Επιτάφιος (Γιάννης Ρίτσος): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 43: Γραμμή 43:


Το ποίημα συγγενεύει και με τη ''Μάνα του Χριστού'', του [[Κώστας Βάρναλης|Κώστα Βάρναλη]].<ref name=ka23/>
Το ποίημα συγγενεύει και με τη ''Μάνα του Χριστού'', του [[Κώστας Βάρναλης|Κώστα Βάρναλη]].<ref name=ka23/>

== Πρόσληψη - Μελοποίηση ==
Το 1945, πρώτος μελοποίησε το ποίημα ο [[Μάνος Χατζιδάκις]]. Αργότερα, το 1959, από το [[Παρίσι]] εμφανίζεται ο [[Μίκης Θεοδωράκης]]. Εφόσον το ποίημα έχει ήδη μελοποιηθεί, όπως ενημερώνεται από την εταιρεία, ο Μάνος Χατζιδάκις δέχεται να το ενορχηστρώσει, επιλέγοντας δική του φωνή (Νανά Μούσχουρη). Το αποτέλεσμα δεν ήταν το ζητούμενο, κι έτσι ο Μίκης Θεοδωράκης κάνει τη δική του ενορχήστρωση σε ερμηνεία [[Γρηγόρης Μπιθικώτσης|Γρηγόρη Μπιθικώτση]] και εκτέλεση [[Μανόλης Χιώτης|Μανόλη Χιώτη]].<ref>[http://www.asda.gr/hgianniris/EPITAFIO.htm ''Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ του Γιάννη Ρίτσου (1936), ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ του Μίκη Θεοδωράκη (1961) και εμείς (2000)''] Τ''ο 1945 ο Μ Χατζιδάκις γοητεύεται από το Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου και γράφει έναν κύκλο τραγουδιών ανοίγοντας την πρώτη καλλιτεχνική του περίοδο. Ήδη στη 10ετία του '50 είναι πολύ γνωστός. Το 1959 εμφανίζεται ο Μ. Θεοδωράκης από το Παρίσι αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λαϊκή μουσική και την πολιτική και κοινωνική της σημασία. Έχει ήδη μελοποιήσει τον Επιτάφιο όταν τον παραπέμπουν από την εταιρεία στον Μάνο Χατζηδάκι. Ο Μάνος Χατζηδάκις συμφώνησε με τον όρο να ενορχηστρώσει και διευθύνει ο ίδιος και μάλιστα να επιλέξει ο ίδιος τη φωνή, πράγμα που δέχτηκε ο Μίκης Θεοδωράκης Ο Χατζηδάκης ανερχόμενος και αγαπητός στους ισχυρούς καλλιτεχνικούς κύκλους παρουσιάζει τον Επιτάφιο του Θεοδωράκη παίζοντας ο ίδιος στο πιάνο, και έχοντας επιλέξει ως φωνή τη Νάνα Μούσχουρη. Μάλιστα, τότε εκτελέστηκαν και άλλα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Ούτε στον κόσμο αλλά ούτε και στο Μίκη άρεσε το αποτέλεσμα αφού απουσίαζε η "λαϊκότητα" η "αμεσότητα", δηλαδή το στοιχείο που το ίδιο το ποίημα το περιείχε. Έτσι αποφάσισε να κάνει δική του ενορχήστρωση και να δισκογραφήσει τον Επιτάφιο με Μπιθικώτση-Χιώτη'' - (Του Ηλία Γιαννίρη)</ref> Αυτή η εκτέλεση θα μπει σε όλα τα στόματα και θα αποχαιρετήσει νεκρούς ([[Γρηγόρης Λαμπράκης]]) και μαζί με το έτερο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, ''Ρωμιοσύνη'', θα εμπνεύσει για καινούργιους αγώνες.<ref name=ka23/>

==Παραπομπές==
==Παραπομπές==
{{παραπομπές|2}}
{{παραπομπές|2}}

Έκδοση από την 15:21, 25 Οκτωβρίου 2014

Επιτάφιος
Εξώφυλλο του Επιταφίου, από τον ΚΕΔΡΟΣ, 1979
ΣυγγραφέαςΓιάννης Ρίτσος
ΤίτλοςΕπιτάφιος
ΓλώσσαΕλληνικά
Ημερομηνία δημοσίευσης8  Ιουνίου 1936
ΜορφήΠοίηση
Δημοσιεύθηκε στοΡιζοσπάστης

