Μινωικός πολιτισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Unbefouled (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Αναίρεση έκδοσης 5280122 από τον Unbefouled (Συζήτηση)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Ελληνική ιστορία}}
Η Κρήτη

Η Κρήτη κατοικήθηκε για πρώτη φορά τη Νεολιθική
εποχή. Ο σημαντικότερος οικισμός φαίνεται να ήταν η Κνωσός, όπως
ακριβώς και στην Εποχή του Χαλκού. Στην 3η και 2η χιλιετία π.Χ. ο
πολιτισμός στην Κρήτη έφτασε σε υψηλό επίπεδο κοινωνικής και
οικονομικής οργάνωσης και καλλιτεχνικής παραγωγής. Είναι γνωστός με το
όνομα «μινωικός πολιτισμός» από το μυθικό βασιλιά της Κνωσού Μίνωα και
ήρθε στο φως στις αρχές του 20ού αιώνα με τις ανασκαφές του Βρετανού
αρχαιολόγου Άρθουρ Έβανς στην Κνωσό.

Από τις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. ο πληθυσμός
στην Κρήτη βαθμιαία αυξάνεται, η γεωργία και η κτηνοτροφία γίνονται πιο
συστηματικές και οι κάτοικοι οργανώνονται σε μικρούς οικισμούς. Οι
Μινωίτες έχουν επαφή με άλλες περιοχές του Αιγαίου και της Ανατολικής
Μεσογείου, όπως οι Κυκλάδες, η Κύπρος και η Αίγυπτος, με τις οποίες
εμπορεύονται διάφορα προϊόντα. Εξάγουν λάδι, κρασί, ξυλεία, λίθινα
αγγεία, ίσως υφάσματα και δέρματα. Εισάγουν μέταλλα ή άλλες πρώτες ύλες
για την κατασκευή όπλων, εργαλείων και καλλιτεχνημάτων, όπως χαλκό από
την Κύπρο και άργυρο από τις Κυκλάδες.{{Ελληνική ιστορία}}
[[Αρχείο:Map Minoan Crete-el.svg|thumb|upright=1.66|<center>Χάρτης των ανακτόρων και των λοιπών κέντρων του Μινωικού πολιτισμού]]
[[Αρχείο:Map Minoan Crete-el.svg|thumb|upright=1.66|<center>Χάρτης των ανακτόρων και των λοιπών κέντρων του Μινωικού πολιτισμού]]
Με τον όρο '''Μινωικός πολιτισμός''' εννοείται ο προϊστορικός [[πολιτισμός]] της [[Κρήτη]]ς, διακριτός του προϊστορικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε στην ηπειρωτική [[Αρχαία Ελλάδα]] ([[Ελλαδικός πολιτισμός]]) και τα νησιά του [[Αιγαίο πέλαγος|Αιγαίου]] ([[Κυκλαδικός πολιτισμός]]). Το όνομα μινωικός προέρχεται από τον μυθικό βασιλέα [[Μίνωας|Μίνωα]] και δόθηκε από τον [[Άρθουρ Έβανς]], τον αρχαιολόγο που ανέσκαψε το ανάκτορο της [[Κνωσός|Κνωσού]]. Η ανάλυση του Έβανς για τον Μινωικό πολιτισμό ολοκληρώθηκε το [[1935]], και έθεσε το θεμέλιο για τη μελέτη των διαδικασιών και μετασχηματισμών που οδήγησαν στην ανάπτυξη, εδραίωση και παρακμή των Μινωιτών.
Έτσι, μερικοί οικισμοί αποκτούν σιγά σιγά
μεγαλύτερη έκταση
και πλούτο από τους άλλους. Αυτή η εξέλιξη οδηγεί, γύρω στο 2000 π.Χ.,
στη μεγαλύτερη αλλαγή στην ιστορία του μινωικού πολιτισμού με '''την εμφάνιση των πρώτων ανακτόρων.''' Γύρω τους αναπτύσσονται
μεγάλοι οικισμοί που μπορούν να χαρακτηριστούν πόλεις. Μέχρι σήμερα
είναι γνωστά με βεβαιότητα τέσσερα τέτοια ανάκτορα, στην '''Κνωσό,'''
τη '''Φαιστό,''' τα '''Μάλια'''
και τη '''Ζάκρο.''' Τα πρώτα ανάκτορα
καταστρέφονται γύρω στο 1700 π.Χ. από σεισμό, αλλά ξαναχτίζονται πιο
επιβλητικά. Η περίοδος των δεύτερων, '''νέων ανακτόρων'''
(1700-1450 π.Χ) είναι αυτή της μεγαλύτερης ακμής του μινωικού
πολιτισμού. Την εποχή αυτή οι Μινωίτες κυριαρχούν στο Αιγαίο, όπου
ιδρύουν αποικίες (Κύθηρα, Ρόδος) και έχουν στενές σχέσεις με την
ηπειρωτική Ελλάδα, επηρεάζοντας έντονα το μυκηναϊκό πολιτισμό που κάνει
τότε την εμφάνισή του.

