σ. 1278</ref> {{Ref_label|I|ii|none}}
==Συστηματική Ταξινομική==
==Συστηματική ταξινομική==
Το Όρνιο ανήκει στους [[γύπας|γύπες]] του λεγόμενου [[Παλαιός Κόσμος|Παλαιού Κόσμου]] για να υπάρχει διαχωρισμός από τους αντίστοιχους του [[Νέος Κόσμος|Νέου Κόσμου]]. που ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[Καθαρτίδες]] (Cathartidae). Όμως, τα [[Γένος (βιολογία)|γένη]] αυτών των δύο ομάδων είναι [[φυλογένεση|φυλογενετικά]] απομακρυσμένα μεταξύ τους και, αυτός ο διαχωρισμός είναι περισσότερο συμβατικός παρά ουσιαστικός. Τα μέλη των δύο κατηγοριών υπήρξαν διαδεδομένα τόσο στον Παλαιό Κόσμο όσο και στη Βόρεια [[Αμερική]], κατά τη διάρκεια του Νεογενούς.
Το [[είδος]] περιγράφηκε από τον Ρώσο βοτανικό Κ. Χάμπλιτσλ (Carl Ludwig von Hablitzl, 1752–1821) ως ''Vultur fulvus'' (Ιράν, 1783). Η μεταφορά του στο γένος ''Gyps'', έγινε το 1809 από τον Γάλλο ζωολόγο Μ. Σαβινί (Marie Jules César Lelorgne de Savigny 1777 – 1851). <ref>http://www.hbw.com/species/griffon-vulture-gyps-fulvus</ref>
Το όρνιο ανήκει στους [[γύπας|γύπες]] του λεγόμενου [[Παλαιός Κόσμος|Παλαιού Κόσμου]] για να υπάρχει διαχωρισμός από τους αντίστοιχους του [[Νέος Κόσμος|Νέου Κόσμου]]. που ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[Καθαρτίδες]] (Cathartidae). Όμως, τα [[γένος|γένη]] αυτών των δύο ομάδων είναι [[φυλογένεση|φυλογενετικά]] απομακρυσμένα μεταξύ τους και, αυτός ο διαχωρισμός είναι περισσότερο συμβατικός παρά ουσιαστικός. Τα μέλη των δύο κατηγοριών υπήρξαν διαδεδομένα τόσο στον Παλαιό Κόσμο όσο και στην [[Βόρεια Αμερική]], κατά τη διάρκεια του Νεογενούς. Οι γύπες του Παλαιού Κόσμου αποτελούν, πιθανώς, ''πολυφυλετική'' ομάδα μέσα στην [[οικογένεια]] ''Accipitridae'', με τον [[Ασπροπάρης|ασπροπάρη]]), [[Γυπαετός|γυπαετό]] και [[γυποϊέραξ|γυποϊέρακα]] να αποτελούν ξεχωριστά taxa. <ref>Lerner & Mindell</ref>


Παλαιότερα, οι ερευνητές θεωρούσαν ότι σχημάτιζε «ομάδα» (group) με τα είδη ''G. himalayensis'', ''G. indicus'' (μαζί με το ''G. tenuirostris''), ''G. coprotheres'' και ''G. rueppelli''. Πρόσφατα γενετικά στοιχεία δείχνουν ότι, αποτελεί έναν (1) κλάδο με το ''G. rueppelli'' και ότι, αυτά τα δύο taxa είναι «αδελφικά» με άλλον κλάδο που περιλαμβάνει τα ''G. indicus'', ''G. tenuirostris'' και ''G. coprotheres'', θέση που υποστηρίζεται ανεξάρτητα, από μελέτη βασισμένη σε ευρύτερα μοριακά δείγματα από επιπρόσθετες τοποθεσίες. <ref>http://www.hbw.com/species/griffon-vulture-gyps-fulvus</ref>
Οι γύπες του Παλαιού Κόσμου είναι πιθανώς μια [[πολυφυλετισμός|πολυφυλετική]] ομάδα μέσα στην [[οικογένεια]] Accipitridae, με τα [[είδος|είδη]] Neophron percnopterus ([[Ασπροπάρης]]), Gypaetus barbatus ([[Γυπαετός]]) και Gypohierax angolensis να αποτελούν ξεχωριστά taxa.<ref>Lerner & Mindell, 2005</ref>
==Γεωγραφική εξάπλωση==
[[Αρχείο: Gyps fulvus dis.PNG|thumb|right|350px|Γεωγραφική εξάπλωση του είδους ''Gyps fulvus'' ]]
Το όρνιο είναι ένας από τους «εκπροσώπους» των [[γύπας|γυπών]] του [[Παλαιός Κόσμος|Παλαιού Κόσμου]], με κατακερματισμένη περιοχή κατανομής, η οποία καλύπτει μεγάλα τμήματα της ΝΔ. Παλαιαρκτικής ([[βιογεωγραφική περιοχή|οικοζώνες]]: [[Παλαιαρκτική]], Αφροτροπική (οριακά) και Ινδομαλαϊκή). Το φάσμα κατανομής αρχίζει από την [[Μεσόγειος|Μεσόγειο]] ([[Ισπανία]] και την Β. [[Αφρική]] στα δυτικά, συνεχίζει μέσω των [[Βαλκάνια|Βαλκανίων]] προς την [[Μέση Ανατολή]], παρακάμπτει τις υψηλές οροσειρές της Κ. [[Ασία]]ς, για να καταλήξει στην [[Ινδία]], το [[Νεπάλ]] και τη ΝΔ. [[Μογγολία]] προς ανατολάς, ενώ αγγίζει τα όρια του [[Καζακστάν]] στα βορειοανατολικά. <ref>U. N. Glutz v. Blotzheim, p. 240-1 & 254</ref>
{| class="wikitable"
|-
! Αρ.
! Υποείδος
! Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης)
! Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης
! Σημειώσεις
|-
| 1 || ''Gyps fulvus fulvescens'' || [[Αφγανιστάν]], A [[Πακιστάν]] ΒΔ [[Ινδία]] || [[Ασσάμ]] και [[Ντέκκαν Οροπέδιο|Ντέκκαν]] || Πιο ανοικτόχρωμο και κιτρινομπέζ από το 2, πιο κανελί η άνω περιοχή του στήθους
|-
| 2 || '''''Gyps fulvus fulvus''''' || ΒΔ [[Αφρική]], [[Ιβηρική χερσόνησος]] και Ν [[Γαλλία]], ανατολικά προς λεκάνη Μεσογείου, [[Βαλκάνια]], [[Τουρκία]], [[Κριμαία]], [[Μέση Ανατολή]], [[Αραβία]], [[Ιράν]], [[Παμίρ]], Ν και Α [[Καζακστάν]] || Επιδημητικοί και διαχειμάζοντες πληθυσμοί || Είναι το ευρωπαϊκό και κύριο (nominate) υποείδος (βλ. Μορφολογία)
|}


(Πηγές: <ref>Howard and Moore, p. 102</ref><ref>http://ibc.lynxeds.com/species/ griffon-vulture-gyps-fulvus</ref>)
==Γεωγραφική κατανομή==
[[Αρχείο:Gyps fulvus dis.PNG|thumb|left|280px| Οι περιοχές εξάπλωσης του Όρνιου]].
Το Όρνιο είναι ένας εκπρόσωπος των [[γύπας|γυπών]] του [[Παλαιός Κόσμος|Παλαιού Κόσμου]], με κατακερματισμένη περιοχή κατανομής, η οποία καλύπτει μεγάλα τμήματα της νοτιο-δυτικής Παλαιαρκτικής. Η ζώνη αρχίζει από τη [[Μεσόγειος|Μεσόγειο]] ([[Ισπανία]], βόρεια [[Αφρική]] στα δυτικά, συνεχίζει μέσω των [[Βαλκάνια|Βαλκανίων]] προς τη [[Μέση Ανατολή]], παρακάμπτει τις υψηλές οροσειρές της Κ. [[Ασία]]ς, για να καταλήξει στην [[Ινδία]], το [[Νεπάλ]] και τη ΝΔ. [[Μογγολία]] προς ανατολάς, ενώ αγγίζει τα όρια του [[Καζακστάν]] στα βορειοανατολικά.<ref>U. N. Glutz v. Blotzheim ,p. 240-1 & 254</ref>


(σημ. με έντονα γράμματα το [[είδος|υποείδος]] που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
==Μεταναστευτικές οδοί==
==Μεταναστευτική συμπεριφορά==

[[Αρχείο: Eagle beak sideview A.jpg|thumb|right|350px|Το χαρακτηριστικό κεφάλι του ενήλικου όρνιου]]
Η αποδημητική συμπεριφορά του Όρνιου είναι αρκετά περίπλοκη και σε πολλούς τομείς παραμένει ανεξερεύνητη. Γενικά, τα ενήλικα άτομα είναι ως επί το πλείστον μόνιμα ([[επιδημητικός|επιδημητικά]]) στις περιοχές αναπαραγωγής τους, ενώ αντίθετα, τα ανώριμα πουλιά μεταναστεύουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό ανάλογα με τον πληθυσμούς. Αρκετές χιλιάδες κυρίως νέα και ανώριμα ζώα μεταναστεύουν το φθινόπωρο μέσω [[Γιβραλτάρ]] και [[Βόσπορος|Βοσπόρου]] προς την [[Αφρική]], περνώντας το χειμώνα στη [[Σενεγάλη]], το [[Μάλι]] και τον [[Νίγηρα]], και στα ανατολικά στο [[Σουδάν]] και την [[Αιθιοπία]]. Τα πουλιά περνούν τα πρώτα καλοκαίρια τους, σε περιοχές μακριά από τον τόπο γέννησής τους, στους οποίους επιστρέφουν, πιθανότατα μόνο μετά την εφηβεία τους.
Η αποδημητική συμπεριφορά του όρνιου είναι αρκετά περίπλοκη και σε πολλούς τομείς παραμένει αδιερεύνητη. Γενικά, τα ενήλικα άτομα είναι ως επί το πλείστον μόνιμα ([[μετανάστευση πτηνών|επιδημητικά]]) στις περιοχές αναπαραγωγής τους, ενώ αντίθετα, τα ανώριμα πουλιά μεταναστεύουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό ανάλογα με τούς πληθυσμούς. Αρκετές χιλιάδες, κυρίως νέα και ανώριμα, άτομα μεταναστεύουν το φθινόπωρο (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος) μέσω [[Γιβραλτάρ]] και [[Βόσπορος|Βοσπόρου]] προς την [[Αφρική]], περνώντας το χειμώνα στη [[Σενεγάλη]], το [[Μάλι]] και τον [[Νίγηρα]], και στα ανατολικά στο [[Σουδάν]] και την [[Αιθιοπία]]. Τα νεαρά πουλιά περνούν τα πρώτα καλοκαίρια τους, σε περιοχές μακριά από τον τόπο γέννησής τους στους οποίους επιστρέφουν, πιθανότατα, μόνο μετά την εφηβεία τους.


Ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός πληθυσμός όρνεων βρίσκεται στην Ισπανία, ως επί το πλείστον επιδημητικός. Τα ανήλικα άτομα μπορούν να περιπλανηθούν προς το νότο το φθινόπωρο, έως και 600 χιλιόμετρα από τις τοποθεσίες όπου γεννήθηκαν, μέχρι το Μαρόκο, αν και έχουν αναφερθεί περιπτώσεις μέχρι την Μαυριτανία. <ref> Ferguson-Lees & Christie, p. 431</ref> Τα πουλιά που διασχίζουν τον Βόσπορο αυξάνονται σε αριθμούς από ορισμένους τοπικούς πληθυσμούς, κατά την διάρκεια του μεταναστευτικού περάσματος σε όλη την Τουρκία, δεδομένου ότι οι πληθυσμοί της Τουρκίας είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου αποδημητικοί. Το πέρασμα σε στενό μέτωπο πάνω από τα βόρεια του Κόλπου του Σουέζ (διέλευση του νερού 12-13 χλμ), με κατεύθυνση νότια-δυτικά, γίνεται τον Οκτώβριο, και βόρεια-ανατολικά τον Φεβρουάριο-Μάρτιο. <planetofbirds.com</ref>
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το [[Βέλγιο]], την [[Δανία]] και την [[Φινλανδία]], την [[Λιβύη]], την [[Κένυα]] και το [[Μπαγκλαντές]]. <ref>http://www.iucnredlist.org/details/full/22695219/0</ref>
*Στην [[Ελλάδα]], το όρνιο είναι [[μετανάστευση πτηνών|επιδημητικό]] πτηνό, δηλαδή ζει και αναπαράγεται στην χώρα καθ’όλη την διάρκεια του έτους, αλλά παρατηρούνται και άτομα από άλλες βαλκανικές χώρες που κατεβαίνουν νοτιότερα, κυρίως δακτυλιωμένα (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα). <ref>Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300</ref><ref>Handrinos & Akriotis, p. 131-2</ref><ref>Όντρια (Ι), σ. 75</ref><ref>RDB, p. 152, 214</ref> Απαντά τόσο στην Κρήτη <ref>Σφήκας, σ. 24</ref>, όσο και στην Κύπρο (Επισκοπή, Ακάμας), <ref>Σφήκας, σ. 24</ref> αλλά οι πληθυσμοί του στις δύο μεγαλονήσους έχουν μειωθεί δραματικά στις τελευταίες δεκαετίες.
==Βιότοπος==
==Βιότοπος==
Το όρνιο ζει και αναπαράγεται σε περιοχές με κάθετες ή απότομες πλαγιές, φαράγγια και παρόμοια οικοσυστήματα με βράχια που προεξέχουν. Η αναζήτηση τροφής, όμως, γίνεται σε ευρύ φάσμα ανοικτών και κυρίως ξηρών περιοχών, που περιλαμβάνουν στέπες, ερήμους, πλαγιές και οροπέδια, καθώς και ανοικτές γεωργικές εκτάσεις. Το είδος εμφανίζεται σε υψόμετρα από 0 έως 3000 μέτρα, αλλά έχει επίσης παρατηρηθεί σε υψόμετρο μέχρι 3500 μέτρα. Στην ευρύτερη περιοχή του Νεπάλ, το όρνιο απαντά κάτω από τα 915 μ. , ωστόσο έχει παρατηρηθεί μέχρι τα 3.050 μ. <ref>Grimmett et al, p. 122</ref>
Το Όρνιο εντοπίζεται σε περιοχές με ζεστό κλίμα αλλά μπορεί να ανεχθεί δριμύτερες συνθήκες όπως κρύο, βροχή, ομίχλη ή ακόμα και χιόνι προκειμένου να βρεθεί σε ευνοϊκές συνθήκες ανάζητησης τροφής ή αναπαραγωγής<ref>del Hoyo, J., Elliott, A. and Sargatal, J. (1994). "Handbook of the Birds of the World. Volume 2: New World Vultures to Guineafowl." Lynx Edicions, Barcelona.</ref>.
*Κατά την μετανάστευση, το όρνιο είναι ικανό να ανεβεί μέχρι τα 10.000 μ. <ref> Ferguson-Lees & Christie, p. 432</ref>