Ο Επιτάφιος του Γιάννης Ρίτσου είναι ένα ποίημα που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 1936, από το εκδοτικό της εφημερίδας Ριζοσπάστης.[1] Ηδη από τον προηγούμενο μήνα είχαν εκδοθεί από την ίδια εφημερίδα, τα πρώτα 3 άσματα, από τα 20 συνολικά, υπό τον τίτλο Μοιρολόι, στις 12 Μάη του 1936.[2] Τα 10.000 χιλιάδες αντίτυπα που κυκλοφόρησαν, από το εκδοτικό της εφημερίδας είχαν σχεδόν εξαντληθεί, αριθμός ρεκόρ, για την εποχή.[3] Όμως, εκείνη την περίοδο, ανακηρύχθηκε δικτάτορας ο Ιωάννης Μεταξάς και κάηκαν τα τελευταία 250 εναπομείναντα αντίτυπα στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.[4] Η οριστική μορφή του ποιήματος, εκδόθηκε 20 χρόνια αργότερα, το 1956, η οποία περιλαμβάνει και τα 20 άσματα του Επιταφίου, έξι δηλαδή παραπάνω από αυτά που περιείχε η εκδοτική του Ριζοσπάστη το 1936.[2]

Το ποίημα αυτό είναι ένα από τα γνωστότερα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, καθώς και το ποίημα που τον έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό.[5]

Ιστορία συγγραφής - Σύλληψη

Το 1936, σιγά σιγά, στη Θεσσαλονίκη, έγινε μια μαζική απεργία. Οι απεργοί δεν κάνανε μαζικές συγκεντρώσεις. Μια από τις διάσπαρτες συγκεντρώσεις τους ήταν στη διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου, όταν αιφνιδιαστικά, αστυνομικοί, άρχισαν να πυροβολούν προς τη συγκέντρωση. Ο απολογισμός ήταν 12 νεκροί και πολλοί τραυματίες. Κατόπιν, οι απεργοί αντέδρασαν και αυτό που ακολούθησε είναι απερίγραπτο.[6] Την επόμενη μέρα ο Ριζοσπάστης, αφιερώνει το εξώφυλλο του, για αυτά τα γεγονότα. Στο εξώφυλλο του υπάρχει μια φωτογραφία, που απεικονίζει μια γυναίκα, να κλαίει πάνω από το νεκρό παιδί της.[7]

Ο Ρίτσος, αφού βλέπει αυτή τη σκληρή εικόνα εμπνέεται.[8] Κλείνεται στη σοφίτα του, στην οδό Μεθώνης 30 και συγγράφει.[9] Όπως ο ίδιος λέει, «είχε κλειστεί στη σοφίτα του δύο μερόνυχτα και έγραφε, χωρίς να φάει και να κοιμηθεί, την τρίτη μέρα, δεν άντεξε, άρχισε να σβήνει...»[10] Κατόπιν, παραδίδει τα πρώτα 3 ποιήματα, από τα 20 συνολικά, στον Ευθύφρονα Ηλιάδη,[9] και δημοσιεύονται στον Ριζοσπάστη.[11]