Τα ανάκτορα είναι μεγάλα συγκροτήματα κτιρίων,
αποτελούνται
δηλαδή από πολλές πτέρυγες δωματίων και είναι τα διοικητικά,
οικονομικά, θρησκευτικά και καλλιτεχνικά κέντρα της περιοχής στην οποία
βρίσκονται. Παρά τις επιμέρους διαφορές όλα τα μινωικά ανάκτορα έχουν
τα εξής κοινά χαρακτηριστικά:

* Έχουν προσανατολισμό στον άξονα Βορρά-Νότου.
* Έχουν μία ορθογώνια κεντρική αυλή. Γύρω της αναπτύσσονται οι πτέρυγες των δωματίων.
* Ήταν πολυώροφα, είχαν μεγάλες κλίμακες, φωταγωγούς, σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης και αρκετοί χώροι τους έφεραν τοιχογραφίες. Από αυτές αντλούμε πλήθος πληροφοριών για πολλές από τις πτυχές της ζωής των Μινωιτών.
* Δεν ήταν οχυρωμένα.
Τα ανάκτορα ήταν η κατοικία του άρχοντα της
ευρύτερης
περιοχής, όπου συγκεντρωνόταν η παραγωγή και τα εμπορεύματα για να
διατεθούν στο εσωτερικό του νησιού ή στο εξωτερικό. Ήταν επίσης κέντρα
κατασκευής πολύτιμων αντικειμένων και καλλιτεχνημάτων, καθώς και
θρησκευτικά κέντρα, όπου μαζευόταν πλήθος κόσμου με την ευκαιρία
διαφόρων τελετών. Στα ανάκτορα δηλαδή ζούσε, κυκλοφορούσε και εργαζόταν
μεγάλος αριθμός αξιωματούχων, υπαλλήλων και τεχνιτών.

Παράλληλα, υπήρχαν διάσπαρτες σε ολόκληρη την
Κρήτη αγροικίες ή
επαύλεις που συγκέντρωναν τη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή της
περιοχής τους και έλεγχαν τη διακίνηση των προϊόντων για λογαριασμό των
ανακτόρων. Το πολιτικό, διοικητικό και οικονομικό σύστημα της μινωικής
Κρήτης ήταν δηλαδή '''συγκεντρωτικό,''' με
κέντρο τα ανάκτορα.

Γραφή

Η ανάπτυξη του εμπορίου και η περίπλοκη διοικητική
και κοινωνική
οργάνωση οδήγησαν γύρω στο 1700 στη χρήση ενός συστήματος γραφής το
οποίο αρχικά έμοιαζε με τα ιερογλυφικά, όπως αποδεικνύει ο δίσκος της
Φαιστού. Λίγο αργότερα άρχισε να χρησιμοποιείται ένα νέο σύστημα
γραφής, η '''Γραμμική Α.''' Η γραφή ήταν
συλλαβική, δηλαδή κάθε σημείο αντιστοιχούσε σε μία '''συλλαβή,'''
και υπήρξε το πρότυπο για την ανάπτυξη της μυκηναϊκής γραφής. Σημεία
αυτής της γραφής έχουν βρεθεί κυρίως επάνω σε αγγεία ή χαραγμένα σε
πινακίδες απογραφής εμπορευμάτων. Η γραφή όμως αυτή δεν έχει
αποκρυπτογραφηθεί.

Οικονομία

 Την εποχή των νέων ανακτόρων (1700-1450
π.Χ.) οι Μινωίτες κυριαρχούν με
τα πλοία τους σε όλο το Αιγαίο. Η εμπορική δραστηριότητα που είχε
ξεκινήσει από την προηγούμενη χιλιετία είναι τώρα πιο έντονη. Ιδιαίτερη
ζήτηση σε όλο το Αιγαίο έχουν τα έργα της καλλιτεχνικής παραγωγής
(μεταλλοτεχνία, λιθοτεχνία, κοσμηματοτεχνία). Μινωίτες έμποροι και
ναυτικοί φαίνεται να απεικονίζονται σε αιγυπτιακούς τάφους προσφέροντας
τέτοια έργα σε Αιγύπτιους αξιωματούχους με τους οποίους συναλλάσσονταν.


