Πρόσωπο με πρόσωπο (ταινία): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 26: Γραμμή 26:
'''Πρόσωπο με πρόσωπο''' είναι σημαντική ταινία της δεκαετίας του 1960 σε σκηνοθεσία [[Ροβήρος Μανθούλης|Ροβήρου Μανθούλη]]. Πήρε μέρος σε ελληνικά και ξένα φεστιβάλ κινηματογράφου και απέσπασε βραβεία.
'''Πρόσωπο με πρόσωπο''' είναι σημαντική ταινία της δεκαετίας του 1960 σε σκηνοθεσία [[Ροβήρος Μανθούλης|Ροβήρου Μανθούλη]]. Πήρε μέρος σε ελληνικά και ξένα φεστιβάλ κινηματογράφου και απέσπασε βραβεία.
==Πλοκή==
==Πλοκή==
Βρισκόμαστε στην πολυτάραχη εποχή του μεταπολέμου. Ο νεαρός Δημήτρης Εμμανουήλ, καθηγητής αγγλικής φιλολογίας από την Θεσσαλονίκη δεν έχει μέλλον, και σχεδιάζει να φύγει για την Αυστραλία. Οι διαδικασίες είναι όμως πολύ αυστηρές, και επειδή δεν έχει πατέρα, η βίζα του αργεί να εγκριθεί. Για να βγάλει το μεροκάμματο δίνει μαθήματα αγγλικών, και έτσι προσλαμβάνεται κατά τύχη από έναν μεγαλοεπιχειρηματία, που ήρθε από την Αλεξάνδρεια. Ο Δημήτρης πέφτει μέσα σε μια κοινωνία, που έχει τους δικούς της νόμους και ρυθμούς. Στο κέντρο της Αθήνας, στο ρετιρέ Λεωφόρος Κηφησίας 38, σε μια υπερπολυτελή πολυκατοικία του ανοίγεται ένας μικρόκοσμος της χλιδής, της υποκρισίας και του ψυχρού μάμωνα. Ο πατέρας θέλει να αρραβωνιάσει την κόρη του, τη Βαρβάρα σε έναν πλούσιο Εγγλέζο, και ο Δημήτρης πρέπει να της μάθει αγγλικά μέσα σε δεκαπέντε ημέρες. Ο Δημήτρης προσπαθεί να ανταπεξέρθει, αλλά το σπίτι είναι ένα τρελοκομείο. Ο πατέρας ασχολείται μόνο με τις επιχειήσεις του, ενώ οι εργάτες στους δρόμους διαδηλώνουν, ο νεαρός τεντιμπόης ρίχνεται στην υπηρέτρια, η μητέρα παίζει συνέχεια κουμκάν με τέσσερις φιλενάδες της, μια από αυτές και μια ξεπεσμένη αρχόντισα από την Μόσχα που με την επανάσταση κατέφυγε στην Οδυσσό, από εκεί στην Κωνσταντινούπολη για να καταλήξει στην Αθήνα, ενώ το προσωπικό ονειροπολεί ένα καλύτερο αύριο. Τελικά αντί να της μάθει αγγλικά, ο Δημήτρης περιπλέκεται σε όλο και πιο παρίεργες καταστάσεις, βγάζει βόλτα το σκύλο, βλέπει την παρέλαση από το μπαλκόνι, και τελικά ξεναγεί τον μέλλοντα γαμπρό στην Αθήνα. Οι συνεχείς αντιφάσεις, και το παράλογο της κατάστασης του προξενούν παραισθήσεις, ονειροπολεί τρυφερές σκηνές και ερωτικούς δεσμούς με την μητέρα και την κόρη, και ταλαντεύεται ανάμεσα στα αισθήματα ενοχής και αδιεξόδου, για αν αποφασίσει τελικά να απελευθρεωθεί και να τους δώσει όλους τα παπούτσια στο χέρι. Η ταινία τελειώνει με έναν μακρύ μονόλογο της Βαρβάρας που ακούγεται στο δρόμο μέσα από το θηροτηλέφωνο. «... μιλάτε πιο σιγά, γιατί θα μας ακούσουν».