Η δομή του έργου

  • Μέρος Ι: Ο Θάνατος: Το πρώτο μέρος ξεκινάει με τη μάνα, που διαπιστώνει πως ο γιος της είναι νεκρός, «πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δεν θωρείς που κλαίω, και δεν σαλεύεις...»
  • Μέρος ΙΙ: Η Απόγνωση: Η μάνα στη αυτό το μέρος, εκφράζει την απόγνωση της, για το νεκρό παιδί της, «Πώς μ' άφησε να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη;»
  • Μέρος ΙΙΙ: Το Νεκρό Σώμα: Στο τρίτο μέρος, ξεκινά η ακριβής και λεπτομερής περιγραφή του κορμιού, που πλέον βρίσκεται στα χέρια της νεκρό: Μαλλιά, φρύδια, μάτια, χείλη έως και τα πόδια.
  • Μέρος VI: Η Μοίρα: Στο τέταρτο μέρος η μάνα, πλέον, σκέφτεται τη μοίρα και αναρωτιέται: «Ποιά μοίρα στόγραφε;/ είχες τα μάτια σκοτεινά/ και γω η φτωχιά κι ανέμελη ουδέ κακόβαλα στιγμή...»
  • Μέρος V: Η Απουσία: Στο πέμπτο μέρος, η μάνα, συνειδητοποιεί πως τώρα έμεινε μόνη της και ότι το κενό από τον θάνατο του γιου της είναι μεγάλο, «θα καρτεράει το κρύο νερό το δροσερό σου στόμα».
  • Μέρη VI, VII, VIII: Ο Θρήνος: Στο έκτο, έβδομο και όγδοο μέρος αρχίζει ο θρήνος της μάνας και είναι ένα από τα κυριότερα σημεία του έργου. Ξεσπάει: Μέρα Μαγιού σε χάνω/ Πώς θα γυρίσω μοναχή;/ σιωπή κοιμάται το μωρό μου/ ποιός μουτο πήρε;/ πού πέταξε τ΄αγόρι μου,/ δεν έμενες στο σπίτι
  • Μέρος IX: Η Ύβρις: Στο ένατο μέρος η μάνα, δεύτερο κύριο σημείο του έργου, όταν η μάνα απευθύνεται στον Θεό: «αν ήσουν δίκαιος δίκαια θα μοίραζες την πλάση»
  • Μέρη X, XI, XII, XIII: Το Μοιρολόι: Στα τέσσερα αυτά μέρη, αρχίζει πια το μοιρολόι: και κει που σε καμάρωνα/ πλατάνι παλικάρι/ έτρεμα μη πνοή αγεριού στον ουρανό σε πάρει/ μές στη ματιά σου διάβαζα της ζωής την άλφα-βήτα/ η έρμη ντρέπουμαι γιόκα μου εσύ να λείπεις κι ακόμα εγώ νάχω φωνή
  • Μέρη XIV, XV, XVI, XVII: Ο Μετασχηματισμός: Στα επόμενα τέσσερα μέρη, η μητέρα, μετά το μοιρολόι, αρχίζει και μπαίνει σε ένα μεταβατικό στάδιο, και περνά λίγο πριν την Αντίσταση. «Τώρα που μου μίσεψες μου λύθηκεν η γλώσσα/ στου πελάγου το βυθό πλανιέμαι/ κι ακόμα μήτε να πνιγώ μήτε ν' ανέβω πάνω/ λίγο ψωμάκι ζήτησες και σούδωκαν μαχαίρι/ αχ γιόκα μου δεν πάει μου να σε κλάψω/ κόσμος περνά και με σκουντά/ μ' ανασηκώνουνε, χιλιάδες γιούς ξανοίγω».
  • Μέρη XVIII, XIX, XX: Η Ανάσταση: Στα τελευταία μέρη του έργου έρχεται η Ανάσταση και η μητέρα παίρνει τη θέση του γιου της, δίπλα στους αγωνιστές. «Γιε μου το ξέρεις, πιο από πριν, τώρα κοντά σου στέκω ... ξύπνα να δεις να πεις να το χαρείς ακέριο τ' όνειρό σου λέει η μάνα γιατί σμίξαν οι ανθρώποι και οι λύκοι αποτραβηχτήκαν... γλυκέ μου εσύ δεν πέθανες, μέσα στις φλέβες μου είσαι... στ' αδέρφια σου σμίγω την οργή μου, σου πήρα το ντουφέκι σου κοιμήσου εσύ πουλί μου»

Ύφος - Τεχνική

Το ποίημα του Επιταφίου είναι γραμμένο σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, με επιρροές από μανιάτικο μοιρολόι, ενώ αφομοιώνει και στοιχεία Κρητικής Αναγέννησης.[4]

Βεβαίως, το ποίημα απηχεί και στον ορθόδοξο Επιτάφιο Θρήνο. Το μοτίβο που χρησιμοποιεί ο ποιητής Θάνατος-Ανάσταση είναι εμπνευσμένο από την ιστορία του (σταυρωθέντος και αναστηθέντος) Ιησού, όπως επίσης και από αρχαιότερους (θνήσκοντες και εγειρομένους) θεούς της Αρχαίας Ελλάδας και της Αρχαία Αίγυπτος (Ζευς, Διόνυσος, Άδωνις, Όσιρις). Ακολουθώντας, ο ποιητής, τη χριστιανική παράδοση, καταφέρνει με έναν εκπληκτικό τρόπο γραφής, να αποδώσει τις ψυχολογικές διακυμάνσεις μιας λαϊκής γυναίκας, που οδύρεται και θρηνεί, πάνω από το νεκρό σώμα του αδικοσκοτωμένου γιου της. [12] Το γενικότερο ύφος του ποιήματος είναι γνήσιο λαϊκό.[2] Το δημοτικό τραγούδι εισβάλλει, σε αυτό το ποίημα για πρώτη φορά στα έργα του ποιητή.[13] Αν και ο Ρίτσος χρησιμοποίησε παραδοσιακό τρόπο γραφής, το ποίημα είναι σύγχρονο και καινοτόμο.