Οι Μυκηναίοι στην
Κνωσό
Γύρω στο 1450 π.Χ. τα μινωικά ανάκτορα καταστρέφονται, πιθανόν από
σεισμό, εκτός από αυτό της Κνωσού. Η εξασθένιση της πολιτικής και
διοικητικής οργάνωσης που ξεκινούσε από τα ανάκτορα φαίνεται ότι έδωσε
την ευκαιρία στους Μυκηναίους να καταλάβουν την Κνωσό. Οι Μυκηναίοι από
την Κνωσό φαίνεται ότι κυριαρχούν σε ένα μεγάλο τμήμα της κεντρικής και
ανατολικής Κρήτης μέχρι το 1370 π.Χ., οπότε το ανάκτορο της Κνωσού
καταστρέφεται οριστικά. Στη συνέχεια η Κρήτη αποτελεί επαρχία του
μυκηναϊκού κόσμου διατηρώντας όμως ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
== Γεωγραφία ==
== Γεωγραφία ==


Γραμμή 133: Γραμμή 37:


Η μετάβαση από τα παλαιά ή πρώτα ανάκτορα (της πρωτοανακτορικής) στα νέα ή δεύτερα ανάκτορα (της νεοανακτορικής περιόδου) καθορίζεται από την αναδημιουργία των οικοδομημάτων, μετά από τις καταστροφές —πιθανώς εξαιτίας [[σεισμός|σεισμού]]— και στις τρεις σημαντικές θέσεις της Μεσομινωικής (MM II και IIIA). Τα νέα ανάκτορα γίνονται περισσότερο κατανοητά σε ό,τι αφορά στον τρόπο λειτουργίας τους, καθώς παρουσιάζουν μείζονες [[αρχιτεκτονική|αρχιτεκτονικές]] ομοιότητες. Διατηρούν πολλούς από τους ρόλους των προκατόχων τους, όπως είναι η αποθήκευση, η τελετουργία, η παραγωγή και η συγκέντρωση πρώτων υλών μέσω των επαφών με την ελληνική ηπειρωτική χώρα και τα αιγαιακά νησιά, την ανατολική Μεσόγειο και την Αίγυπτο. Με εντυπωσιακό τρόπο αναδεικνύονται αυτές οι επαφές στις μινωικού ύφους τοιχογραφίες του Τελ Κάμπρι (Tel Kabri) στο Ισραήλ και του Τελ ελ-Νταμπ’α Tell el-Dab'a (αρχαία Αὔαρις) στο [[Δέλτα του Νείλου]].
Η μετάβαση από τα παλαιά ή πρώτα ανάκτορα (της πρωτοανακτορικής) στα νέα ή δεύτερα ανάκτορα (της νεοανακτορικής περιόδου) καθορίζεται από την αναδημιουργία των οικοδομημάτων, μετά από τις καταστροφές —πιθανώς εξαιτίας [[σεισμός|σεισμού]]— και στις τρεις σημαντικές θέσεις της Μεσομινωικής (MM II και IIIA). Τα νέα ανάκτορα γίνονται περισσότερο κατανοητά σε ό,τι αφορά στον τρόπο λειτουργίας τους, καθώς παρουσιάζουν μείζονες [[αρχιτεκτονική|αρχιτεκτονικές]] ομοιότητες. Διατηρούν πολλούς από τους ρόλους των προκατόχων τους, όπως είναι η αποθήκευση, η τελετουργία, η παραγωγή και η συγκέντρωση πρώτων υλών μέσω των επαφών με την ελληνική ηπειρωτική χώρα και τα αιγαιακά νησιά, την ανατολική Μεσόγειο και την Αίγυπτο. Με εντυπωσιακό τρόπο αναδεικνύονται αυτές οι επαφές στις μινωικού ύφους τοιχογραφίες του Τελ Κάμπρι (Tel Kabri) στο Ισραήλ και του Τελ ελ-Νταμπ’α Tell el-Dab'a (αρχαία Αὔαρις) στο [[Δέλτα του Νείλου]].

== Η θρησκεία και η Τέχνη των Μινωιτών ==
Οι Μινωίτες πίστευαν, βασικά, σε ένα σύμπλεγμα
γυναικείων θεοτήτων οι
οποίες έχουν άμεση σχέση με τη βλάστηση και τη διαδοχή των εποχών, την
άνθηση και το μαρασμό, το θάνατο και την ανάσταση. Στα χρόνια της ακμής
του μινωικού πολιτισμού δεν υπήρχαν στην Κρήτη μεγάλοι ναοί αλλά μόνο
μικρά ανακτορικά ή οικιακά ιερά. Οι πιστοί αισθάνονται τη θεότητα σαν
κάτι μυστηριακό, φευγαλέο και άπιαστο. Συχνά η λατρεία του θείου
πραγματοποιείται και σε σπήλαια, όπως στο Δικταίο Άντρο, όπου οι πιστοί
προσέφεραν μικρά ειδώλια που απεικόνιζαν τους ίδιους τους θεούς. Μεγάλη
είναι η σημασία του ιερού δέντρου στη μινωική θρησκεία. Το κύριο ιερό
δέντρο φαίνεται να είναι η ελιά. Από τα ζώα σημαντικό ρόλο παίζει στη
μινωική θρησκεία ο ταύρος. Οι τελετές περιλάμβαναν χορούς και αγώνες,
όπως τα ταυροκαθάψια. Το ιερατείο το αποτελούσαν κυρίως γυναίκες, αλλά
υπήρχαν και άνδρες ιερείς. Επειδή δεν έχουν ακόμη αναγνωσθεί οι γραφές
των Μινωιτών, μόνη πηγή πληροφόρησής μας για τη θρησκεία τους είναι τα
έργα τέχνης που έφεραν στο φως οι ανασκαφές.