*Στην Ελλάδα, το όρνιο απαντά σε παρόμοια οικοσυστήματα, κυρίως σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές, εκμεταλλευόμενο τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες. <ref>Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300</ref> Αναζητά την τροφή του πάνω από λόφους με χαμηλή βλάστηση και σε απότομες, βραχώδεις σάρες, από τα 200 -1.500 μ. <ref>Handrinos & Akriotis, p. 131</ref> Εξαιρετικά σπάνια θα παρατηρηθεί σε πεδιάδες ή υγρότοπους, <ref>Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76</ref> όπως δέλτα ποταμών, αρκεί να υπάρχουν ζώα βοσκής στην περιοχή και ορθοπλαγιές για φώλιασμα και κούρνιασμα. <ref>Handrinos & Akriotis, p. 131-2</ref> Η εξάπλωση των αποικιών του συνδέεται πάντοτε με την παρουσία ασβεστολιθικού
Ζει και αναπαράγεται σε περιοχές με κάθετες ή απότομες πλαγιές, φαράγγια και παρόμοια οικοσυστήματα. Η αναζήτηση τροφής, όμως, γίνεται σε ένα ευρύ φάσμα ανοικτών και κυρίως ξηρών περιοχών, που περιλαμβάνουν στέπες, ερήμους, πλαγιές και οροπέδια, καθώς και ευρείες γεωργικές εκτάσεις. Το είδος εμφανίζεται σε υψόμετρα από 0 έως 3000 μέτρα, αλλά έχει επίσης παρατηρηθεί σε υψόμετρο μέχρι 3500 μέτρα.
υποστρώματος στην περιοχή. <ref>Xirouchakis & Mylonas 2005, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300</ref>

Εξαιρετικά σπάνια θα παρατηρηθεί σε πεδιάδες ή υγρότοπους.<ref name="Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76">Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76</ref>

==Μορφολογία==
==Μορφολογία==
Το Όρνιο ανήκει στα μεγάλα πτηνά του [[Παλαιός Κόσμος|Παλαιού Κόσμου]], υπολοιπόμενο -για την [[Ευρώπη]]- μόνον του [[Γυπαετός|Γυπαετού]] και του [[Μαυρόγυπας|Μαυρόγυπα]] σε όγκο. Στο είδος δεν παρουσιάζεται [[σεξουαλικός διμορφισμός]] όσον αφορά στο χρώμα, το μέγεθος ή το βάρος, όπως αποδεικνύεται από τη σύγκριση αρσενικών και θηλυκών ατόμων, σε δείγματα από νεκρά πουλιά.<ref name="U. N. Glutz v. Blotzheim, p. 240-1">U. N. Glutz v. Blotzheim, p. 240-1</ref>
Το όρνιο ανήκει στα μεγάλα πτηνά του [[Παλαιός Κόσμος|Παλαιού Κόσμου]], υπολειπόμενος -για την [[Ευρώπη]]- μόνον του [[Γυπαετός|γυπαετού]] (σε μήκος σώματος) και του [[Μαυρόγυπας|μαυρόγυπα]] (σε συνολικό όγκο).


Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του είναι: πολύ μεγάλο μέγεθος και δύο χρωματικοί «τόνοι», του απαλού καφέ και του μαυριδερού, σε όλα τα πτερώματα (νεαρών και ενηλίκων). Στιβαρό, μεγάλο ράμφος -ωστόσο μικρότερο του υπολοίπου κεφαλιού, σχετικά μικρή ουρά και κοντοί ταρσοί. Η πάνω επιφάνεια του σώματος είναι ''απαλή καφετί στο χρώμα της άμμου προς κρεμ'', ενώ η κάτω πλησιάζει το ''απαλό μπεζ'' χρώμα. <ref>Ferguson-Lees & Christie, p. 432</ref> Το κεφάλι και ο μακρύς λαιμός καλύπτονται με γκριζόλευκα πούπουλα, κρέμ στην κορυφή του κεφαλιού και στο κάτω μέρος του λαιμού. Η αφράτη, πυκνή χαίτη (τραχηλιά) είναι ''λευκή'' -μόνον όταν είναι καθαρή <ref>Ferguson-Lees & Christie, p. 118</ref> -, αλλά σπάνια ξεχωρίζει από μακριά. <ref>Bruun, p. 70 </ref> ''Οι άκρες των πτερύγων καλύπτουν εντελώς την ουρά''.
[[Αρχείο:Eagle beak sideview A.jpg|thumb|right|300px| Το χαρακτηριστικό κεφάλι του ενήλικου Όρνιου.]]


Στο είδος δεν παρουσιάζεται ιδιαίτερος [[φυλετικός διμορφισμός]], όπως αποδεικνύεται από δείγματα νεκρών ατόμων. <ref>U. N. Glutz v. Blotzheim, p. 240-1</ref> Ωστόσο, υπάρχει μικρή διαφορά στο μέγεθος (5%) και το βάρος (7%), υπέρ των θηλυκών. <ref> Ferguson-Lees & Christie, p. 432</ref>
Τα ενήλικα έχουν, γενικά, ανοιχτό καφέ έως ανοιχτό κόκκινο καφέ χρώμα στο πάνω μέρος, με την κάτω επιφάνεια σε απαλό μπεζ. Τα [[πρωτεύοντα ερετικά (φτερά)|πρωτεύοντα ερετικά]] είναι σκούρα καφέ, σχεδόν μαύρα και, κάνουν έντονη αντίθεση με την υπόλοιπη κοιλιά στην παρατήρηση κατά την πτήση, που εμφανίζεται σαν μία φωτεινή ζώνη (σκουρότερη στον [[Μαυρόγυπας|Μαυρόγυπα]]).
[[Αρχείο: Gypful.jpg|thumb|right|550px|Το όρνιο έχει εντυπωσιακό άνοιγμα πτερύγων (διακεκριμένη φωτογραφία)]]
Επίσης, σημαντική αντίθεση εμφανίζουν τα [[πηδαλιώδη (φτερά)|πηδαλιώδη]] της ουράς, που είναι σκούρα γκρι σχεδόν μαύρα και αυτά.
Τα [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|πρωτεύοντα ερετικά]] φτερά είναι ''σκούρα καφέ, σχεδόν μαύρα'' και κάνουν έντονη αντίθεση με την υπόλοιπη κοιλιά στην παρατήρηση κατά την πτήση, που εμφανίζεται σαν μία φωτεινή ζώνη (σκουρότερη στον [[Μαυρόγυπας|μαυρόγυπα]]). Επίσης, σημαντική αντίθεση κάνουν τα [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|πηδαλιώδη]] φτερά της ουράς, που είναι σκούρα γκρι, σχεδόν μαύρα και αυτά. Οι άκρες των [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|δευτερευόντων ερετικών]] δεν είναι τόσο μυτερές και δεν δίνουν «πριονωτή» όψη στο πίσω μέρος των πτερύγων. <ref>Mullarney et al, p. 90</ref> Το γαμψό, ισχυρό ράμφος έχει κιτρινωπό-πρασινοκίτρινο χρώμα και ανοικτό γκρίζο στην βάση του. Η ίριδα είναι ανοικτόχρωμη κίτρινη προς χρυσοκίτρινη, ενώ με το πέρασμα της ηλικίας γίνεται ολοένα και πιο καφετί. <ref>Ferguson-Lees & Christie, p. 432</ref> Το [[ράμφος (πτηνά)|κήρωμα]], το άπτερο μέρος των ταρσών και τα πόδια είναι γκρίζα-μολυβί, <ref>Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76</ref> αν και υπάρχουν διάφορες αποχρώσεις από πράσινο-γκρίζο έως καφέ-γκρίζο, ακόμη και κυανό-γκρίζο. <ref>Ferguson-Lees & Christie, p. 433</ref>
Το κεφάλι και ο μακρύς λαιμός καλύπτονται με γκριζόλευκα πούπουλα, κρέμ στην κορυφή του κεφαλιού και στο κάτω μέρος του λαιμού. Η αφράτη, πυκνή χαίτη (τραχηλιά) είναι λευκή, αλλά σπάνια ξεχωρίζει από μακριά.<ref>Bruun, p.70</ref>
*Το γυμνό τμήμα στα πλάγια του τραχήλου είναι «χλωμό» κυανό-γκρίζο, αλλά γίνεται πιο σκουρόχρωμο όταν το πουλί βρίσκεται σε έξαρση. <ref>Ferguson-Lees & Christie, p. 433</ref>
Το γαμψό, ισχυρό ράμφος έχει κιτρινωπό- πρασινοκίτρινο χρώμα και ανοικτό γκρι στη βάση. Το [[κήρωμα]], το άπτερον μέρος των ποδιών και τα δάχτυλα είναι γκρίζα-μολυβί.<ref name="Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76"/>
Τα νεαρά άτομα έχουν, γενικά, παρόμοιο πτέρωμα με των ενηλίκων, αλλά φαίνονται ''πιο σκοτεινόχρωμα'', πιο κιτρινοκαφέ στο πάνω μέρος του σώματος, με λιγότερη αντίθεση μεταξύ των [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|καλυπτηρίων]] των πτερύγων και των μαύρων [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|ερετικών]] φτερών. Επίσης, τα [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|μεγάλα στέγαστρα]] είναι μακρύτερα, μυτερά και όλα σκουρόχρωμα εκτός από τις πιο ανοικτόχρωμες άκρες. Η τραχηλιά είναι ''κρεμ-κίτρινη''. Πάντως, το πτέρωμα των ενηλίκων αποκτάται μετά τα 6 χρόνια και τα ενδιάμεσα στάδια αλλαγής πτερώματος είναι μεγάλα σε διάρκεια και αναστέλλονται κατά την αναπαραγωγική περίοδο. <ref>Ferguson-Lees & Christie, p. 432</ref>
*Μήκος σώματος : (93-)100 έως 110(-112) εκατοστά.
==Βιομετρικά στοιχεία==
*Άνοιγμα πτερύγων: (234-)236 έως 274(-280) εκατοστά.
*Μήκος σώματος : (93-) 100 έως 110 (-112) εκατοστά
*Βάρος: (6,2-)6,5 έως 8,2(-8,5) κιλά.<ref>Bruun, p. 70</ref><ref>Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 178</ref>
*Άνοιγμα πτερύγων: (234-) 236 έως 274 (-280) εκατοστά
*Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ (67,5-) 68,5 έως 74 (-75) εκατοστά, ♀ (72,5-) 74 έως 77,5 εκατοστά
*Μήκος ουράς: (28-) 30 έως 32 (-33) εκατοστά
*Μήκος ταρσού: 10 έως 12 εκατοστά
*Βάρος: ♂ (4,25-) 6,2 έως 10,5 κιλά, ♀ 6,5 έως 11,3 (-15) κιλά


(Πηγές: <ref>Grimmett et al, p. 122</ref><ref>Mullarney et al, p. 90</ref><ref>Flegg, p. 84</ref><ref>Heinzel et al, p. 88</ref><ref>Perrins, p. 88</ref><ref>Bruun, p. 70</ref><ref>Όντρια (Ι), σ. 74</ref><ref>http://www.ibercajalav.net</ref><ref>planetofbirds.com</ref> <ref>ΠΛΜ, 16:316</ref><ref>Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76, 178</ref>
==Τροφή==
==Τροφή==
[[Αρχείο: Gyps fulvus - 01.jpg|thumb|right|450px|Η χαρακτηριστική χαίτη (τραχηλιά) του όρνιου είναι λευκή μόνον όταν είναι καθαρή]]
Το Όρνιο επισκοπεί την περιοχή που τρέφεται με ενιαίους, διαρκείς κύκλους πάνω από το ανοιχτό τοπίο (γυροπέταγμα-soaring). Τα πουλιά πετούν ομαδικά μακριά από την αποικία, το πρωί, έως και 60 χιλιόμετρα από εκεί που κουρνιάζουν.
Τα όρνια τρέφονται ''αποκλειστικά με θνησιμαία'' ([[ψοφίμι]]α) -νωπά ή σε αποσύνθεση- παρατηρώντας απευθείας το έδαφος, αλλά και έμμεσα με την παρατήρηση άλλων σαρκοφάγων και, ειδικά με την παρατήρηση άλλων αρπακτικών πτηνών που τρέφονται με σφάγια (scavengers). Ενδιαφέρονται κυρίως για τα ''εσωτερικά όργανα'' και το περιεχόμενο του στομάχου, καθώς και τη σάρκα των μεσαίων και μεγάλων νεκρών ζώων. Τουλάχιστον στην Ευρώπη, οι γύπες τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με νεκρά κατοικίδια ζώα όπως, πρόβατα, κατσίκια, βοοειδή, άλογα και καμήλες. Σπανιότερα, στρέφονται σε μικρότερα σφάγια όπως, σκυλιά, κουνέλια, αλεπούδες και παρόμοια ζώα. Επίσης, έχουν καταγραφεί κητοειδή, πάπιες και ψάρια, αλλά πολύ σπάνια.