Βρισκόμαστε στην πολυτάραχη εποχή του μεταπολέμου. Ο νεαρός Δημήτρης Εμμανουήλ, καθηγητής αγγλικής φιλολογίας από την Θεσσαλονίκη δεν έχει μέλλον, και σχεδιάζει να φύγει για την Αυστραλία. Οι διαδικασίες είναι όμως πολύ αυστηρές, και επειδή δεν έχει πατέρα, η βίζα του αργεί να εγκριθεί. Για να βγάλει το μεροκάμματο δίνει μαθήματα αγγλικών, και έτσι προσλαμβάνεται κατά τύχη από έναν μεγαλοεπιχειρηματία, που ήρθε από την Αλεξάνδρεια. Ο Δημήτρης πέφτει μέσα σε μια κοινωνία, που έχει τους δικούς της νόμους και ρυθμούς. Στο κέντρο της Αθήνας, στο ρετιρέ Λεωφόρος Κηφησίας 38, σε μια υπερπολυτελή πολυκατοικία του ανοίγεται ένας αστικός μικρόκοσμος της χλιδής, της υποκρισίας και του ψυχρού μάμωνα. Ο πατέρας θέλει να αρραβωνιάσει την κόρη του, τη Βαρβάρα σε έναν πλούσιο Εγγλέζο, και ο Δημήτρης πρέπει να της μάθει αγγλικά μέσα σε δεκαπέντε ημέρες. Ο Δημήτρης προσπαθεί να ανταπεξέρθει, αλλά το σπίτι είναι ένα τρελοκομείο. Ο πατέρας ασχολείται μόνο με τις επιχειήσεις του, ενώ οι εργάτες στους δρόμους διαδηλώνουν, ο νεαρός τεντιμπόης ρίχνεται στην υπηρέτρια, η μητέρα παίζει συνέχεια κουμκάν με τέσσερις φιλενάδες της, μια από αυτές και μια ξεπεσμένη αρχόντισα από την Μόσχα που με την επανάσταση κατέφυγε στην Οδυσσό, από εκεί στην Κωνσταντινούπολη για να καταλήξει στην Αθήνα, ενώ το προσωπικό ονειροπολεί ένα καλύτερο αύριο. Τελικά αντί να της μάθει αγγλικά, ο Δημήτρης περιπλέκεται σε όλο και πιο παρίεργες καταστάσεις, βγάζει βόλτα το σκύλο, βλέπει την παρέλαση από το μπαλκόνι, και τελικά ξεναγεί τον μέλλοντα γαμπρό στην Αθήνα. Οι συνεχείς αντιφάσεις, και το παράλογο της κατάστασης του προξενούν παραισθήσεις, ονειροπολεί τρυφερές σκηνές και ερωτικούς δεσμούς με την μητέρα και την κόρη, και ταλαντεύεται ανάμεσα στα αισθήματα ενοχής και αδιεξόδου, για αν αποφασίσει τελικά να απελευθρεωθεί και να τους δώσει όλους τα παπούτσια στο χέρι. Η ταινία τελειώνει με έναν μακρύ μονόλογο της Βαρβάρας που ακούγεται στο δρόμο μέσα από το θηροτηλέφωνο. «... μιλάτε πιο σιγά, γιατί θα μας ακούσουν».
==Βραβεύσεις==
==Βραβεύσεις==
* Φεστιβάλ Ελληνικού Κιμηματογράφου, 1966 - Βραβείο σκηνοθεσίας
* Φεστιβάλ Ελληνικού Κιμηματογράφου, 1966 - Βραβείο σκηνοθεσίας