Οι Μινωίτες ανέπτυξαν πολλές μορφές τέχνης σε
θαυμαστό επίπεδο. Η
μινωική τέχνη έχει ποικιλία και πρωτοτυπία. Όλα τα μινωικά έργα –αγγεία
από πηλό ή πέτρα, ειδώλια, κοσμήματα, τοιχογραφίες– έχουν κίνηση,
ζωντάνια και χάρη και δείχνουν μια προτίμηση των Μινωιτών για την
απεικόνιση της φύσης. Τα θέματα και η τεχνοτροπία τους επηρέασαν τους
γειτονικούς λαούς, ιδιαίτερα τους Κυκλαδίτες και τους Μυκηναίους.

Οι τοιχογραφίες, που οι περισσότερες προέρχονται
από το ανάκτορο της
Κνωσού, παριστάνουν συνήθως θρησκευτικές ή τελετουργικές πομπές,
ειδυλλιακά τοπία με πλούσια βλάστηση και ζώα, καθώς και θέματα από τον
κόσμο της θάλασσας.

'''Κεραμική.''' Ο γρήγορος
κεραμικός τροχός που έχει
καθιερωθεί διευκολύνει την ταχύτερη κατασκευή των πήλινων αγγείων που
είναι κομψά και έχουν ποικίλα σχήματα. Τα ωραιότερα αγγεία αυτής της
εποχής στη μινωική Κρήτη είναι τα πολύχρωμα '''καμαραϊκά,'''
που οφείλουν την ονομασία τους στο σπήλαιο των Καμαρών, όπου
πρωτοβρέθηκαν. Κατασκευάζονταν στα εργαστήρια των μεγάλων ανακτόρων της
Κνωσού και της Φαιστού. Τα καμαραϊκά αγγεία εξάγονταν σε όλη την
ανατολική Μεσόγειο και την Αίγυπτο. Διακοσμούνταν συνήθως με πολύπλοκα
καμπυλόγραμμα σχέδια γεμάτα φαντασία και σπανιότερα με θέματα από το
ζωικό και φυτικό κόσμο.

'''Άλλα έργα τέχνης.'''
Τα περισσότερα μινωικά ειδώλια είναι
πήλινα και παριστάνουν γυναίκες, δεν λείπουν όμως και ειδώλια ανδρών
και ζώων. Αξιοσημείωτα είναι τα ρυτά, μεγάλα αγγεία, ορισμένα με μορφή
κεφαλής ζώου, συνήθως του ιερού μινωικού ταύρου, τα οποία
χρησιμοποιούνταν στις τελετουργίες. Yπάρχουν επίσης περίτεχνα κοσμήματα
από χρυσό και ασήμι και σφραγίδες από ελεφαντοστό και από σκληρούς
ημιπολύτιμους λίθους με εγχάρακτα γραμμικά σχέδια.


== Βιβλιογραφία ==
== Βιβλιογραφία ==

Έκδοση από την 19:16, 31 Μαΐου 2015

Χάρτης των ανακτόρων και των λοιπών κέντρων του Μινωικού πολιτισμού

Με τον όρο Μινωικός πολιτισμός εννοείται ο προϊστορικός πολιτισμός της Κρήτης, διακριτός του προϊστορικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε στην ηπειρωτική Αρχαία Ελλάδα (Ελλαδικός πολιτισμός) και τα νησιά του Αιγαίου (Κυκλαδικός πολιτισμός). Το όνομα μινωικός προέρχεται από τον μυθικό βασιλέα Μίνωα και δόθηκε από τον Άρθουρ Έβανς, τον αρχαιολόγο που ανέσκαψε το ανάκτορο της Κνωσού. Η ανάλυση του Έβανς για τον Μινωικό πολιτισμό ολοκληρώθηκε το 1935, και έθεσε το θεμέλιο για τη μελέτη των διαδικασιών και μετασχηματισμών που οδήγησαν στην ανάπτυξη, εδραίωση και παρακμή των Μινωιτών.

Γεωγραφία

Το νησί της Κρήτης βρίσκεται στο κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου σε μια στρατηγική θέση, απορρόφησης επιδράσεων από την Αίγυπτο την Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Το κρητικό έδαφος είναι ορεινό με περιορισμένες αλλά γόνιμες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τις οποίες ο κρητικός λαός εκμεταλλευόταν οριακά. Η οικολογία της είναι τυπικά Μεσογειακή και η γεωργική της εκμετάλλευση βασιζόταν κυρίως στην τριάδα δημητριακά-ελαιόδενδρα-άμπελος.