*Στους [[γύπας|γύπες]] υπάρχει ιεραρχία στη διατροφή τους. Εάν υπάρχουν μόνο γύπες στο χώρο τροφής, ''προηγείται ο [[μαυρόγυπας]] '' που αναλαμβάνει να κάνει τη «σκληρή δουλειά», να κατακερματίσει δηλαδή τα εξωτερικά μέρη του σφαγίου (δέρμα, ινώδη τμήματα, κ.ο.κ) με το ισχυρότατο ράμφος του, μετά ακολουθεί το όρνιο που, συνήθως, τρώει όλο το μαλακό μέρος του ζώου και τέλος, έρχεται ο [[ασπροπάρης]] για τυχόν υπολείμματα. Σε περιοχές που συνυπάρχουν και άλλα αρπακτικά, όπως λύκοι και τσακάλια, πάλι οι γύπες αποτελούν το κυρίαρχο είδος. Εάν υπάρχει μόνο ένα (1) [[είδος]] γύπα και πάλι τρώει πρώτο το πιο υψηλόβαθμο ζώο της ομάδας, ξεκινώντας από το κεφάλι, ενώ τα υπόλοιπα μέλη πηγαίνουν στο υπόλοιπο μέρος του σφαγίου.
[[Αρχείο:Gyps fulvus -Oakland Zoo-8a.jpg|thumb|left|280px|Eνήλικο Όρνιο σε ζωολογικό κήπο.]]
*Ακόμη και λίγα όρνια, μπορούν να «εξαφανίσουν» ένα σφάγιο σε μικρό χρονικό διάστημα. <ref>Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76</ref>

==Ηθολογία==
Οι γύπες τρέφονται αποκλειστικά με θνησιμαία ([[ψοφίμι]]α) -νωπά ή σε αποσύνθεση- παρατηρώντας απευθείας το έδαφος, αλλά και έμμεσα με την παρατήρηση άλλων σαρκοφάγων και, ειδικά με την παρατήρηση άλλων αρπακτικών πτηνών που τρέφονται με σφάγια (scavengers).
Το όρνιο επισκοπεί την περιοχή που τρέφεται γυροπετώντας σε ενιαίους, διαρκείς κύκλους πάνω από το ανοιχτό τοπίο (soaring). Τα πουλιά πετούν ομαδικά μακριά από την αποικία, ''νωρίς το πρωί'', <ref>Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76</ref> έως και 60 χιλιόμετρα από εκεί που κουρνιάζουν. Συνηθίζει να κάθεται σε σημείο επόπτευσης χώρου (perching post), συνήθως στο γείσο ενός βράχου ή, σπανιότερα, σε κάποιο δένδρο. Όταν έχει τραφεί, μετακινείται στο έδαφος, κοντά σε έναν βράχο ή κάποιο ύψωμα. Σε θέση κουρνιάσματος, τοποθετεί το κεφάλι γερμένο μεταξύ των ώμων. <ref>Ferguson-Lees & Christie, p. 431</ref>

[[Αρχείο: Buitres leonados (Gyps fulvus) 0.jpg|thumb|right|350px|Τά όρνια συναθροίζονται σε σημαντικούς αριθμούς μόλις ανακαλυφθεί κάποιο σφάγιο)]]
Τα Όρνια ενδιαφέρονται κυρίως για τα εσωτερικά όργανα και το περιεχόμενο του στομάχου, καθώς και τη σάρκα των μεσαίων και μεγάλων νεκρών ζώων.Τουλάχιστον στην [[Ευρώπη]], οι γύπες τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με νεκρά οπληφόρα ζώα όπως, πρόβατα, κατσίκια, βοοειδή και άλογα. Σπανιότερα, στρέφονται σε μικρότερα σφάγια όπως, σκυλιά, κουνέλια, αλεπούδες και παρόμοια ζώα.
Τα όρνια μπορεί να είναι είτε μοναχικά είτε αγελαία στην συμπεριφορά τους. Έτσι, αναζητούν την τροφή μόνα τους, αλλά όταν βρεθεί κάποιο σφάγιο, αμέσως σχηματίζονται μικρά ή μεγάλα σμήνη (συνήθως 20-40 άτομα). Το ίδιο συμβαίνει και κατά την διάρκεια της μετανάστευσης, η οποία γίνεται μεν μοναχικά, αλλά συναθροίσεις αρκετών ατόμων (συνήθως 5-15) παρατηρούνται συχνά πάνω από τα θαλάσσια περάσματα ή όταν δημιουργούνται θερμά ανοδικά ρεύματα. Τέλος, το κούρνιασμα γίνεται σε ομάδες των 15-20 ατόμων, που συνωστίζονται στο γείσο ενός μεγάλου βράχου ή, σπανιότερα, σε γειτονικά δένδρα. <ref>Ferguson-Lees & Christie, p. 434</ref>

==Πτήση==
Στους [[γύπας|γύπες]] υπάρχει ιεραρχία στη διατροφή τους. Εάν υπάρχουν μόνο γύπες στο χώρο τροφής, προηγείται ο [[Μαυρόγυπας]] που αναλαμβάνει να κάνει τη «σκληρή δουλειά», να κατακερματίσει δηλαδή τα εξωτερικά μέρη του σφαγίου (δέρμα, ινώδη τμήματα, κ.ο.κ) με το ισχυρότατο ράμφος του, μετά ακολουθεί το Όρνιο που, συνήθως, τρώει όλο το μαλακό μέρος του ζώου. Στη συνέχεια έρχεται ο [[Ασπροπάρης]] για τυχόν υπολείμματα και τέλος εμφανίζεται ο [[Γυπαετός]] (ή Κοκκαλάς) ο οποίος τρέφεται κυρίως με τα οστά των θνησιμαίων. Σε περιοχές που συνυπάρχουν και άλλα αρπακτικά, όπως λύκοι και τσακάλια, πάλι οι γύπες αποτελούν το κυρίαρχο είδος.
Το όρνιο δείχνει το μεγάλο του μέγεθος κατά την πτήση, εμφανιζόμενο ''μεγαλύτερο από τους περισσότερους αετούς'', με το κεφάλι να προέχει ελαφρά. Οι πτέρυγες δείχνουν μακριές και αρκετά ευρείες, περίπου 2,5 φορές το μήκος του σώματος, με«εξογκωμένα» τα [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|δευτερεύοντα ερετικά]] φτερά'' και 7 λεπτότερα «δάκτυλα» (άκρες των ανοιγμένων [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|πρωτευόντων ερετικών]]) να διακρίνονται. Η ουρά εμφανίζεται κοντή και τετραγωνισμένη αλλά, με το πέρασμα των ετών, δείχνει πιο σφηνοειδής ή ελαφρώς στρογγυλεμένη, λόγω φθοράς.

Εάν υπάρχει μόνο ένα [[είδος]] γύπα, και πάλι τρώει πρώτο το πιο υψηλόβαθμο ζώο της ομάδας, ξεκινώντας από το κεφάλι, ενώ τα υπόλοιπα μέλη πηγαίνουν στο υπόλοιπο μέρος του σφαγίου.

Λίγα μόνο Όρνια, μπορούν να «εξαφανίσουν» ένα σφάγιο σε μικρό χρονικό διάστημα.<ref name="Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76"/>


Η πτήση είναι άνετη, που έχει χαρακτηριστεί ότι συμβαίνει σε «αργή κίνηση» (slow motion) (sic), όπως και στον [[μαυρόγυπας|μαυρόγυπα]]. <ref>Mullarney et al, p. 90</ref> Όμως, το ενεργητικό πέταγμα του όρνιου δείχνει «βαρύ» και «κοπιαστικό», με λίγα, αργά και «βαθιά» φτεροκοπήματα, που ακολουθούνται από σύντομη αερολίσθηση (glide). Η αερολίσθηση γίνεται με τις πτέρυγες τεντωμένες ή ελαφρά καμπυλωμένες και τα «δάκτυλα», ελαφρά γερμένα προς τα κάτω. Αντίθετα, το γυροπέταγμα (soaring) πραγματοποιείται εντελώς αβίαστα, με τις πτέρυγες ''ελαφρά ανορθωμένες'' σε σχήμα «ρηχού» ''V ''. <ref>Ferguson-Lees & Christie, p. 433</ref>
==Φωνή==
Το όρνιο παραμένει συνήθως σιωπηλό όταν πετάει, εκτός όταν βρίσκεται κοντά στην φωλιά του. Ωστόσο, γίνεται πολύ πιο «φωνητικό» στα σημεία σίτισης ή κουρνιάσματος και, σε κάθε περίπτωση, ''περισσότερο από άλλα πτωματοφάγα αρπακτικά πτηνά''. Ιδιαίτερα κατά την διεκδίκηση της προτεραιότητας πάνω από το σφάγιο ακούγονται δυνατοί συριστικοί ήχοι, σφυρίγματα και λαρυγγισμοί, με σκοπό τον εκφοβισμό του «αντιπάλου». Ανάλογοι ήχοι, μικρότερης όμως έντασης, ακούγονται στις θέσεις κουρνιάσματος και φωλιάσματος. <ref>Ferguson-Lees & Christie, p. 434</ref>
*[http://www.xeno-canto.org/species/Gyps-fulvus Δείγματα φωνής] (εξωτερικός σύνδεσμος)
==Αναπαραγωγή==
==Αναπαραγωγή==
Τα Όρνια είναι πολύ κοινωνικά και συνήθως αναπαράγονται σε αποικίες που μπορεί να περιλαμβάνουν πολλά ζευγάρια αναπαραγωγής, και υπερασπίζονται την, κοντινή στην περιοχή τους, φωλιά. Η ερωτοτροπία περιλαμβάνει σύντομες «καταδιώξεις» και πτήσεις, όπου ο ένας σύντροφος αντιγράφει κάθε κίνηση του άλλου. Περιστασιακά, το αρσενικό παίρνει κάποια υλικά επίστρωσης της φωλιάς στο ράμφος του, και στη συνέχεια ακολουθεί το θηλυκό για λίγα λεπτά στον αέρα.
Τα όρνια είναι ''αγελαία κατά την αναπαραγωγική περίοδο'' και, συνήθως, φωλιάζουν κατά αποικίες που μπορεί να περιλαμβάνουν αρκετά έως πολλά ζευγάρια αναπαραγωγής (συνήθως μέχρι 20, αλλά έχουν καταγραφεί έως και 150 φωλιές). Επίσης, υπερασπίζονται την -κοντινή στον ζωτικό τους χώρο, φωλιά. Τα τελετουργικά ερωτοτροπίας περιλαμβάνουν σύντομες «καταδιώξεις» και πτήσεις, όπου ο ένας σύντροφος αντιγράφει κάθε κίνηση του άλλου. Περιστασιακά, το αρσενικό παίρνει κάποια υλικά επίστρωσης της φωλιάς στο ράμφος του, και στη συνέχεια ακολουθεί το θηλυκό για λίγα λεπτά στον αέρα.


Η περίοδος ωοτοκίας ποικίλλει ανάλογα με την γεωγραφική περιοχή και μπορεί να αρχίζει από τα τέλη Δεκεμβρίου στην Μέση Ανατολή, ενώ στην Β. Αφρική και την Ινδία από τον Ιανουάριο και μετά. Στη Ν. Ευρώπη διαρκεί από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο, <ref>Ferguson-Lees & Christie, p. 434</ref> και πραγματοποιείται άπαξ. <ref>Harrison, p. 106</ref> Το όρνιο φωλιάζει σε βράχους, κάτω από στέγες βράχων ή, σπανιότερα, σε σχισμές ή σπηλιές μιας ορθοπλαγιάς. Το βασικό υλικό δόμησης είναι ξύλα και ξερά κλαδιά και η επένδυση αποτελείται από πράσινα κλαδιά ή χόρτα. Οι διαστάσεις της φωλιάς δεν είναι τόσο μεγάλες όσο πολλών αετών, φθάνοντας τα 60-100 εκατοστά σε πλάτος και τα 20-30 εκ. σε βάθος. Ωστόσο, επειδή επαναχρησιμοποιείται κάθε χρόνο, αυτές οι διαστάσεις μεγαλώνουν συνεχώς. Κάποιες φορές χρησιμοποιείται μια εγκαταλελειμμένη φωλιά [[χρυσαετός|χρυσαετού]], ή [[γυπαετός|γυπαετού]]. <ref>Ferguson-Lees & Christie, p. 434</ref>
Το Όρνιο φωλιάζει σε βράχους ή κάτω από γείσα βράχων ή, σπανιότερα, σε ανοικτές θέσεις ή σπηλιές. Το βασικό υλικό επίστρωσης είναι ξύλα και ξερά κλαδιά και η επένδυση πράσινα κλαδιά ή χόρτα.