Έκδοση από την 20:42, 2 Ιουνίου 2014

Πρόσωπο με πρόσωπο
Face to Face
ΣκηνοθεσίαΡοβήρος Μανθούλης
ΠαραγωγήΛέων Λοΐζος
ΣενάριοΚώστας Μουρσελάς, Ροβήρος Μανθούλης
Πρωταγωνιστές
ΜουσικήΝίκος Μαμαγκάκης, Riddles
ΜοντάζΠάνος Παπακυριακόπουλος
Πρώτη προβολή1966
Διάρκεια84'
ΠροέλευσηΕλλάδα
Γλώσσαελληνικά

Πρόσωπο με πρόσωπο είναι σημαντική ταινία της δεκαετίας του 1960 σε σκηνοθεσία Ροβήρου Μανθούλη. Πήρε μέρος σε ελληνικά και ξένα φεστιβάλ κινηματογράφου και απέσπασε βραβεία.

Πλοκή

Βρισκόμαστε στην πολυτάραχη εποχή του μεταπολέμου. Ο νεαρός Δημήτρης Εμμανουήλ, καθηγητής αγγλικής φιλολογίας από την Θεσσαλονίκη δεν έχει μέλλον, και σχεδιάζει να φύγει για την Αυστραλία. Οι διαδικασίες είναι όμως πολύ αυστηρές, και επειδή δεν έχει πατέρα, η βίζα του αργεί να εγκριθεί. Για να βγάλει το μεροκάμματο δίνει μαθήματα αγγλικών, και έτσι προσλαμβάνεται κατά τύχη από έναν μεγαλοεπιχειρηματία, που ήρθε από την Αλεξάνδρεια. Ο Δημήτρης πέφτει μέσα σε μια κοινωνία, που έχει τους δικούς της νόμους και ρυθμούς. Στο κέντρο της Αθήνας, στο ρετιρέ Λεωφόρος Κηφησίας 38, σε μια υπερπολυτελή πολυκατοικία του ανοίγεται ένας αστικός μικρόκοσμος της χλιδής, της υποκρισίας και του ψυχρού μάμωνα. Ο πατέρας θέλει να αρραβωνιάσει την κόρη του, τη Βαρβάρα σε έναν πλούσιο Εγγλέζο, και ο Δημήτρης πρέπει να της μάθει αγγλικά μέσα σε δεκαπέντε ημέρες. Ο Δημήτρης προσπαθεί να ανταπεξέρθει, αλλά το σπίτι είναι ένα τρελοκομείο. Ο πατέρας ασχολείται μόνο με τις επιχειήσεις του, ενώ οι εργάτες στους δρόμους διαδηλώνουν, ο νεαρός τεντιμπόης ρίχνεται στην υπηρέτρια, η μητέρα παίζει συνέχεια κουμκάν με τέσσερις φιλενάδες της, μια από αυτές και μια ξεπεσμένη αρχόντισα από την Μόσχα που με την επανάσταση κατέφυγε στην Οδυσσό, από εκεί στην Κωνσταντινούπολη για να καταλήξει στην Αθήνα, ενώ το προσωπικό ονειροπολεί ένα καλύτερο αύριο. Τελικά αντί να της μάθει αγγλικά, ο Δημήτρης περιπλέκεται σε όλο και πιο παρίεργες καταστάσεις, βγάζει βόλτα το σκύλο, βλέπει την παρέλαση από το μπαλκόνι, και τελικά ξεναγεί τον μέλλοντα γαμπρό στην Αθήνα. Οι συνεχείς αντιφάσεις, και το παράλογο της κατάστασης του προξενούν παραισθήσεις, ονειροπολεί τρυφερές σκηνές και ερωτικούς δεσμούς με την μητέρα και την κόρη, και ταλαντεύεται ανάμεσα στα αισθήματα ενοχής και αδιεξόδου, για αν αποφασίσει τελικά να απελευθρεωθεί και να τους δώσει όλους τα παπούτσια στο χέρι. Η ταινία τελειώνει με έναν μακρύ μονόλογο της Βαρβάρας που ακούγεται στο δρόμο μέσα από το θηροτηλέφωνο. «... μιλάτε πιο σιγά, γιατί θα μας ακούσουν».

Βραβεύσεις

  • Φεστιβάλ Ελληνικού Κιμηματογράφου, 1966 - Βραβείο σκηνοθεσίας
  • Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Εφημερίδας "Δημοκρατική Αλλαγή", 1966 - Βραβείο κοινού για τη σκηνοθεσία
  • Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Λοκάρνο, 1967 - Ειδικό βραβείο
  • Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Μόσχας - συμμετοχή
  • Φεστιβάλ Κινηματογράφου Λωζάνης - συμμετοχή

Εξωτερικοί σύνδεσμοι