Εξέλιξη

Η πρωιμότερη εγκατάσταση στην Κρήτη έχει εντοπιστεί στις περιοχές Πλακιάς και Πρέβελη. Πρόκειται για παλαιολιθικά και μεσολιθικά ευρήματα, τα παλαιότερα αναγόμενα στα 130.000 χρόνια πριν από σήμερα.[1][2][3]
Η νεολιθική κατοίκηση, η οποία μέχρι το 2010 πιστευόταν ότι ήταν η παλαιότερη, αρχίζει με την Ακεραμική περίοδο, περί το 7000 π.Χ.[4] Μετά από αυτή την περίοδο ακολούθησε μια μακρά περίοδος σχετικής σταθερότητας, έως την έναρξη της Εποχής του Χαλκού, περί το 3000 π.Χ. Οι χρονολογικές παράμετροι που ορίζουν την Μινωική περίοδο της εποχής του Χαλκού αφορούν κυρίως στο χρονικό διάστημα 3000 έως 1000 π.Χ.. με κυρίαρχα γεγονότα την οικοδόμηση της Κνωσού 1900 π.Χ., την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας περ. 1500 π.Χ. και την καταστροφή της Κνωσού 1375 π.Χ.

Στην Κρήτη άκμασαν περί τις 100 Μινωικές πόλεις.

Ζητήματα χρονολόγησης

Οι παραπάνω χρονολογήσεις είναι σχετικές βάσει αιγυπτιακών αντικειμένων που έχουν χρονολογηθεί με μεθόδους απόλυτης χρονολόγησης. Η απόλυτη χρονολόγηση του Μινωικού πολιτισμού βρίσκεται σε καθεστώς διαρκούς αναθεώρησης, συνεπώς οι παραπάνω χρονολογήσεις θα πρέπει να θεωρούνται συμβατικές. Στην προκειμένη περίπτωση περισσότερο χρήσιμα είναι τα συστήματα σχετικής χρονολόγησης. Ο Έβανς στηρίχθηκε στις λεπτομέρειες της κεραμεικής τυπολογίας, διαιρώντας τον Μινωικό πολιτισμό σε Πρώιμη Μινωική ή Πρωτομινωική (ΠΜ), Μεσομινωική (ΜΜ και Υστερομινωική (ΥΜ), με υποπεριόδους I, II, και III. Αν και είναι χρήσιμο ως στρωματογραφική χρονολόγηση, το σύστημα δεν απεικονίζει πλήρως την ανάπτυξη του μινωικού πολιτισμού. Το σημείο αιχμής στην ανάπτυξή του υπήρξε η εγκαθίδρυση ενός ανακτορικού συγκεντρωτικού κράτους και τούτο υπήρξε η αφορμή ώστε να αναπτύξει ο έλληνας αρχαιολόγος Νικόλαος Πλάτων μια εναλλακτική χρονολογική αλληλουχία: Προανακτορική (ΠM I–MM IΑ), Πρωτοανακτορική ή Παλαιοανακτορική (MM IΒ–MM III), Νεοανακτορική (MM III–ΥΜ II [ΥΜ IIIΑ στην Κνωσσό]) και Μεταανακτορική (ΥΜ III). Μεταγενέστερες έρευνες σχετικά με την ύπαρξη ανακτορικών θεσμών και κτηρίων κατά τους τελευταίους αιώνες του Μινωικού πολιτισμού οδήγησαν σε τροποποίηση το αρχικό σύστημα παρεμβάλλοντας την Τελική Ανακτορική (ΥΜ ΙΙ - ΥΜ ΙΙΙΒ Πρώιμη) ανάμεσα στη Νεοανακτορική (ΜΜ ΙΙΙ - ΥΜ ΙΒ) και τη Μετανακτορική (ΥΜ ΙΙΙΒ Ύστερη - ΥΜ ΙΙΙΓ), οι οποίες συρρικνώθηκαν αντίστοιχα.[5]

Προανακτορική περίοδος

Νεολιθική ΜΜ ΙΑ: περ. 7000–2000 π.Χ.: Η νεολιθική περίοδος στην Κρήτη θεωρείται ότι αρχίζει περί το 7000 π.Χ. Κατά τον Έβανς η Κρήτη αποικίστηκε από λαούς της ΝΔ Μέσης Ανατολής. Πιστοποιημένη μαρτυρία για την κατοίκηση αυτής της περιόδου είναι η Κνωσός, στην δυτική πλυρά της κοιλάδας του Καιράτου σε μια έκταση 0.25 εκτ. με κατ' εκτίμησιν πληθυσμό 70 ατόμων. Κατά την άποψη αυτή οι πρώτοι άποικοι έφεραν μαζί τους τις δομές μιας πλήρως αναπτυγμένης καλλιεργητικής κοινωνίας και την πρωτογλώσσα από την οποία προέκυψαν τα μεταγενέστερα γλωσσικά ιδιώματα του νησιού. Πολύ λίγες τοποθεσίες είναι γνωστές για μια περίοδο 2.500 χρόνων. Οι μαρτυρίες πολλαπλασιάζονται στην ύστερη νεολιθική και στην χαλκολιθική περίοδο (περ. 4500–3500 π.Χ.). Η Κνωσός φθάνει πλέον στην έκταση των 5 εκτ. και ο κατ' εκτίμησιν πληθυσμός της τα 1500 άτομα. Η συγκεκριμένη αύξηση δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί από κάποια δραστική δημογραφική αύξηση των γηγενών και έτσι έχει προταθεί η υπόθεση ότι υπήρξε ένα δεύτερο κύμα αποικισμού, στην ίδια περίοδο που αποικήθηκαν και πολλά από τα νησιά του Αιγαίου. Η εμφάνιση νέων τεχνοτροπιών στην κεραμεική της πρώιμης εποχής του Χαλκού στον Άγιο Ονούφριο και τους Πύργους και άλλα υπολείμματα υλικού πολιτισμού παρόμοια με αυτά του κυκλαδικού πολιτισμού είναι σοβαρή ένδειξη που στρέφει προς την υπόθεση της ύπαρξης ενός μεταναστευτικού ρεύματος στο Αιγαίο στη συγκεκριμένη περίοδο.