Η γέννα αποτελείται από ένα (1) μόνον ελαφρώς υποελλειπτικό αβγό, διαστάσεων 92,4 Χ 69,7 χιλιοστών <ref>Harrison, p. 106</ref> που το επωάζουν και οι δύο γονείς <ref> Harrison, p. 106</ref> ή μόνο το θηλυκό, <ref> Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76</ref> για (47-) 48 έως 54 (-57) ημέρες, περίπου.
Η περίοδος ωοτοκίας ανάλογα με την γεωγραφική περιοχή είναι αρκετά ευρεία και μπορεί να κυμαίνεται από τα τέλη Δεκεμβρίου έως τα τέλη Μαρτίου, συνήθως όμως παραγματοποιείται στις αρχές του Φεβρουαρίου.<ref name="Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76"/>
[[Αρχείο: Gänsegeier (Gyps fulvus) 2011-08-31.jpg|thumb|right|350px|Νεαρό όρνιο στον οικότοπό του]]
Η γέννα αποτελείται από ένα (1) μόνο αυγό, που το επωάζουν και οι δύο γονείς<ref name="Harrison, p. 106">Harrison, p. 106</ref> ή μόνο το θηλυκό,<ref name="Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76"/> για περίπου 47-57 ημέρες -συνήθως 50 έως 52 ημέρες.
Ο νεοσσός είναι ισχυρά [[αναπαραγωγή πτηνών|φωλεόφιλος]] και τρέφεται, αρχικά, με αναμασημένη και εξεμεσμένη τροφή που φέρνει κυρίως το αρσενικό, ενώ πάντοτε υπάρχει στη φωλιά ο ένας γονέας. Η φωλιά μετά από λίγες ημέρες γίνεται εξαιρετικά βρώμικη. <ref> Harrison, p. 106</ref> Το αρχικό, υποτυπώδες πτέρωμα αποκτάται μετά από 1 με 2 μήνες και η πτέρωση (fleding) στις (100-) 115 έως 120 -132) ημέρες. <ref>Ferguson-Lees & Christie, p. 434</ref><ref>Perrins, p. 88</ref> Ωστόσο, ο νεοσσός παραμένει κοντά στην φωλιά και εξακολουθεί να τρέφεται από τους γονείς για 3-4 μήνες ακόμη.
*Στην Ελλάδα, το όρνιο φωλιάζει στα ηπειρωτικά, σε απόκρημνες θέσεις (γκρεμούς, φαράγγια), αλλά έχει παρατηρηθεί και σε μικρά παράκτια νησιά κοντά σε εκβολές ποταμών. <ref>Handrinos & Akriotis, p. 131</ref> Η περίοδος φωλιάσματος είναι έως τα τέλη Μαρτίου, συνήθως όμως πραγματοποιείται στις αρχές του Φεβρουαρίου. <ref> Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76</ref> Το μοναδικό αβγό κλωσσάει το θηλυκό για 57 ημέρες, η πτέρωση του νεοσσού επιτυγχάνεται στις 120-140 ημέρες <ref>Xirouchakis 2003, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300</ref> και παραμένει στην φωλιά ή κοντά σε αυτήν, για 3 μήνες περίπου. <ref> Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76</ref> Η αναπαραγωγική επιτυχία είναι 69%-82%. <ref>Xirouchakis & Tsiakiris in press, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300</ref>
==Κατάσταση πληθυσμού==
Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί παραμένουν γενικά σταθεροί, με τους μεγαλύτερους να βρίσκονται στην [[Ισπανία]], ενώ ακολουθούν η [[Γαλλία]], η [[Πορτογαλία]] και η [[Ελλάδα]]. <ref>Mebs & Schmidt, p. 172</ref> Για τους ασιατικούς πληθυσμούς δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία. Η κατάσταση στην [[Ευρώπη]] ήταν πολύ καλύτερη κατά τους ιστορικούς χρόνους, με την περιοχή εξάπλωσης να επεκτείνεται πολύ περισσότερο προς τα βόρεια. Στη [[Γερμανία]], το όρνιο ήταν κοινό κατά τον Μεσαίωνα, <ref>Hölzinger, p. 858-60</ref> ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα αναπαραγόταν σε σημαντικούς αριθμούς στην [[Βοϊβοντίνα]], στην [[ Μολδαβία]], στην Δ. [[Ουκρανία]] και τη ΝΑ. [[Πολωνία]], στην [[Ρουμανία]] και την [[Βουλγαρία]]. <ref>U. N. Glutz v. Blotzheim, p. 240-1</ref> Σήμερα, εκτός από την [[Βουλγαρία]] (29 ζεύγη το 2002), το είδος εξαφανίστηκε από παντού.


Η κύρια αιτία ήταν η συρρίκνωση των ενδιαιτημάτων του, μαζί με την βελτίωση της υγιεινής των βοσκοτόπων (επομένως μικρότεροι αριθμοί θνησιμαίων) και την επιδείνωση του κλίματος. Από το τέλος του 19ου αιώνα η βασική μείωση του πληθυσμού, τουλάχιστον στη ΝΑ. Ευρώπη οφειλόταν κυρίως στην αποδεκάτιση των λύκων με δηλητηριασμένα δολώματα ([[στρυχνίνη]]), πού πέρναγε στα σφάγια και στα όρνια. Ακόμη και σήμερα, τα δηλητηριασμένα δολώματα και τα φυτοφάρμακα αποτελούν την μεγαλύτερη απειλή στην Ν.και ΝΑ. Ευρώπη.
[[Αρχείο:Gänsegeier (Gyps fulvus) 2011-08-31.jpg|thumb|right|280px| Νεαρό Όρνιο στον οικότοπό του.]]


Οι προσπάθειες των τελευταίων δεκαετιών έχουν αποδώσει, με αποτέλεσμα να ανακάμψουν οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί που, σε συνδυασμό με τους υγιείς ασιατικούς πληθυσμούς, διατηρούν το είδος σε ικανοποιητικά επίπεδα έτσι, ώστε να αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. <ref>http://www.iucnredlist.org/details/ full/22695219/0</ref>
Ο νεοσσός τρέφεται με αναμασημένη και εξημεσμένη τροφή που φέρνει κυρίως το αρσενικό, ενώ πάντοτε υπάρχει στη φωλιά ο ένας γονέας. Η φωλιά μετά από λίγες ημέρες γίνεται εξαιρετικά βρώμικη.<ref name="Harrison, p. 106"/> Το φτέρωμα αποκτάται μετά από 1 με 2 μήνες και το πρώτο πέταγμα πραγματοποιείται στις 100 ημέρες, περίπου. Το πλήρες φτέρωμα του ενηλίκου αποκτάται μετά από 5 ή 6 χρόνια.
*Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη διαθέτει, με μεγάλη διαφορά, η Ισπανία (>90% του συνόλου). <ref>Mullarney et al, p. 90</ref>
===Κατάσταση στην Ελλάδα===
[[Αρχείο: Gyps fulvus at zoo Salzburg-0015.jpg|thumb|right|450px|Eνήλικο όρνιο σε πτήση (κοιλιακή όψη)]].
Στην Ελλάδα του 19ου και των αρχών του 20ού, το όρνιο ήταν τόσο κοινό είδος, που το κατέγραφαν οι περισσότεροι ερευνητές και περιηγητές της εποχής. Στις επόμενες δεκαετίες, όμως, ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι πληθυσμοί του αποδεκατίστηκαν από μεγάλο μέρος στα ηπειρωτικά και από όλα σχεδόν τα νησιά. <ref>Handrinos & Akriotis, p. 131</ref> Κατά τη δεκαετία του ’90, εγκαταλείφθηκε το 70% των ηπειρωτικών αποικιών, λόγω της ανεξέλεγκτης ή παράνομης χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων για τον έλεγχο των σαρκοφάγων θηλαστικών.


Μετά την απαγόρευση της χρήσης [[στρυχνίνη]]ς το 1981, η κατάσταση βελτιώθηκε, αλλά παραμένει το πρόβλημα ανεύρεσης τροφής (νεκρά ζώα), όπως και η [[λαθροθηρία]], που απειλεί τις μικρές ή διάσπαρτες αποικίες. Η σημερινή του κατανομή είναι πολύ διάσπαρτη και περιορισμένη. Λίγα ζευγάρια έχουν απομείνει πλέον στην Ήπειρο, την Αιτωλοακαρνανία, την Θράκη και την Νάξο, περιορισμένα σε διάσπαρτες αποικίες. Τον πιο υγιή πληθυσμό διαθέτει η Κρήτη, κατανεμημένο σε ολιγάριθμες αποικίες από τα (30-) 120 έως 600 (-1.100) μ., με νοτιοδυτικό προσανατολισμό που, ωστόσο, έχουν μειωθεί σε σχέση με το παρελθόν. <ref>RDB, σ. 214</ref><ref>Handrinos & Akriotis, p. 132</ref><ref>Xirouchakis & Mylonas 2004, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300</ref>
==Κατάσταση πληθυσμού==
Οι Ευρωπαϊκοί πληθυσμοί παραμένουν γενικά σταθεροί, με τους μεγαλύτερους να βρίσκονται στην [[Ισπανία]], ενώ ακολουθούν η [[Γαλλία]], η [[Πορτογαλία]] και η [[Ελλάδα]].<ref>T. Mebs, p. 172</ref> Για τους ασιατικούς πληθυσμούς δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία. Η κατάσταση στην [[Ευρώπη]] ήταν πολύ καλύτερη κατά τους ιστορικούς χρόνους, με την περιοχή εξάπλωσης να επεκτείνεται πολύ περισσότερο προς τα βόρεια. Στη [[Γερμανία]] ήταν κοινό [[είδος]] κατά τον Μεσαίωνα,<ref>J. Hölzinger , p. 858-60</ref> ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα αναπαραγόταν σε σημαντικούς αριθμούς στη [[Βοϊβοντίνα]], στη [[Μολδαβία]], στη δυτική [[Ουκρανία]] και τη νοτιοανατολική [[Πολωνία]], στη [[Ρουμανία]] και τη [[Βουλγαρία]].<ref name="U. N. Glutz v. Blotzheim, p. 240-1"/> Σήμερα, εκτός από τη [[Βουλγαρία]] (29 ζεύγη το 2002), το είδος εξαφανίστηκε από παντού.


Όλα αυτά έχουν οδηγήσει στον χαρακτηρισμό του είδους, ειδικά για τον ελλαδικό χώρο, ως '''Τρωτό (VU, D1)'''', <ref>RDB, σ. 214</ref><ref>Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 299</ref> ωστόσο, οι πληθυσμοί της Κρήτης και της Νάξου θεωρούνται '''Κρισίμως Κινδυνεύοντες CR [C1] '''. <ref>Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 299</ref>
Η κύρια αιτία ήταν η συρρίκνωση των ενδιαιτημάτων του, μαζί με τη βελτίωση της υγιεινής των βοσκοτόπων και την επιδείνωση του κλίματος. Από το τέλος του 19ου αιώνα η βασική μείωση του πληθυσμού, τουλάχιστον στη Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη οφείλεται κυρίως στην αποδεκάτιση των λύκων με δηλητηριασμένα δολώματα ([[στρυχνίνη]]), πού πέρναγε στα σφάγια και στα Όρνια. Ακόμη και σήμερα, τα δηλητηριασμένα δολώματα και τα φυτοφάρμακα αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή στη Νότια και Νοτιοανατολική Ευρώπη.<ref>http://www.e-fox.gr/index.php?pN=index&txtNewsID=379, retr. 6 Οκτωβρίου 2013</ref>


Απαιτούνται ειδικά μέτρα διαχείρισης, όπως λεπτομερής πληθυσμική απογραφή των αποικιών, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κόσμου και των κυνηγών για την ανάγκη προστασίας του είδους, εγκατάσταση ταϊστρών κ.ο.κ. <ref> RDB, σ. 214 </ref> Επίσης, αυστηρός έλεγχος στην παράνομη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων, μείωση της λαθροθηρίας και μελέτη των επιπτώσεων της λειτουργίας των υφιστάμενων αιολικών πάρκων, με ταυτόχρονη επαναδιατύπωση των προδιαγραφών για τη χωροθέτηση των νεοσχεδιαζομένων. <ref>Xirouchakis, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300</ref>
Στην [[Ελλάδα]], μετά την απαγόρευση χρήσης της [[στρυχνίνη]]ς το [[1981]], η κατάσταση βελτιώθηκε, αλλά παραμένει το πρόβλημα ανεύρεσης τροφής (νεκρά ζώα), όπως και η [[λαθροθηρία]], που απειλεί τις μικρές ή διάσπαρτες αποικίες.<ref name="«Κόκκινο Βιβλίο», σ. 214">«Κόκκινο Βιβλίο», σ. 214</ref>

Η σημερινή του κατανομή είναι πολύ διάσπαρτη και περιορισμένη. Λίγα ζευγάρια έχουν απομείνει πλέον στο φαράγγι της [[Κλεισούρα Αιτωλοακαρνανίας|Κλεισούρας]], στην Πελοπόννησο και την Κεφαλλονιά, ενώ έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τις Κυκλάδες. Τον πιο υγιή πληθυσμό διαθέτει η [[Κρήτη]].<ref name="«Κόκκινο Βιβλίο», σ. 214"/> Αυτό έχει οδηγήσει στον χαρακτηρισμό του, ειδικά για τον ελλαδικό χώρο, ως Τρωτό (Vulnerable).<ref name="«Κόκκινο Βιβλίο», σ. 214"/>