Το ποίημα συγγενεύει και με τη Μάνα του Χριστού, του Κώστα Βάρναλη.[4]

Πρόσληψη - Μελοποίηση

Το 1945, πρώτος μελοποίησε το ποίημα ο Μάνος Χατζιδάκις. Αργότερα, το 1959, από το Παρίσι εμφανίζεται ο Μίκης Θεοδωράκης. Εφόσον το ποίημα έχει ήδη μελοποιηθεί, όπως ενημερώνεται από την εταιρεία, ο Μάνος Χατζιδάκις δέχεται να το ενορχηστρώσει, επιλέγοντας δική του φωνή (Νανά Μούσχουρη). Το αποτέλεσμα δεν ήταν το ζητούμενο, κι έτσι ο Μίκης Θεοδωράκης κάνει τη δική του ενορχήστρωση σε ερμηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση και εκτέλεση Μανόλη Χιώτη.[14] Αυτή η εκτέλεση θα μπει σε όλα τα στόματα και θα αποχαιρετήσει νεκρούς (Γρηγόρης Λαμπράκης) και μαζί με το έτερο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, Ρωμιοσύνη, θα εμπνεύσει για καινούργιους αγώνες.[4]

Παραπομπές

  1. YiannisRitsos.gr, Έργα, Ποίηση, Ρίτσος Γιάννης Επιτάφιος, Αθήνα, έκδοση «Ριζοσπάστη», 1936
  2. 2,0 2,1 2,2 Palmografos.com, Γιάννη Ρίτσου «Επιτάφιος» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου* Η πρώτη μορφή του ποιήματος – με τίτλο «Μοιρολόγι», αποτελούμενου από τρία μέρη (44 στίχους) και αφιερωμένου Στους ηρωϊκούς εργάτες της Θεσσαλονίκης – δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» της12ης Μαΐου 1936. Ακολούθησε η πρώτη έκδοση σε τόμο, με τον τίτλο «Επιτάφιος» (1936), όπου η έκταση του έργου είναι αισθητά μεγαλύτερη (14 άσματα – 224 στίχοι). Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1956, κυκλοφόρησε η οριστική έκδοση του έργου με έξι επιπλέον άσματα (X - XV).
  3. Ελευθεροτυπία, Λέσχη Αθανάτων, Γιάννης Ρίτσος. (σελ, 22)
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Καθημερινή, Έλληνες Ποιητές, Γιάννης Ρίτσος, τόμος Α (σελ, 23)
  5. Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν "ΗΛΙΟΥ", τόμος ΙΘ. (σ. 505
  6. Vrahokipos.net, Ιστορία, 9 Μάη 1936 Θεσσαλονίκη Το κείμενο αυτό αποτελεί τμήμα του ανέκδοτου ημερολογίου του αναρχικού αγωνιστή Γιάννη Ταμτάκου και αναφέρεται στην εξέγερση του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Το συγκεκριμένο απόσπασμα δημοσιεύτηκε το 1995 στην εφημερίδα "Άλφα", ενώ οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο Ζιούτου και δημοσιεύτηκαν από τον "Ιό της Κυριακής" το 1995 επίσης. - Ανακτήθηκε 24.10.2014
  7. Ριζοσπάστης 10 Μαη 1936
  8. iEfimerida.gr, Η σκληρή φωτογραφία που είδε ο Ρίτσος και συγκλονισμένος έγραψε τον Επιτάφιο - Ανακτήθηκε 24.10.2014
  9. 9,0 9,1 Ελευθεροτυπία, Λέσχη Αθανάτων, Γιάννης Ρίτσος. (σελ, 18)
  10. Αρχείο Δημόσιας Τηλεόρασης, Ταινιοθήκη Τηλεόρασης, ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, [00.16.00 - 00.16.52. ] Η σειρά ντοκιμαντέρ «ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ» παρουσιάζει τη ζωή και το έργο ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, του ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ. Το έργο του ποιητή είναι συνυφασμένο με την ιστορία της εποχής του. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, ενεργό μέλος της Αριστεράς και αληθινός αγωνιστής εμπνεόταν από τα γεγονότα που συνέβαιναν γύρω του για να δημιουργήσει τα ποιήματά του, όπως για παράδειγμα τον «ΕΠΙΤΑΦΙΟ».
  11. Ριζοσπάστης, 12 Μαή 1936 (σελ, 2)