Σύγχρονη μελέτη σε μιτοχονδριακό γενετικό υλικό σκελετών ηλικίας 4,400–3,700 ετών και σύγχρονων κατοίκων του Λασιθίου αναθεωρεί την υπόθεση του Έβανς, δείχνοντας ότι ο μινωικός και ο σύγχρονος πληθυσμός έχει ισχυρότερες συγγένειες με τους νεολιθικούς και σύγχρονους πληθυσμούς της Ευρώπης και αποκλείει προέλευση από τη Β. Αφρική. Οι ερευνητές προτείνουν ότι ο Μινωικός πολιτισμός πιθανότατα αναπτύχθηκε από αυτόχθονα πληθυσμό της Κρήτης της Εποχής του Χαλκού.[6]

Αν και η ΠΜ I φάση καθορίζει συμβατικά την έναρξη της εποχής του Χαλκού, ο όρος είναι μάλλον παραπλανητικός. Η μεταλλουργία του χαλκού ήταν ήδη γνωστή στην ύστερη νεολιθική (Χαλκολιθική) στην Κνωσό, αλλά οι χρήσεις του ορείχαλκου δεν εξαπλώθηκαν ευρέως μέχρι την την ΠΜ ΙΙ (περ. 2500 π.Χ.). Η κατανόηση των κοινωνιών της ΠΜ I–ΜΜ ΙΑ (περ. 3500–2000 π.Χ.) εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από ταφικά ευρήματα, ιδιαίτερα τους κυκλικούς τύμβους στην Μεσαρά, και από λιγοστά ανεσκαμμένα πεδία, όπως τα Δέβλα, η Μύρτος, η Κορυφή (0,09 εκτ.) που έδωσε και το όνομά της στην χαρακτηριστική κεραμεική της ΠΜ II Περιόδου. Η παρουσία τέτοιων τόπων με πληθυσμό πιθανώς 30-50 ατόμων, υπονοεί κοινωνίες με σχετική ισότητα, αντίθετα με τις μεγαλύτερες εγκαταστάσεις της Κνωσού, της Φαιστού των Μαλίων του Μόχλου με πληθυσμούς που ποικίλουν από 450 άτομα στη Φαιστό έως 1.500 άτομα στην Κνωσό. Το μέγεθός τους και οι μνημειακές κατασκευές της Κνωσού ή τα ταφικά ευρήματα του Μόχλου μας οδηγούν στην υπόθεση της ανάδυσης μιας κοινωνικής ιεραρχίας ήδη από την ΠΜ ΙΙ. Στην ύστερη προανακτορική φάση (ΜΜ ΙΑ στην κεντρική Κρήτη, ΠΜ ΙΙΙ στην ανατολική), Οι πλούσιοι τάφοι μιας ελίτ αριστοκρατίας εξαπλώνονται (Αρχάνες, Μάλια, Μόχλος) και συνιστούν ενδείξεις επαφών με την ανατολική Μεσόγειο. Πέραν τούτου υποδεικνύουν και τη σημασία της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και των εξωτερικών επαφών ως παραγόντων ανάδυσης της κοινωνίας των ανακτόρων.

