Κοινοτισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
επεξεργασία
επεξεργασία
Γραμμή 12: Γραμμή 12:
'''Στη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική επιστήμη γίνεται διάκριση, πλέον, μεταξύ των δύο μορφών κοινοτισμού:'''
'''Στη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική επιστήμη γίνεται διάκριση, πλέον, μεταξύ των δύο μορφών κοινοτισμού:'''


'''α.''' του '''κλασικού κοινοτισμού''' της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας που αναφέρεται στην πολιτειακή και πολιτική οργάνωση ενός κράτους ή μιας κοινότητας κρατών με βάση την άμεση δημοκρατία, προωθώντας μια πολιτεία με λήψη των αποφάσεων από τους πολίτες μέσα από τα δημοψηφίσματα και τις συνελεύσεις.Ο κλασικός κοινοτισμός θέτει ως πρώτιστη αρχή του την διακυβέρνηση ενός δήμου ή ενός κράτους από ελεύθερους πολίτες που διαθέτουν ατομική ιδιοκτησία με την παράλληλη οργάνωση της παραγωγικής και εμπορικής οικονομίας μέσα από μορφές συνεταιριστικών επιχειρήσεων.
'''α.''' του '''κλασικού ελληνικού κοινοτισμού''' της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας που αναφέρεται στην πολιτειακή και πολιτική οργάνωση ενός κράτους ή μιας κοινότητας κρατών με βάση την άμεση δημοκρατία, προωθώντας μια πολιτεία με λήψη των αποφάσεων από τους πολίτες μέσα από τα δημοψηφίσματα και τις συνελεύσεις.Ο κλασικός κοινοτισμός θέτει ως πρώτιστη αρχή του την διακυβέρνηση ενός δήμου ή ενός κράτους από ελεύθερους πολίτες που διαθέτουν ατομική ιδιοκτησία με την παράλληλη οργάνωση της παραγωγικής και εμπορικής οικονομίας μέσα από μορφές συνεταιριστικών επιχειρήσεων. Ο ελληνικός κοινοτισμός ήδη έχει καταστεί επίκαιρος και στη σύγχρονη εποχή κομίζοντας όλα τα βασικά στοιχεία του κλασικού λαμβάνοντας υπόψη τις νέες κοινωνικές, γεωοικονομικές και πολιτικές συνθήκες τω νέων καιρών αλλά και τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου.


'''β.''' του '''ελευθεριακού κοινοτισμού''' '''ή κομμουναλισμού''' που έχει μαρξιστικές βάσεις και λαμβάνει κατά διαστήματα δύο ποικίλες κοινωνικές μορφές. Ενώ και στις δύο μορφές του απορρίπτει την ύπαρξη κράτους και αγοράς, η μία εκδοχή του αναπτύσσει μια πολιτική συγκρότηση παρόμοια με κομμουνιστικές θεωρήσεις, η άλλη σχετίζεται με την τοπικής εμβέλειας κλειστή οργάνωση κοινοτήτων με βάση κοινωνιολογικές, ηθικές και θρησκευτικές ταυτότητες ή διακρίσεις
'''β.''' του '''ελευθεριακού κοινοτισμού''' '''ή κομμουναλισμού''' που έχει μαρξιστικές βάσεις και λαμβάνει κατά διαστήματα δύο ποικίλες κοινωνικές μορφές. Ενώ και στις δύο μορφές του απορρίπτει την ύπαρξη κράτους και αγοράς, η μία εκδοχή του αναπτύσσει μια πολιτική συγκρότηση παρόμοια με κομμουνιστικές θεωρήσεις η οποία απορρίπτει και την ύπαρξη ατομικής ιδιοκτησίας, η άλλη σχετίζεται με την τοπικής εμβέλειας κλειστή οργάνωση κοινοτήτων με βάση κοινωνιολογικές, ηθικές και θρησκευτικές ταυτότητες ή διακρίσεις