  12. Palmografos.com, Γιάννη Ρίτσου «Επιτάφιος» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου* Αναμφισβήτητα ο Γιάννης Ρίτσος, ως προς το μοτίβο «θάνατος – ανάσταση», εμπνεύστηκε από την ιστορία του «σταυρωθέντος και αναστηθέντος» Ιησού, αλλά και από τις παραδόσεις για τους πριν από τον Χριστό «θνήσκοντες και εγειρομένους θεούς» των Αρχαίων Ελλήνων και των Αιγυπτίων (Ζευς, Διόνυσος, Άδωνις, Όσιρις). Ο Μέγιστος Ποιητής μας, ακολουθώντας πιστά τη χριστιανική παράδοση τόσο στον θρήνο όσο και στην προσδοκία της Ανάστασης, κατάφερε, μ’ έναν εκπληκτικό τρόπο γραφής, να εκφράσει σε βάθος τις ψυχολογικές διακυμάνσεις μιας λαϊκής γυναίκας, που θρηνεί τον νεαρό, αδικοσκοτωμένο γιό της…
  13. Greek-Language.gr, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Γιάννης Ρίτσος Η αναδρομική παρακολούθηση της παρουσίας του δημοτικού τραγουδιού στο έργο του Ρίτσου δεν μπορεί —σύμφωνα με τα σημερινά εργογραφικά του δεδομένα— να προωθηθεί πέρ’ απ’ τα 1936: Το πρώτο έργο του, στο οποίο το δημοτικό τραγούδι εισβάλλει —και μάλιστα απότομα κι’ ολοκληρωτικά—, είναι ο Επιτάφιος, που αποτελεί απ’ την άποψη της εξέλιξης του ποιητή του ταυτόχρονα το πρώτο οροθέσιο του έργου του και την πρώτη βαθμίδα της ωριμότητάς του. (Γιώργος Βελουδής, «Το δημοτικό τραγούδι στην ποίηση του Ρίτσου». Προσεγγίσεις στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, Κέδρος, Αθήνα 1984, 87-88 & 98-99)
  14. Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ του Γιάννη Ρίτσου (1936), ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ του Μίκη Θεοδωράκη (1961) και εμείς (2000) Το 1945 ο Μ Χατζιδάκις γοητεύεται από το Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου και γράφει έναν κύκλο τραγουδιών ανοίγοντας την πρώτη καλλιτεχνική του περίοδο. Ήδη στη 10ετία του '50 είναι πολύ γνωστός. Το 1959 εμφανίζεται ο Μ. Θεοδωράκης από το Παρίσι αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λαϊκή μουσική και την πολιτική και κοινωνική της σημασία. Έχει ήδη μελοποιήσει τον Επιτάφιο όταν τον παραπέμπουν από την εταιρεία στον Μάνο Χατζηδάκι. Ο Μάνος Χατζηδάκις συμφώνησε με τον όρο να ενορχηστρώσει και διευθύνει ο ίδιος και μάλιστα να επιλέξει ο ίδιος τη φωνή, πράγμα που δέχτηκε ο Μίκης Θεοδωράκης Ο Χατζηδάκης ανερχόμενος και αγαπητός στους ισχυρούς καλλιτεχνικούς κύκλους παρουσιάζει τον Επιτάφιο του Θεοδωράκη παίζοντας ο ίδιος στο πιάνο, και έχοντας επιλέξει ως φωνή τη Νάνα Μούσχουρη. Μάλιστα, τότε εκτελέστηκαν και άλλα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Ούτε στον κόσμο αλλά ούτε και στο Μίκη άρεσε το αποτέλεσμα αφού απουσίαζε η "λαϊκότητα" η "αμεσότητα", δηλαδή το στοιχείο που το ίδιο το ποίημα το περιείχε. Έτσι αποφάσισε να κάνει δική του ενορχήστρωση και να δισκογραφήσει τον Επιτάφιο με Μπιθικώτση-Χιώτη - (Του Ηλία Γιαννίρη)

Βιβλιογραφία

  • Δάλλας Γιάννης, Πλάγιος λόγος, Δοκίμια Κριτικής Εφαρμογής, Καστανιώτης, Αθήνα, 1989
  • Μαρωνίτης Δ.Ν., Πίσω Μπρος, Προτάσεις και υποθέσεις για τη νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία, Στιγμή, Αθήνα, 1986.
  • Μερακλής Μιχάλης, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία 1945-1980, Μέρος Πρώτο ΠΟΙΗΣΗ, Πατάκης, Αθήνα, 1987.
  • Νοταράς Γιώργος, Δημοσιογράφος, "Μουσική-Απόλυτη Ρήξη", Η Ελλάδα στον 20ό αιώνα 1960-65, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ-Επτά Ημέρες, 5-12-1999.
  • Vitti Mario, Η Γενιά του 30- Ιδεολογία και Μορφή. Ερμής, Αθήνα, 1982.
  • Vitti Mario, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, μετ. Μυρσίνη Ζορμπά, Οδυσσέας, Αθήνα, 1978.