Ανακτορική περίοδος

Το ανάκτορο της Κνωσού

(ΜΜ IΒ έως ΥΜ ΙΒ: περ. 2000–1470 π.Χ.). Τα πρώτα κτήρια που αναφέρονται ως 'ανάκτορα' χτίστηκαν στις αρχαιολογικές θέσεις της Κνωσού, των Μαλίων και της Φαιστού στην ΜΜ ΙΒ φάση. Από αρχιτεκτονικής άποψης είναι μνημειακές κατασκευές (η συνολική έκταση των δαπέδων ποκίλει από 1,3 εκτ. (3,2 στρ.) στην Κνωσό έως 0.75 εκτ. (1,85 στρ.) (στα Μάλια), διατεταγμένες γύρω από μια κεντρική αυλή, με λιθόστρωτη δυτική αυλή και εξελιγμένες τεχνικές οικοδόμησης, όπως οι λίθινοι ορθοστάτες. Η ομοιομορφία των πρώτων ανακτόρων είναι σχετικά φαινομενική, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα στα Μάλια με το διασκορπισμένο τους περίγραμμα, ενώ είναι πιθανό διακριτά ανακτορικά οικοδομήματα να μην εμφανίστηκαν σε όλο το νησί έως την ΜΜ ΙΒ, κυρίως στην ανατολική Κρήτη, όπου το εκτεταμένο οδικό δίκτυο, οι σταθμοί και τα παρατηρητήρια οικοδομήθηκαν κατά την ΜΜ ΙΙ, για να συνδέσουν το Παλαίκαστρο και τον κάτω Ζάκρο με το ΝΑ τμήμα του νησιού.

Οι καινοτομίες στην οικονομική και κοινωνική οργάνωση της ύστερης προανακτορικής περιόδου διακρίνονται καλύτερα στο αρχιτεκτονικό περιβάλλον των πρώτων ανακτόρων. Τα ανάκτορα συσσώρευαν το γεωργικό πλεόνασμα των γαιών τους σε κατασκευές μεγάλων αποθηκών τροφίμων, ώστε να καταστεί δυνατό να χρησιμοποιούνται σε εποχές πίεσης και πιθανώς σε τελετουργικούς εορτασμούς. Για την καταγραφή των αποθεμάτων και άλλων στοιχείων χρησιμοποιούνταν δύο είδη γραφών —η αποκαλούμενη κρητική ιερογλυφική (κυρίως στην Κνωσό και τα Μάλια) και οι γραμμικές γραφές. Πινακίδες Γραμμικής Α και Γραμμικής Β βρέθηκαν στη Φαιστό κυρίως. Στη Φαιστό επίσης χρησιμοποιήθηκαν πήλινες σφραγίδες για τον άμεσο έλεγχο των αποθηκευτικών χώρων και των ίδιων των δοχείων. Η βιοτεχνική παραγωγή αναπτύχθηκε στα ανάκτορα και είναι πολύ πιθανό το γεγονός ότι τα ανάκτορα μονοπώλησαν πρώτες ύλες όπως ο χαλκός από την Αττική και άλλες πηγές, ο κασσίτερος και το ελεφαντοστούν μέσω της Συρίας.

Ευρήματα πολύχρωμης κεραμεικής στις Καμάρες χαρακτηριστικά της πρωτοανακτορικής περιόδου είναι διαδεδομένα σε διάφορους τόπους της ανατολικής Μεσογείου και στην Αίγυπτο, υποδεικνύοντας δρόμους εμπορίου και σχέσεις ανταλλαγής με τις σημαντικότερες μεσογειακές δυνάμεις. Οι επαφές με την ελληνική ηπειρωτική χώρα και νησιά του Αιγαίου (ειδικά τις Κυκλάδες) είναι πυκνές κατά τη διάρκεια της πρωτοανακτορικής περιόδου και εντείνονται ακόμη περισσότερο στην νεοανακτορική περίοδο. Οι εικονογραφικές μαρτυρίες και τα τέχνεργα προτείνουν ότι τα ανάκτορα χρησιμοποιούντο επίσης ως τελετουργικά κέντρα ενώ στις λατρευτικές θέσεις περιλαμβάνονται σπήλαια (π.χ. Ιδαίον Άντρον και Δικταίον Άντρον), πηγές (π.χ. Κάτω Σύμη), και ιερά σε κορυφές —ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μινωικού πολιτισμού— ήταν ευρέως διαδεδομένα στην ύπαιθρο.

Τα ανάκτορα έγιναν εστιακά σημεία εγκατάστασης και η αύξηση των εγκαταστάσεων στην Κνωσό μέχρι τη νεοανακτορική περίοδο εκτιμάται σε 75 εκτάρια (185 στρέμματα), γεγονός που υποδεικνύει πληθυσμό ίσως και 12.000 ατόμων. (Συγκριτικά, οι Μυκήνες της (ΥΕ) Υστεροελλαδικής περιόδου ήταν 30 εκτάρια (74 στρέμματα), συμπεριλαμβανομένης της περιτοιχισμένης ακρόπολης). Τα εδάφη που ελέγχονταν από την Κνωσό, τη Φαιστό και τα Μάλια πιθανώς κάλυπταν έκταση πάνω από 1.000 τετρ. χλμ.