== Δείτε επίσης ==
== Δείτε επίσης ==

Έκδοση από την 18:38, 20 Δεκεμβρίου 2014

Ο κοινοτισμός ως πολιτειακό σύστημα για πρώτη φορά στην παγκόσμια πολιτική ιστορία εφαρμόστηκε στην αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία και συνδέθηκε με την άμεση δημοκρατία (508π.Χ.-326π.Χ), σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Καραβίδα, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τον Χρήστο Γιανναρά και τον Θεόδωρο Ζιάκα. Ο κοινοτισμός αποτελεί την κατά δήμο, κατά περιφέρεια και κατά κράτος καθολική λήψη αποφάσεων από τους πολίτες μέσα από θεσμούς που έχουν δημιουργηθεί από τους ίδιους τους πολίτες ως ενεργά υποκείμενα (κοινοτικές πολιτικοοικονομικές δομές και αρχές, δημοψηφίσματα και συνελεύσεις). Πρόκειται δηλαδή για την μόνη ιστορικά εκδοχή εφαρμοσμένης άμεσης δημοκρατίας, και προσλαμβάνει την αμεσοδημοκρατική οργάνωση σε κάθε μορφή πολιτειακής κοινότητας (χωριό, δήμος, περιφέρεια, κράτος, κοινότητα κρατικών οντοτήτων). Ο κοινοτισμός εδραιώνεται στις "πόλεις-κράτη" της ελληνικής κλασσικής εποχής και με τον ερχομό της ελληνιστικής περιόδου φθίνει ως πολιτική πρακτική μέχρι την παρακμή του κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Κατά την μέση βυζαντινή όμως περίοδο αρχίζει να ακμάζει πάλι μέσα από τις οργανωμένες κοινότητες φθάνοντας στο απόγειο κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Το 1833 και επίσημα ο βασιλιάς Όθωνας καταργεί κάθε μορφή κοινοτισμού προκρίνοντας ένα συγκεντρωτικού τύπου ελληνικό κράτος.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την αντικοινωνική ανάπτυξη του φιλελεύθερου καπιταλισμού, ο κοινοτισμός επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο και τα προτάγματά του προσφέρουν λύση σε ζωτικά ζητήματα ταυτότητας, οργάνωσης πολιτιστικών και πολιτικών κοινοτήτων αλλά και επικαιροποιούν επιτακτικά ζητήματα ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων με τη διαμόρφωση της πολιτικής από το σύνολο της κοινωνίας.Για αυτό και ιδιαίτερα πολιτικά χαρακτηριστικά του κοινοτισμού αποτελούν οι πολιτειακές συνελεύσεις και τα δημοψηφίσματα ως τρόποι διακυβέρνησης μιας κοινωνίας.

Στα νεότερα χρόνια στην Ευρώπη ο κοινοτισμός συνδέθηκε με τελείως διαφορετικές αφετηρίες. Ο κοινοτισμός έλαβε δύο διαφορετικές ταυτότητες στη νεότερη εποχή. Από τη μια συνδέθηκε με τη νεωτερική πολιτική έννοια του αναρχισμού (ελευθεριακός κοινοτισμός) που αναδείχθηκε κατά τον διαφωτισμό προωθώντας μια κοινωνία χωρίς αγορά και κράτος, και από την άλλη συνδέθηκε με κοινωνιολογικές προσεγγίσεις που αφορούν τη σύγκρουση πολιτιστικών κοινοτήτων. Ειδικότερα:

  1. Στη Γαλλία του 1800 και ειδικότερα μετά την Κομμούνα των Παρισίων του 1871, οι οπαδοί αυτής της Κομμούνας χαρακτηρίζονταν κομμουναλιστές και η γενικότερη δραστηριότητά τους κομμουναλισμός. Από τη χρήση αυτή προέρχεται και η σημερινή αναφορά στον ελευθεριακό κοινοτισμό ως κομμουναλισμό.
  2. Στην Αγγλία στην αρχή του 20ου αιώνα ο όρος αυτός έλαβε την ερμηνεία του φαινομένου της σύγκρουσης κοινωνικών ομάδων με σαφείς πολιτισμικές διαφορές που δρουν στην ίδια περιοχή. Η διαφορετικότητα των συγκρουόμενων αυτών κοινοτήτων προσδιορίζονταν ως προς τη φυλή, τη γλώσσα, το θρήσκευμα, ή την κουλτούρα. Στις περιπτώσεις αυτές οι κοινότητες εμφανίζονται στη πολιτική σκηνή με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που αποτελούν τον κυρίαρχο συνδετικό κρίκο των μελών τους.