Το όρνιο είναι προστατευόμενο είδος, με όλες τις αποικίες να βρίσκονται εντός του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000. Ο πληθυσμός του, ωστόσο, παρακολουθείται συστηματικά μόνο στην Κρήτη, ενώ ορισμένες αποικίες σε Μακεδονία και Θράκη υποστηρίζονται συστηματικά με τεχνητή παροχή τροφής (ταΐστρες). Στην Κρήτη υπάρχουν δύο περιφραγμένες ταΐστρες, που συντηρούνται περιστασιακά από κτηνοτρόφους των γύρω περιοχών. <ref>Xirouchakis, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300</ref>
*Πρέπει να αναφερθεί η εξαιρετική προσπάθεια που έχει καταβληθεί και, συνεχίζεται να καταβάλλεται στην περιοχή της [[Δαδιά Έβρου|Δαδιάς Έβρου]], που αποτελεί πρότυπο διατήρησης του είδους, μέσω συστηματικής σίτισης, παρατήρησης και καταγραφής του πληθυσμού.
==Άλλες ονομασίες==
==Άλλες ονομασίες==
Στον ελλαδικό χώρο, το Όρνιο απαντάται και με τις ονομασίες Κόκκινο Όρνιο, Σκανίτης (Κυκλάδες), Ζάγανος, Γιούπας (Κύπρος), Βιτσίλα (Κρήτη), Ερυθρόγυπας, Κοκκινόγυπας, Καναβός, Σκάρα (Κρήτη), Αλατζάς (Κως), Γυμνοκέφαλο (Κεφαλλονιά) και Κάρα.<ref>Απαλοδήμος, σ. 32</ref>
Στον ελλαδικό χώρο, το Όρνιο απαντά και με τις ονομασίες Αλατζάς (Κως), Βιτσίλα (Κρήτη), Γιούπας (Κύπρος), Γυμνοκέφαλο (Κεφαλλονιά), Ερυθρόγυπας, Ζαγανό ή Ζάγανος, Καναβός, Κοκκινόγυπας, Κόκκινο Όρνιο, Σκανίτης (Κυκλάδες) και Σκάρα (Κρήτη). <ref> Απαλοδήμος, σ. 32</ref>
== Σημειώσεις ==
'''i.''' {{Note_label|I|i|none}} Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το [[γένος]] ''Fulvus'' ανήκει στην ξεχωριστή [[οικογένεια (βιολογία)|υποοικογένεια]] [[Γυπίνες]] (Aegypiinae]], που περιλαμβάνει τους [[γύπας|γύπες]] του [[Παλαιός Κόσμος|Παλαιού Κόσμου]]. Όμως, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία για την τεκμηρίωση αυτής της ταξινόμησης, γι’ αυτό ακολουθείται η κατά ''Howard & Moore'' και ''ITIS'' άποψη, που αποτελούν τις εγκυρότερες επιστημονικές πηγές.
==Μέτρα προστασίας==
Χρειάζονται ειδικά μέτρα διαχείρισης, όπως λεπτομερής πληθυσμιακή απογραφή των αποικιών,ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κόσμου και των κυνηγών για την αν’αγκη προστασίας του είδους, εγκατάσταση ταϊστρών κ.ο.κ.<ref name="«Κόκκινο Βιβλίο», σ. 214"/>


'''ii.''' {{Note_label|I|ii|none}} Η λ. ''όρνις'' αναφερόταν αρχικά σε κάθε είδους πτηνό, ενώ η λ. ''όρνεον'' περιοριζόταν στα αρπακτικά και η λ. ''οιωνός'' σε εκείνα που χρησίµευαν ως δείκτες τού µέλλοντος, ως προµηνύµατα. Αργότερα, η λ. ''όρνις'' περιορίστηκε στα κατοικίδια πτηνά και, τελικά, δήλωσε αποκλειστικά την ''κότα''. <ref>Μπαμπινιώτης, σ. 1278</ref>
[[Αρχείο:Gyps fulvus at zoo Salzburg-0015.jpg|thumb|left|300px| Eνήλικο Όρνιο σε πτήση]].

Πρέπει να αναφερθεί η εξαιρετική προσπάθεια που έχει καταβληθεί και, συνεχίζεται να καταβάλλεται στην περιοχή της [[Δαδιά Έβρου|Δαδιάς Έβρου]], που αποτελεί πρότυπο διατήρησης του είδους, μέσω συστηματικής τροφοδοσίας, παρατήρησης και καταγραφής του πληθυσμού.

== Σημειώσεις ==
<div style="font-size:90%">
'''i.''' {{Note_label|I|i|none}} Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το [[Γένος (βιολογία)|γένος]] Aegypius, ανήκει στην ξεχωριστή [[υποοικογένεια]] [[Γυπίνες]] (Aegypiinae]], που περιλαμβάνει τους [[γύπας|γύπες]] του [[Παλαιός Κόσμος|Παλαιού Κόσμου]]. Όμως, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία για την τεκμηρίωση αυτής της ταξινόμησης, γι’αυτό ακολουθείται η κατά Howard & Moore και ITIS άποψη, που αποτελούν τις εγκυρότερες επιστημονικές πηγές. <br />
'''ii.''' {{Note_label|I|ii|none}} < αρχ. όρνις, -ιθος (ό | ή)< θ. όρν-ι- (µε παρέκταση -θ- για τις ανάγκες τής κλίσεως) < I.E. *or-n- «αετός, µεγάλο πουλί», πβ. χετ.^Γ-aa, γότθ. ara, αρχ. γερµ. aro | aru, αρχ. αγγλ. earn, αρχ. σλαβ. orilu κ.ά. Οµόρρ. αρχ. opv-εον. Η λ. όρνις αναφερόταν αρχικά σε κάθε είδους πτηνό, ενώ η λ. ορνεον περιοριζόταν στα αρπακτικά και η λ. οιωνός σε εκείνα που χρησίµευαν ως δείκτες τού µέλλοντος, ως προµηνύµατα. Αργότερα, η λ. Ορνις περιορίστηκε στα κατοικίδια πτηνά και, τελικά, δήλωσε αποκλειστικά την κότα] <ref>Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, 2001, λήμμα «όρνιθα>»</ref>.</div>


'''iii.''' {{Note_label|I|iii|none}} Για την ακριβή διευκρίνιση του όρου, βλ Ονοματολογία
==Παραπομπές==
==Παραπομπές==
{{Παραπομπές|2}}
{{Παραπομπές|30em}}

==Πηγές==
==Πηγές==
*Ξηρουχάκης Σταύρος, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300</ref>
{{βικιλεξικό}}
*del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1994. ''Handbook of the Birds of the World, vol. 2: New World Vultures to Guineafowl''. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
{{wikispecies|Gyps fulvus|Gyps fulvus}}
*Ferguson-Lees, J. and Christie, D.A. 2001. ''Raptors of the world''. Christopher Helm, London.
{{commonscat}}
*Glutz v. Blotzheim U. N., K. M. Bauer & E. Bezzel: ''Handbuch der Vögel Mitteleuropas''. Bd. 4., 2. Aufl., AULA-Verlag, Wiesbaden 1989
*Howard and Moore, ''Checklist of the Birds of the World'', 2001.
*Hölzinger J. (Bearb.): ''Die Vögel Baden-Württembergs, Band 1 – Gefährdung und Schutz, Teil 2'' – Artenschutzprogramm Baden-Württembergs – Artenhilfsprogramme. Ulmer, Karlsruhe 1987: S. 858–860.
*Collin Harrison, ''Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds'', Collins, 1988.
*IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: October 2015).
*Lerner, Heather R. L.; Mindell, David P. (2005). ''Phylogeny of eagles, Old World vultures, and other Accipitridae based on nuclear and mitochondrial DNA''. Molecular Phylogenetics and Evolution 37 (2): 327–346. doi:10.1016/j.ympev.2005.04.010. ISSN 1055-7903. PMID 15925523. http://www-personal.umich.edu/~hlerner/LM2005.pdf.
*Mebs T. & D. Schmidt: ''Die Greifvögel Europas, Nordafrikas und Vorderasiens''. Franckh-Kosmos, Stuttgart 2006, ISBN 3-440-09585-1: S. 172
*Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. ''The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines''. Oxford University Press, Oxford.
*Strix, 2012. ''Developing and testing the methodology for assessing and mapping the sensitivity of migratory birds to wind energy development''. BirdLife International, Cambridge.
==Βιβλιογραφία==
*«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
*Bertel Bruun, ''Birds of Britain and Europe'', Hamlyn 1980.
*Bob Scott and Don Forrest, ''The Birdwatcher’s Key'', Frederick Warne & Co, 1979
*Christopher Perrins, ''Birds of Britain and Europe'', Collins 1987.
*Christopher Perrins, ''Birds of Britain and Europe'', Collins 1987.
*Bertel Bruun, ''Birds of Britain and Europe'', Hamlyn 1980.
*Colin Harrison & Alan Greensmith, ''Birds of the World'', Eyewitness Handbooks, London 1993
*Colin Harrison, ''Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds'', Collins, 1988.
*Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 4''
*Dennis Avon and Tony Tilford, ''Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs'', Blandford 1989
*Ιωάννη Όντρια, ''Πανίδα της Ελλάδας'', τόμος ''Πτηνά''.
*Detlef Singer, ''Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe'', The Crowood Press, Swindon 1988
*Γ. Χανδρινού-Α. Δημητρόπουλου, ''Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας'', εκδόσεις Ευσταθιάδη, Αθήνα, 1982.
*Enticott Jim and David Tipling: ''Photographic Handbook of the Seabirds of the World'', New Holland, 1998
*Gray, Mary Taylor ''The Guide to Colorado Birds'', Westcliffe Publishers, 1998
*Handrinos & Akriotis, ''The Birds of Greece'', Helm 1997
*Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
*Howard and Moore, ''Checklist of the Birds of the World'', 2003.
*Jim Flegg, ''Field Guide to the Birds of Britain and Europe'', New Holland, London 1990
*Jobling, J. 1991. ''A dictionary of scientific bird names''. University Press, Oxford.
*Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, ''Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης'', ΕΟΕ, 2007
*Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, ''Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης'', Collins
*Linnaeus, Carolus (1758). ''Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis''. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
*Peter Colston and Philip Burton, ''Waders of Britain and Europe'', Hodder & Stoughton, 1988
*R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, ''Birds of Nepal'', Helm 2000
*Rob Hume, RSPB ''Complete Birds of Britain and Europe'' DK, 2002
*Γ. Χανδρινός, Α. Δημητρόπουλος, ''Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας'', Αθήνα 1982
*Valpy, Francis Edward Jackson, ''An Etymological Dictionary of the Latin Language''
*Βασίλη Κλεισούρα, ''Εργοφυσιολογία'', εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
*Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, ''Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας'', Αθήνα 2002
*Γιώργος Σφήκας, ''Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης'', Ευσταθιάδης, 1989
*Γιώργος Σφήκας, ''Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου'', Ευσταθιάδης, 1991
*Ιωάννη Όντρια (I), ''Πανίδα της Ελλάδας'', τόμος ''Πτηνά''.
*Ιωάννη Όντρια (II), ''Συστηματική Ζωολογία'', τεύχος 3.
*Ιωάννου Χατζημηνά, ''Επίτομος Φυσιολογία'', εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
*Ντίνου Απαλοδήμου, ''Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας'', 1988.
*Ντίνου Απαλοδήμου, ''Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας'', 1988.
*''Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα'', εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
*«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
*''Πάπυρος Λαρούς'', εκδ. 1963 (ΠΛ)
*J. Hölzinger (Bearb.): Die Vögel Baden-Württembergs, Band 1 – Gefährdung und Schutz, Teil 2 – Artenschutzprogramm Baden-Württembergs – Artenhilfsprogramme. Ulmer, Karlsruhe 1987: S. 858–860.
*''Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας'' (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
*T. Mebs & D. Schmidt: Die Greifvögel Europas, Nordafrikas und Vorderasiens. Franckh-Kosmos, Stuttgart 2006, ISBN 3-440-09585-1: S. 172
*Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
*U. N. Glutz v. Blotzheim, K. M. Bauer & E. Bezzel: Handbuch der Vögel Mitteleuropas. Bd. 4., 2. Aufl., AULA-Verlag, Wiesbaden 1989
*Lerner, Heather R. L.; Mindell, David P. (2005). "Phylogeny of eagles, Old World vultures, and other Accipitridae based on nuclear and mitochondrial DNA". Molecular Phylogenetics and Evolution 37 (2): 327–346. doi:10.1016/j.ympev.2005.04.010. ISSN 1055-7903. PMID 15925523. http://www-personal.umich.edu/~hlerner/LM2005.pdf. Retrieved 31 May 2011.