Η μετάβαση από τα παλαιά ή πρώτα ανάκτορα (της πρωτοανακτορικής) στα νέα ή δεύτερα ανάκτορα (της νεοανακτορικής περιόδου) καθορίζεται από την αναδημιουργία των οικοδομημάτων, μετά από τις καταστροφές —πιθανώς εξαιτίας σεισμού— και στις τρεις σημαντικές θέσεις της Μεσομινωικής (MM II και IIIA). Τα νέα ανάκτορα γίνονται περισσότερο κατανοητά σε ό,τι αφορά στον τρόπο λειτουργίας τους, καθώς παρουσιάζουν μείζονες αρχιτεκτονικές ομοιότητες. Διατηρούν πολλούς από τους ρόλους των προκατόχων τους, όπως είναι η αποθήκευση, η τελετουργία, η παραγωγή και η συγκέντρωση πρώτων υλών μέσω των επαφών με την ελληνική ηπειρωτική χώρα και τα αιγαιακά νησιά, την ανατολική Μεσόγειο και την Αίγυπτο. Με εντυπωσιακό τρόπο αναδεικνύονται αυτές οι επαφές στις μινωικού ύφους τοιχογραφίες του Τελ Κάμπρι (Tel Kabri) στο Ισραήλ και του Τελ ελ-Νταμπ’α Tell el-Dab'a (αρχαία Αὔαρις) στο Δέλτα του Νείλου.

Βιβλιογραφία

  • Peatfield, Alan A. D. et al, (1996) "Aegean Cultures" στο The Oxford Companion to Archaeology, Brian M. Fagan, (ed.), Oxford University Press .
  • Evans, Sir Arthur, 1921-35. The Palace of Minos: A Comparative Account of the Successive Stages of the Early Cretan Civilization as Illustrated by the Discoveries at Knossos, 4 τομ. (επανεκδ. 1964).
  • Pendlebury, J. D. S., (1963), Archaeology of Crete, (1939, ανατ. 1963).
  • Hood, S., (1971), The Minoans, London.
  • Willetts, R. F., 1976 [επανεκδ. 1995], The Civilization of Ancient Crete, New York: Barnes & Noble Books.
  • Simpson, R. H., (1982), Mycenaean Greece, Park Ridge, NJ: Noyes Press
  • Goodison, Lucy, and Christine Morris, (εκδ.) 1998, "Beyond the Great Mother: The Sacred World of the Minoans," στο Ancient Goddesses: The Myths and the Evidence, London: British Museum Press, 113-132.
  • Fitton, J. Lesley: Die Minoer, Konrad Theiss Verlag, Stuttgart 2004, ISBN 3-8062-1862-5 (Καλή εισαγωγή).
  • Warren, P. - Hankey, V.: Aegean Bronze Age Chronologie, Bristol 1989. (Θεμελιώδες, αλλά τελευταία αμφισβητούμενο έργο για την απόλυτη χρονολόγηση).
  • Manning, S.:The Absolute Chronology of Aegean Early Bronze Age, Sheffield 1995.
  • Lohmann, Hans: Die Santorin-Katastrophe - ein archäologischer Mythos; in: Olshausen, E. - Sonnabend, H. (Hrsg.), Naturkatastrophen in der antiken Welt, Stuttgart 1998, S.337-363.
  • Otto, Brinna: König Minos und sein Volk, Artemis&Winkler Verlag, Düsseldorf/Zürich 1997, ISBN 3-7608-1219-8
  • Wunderlich, Hans Georg: Wohin der Stier Europa trug, Rowohlt Verlag, Reinbek bei Hamburg 1972, ISBN 3-498-07269-2 (Διαβάζεται ευχάριστα, αλλά πολλές αναλύσεις του έχουν σήμερα πια ξεπεραστεί, π.χ. η υπόθεση του Wunderlich ότι τα ανάκτορα ήταν νεκροπόλεις, που σήμερα απορρίπτεται καθολικά.)
  • Chaniotis, Angelos: Das antike Kreta, Verlag C.H. Beck, München 2004, ISBN 3-406-50850-2
  • Siebenmorgen, Harald (επιμ.): Im Labyrinth des Minos. Kreta- die erste europäische Hochkultur (Κατάλογος έκθεσης), Biering & Brinkmann, München 2000, ISBN 3-930609-26-6
  • Thierfelder, Helmut: Die Minoer. Ein Handelsvolk?; in: MPAH 2 (1983), 43-58.
  • Manning, Sturt W. et al.: Chronology for the Aegean Late Bronze Age 1700–1400 B.C., in: Science 312, 2006, S. 565-569.
  • Moses Finley, Les Premiers Temps de la Grèce, Maspéro, Paris, 1973.
  • Reynold Higgins, Minoan and Mycenaen Art , Thames & Hudson, London 1997, ISBN 978-0-500-20303-3
  • E. Lévy (éd.), Le Système palatial en Orient, en Grèce et à Rome, Brill, Leyde, 1987.
  • Volker J. Dietrich: Die Wiege der abendländischen Kultur und die minoische Katastrophe. Ein Vulkan verändert die Welt (Neujahrsblatt der Naturforschenden Gesellschaft in Zürich Band 207). Koprint Verlag, Alpnach Dorf 2004.

Δείτε Ακόμη

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Υποσημειώσεις

Πρότυπο:Θέματα Αρχαίας Ελλάδα