Έτσι ο όρος κομμουναλισμός στη δεύτερη περίπτωση επικράτησε να αφορά το αναγνωρισμένο δικαίωμα χωριστής εκπροσώπησης κοινωνικών ομάδων, π.χ. θρησκευτικών (μουσουλμάνων, εβραίων, ινδουιστών κλπ), οι οποίες στη συνέχεια είναι πιθανόν να συγκρουστούν. Με αυτή τη σημασία αποδόθηκε κατά τις αγγλικές μεταρρυθμίσεις Μόρλεϋ - Μίντο του 1909 η εμφάνιση τέτοιων αντίπαλων ομάδων στην Ινδία, Κεϋλάνη, Παλαιστίνη, Βόρεια Ιρλανδία, μέχρι και τον Καναδά. Τέτοιες ομάδες είναι δυνατόν να καταφύγουν σε εξτρεμιστικές και βίαιες μεθόδους.

Στη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική επιστήμη γίνεται διάκριση, πλέον, μεταξύ των δύο μορφών κοινοτισμού:

α. του κλασικού ελληνικού κοινοτισμού της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας που αναφέρεται στην πολιτειακή και πολιτική οργάνωση ενός κράτους ή μιας κοινότητας κρατών με βάση την άμεση δημοκρατία, προωθώντας μια πολιτεία με λήψη των αποφάσεων από τους πολίτες μέσα από τα δημοψηφίσματα και τις συνελεύσεις.Ο κλασικός κοινοτισμός θέτει ως πρώτιστη αρχή του την διακυβέρνηση ενός δήμου ή ενός κράτους από ελεύθερους πολίτες που διαθέτουν ατομική ιδιοκτησία με την παράλληλη οργάνωση της παραγωγικής και εμπορικής οικονομίας μέσα από μορφές συνεταιριστικών επιχειρήσεων. Ο ελληνικός κοινοτισμός ήδη έχει καταστεί επίκαιρος και στη σύγχρονη εποχή κομίζοντας όλα τα βασικά στοιχεία του κλασικού λαμβάνοντας υπόψη τις νέες κοινωνικές, γεωοικονομικές και πολιτικές συνθήκες τω νέων καιρών αλλά και τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου.

β. του ελευθεριακού κοινοτισμού ή κομμουναλισμού που έχει μαρξιστικές βάσεις και λαμβάνει κατά διαστήματα δύο ποικίλες κοινωνικές μορφές. Ενώ και στις δύο μορφές του απορρίπτει την ύπαρξη κράτους και αγοράς, η μία εκδοχή του αναπτύσσει μια πολιτική συγκρότηση παρόμοια με κομμουνιστικές θεωρήσεις η οποία απορρίπτει και την ύπαρξη ατομικής ιδιοκτησίας, η άλλη σχετίζεται με την τοπικής εμβέλειας κλειστή οργάνωση κοινοτήτων με βάση κοινωνιολογικές, ηθικές και θρησκευτικές ταυτότητες ή διακρίσεις

Δείτε επίσης

Πηγές

  • "Ο νεοελληνικός κοινοτισμός και η ελληνική κοινοτική παράδοση", συγγραφέας: Νικόλαος Πανταζόπουλος
  • "Κοινοτισμός" , Μελέτης Μελετόπουλος, (Εναλλακτικές εκδόσεις, 2014)
  • "Λεξικό Κοινωνικών Επιστημών" τομ.2ος, σελ.479-480