{{Ενσωμάτωση κειμένου|de|Gänsegeier}}
{{Ενσωμάτωση κειμένου|de|Gänsegeier}}



[[Κατηγορία:Αετίδες|Ορνιο]]
[[Κατηγορία:Αετίδες|Ορνιο]]

Έκδοση από την 10:09, 24 Οκτωβρίου 2015

Όρνιο
Ενήλικο όρνιο (υποείδος G. f. fulvus)
Ενήλικο όρνιο (υποείδος G. f. fulvus)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae) Vigors, 1824
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae) [1] [i]
Γένος: Γυψ (Gyps) Savigny, 1809 Μ
Είδος: G. fulvus
Διώνυμο
Gyps fulvus (Γυψ ο καφεκίτρινος ) [iii]
Hablizl, 1783
Υποείδη

Gyps fulvus fulvescens
Gyps fulvus fulvus

Το Όρνιο είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους γύπες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Gyps fulvus και περιλαμβάνει 2 υποείδη. [2][3]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος G. f. fulvus (Hablizl, 1783). [4]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

  • Ανοδική ↑ [5]

Ονοματολογία

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Gyps, είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής λέξης Γυψ, -πός «γύπας». Το θέμα γυ- σημαίνει «οτιδήποτε κυρτωμένο} ή «σπηλιά», με παρέκταση σε -π- και παραπέμπει, πιθανότατα, στο έντονα κυρτωμένο ράμφος ή τους γαμψώνυχες του πτηνού. [6]

Η λατινική λέξη fulvus δεν έχει κάποιαν αντίστοιχη και επακριβή μονολεκτική απόδοση στα ελληνικά και σημαίνει, «καφεκίτρινος, πορτοκαλοκίτρινος, καφέ-πορτοκαλί ή κοκκινοκίτρινος με σκωριόχρωμη απόχρωση». Αντίθετα, στην αγγλική αποδίδεται μονολεκτικά ως tawny. [7] Παραπέμπει στο χρώμα του πτερώματος, αν και αυτό δεν ανταποκρίνεται πάντοτε στην ονομασία, καθότι μπορεί να ποικίλλει αρκετά.

Η αγγλική ονομασία του είδους Griffon vulture, προέρχεται από την ελληνική λέξη γρύψ και έχει την εξής ετυμολογία: griffon < griffoun < grifon < grŷphus < γρύψ «μυθικό ζώο με στόμα λιονταριού και, κεφάλι και φτερά αετού». [8][9]

Η ελληνική ονομασία όρνιο, έχει τη ρίζα της στην αρχαία λέξη όρνις, -ιθος (ό | ή) < θ. όρν-ι- (µε παρέκταση -θ- για τις ανάγκες τής κλίσεως) < I.E. *or-n- «αετός, µεγάλο πουλί», πβ. χετ.^Γ-aa, γότθ. ara, αρχ. γερµ. aro | aru, αρχ. αγγλ. earn, αρχ. σλαβ. orilu κ.ά. Οµόρρ. αρχ. oρv-εον. [10] [ii]

Συστηματική ταξινομική

Το είδος περιγράφηκε από τον Ρώσο βοτανικό Κ. Χάμπλιτσλ (Carl Ludwig von Hablitzl, 1752–1821) ως Vultur fulvus (Ιράν, 1783). Η μεταφορά του στο γένος Gyps, έγινε το 1809 από τον Γάλλο ζωολόγο Μ. Σαβινί (Marie Jules César Lelorgne de Savigny 1777 – 1851). [11] Το όρνιο ανήκει στους γύπες του λεγόμενου Παλαιού Κόσμου για να υπάρχει διαχωρισμός από τους αντίστοιχους του Νέου Κόσμου. που ανήκουν στην οικογένεια Καθαρτίδες (Cathartidae). Όμως, τα γένη αυτών των δύο ομάδων είναι φυλογενετικά απομακρυσμένα μεταξύ τους και, αυτός ο διαχωρισμός είναι περισσότερο συμβατικός παρά ουσιαστικός. Τα μέλη των δύο κατηγοριών υπήρξαν διαδεδομένα τόσο στον Παλαιό Κόσμο όσο και στην Βόρεια Αμερική, κατά τη διάρκεια του Νεογενούς. Οι γύπες του Παλαιού Κόσμου αποτελούν, πιθανώς, πολυφυλετική ομάδα μέσα στην οικογένεια Accipitridae, με τον ασπροπάρη), γυπαετό και γυποϊέρακα να αποτελούν ξεχωριστά taxa. [12]

Παλαιότερα, οι ερευνητές θεωρούσαν ότι σχημάτιζε «ομάδα» (group) με τα είδη G. himalayensis, G. indicus (μαζί με το G. tenuirostris), G. coprotheres και G. rueppelli. Πρόσφατα γενετικά στοιχεία δείχνουν ότι, αποτελεί έναν (1) κλάδο με το G. rueppelli και ότι, αυτά τα δύο taxa είναι «αδελφικά» με άλλον κλάδο που περιλαμβάνει τα G. indicus, G. tenuirostris και G. coprotheres, θέση που υποστηρίζεται ανεξάρτητα, από μελέτη βασισμένη σε ευρύτερα μοριακά δείγματα από επιπρόσθετες τοποθεσίες. [13]

Γεωγραφική εξάπλωση

Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Gyps fulvus

Το όρνιο είναι ένας από τους «εκπροσώπους» των γυπών του Παλαιού Κόσμου, με κατακερματισμένη περιοχή κατανομής, η οποία καλύπτει μεγάλα τμήματα της ΝΔ. Παλαιαρκτικής (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική (οριακά) και Ινδομαλαϊκή). Το φάσμα κατανομής αρχίζει από την Μεσόγειο (Ισπανία και την Β. Αφρική στα δυτικά, συνεχίζει μέσω των Βαλκανίων προς την Μέση Ανατολή, παρακάμπτει τις υψηλές οροσειρές της Κ. Ασίας, για να καταλήξει στην Ινδία, το Νεπάλ και τη ΝΔ. Μογγολία προς ανατολάς, ενώ αγγίζει τα όρια του Καζακστάν στα βορειοανατολικά. [14]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Gyps fulvus fulvescens Αφγανιστάν, A Πακιστάν ΒΔ Ινδία Ασσάμ και Ντέκκαν Πιο ανοικτόχρωμο και κιτρινομπέζ από το 2, πιο κανελί η άνω περιοχή του στήθους
2 Gyps fulvus fulvus ΒΔ Αφρική, Ιβηρική χερσόνησος και Ν Γαλλία, ανατολικά προς λεκάνη Μεσογείου, Βαλκάνια, Τουρκία, Κριμαία, Μέση Ανατολή, Αραβία, Ιράν, Παμίρ, Ν και Α Καζακστάν Επιδημητικοί και διαχειμάζοντες πληθυσμοί Είναι το ευρωπαϊκό και κύριο (nominate) υποείδος (βλ. Μορφολογία)

(Πηγές: [15][16])

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

Το χαρακτηριστικό κεφάλι του ενήλικου όρνιου

Η αποδημητική συμπεριφορά του όρνιου είναι αρκετά περίπλοκη και σε πολλούς τομείς παραμένει αδιερεύνητη. Γενικά, τα ενήλικα άτομα είναι ως επί το πλείστον μόνιμα (επιδημητικά) στις περιοχές αναπαραγωγής τους, ενώ αντίθετα, τα ανώριμα πουλιά μεταναστεύουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό ανάλογα με τούς πληθυσμούς. Αρκετές χιλιάδες, κυρίως νέα και ανώριμα, άτομα μεταναστεύουν το φθινόπωρο (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος) μέσω Γιβραλτάρ και Βοσπόρου προς την Αφρική, περνώντας το χειμώνα στη Σενεγάλη, το Μάλι και τον Νίγηρα, και στα ανατολικά στο Σουδάν και την Αιθιοπία. Τα νεαρά πουλιά περνούν τα πρώτα καλοκαίρια τους, σε περιοχές μακριά από τον τόπο γέννησής τους στους οποίους επιστρέφουν, πιθανότατα, μόνο μετά την εφηβεία τους.

Ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός πληθυσμός όρνεων βρίσκεται στην Ισπανία, ως επί το πλείστον επιδημητικός. Τα ανήλικα άτομα μπορούν να περιπλανηθούν προς το νότο το φθινόπωρο, έως και 600 χιλιόμετρα από τις τοποθεσίες όπου γεννήθηκαν, μέχρι το Μαρόκο, αν και έχουν αναφερθεί περιπτώσεις μέχρι την Μαυριτανία. [17] Τα πουλιά που διασχίζουν τον Βόσπορο αυξάνονται σε αριθμούς από ορισμένους τοπικούς πληθυσμούς, κατά την διάρκεια του μεταναστευτικού περάσματος σε όλη την Τουρκία, δεδομένου ότι οι πληθυσμοί της Τουρκίας είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου αποδημητικοί. Το πέρασμα σε στενό μέτωπο πάνω από τα βόρεια του Κόλπου του Σουέζ (διέλευση του νερού 12-13 χλμ), με κατεύθυνση νότια-δυτικά, γίνεται τον Οκτώβριο, και βόρεια-ανατολικά τον Φεβρουάριο-Μάρτιο. <planetofbirds.com</ref> Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Βέλγιο, την Δανία και την Φινλανδία, την Λιβύη, την Κένυα και το Μπαγκλαντές. [18]

  • Στην Ελλάδα, το όρνιο είναι επιδημητικό πτηνό, δηλαδή ζει και αναπαράγεται στην χώρα καθ’όλη την διάρκεια του έτους, αλλά παρατηρούνται και άτομα από άλλες βαλκανικές χώρες που κατεβαίνουν νοτιότερα, κυρίως δακτυλιωμένα (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα). [19][20][21][22] Απαντά τόσο στην Κρήτη [23], όσο και στην Κύπρο (Επισκοπή, Ακάμας), [24] αλλά οι πληθυσμοί του στις δύο μεγαλονήσους έχουν μειωθεί δραματικά στις τελευταίες δεκαετίες.

Βιότοπος

Το όρνιο ζει και αναπαράγεται σε περιοχές με κάθετες ή απότομες πλαγιές, φαράγγια και παρόμοια οικοσυστήματα με βράχια που προεξέχουν. Η αναζήτηση τροφής, όμως, γίνεται σε ευρύ φάσμα ανοικτών και κυρίως ξηρών περιοχών, που περιλαμβάνουν στέπες, ερήμους, πλαγιές και οροπέδια, καθώς και ανοικτές γεωργικές εκτάσεις. Το είδος εμφανίζεται σε υψόμετρα από 0 έως 3000 μέτρα, αλλά έχει επίσης παρατηρηθεί σε υψόμετρο μέχρι 3500 μέτρα. Στην ευρύτερη περιοχή του Νεπάλ, το όρνιο απαντά κάτω από τα 915 μ. , ωστόσο έχει παρατηρηθεί μέχρι τα 3.050 μ. [25]

  • Κατά την μετανάστευση, το όρνιο είναι ικανό να ανεβεί μέχρι τα 10.000 μ. [26]
  • Στην Ελλάδα, το όρνιο απαντά σε παρόμοια οικοσυστήματα, κυρίως σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές, εκμεταλλευόμενο τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες. [27] Αναζητά την τροφή του πάνω από λόφους με χαμηλή βλάστηση και σε απότομες, βραχώδεις σάρες, από τα 200 -1.500 μ. [28] Εξαιρετικά σπάνια θα παρατηρηθεί σε πεδιάδες ή υγρότοπους, [29] όπως δέλτα ποταμών, αρκεί να υπάρχουν ζώα βοσκής στην περιοχή και ορθοπλαγιές για φώλιασμα και κούρνιασμα. [30] Η εξάπλωση των αποικιών του συνδέεται πάντοτε με την παρουσία ασβεστολιθικού

υποστρώματος στην περιοχή. [31]

Μορφολογία

Το όρνιο ανήκει στα μεγάλα πτηνά του Παλαιού Κόσμου, υπολειπόμενος -για την Ευρώπη- μόνον του γυπαετού (σε μήκος σώματος) και του μαυρόγυπα (σε συνολικό όγκο).

Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του είναι: πολύ μεγάλο μέγεθος και δύο χρωματικοί «τόνοι», του απαλού καφέ και του μαυριδερού, σε όλα τα πτερώματα (νεαρών και ενηλίκων). Στιβαρό, μεγάλο ράμφος -ωστόσο μικρότερο του υπολοίπου κεφαλιού, σχετικά μικρή ουρά και κοντοί ταρσοί. Η πάνω επιφάνεια του σώματος είναι απαλή καφετί στο χρώμα της άμμου προς κρεμ, ενώ η κάτω πλησιάζει το απαλό μπεζ χρώμα. [32] Το κεφάλι και ο μακρύς λαιμός καλύπτονται με γκριζόλευκα πούπουλα, κρέμ στην κορυφή του κεφαλιού και στο κάτω μέρος του λαιμού. Η αφράτη, πυκνή χαίτη (τραχηλιά) είναι λευκή -μόνον όταν είναι καθαρή [33] -, αλλά σπάνια ξεχωρίζει από μακριά. [34] Οι άκρες των πτερύγων καλύπτουν εντελώς την ουρά.

Στο είδος δεν παρουσιάζεται ιδιαίτερος φυλετικός διμορφισμός, όπως αποδεικνύεται από δείγματα νεκρών ατόμων. [35] Ωστόσο, υπάρχει μικρή διαφορά στο μέγεθος (5%) και το βάρος (7%), υπέρ των θηλυκών. [36]

Το όρνιο έχει εντυπωσιακό άνοιγμα πτερύγων (διακεκριμένη φωτογραφία)

Τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά είναι σκούρα καφέ, σχεδόν μαύρα και κάνουν έντονη αντίθεση με την υπόλοιπη κοιλιά στην παρατήρηση κατά την πτήση, που εμφανίζεται σαν μία φωτεινή ζώνη (σκουρότερη στον μαυρόγυπα). Επίσης, σημαντική αντίθεση κάνουν τα πηδαλιώδη φτερά της ουράς, που είναι σκούρα γκρι, σχεδόν μαύρα και αυτά. Οι άκρες των δευτερευόντων ερετικών δεν είναι τόσο μυτερές και δεν δίνουν «πριονωτή» όψη στο πίσω μέρος των πτερύγων. [37] Το γαμψό, ισχυρό ράμφος έχει κιτρινωπό-πρασινοκίτρινο χρώμα και ανοικτό γκρίζο στην βάση του. Η ίριδα είναι ανοικτόχρωμη κίτρινη προς χρυσοκίτρινη, ενώ με το πέρασμα της ηλικίας γίνεται ολοένα και πιο καφετί. [38] Το κήρωμα, το άπτερο μέρος των ταρσών και τα πόδια είναι γκρίζα-μολυβί, [39] αν και υπάρχουν διάφορες αποχρώσεις από πράσινο-γκρίζο έως καφέ-γκρίζο, ακόμη και κυανό-γκρίζο. [40]

  • Το γυμνό τμήμα στα πλάγια του τραχήλου είναι «χλωμό» κυανό-γκρίζο, αλλά γίνεται πιο σκουρόχρωμο όταν το πουλί βρίσκεται σε έξαρση. [41]

Τα νεαρά άτομα έχουν, γενικά, παρόμοιο πτέρωμα με των ενηλίκων, αλλά φαίνονται πιο σκοτεινόχρωμα, πιο κιτρινοκαφέ στο πάνω μέρος του σώματος, με λιγότερη αντίθεση μεταξύ των καλυπτηρίων των πτερύγων και των μαύρων ερετικών φτερών. Επίσης, τα μεγάλα στέγαστρα είναι μακρύτερα, μυτερά και όλα σκουρόχρωμα εκτός από τις πιο ανοικτόχρωμες άκρες. Η τραχηλιά είναι κρεμ-κίτρινη. Πάντως, το πτέρωμα των ενηλίκων αποκτάται μετά τα 6 χρόνια και τα ενδιάμεσα στάδια αλλαγής πτερώματος είναι μεγάλα σε διάρκεια και αναστέλλονται κατά την αναπαραγωγική περίοδο. [42]

Βιομετρικά στοιχεία

  • Μήκος σώματος : (93-) 100 έως 110 (-112) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (234-) 236 έως 274 (-280) εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ (67,5-) 68,5 έως 74 (-75) εκατοστά, ♀ (72,5-) 74 έως 77,5 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: (28-) 30 έως 32 (-33) εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 10 έως 12 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ (4,25-) 6,2 έως 10,5 κιλά, ♀ 6,5 έως 11,3 (-15) κιλά

(Πηγές: [43][44][45][46][47][48][49][50][51] [52][53]

Τροφή

Η χαρακτηριστική χαίτη (τραχηλιά) του όρνιου είναι λευκή μόνον όταν είναι καθαρή

Τα όρνια τρέφονται αποκλειστικά με θνησιμαία (ψοφίμια) -νωπά ή σε αποσύνθεση- παρατηρώντας απευθείας το έδαφος, αλλά και έμμεσα με την παρατήρηση άλλων σαρκοφάγων και, ειδικά με την παρατήρηση άλλων αρπακτικών πτηνών που τρέφονται με σφάγια (scavengers). Ενδιαφέρονται κυρίως για τα εσωτερικά όργανα και το περιεχόμενο του στομάχου, καθώς και τη σάρκα των μεσαίων και μεγάλων νεκρών ζώων. Τουλάχιστον στην Ευρώπη, οι γύπες τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με νεκρά κατοικίδια ζώα όπως, πρόβατα, κατσίκια, βοοειδή, άλογα και καμήλες. Σπανιότερα, στρέφονται σε μικρότερα σφάγια όπως, σκυλιά, κουνέλια, αλεπούδες και παρόμοια ζώα. Επίσης, έχουν καταγραφεί κητοειδή, πάπιες και ψάρια, αλλά πολύ σπάνια.

  • Στους γύπες υπάρχει ιεραρχία στη διατροφή τους. Εάν υπάρχουν μόνο γύπες στο χώρο τροφής, προηγείται ο μαυρόγυπας που αναλαμβάνει να κάνει τη «σκληρή δουλειά», να κατακερματίσει δηλαδή τα εξωτερικά μέρη του σφαγίου (δέρμα, ινώδη τμήματα, κ.ο.κ) με το ισχυρότατο ράμφος του, μετά ακολουθεί το όρνιο που, συνήθως, τρώει όλο το μαλακό μέρος του ζώου και τέλος, έρχεται ο ασπροπάρης για τυχόν υπολείμματα. Σε περιοχές που συνυπάρχουν και άλλα αρπακτικά, όπως λύκοι και τσακάλια, πάλι οι γύπες αποτελούν το κυρίαρχο είδος. Εάν υπάρχει μόνο ένα (1) είδος γύπα και πάλι τρώει πρώτο το πιο υψηλόβαθμο ζώο της ομάδας, ξεκινώντας από το κεφάλι, ενώ τα υπόλοιπα μέλη πηγαίνουν στο υπόλοιπο μέρος του σφαγίου.
  • Ακόμη και λίγα όρνια, μπορούν να «εξαφανίσουν» ένα σφάγιο σε μικρό χρονικό διάστημα. [54]

Ηθολογία

Το όρνιο επισκοπεί την περιοχή που τρέφεται γυροπετώντας σε ενιαίους, διαρκείς κύκλους πάνω από το ανοιχτό τοπίο (soaring). Τα πουλιά πετούν ομαδικά μακριά από την αποικία, νωρίς το πρωί, [55] έως και 60 χιλιόμετρα από εκεί που κουρνιάζουν. Συνηθίζει να κάθεται σε σημείο επόπτευσης χώρου (perching post), συνήθως στο γείσο ενός βράχου ή, σπανιότερα, σε κάποιο δένδρο. Όταν έχει τραφεί, μετακινείται στο έδαφος, κοντά σε έναν βράχο ή κάποιο ύψωμα. Σε θέση κουρνιάσματος, τοποθετεί το κεφάλι γερμένο μεταξύ των ώμων. [56]

Τά όρνια συναθροίζονται σε σημαντικούς αριθμούς μόλις ανακαλυφθεί κάποιο σφάγιο)

Τα όρνια μπορεί να είναι είτε μοναχικά είτε αγελαία στην συμπεριφορά τους. Έτσι, αναζητούν την τροφή μόνα τους, αλλά όταν βρεθεί κάποιο σφάγιο, αμέσως σχηματίζονται μικρά ή μεγάλα σμήνη (συνήθως 20-40 άτομα). Το ίδιο συμβαίνει και κατά την διάρκεια της μετανάστευσης, η οποία γίνεται μεν μοναχικά, αλλά συναθροίσεις αρκετών ατόμων (συνήθως 5-15) παρατηρούνται συχνά πάνω από τα θαλάσσια περάσματα ή όταν δημιουργούνται θερμά ανοδικά ρεύματα. Τέλος, το κούρνιασμα γίνεται σε ομάδες των 15-20 ατόμων, που συνωστίζονται στο γείσο ενός μεγάλου βράχου ή, σπανιότερα, σε γειτονικά δένδρα. [57]

Πτήση

Το όρνιο δείχνει το μεγάλο του μέγεθος κατά την πτήση, εμφανιζόμενο μεγαλύτερο από τους περισσότερους αετούς, με το κεφάλι να προέχει ελαφρά. Οι πτέρυγες δείχνουν μακριές και αρκετά ευρείες, περίπου 2,5 φορές το μήκος του σώματος, με«εξογκωμένα» τα δευτερεύοντα ερετικά φτερά και 7 λεπτότερα «δάκτυλα» (άκρες των ανοιγμένων πρωτευόντων ερετικών) να διακρίνονται. Η ουρά εμφανίζεται κοντή και τετραγωνισμένη αλλά, με το πέρασμα των ετών, δείχνει πιο σφηνοειδής ή ελαφρώς στρογγυλεμένη, λόγω φθοράς.

Η πτήση είναι άνετη, που έχει χαρακτηριστεί ότι συμβαίνει σε «αργή κίνηση» (slow motion) (sic), όπως και στον μαυρόγυπα. [58] Όμως, το ενεργητικό πέταγμα του όρνιου δείχνει «βαρύ» και «κοπιαστικό», με λίγα, αργά και «βαθιά» φτεροκοπήματα, που ακολουθούνται από σύντομη αερολίσθηση (glide). Η αερολίσθηση γίνεται με τις πτέρυγες τεντωμένες ή ελαφρά καμπυλωμένες και τα «δάκτυλα», ελαφρά γερμένα προς τα κάτω. Αντίθετα, το γυροπέταγμα (soaring) πραγματοποιείται εντελώς αβίαστα, με τις πτέρυγες ελαφρά ανορθωμένες σε σχήμα «ρηχού» V . [59]

Φωνή

Το όρνιο παραμένει συνήθως σιωπηλό όταν πετάει, εκτός όταν βρίσκεται κοντά στην φωλιά του. Ωστόσο, γίνεται πολύ πιο «φωνητικό» στα σημεία σίτισης ή κουρνιάσματος και, σε κάθε περίπτωση, περισσότερο από άλλα πτωματοφάγα αρπακτικά πτηνά. Ιδιαίτερα κατά την διεκδίκηση της προτεραιότητας πάνω από το σφάγιο ακούγονται δυνατοί συριστικοί ήχοι, σφυρίγματα και λαρυγγισμοί, με σκοπό τον εκφοβισμό του «αντιπάλου». Ανάλογοι ήχοι, μικρότερης όμως έντασης, ακούγονται στις θέσεις κουρνιάσματος και φωλιάσματος. [60]

Αναπαραγωγή

Τα όρνια είναι αγελαία κατά την αναπαραγωγική περίοδο και, συνήθως, φωλιάζουν κατά αποικίες που μπορεί να περιλαμβάνουν αρκετά έως πολλά ζευγάρια αναπαραγωγής (συνήθως μέχρι 20, αλλά έχουν καταγραφεί έως και 150 φωλιές). Επίσης, υπερασπίζονται την -κοντινή στον ζωτικό τους χώρο, φωλιά. Τα τελετουργικά ερωτοτροπίας περιλαμβάνουν σύντομες «καταδιώξεις» και πτήσεις, όπου ο ένας σύντροφος αντιγράφει κάθε κίνηση του άλλου. Περιστασιακά, το αρσενικό παίρνει κάποια υλικά επίστρωσης της φωλιάς στο ράμφος του, και στη συνέχεια ακολουθεί το θηλυκό για λίγα λεπτά στον αέρα.

Η περίοδος ωοτοκίας ποικίλλει ανάλογα με την γεωγραφική περιοχή και μπορεί να αρχίζει από τα τέλη Δεκεμβρίου στην Μέση Ανατολή, ενώ στην Β. Αφρική και την Ινδία από τον Ιανουάριο και μετά. Στη Ν. Ευρώπη διαρκεί από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο, [61] και πραγματοποιείται άπαξ. [62] Το όρνιο φωλιάζει σε βράχους, κάτω από στέγες βράχων ή, σπανιότερα, σε σχισμές ή σπηλιές μιας ορθοπλαγιάς. Το βασικό υλικό δόμησης είναι ξύλα και ξερά κλαδιά και η επένδυση αποτελείται από πράσινα κλαδιά ή χόρτα. Οι διαστάσεις της φωλιάς δεν είναι τόσο μεγάλες όσο πολλών αετών, φθάνοντας τα 60-100 εκατοστά σε πλάτος και τα 20-30 εκ. σε βάθος. Ωστόσο, επειδή επαναχρησιμοποιείται κάθε χρόνο, αυτές οι διαστάσεις μεγαλώνουν συνεχώς. Κάποιες φορές χρησιμοποιείται μια εγκαταλελειμμένη φωλιά χρυσαετού, ή γυπαετού. [63]

Η γέννα αποτελείται από ένα (1) μόνον ελαφρώς υποελλειπτικό αβγό, διαστάσεων 92,4 Χ 69,7 χιλιοστών [64] που το επωάζουν και οι δύο γονείς [65] ή μόνο το θηλυκό, [66] για (47-) 48 έως 54 (-57) ημέρες, περίπου.

Νεαρό όρνιο στον οικότοπό του

Ο νεοσσός είναι ισχυρά φωλεόφιλος και τρέφεται, αρχικά, με αναμασημένη και εξεμεσμένη τροφή που φέρνει κυρίως το αρσενικό, ενώ πάντοτε υπάρχει στη φωλιά ο ένας γονέας. Η φωλιά μετά από λίγες ημέρες γίνεται εξαιρετικά βρώμικη. [67] Το αρχικό, υποτυπώδες πτέρωμα αποκτάται μετά από 1 με 2 μήνες και η πτέρωση (fleding) στις (100-) 115 έως 120 -132) ημέρες. [68][69] Ωστόσο, ο νεοσσός παραμένει κοντά στην φωλιά και εξακολουθεί να τρέφεται από τους γονείς για 3-4 μήνες ακόμη.

  • Στην Ελλάδα, το όρνιο φωλιάζει στα ηπειρωτικά, σε απόκρημνες θέσεις (γκρεμούς, φαράγγια), αλλά έχει παρατηρηθεί και σε μικρά παράκτια νησιά κοντά σε εκβολές ποταμών. [70] Η περίοδος φωλιάσματος είναι έως τα τέλη Μαρτίου, συνήθως όμως πραγματοποιείται στις αρχές του Φεβρουαρίου. [71] Το μοναδικό αβγό κλωσσάει το θηλυκό για 57 ημέρες, η πτέρωση του νεοσσού επιτυγχάνεται στις 120-140 ημέρες [72] και παραμένει στην φωλιά ή κοντά σε αυτήν, για 3 μήνες περίπου. [73] Η αναπαραγωγική επιτυχία είναι 69%-82%. [74]

Κατάσταση πληθυσμού

Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί παραμένουν γενικά σταθεροί, με τους μεγαλύτερους να βρίσκονται στην Ισπανία, ενώ ακολουθούν η Γαλλία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα. [75] Για τους ασιατικούς πληθυσμούς δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία. Η κατάσταση στην Ευρώπη ήταν πολύ καλύτερη κατά τους ιστορικούς χρόνους, με την περιοχή εξάπλωσης να επεκτείνεται πολύ περισσότερο προς τα βόρεια. Στη Γερμανία, το όρνιο ήταν κοινό κατά τον Μεσαίωνα, [76] ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα αναπαραγόταν σε σημαντικούς αριθμούς στην Βοϊβοντίνα, στην Μολδαβία, στην Δ. Ουκρανία και τη ΝΑ. Πολωνία, στην Ρουμανία και την Βουλγαρία. [77] Σήμερα, εκτός από την Βουλγαρία (29 ζεύγη το 2002), το είδος εξαφανίστηκε από παντού.

Η κύρια αιτία ήταν η συρρίκνωση των ενδιαιτημάτων του, μαζί με την βελτίωση της υγιεινής των βοσκοτόπων (επομένως μικρότεροι αριθμοί θνησιμαίων) και την επιδείνωση του κλίματος. Από το τέλος του 19ου αιώνα η βασική μείωση του πληθυσμού, τουλάχιστον στη ΝΑ. Ευρώπη οφειλόταν κυρίως στην αποδεκάτιση των λύκων με δηλητηριασμένα δολώματα (στρυχνίνη), πού πέρναγε στα σφάγια και στα όρνια. Ακόμη και σήμερα, τα δηλητηριασμένα δολώματα και τα φυτοφάρμακα αποτελούν την μεγαλύτερη απειλή στην Ν.και ΝΑ. Ευρώπη.

Οι προσπάθειες των τελευταίων δεκαετιών έχουν αποδώσει, με αποτέλεσμα να ανακάμψουν οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί που, σε συνδυασμό με τους υγιείς ασιατικούς πληθυσμούς, διατηρούν το είδος σε ικανοποιητικά επίπεδα έτσι, ώστε να αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. [78]

  • Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη διαθέτει, με μεγάλη διαφορά, η Ισπανία (>90% του συνόλου). [79]

Κατάσταση στην Ελλάδα

Eνήλικο όρνιο σε πτήση (κοιλιακή όψη)

.

Στην Ελλάδα του 19ου και των αρχών του 20ού, το όρνιο ήταν τόσο κοινό είδος, που το κατέγραφαν οι περισσότεροι ερευνητές και περιηγητές της εποχής. Στις επόμενες δεκαετίες, όμως, ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι πληθυσμοί του αποδεκατίστηκαν από μεγάλο μέρος στα ηπειρωτικά και από όλα σχεδόν τα νησιά. [80] Κατά τη δεκαετία του ’90, εγκαταλείφθηκε το 70% των ηπειρωτικών αποικιών, λόγω της ανεξέλεγκτης ή παράνομης χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων για τον έλεγχο των σαρκοφάγων θηλαστικών.

Μετά την απαγόρευση της χρήσης στρυχνίνης το 1981, η κατάσταση βελτιώθηκε, αλλά παραμένει το πρόβλημα ανεύρεσης τροφής (νεκρά ζώα), όπως και η λαθροθηρία, που απειλεί τις μικρές ή διάσπαρτες αποικίες. Η σημερινή του κατανομή είναι πολύ διάσπαρτη και περιορισμένη. Λίγα ζευγάρια έχουν απομείνει πλέον στην Ήπειρο, την Αιτωλοακαρνανία, την Θράκη και την Νάξο, περιορισμένα σε διάσπαρτες αποικίες. Τον πιο υγιή πληθυσμό διαθέτει η Κρήτη, κατανεμημένο σε ολιγάριθμες αποικίες από τα (30-) 120 έως 600 (-1.100) μ., με νοτιοδυτικό προσανατολισμό που, ωστόσο, έχουν μειωθεί σε σχέση με το παρελθόν. [81][82][83]

Όλα αυτά έχουν οδηγήσει στον χαρακτηρισμό του είδους, ειδικά για τον ελλαδικό χώρο, ως Τρωτό (VU, D1)', [84][85] ωστόσο, οι πληθυσμοί της Κρήτης και της Νάξου θεωρούνται Κρισίμως Κινδυνεύοντες CR [C1] . [86]

Απαιτούνται ειδικά μέτρα διαχείρισης, όπως λεπτομερής πληθυσμική απογραφή των αποικιών, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κόσμου και των κυνηγών για την ανάγκη προστασίας του είδους, εγκατάσταση ταϊστρών κ.ο.κ. [87] Επίσης, αυστηρός έλεγχος στην παράνομη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων, μείωση της λαθροθηρίας και μελέτη των επιπτώσεων της λειτουργίας των υφιστάμενων αιολικών πάρκων, με ταυτόχρονη επαναδιατύπωση των προδιαγραφών για τη χωροθέτηση των νεοσχεδιαζομένων. [88]

Το όρνιο είναι προστατευόμενο είδος, με όλες τις αποικίες να βρίσκονται εντός του δικτύου ΖΕΠ/Natura 2000. Ο πληθυσμός του, ωστόσο, παρακολουθείται συστηματικά μόνο στην Κρήτη, ενώ ορισμένες αποικίες σε Μακεδονία και Θράκη υποστηρίζονται συστηματικά με τεχνητή παροχή τροφής (ταΐστρες). Στην Κρήτη υπάρχουν δύο περιφραγμένες ταΐστρες, που συντηρούνται περιστασιακά από κτηνοτρόφους των γύρω περιοχών. [89]

  • Πρέπει να αναφερθεί η εξαιρετική προσπάθεια που έχει καταβληθεί και, συνεχίζεται να καταβάλλεται στην περιοχή της Δαδιάς Έβρου, που αποτελεί πρότυπο διατήρησης του είδους, μέσω συστηματικής σίτισης, παρατήρησης και καταγραφής του πληθυσμού.

Άλλες ονομασίες

Στον ελλαδικό χώρο, το Όρνιο απαντά και με τις ονομασίες Αλατζάς (Κως), Βιτσίλα (Κρήτη), Γιούπας (Κύπρος), Γυμνοκέφαλο (Κεφαλλονιά), Ερυθρόγυπας, Ζαγανό ή Ζάγανος, Καναβός, Κοκκινόγυπας, Κόκκινο Όρνιο, Σκανίτης (Κυκλάδες) και Σκάρα (Κρήτη). [90]

Σημειώσεις

i. ^ Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το γένος Fulvus ανήκει στην ξεχωριστή υποοικογένεια Γυπίνες (Aegypiinae]], που περιλαμβάνει τους γύπες του Παλαιού Κόσμου. Όμως, δεν υπάρχουν ακόμη επαρκή στοιχεία για την τεκμηρίωση αυτής της ταξινόμησης, γι’ αυτό ακολουθείται η κατά Howard & Moore και ITIS άποψη, που αποτελούν τις εγκυρότερες επιστημονικές πηγές.

ii. ^ Η λ. όρνις αναφερόταν αρχικά σε κάθε είδους πτηνό, ενώ η λ. όρνεον περιοριζόταν στα αρπακτικά και η λ. οιωνός σε εκείνα που χρησίµευαν ως δείκτες τού µέλλοντος, ως προµηνύµατα. Αργότερα, η λ. όρνις περιορίστηκε στα κατοικίδια πτηνά και, τελικά, δήλωσε αποκλειστικά την κότα. [91]

iii. ^ Για την ακριβή διευκρίνιση του όρου, βλ Ονοματολογία

Παραπομπές

  1. Howard and Moore, p. 102
  2. Howard & Moore, p. 102
  3. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175487
  4. Howard and Moore, p. 102
  5. http://www.iucnredlist.org/details/full/22695219/0
  6. ΠΛΜ, 19:460
  7. https://en.wikipedia.org/wiki/Tawny_(color)
  8. http://dictionary.reference.com/browse/griffin
  9. ΠΛΜ, 19:457
  10. Μπαμπινιώτης, σ. 1278
  11. http://www.hbw.com/species/griffon-vulture-gyps-fulvus
  12. Lerner & Mindell
  13. http://www.hbw.com/species/griffon-vulture-gyps-fulvus
  14. U. N. Glutz v. Blotzheim, p. 240-1 & 254
  15. Howard and Moore, p. 102
  16. http://ibc.lynxeds.com/species/ griffon-vulture-gyps-fulvus
  17. Ferguson-Lees & Christie, p. 431
  18. http://www.iucnredlist.org/details/full/22695219/0
  19. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300
  20. Handrinos & Akriotis, p. 131-2
  21. Όντρια (Ι), σ. 75
  22. RDB, p. 152, 214
  23. Σφήκας, σ. 24
  24. Σφήκας, σ. 24
  25. Grimmett et al, p. 122
  26. Ferguson-Lees & Christie, p. 432
  27. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300
  28. Handrinos & Akriotis, p. 131
  29. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76
  30. Handrinos & Akriotis, p. 131-2
  31. Xirouchakis & Mylonas 2005, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300
  32. Ferguson-Lees & Christie, p. 432
  33. Ferguson-Lees & Christie, p. 118
  34. Bruun, p. 70
  35. U. N. Glutz v. Blotzheim, p. 240-1
  36. Ferguson-Lees & Christie, p. 432
  37. Mullarney et al, p. 90
  38. Ferguson-Lees & Christie, p. 432
  39. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76
  40. Ferguson-Lees & Christie, p. 433
  41. Ferguson-Lees & Christie, p. 433
  42. Ferguson-Lees & Christie, p. 432
  43. Grimmett et al, p. 122
  44. Mullarney et al, p. 90
  45. Flegg, p. 84
  46. Heinzel et al, p. 88
  47. Perrins, p. 88
  48. Bruun, p. 70
  49. Όντρια (Ι), σ. 74
  50. http://www.ibercajalav.net
  51. planetofbirds.com
  52. ΠΛΜ, 16:316
  53. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76, 178
  54. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76
  55. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76
  56. Ferguson-Lees & Christie, p. 431
  57. Ferguson-Lees & Christie, p. 434
  58. Mullarney et al, p. 90
  59. Ferguson-Lees & Christie, p. 433
  60. Ferguson-Lees & Christie, p. 434
  61. Ferguson-Lees & Christie, p. 434
  62. Harrison, p. 106
  63. Ferguson-Lees & Christie, p. 434
  64. Harrison, p. 106
  65. Harrison, p. 106
  66. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76
  67. Harrison, p. 106
  68. Ferguson-Lees & Christie, p. 434
  69. Perrins, p. 88
  70. Handrinos & Akriotis, p. 131
  71. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76
  72. Xirouchakis 2003, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300
  73. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 76
  74. Xirouchakis & Tsiakiris in press, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300
  75. Mebs & Schmidt, p. 172
  76. Hölzinger, p. 858-60
  77. U. N. Glutz v. Blotzheim, p. 240-1
  78. http://www.iucnredlist.org/details/ full/22695219/0
  79. Mullarney et al, p. 90
  80. Handrinos & Akriotis, p. 131
  81. RDB, σ. 214
  82. Handrinos & Akriotis, p. 132
  83. Xirouchakis & Mylonas 2004, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300
  84. RDB, σ. 214
  85. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 299
  86. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 299
  87. RDB, σ. 214
  88. Xirouchakis, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300
  89. Xirouchakis, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300
  90. Απαλοδήμος, σ. 32
  91. Μπαμπινιώτης, σ. 1278

Πηγές

  • Ξηρουχάκης Σταύρος, in Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 300</ref>
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1994. Handbook of the Birds of the World, vol. 2: New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Ferguson-Lees, J. and Christie, D.A. 2001. Raptors of the world. Christopher Helm, London.
  • Glutz v. Blotzheim U. N., K. M. Bauer & E. Bezzel: Handbuch der Vögel Mitteleuropas. Bd. 4., 2. Aufl., AULA-Verlag, Wiesbaden 1989
  • Hölzinger J. (Bearb.): Die Vögel Baden-Württembergs, Band 1 – Gefährdung und Schutz, Teil 2 – Artenschutzprogramm Baden-Württembergs – Artenhilfsprogramme. Ulmer, Karlsruhe 1987: S. 858–860.
  • IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: October 2015).
  • Lerner, Heather R. L.; Mindell, David P. (2005). Phylogeny of eagles, Old World vultures, and other Accipitridae based on nuclear and mitochondrial DNA. Molecular Phylogenetics and Evolution 37 (2): 327–346. doi:10.1016/j.ympev.2005.04.010. ISSN 1055-7903. PMID 15925523. http://www-personal.umich.edu/~hlerner/LM2005.pdf.
  • Mebs T. & D. Schmidt: Die Greifvögel Europas, Nordafrikas und Vorderasiens. Franckh-Kosmos, Stuttgart 2006, ISBN 3-440-09585-1: S. 172
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Strix, 2012. Developing and testing the methodology for assessing and mapping the sensitivity of migratory birds to wind energy development. BirdLife International, Cambridge.

Βιβλιογραφία

  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Γ. Χανδρινός, Α. Δημητρόπουλος, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, Αθήνα 1982
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Gänsegeier της Γερμανικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).