Μανίσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 16: Γραμμή 16:
}}
}}


Η '''Μανίσα''' ([[Τουρκική γλώσσα|τουρκικά]]: Manisa, [[Ελληνική γλώσσα|ελληνικά: Μαγνησία) είναι μεγάλη πόλη της δυτικής [[Τουρκία]]ς και πρωτεύουσα της [[Επαρχία Μανίσας|ομώνυμης]] [[Επαρχίες της Τουρκίας|επαρχίας]]. Στη θέση της σημερινής πόλης βρισκόταν η αρχαία [[Μαγνησία του Σιπύλου]], πιθανόν αιολική αποικία των κατοίκων της θεσσαλικής Μαγνησίας. Το 190 π.Χ. κατά της διάρκεια του Συριακού πολέμου, οι Ρωμαίοι νίκησαν στη μάχη της Μαγνησίας τον Μέγα Αντίοχο, βάζοντας τέλος στην κυριαρχία των Σελευκιδών στη Μικρά Ασία. Η Μαγνησία κατακτήθηκε από τους Σελτζούκους τον 11ο μ.Χ. αιώνα, αλλά σύντομα ξαναπέρασε στον έλεγχο των Βυζαντινών μετά την Α΄ Σταυροφορία και εξελίχθηκε σε σημαντική πόλη κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας της Νίκαιας τον 13ο αιώνα. Το 1313 κατακτήθηκε από τον Τούρκο μπέη Σαρουχάν, ιδρυτή της ομώνυμης δυναστείας. Το 1410 κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς που διατήρησαν την ονομασία Σαρουχάν για την επαρχία της Μαγνησίας. Κατά την πρώιμη οθωμανική περίοδο την πόλη συχνά διοικούσαν ως μέρος της εκπαίδευσής τους η διάδοχοι του θρόνου ("σαχζαντέ" στα περσικά και οθωμανικά), δίνοντας στην πόλη το παρατσούκλι şehzadeler şehri (πόλη των διαδόχων), που απαντάται μέχρι σήμερα. Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ο πληθυσμός της Μαγνησίας ήταν κατά πλειοψηφία μουσουλμανικός. Ωστόσο, η πόλη συμπεριλήφθηκε στην ελληνική ζώνη της Σμύρνης και καταστράφηκε από τον ελληνικό στρατό σε αντίποινα κατά την υποχώρησή του το 1922 μετά την ήττα στη μάχη του Τουμλού Μπουνάρ. Η πόλη ξαναχτίστηκε κατά την κεμαλική περίοδο και διατηρεί δείγματα αντιπροσωπευτικής τουρκικής αρχιτεκτονικής της δεκατίας του 1930, καθώς και το τζαμί Μουραντιγιέ του 16ου αιώνα. Η σύγχρονη Μανίσα γνώρισε ιδιαίτερη βιομηχανική ανάπτυξη από τη δεκαετία του 1980 με την εγκατάσταση εκεί εργοστασίου της εταιρείας ηλεκτρονικών και οικιακών συσκευών Βεστέλ του ομίλου Ζορλού. Σύμφωνα με την απογραφή του 2012 ο πληθυσμός της πόλης ανερχόταν σε 356.702 άτομα και ολόκληρης της επαρχίας σε 1.346.162.
Η '''Μανίσα''' ([[Τουρκική γλώσσα|τουρκικά]]: Manisa, [[Ελληνική γλώσσα|ελληνικά]]: Μαγνησία) είναι μεγάλη πόλη της δυτικής [[Τουρκία]]ς και πρωτεύουσα της [[Επαρχία Μανίσας|ομώνυμης]] [[Επαρχίες της Τουρκίας|επαρχίας]]. Στη θέση της σημερινής πόλης βρισκόταν η αρχαία [[Μαγνησία του Σιπύλου]], πιθανόν αιολική αποικία των κατοίκων της θεσσαλικής Μαγνησίας. Το 190 π.Χ. κατά της διάρκεια του Συριακού πολέμου, οι Ρωμαίοι νίκησαν στη μάχη της Μαγνησίας τον Μέγα Αντίοχο, βάζοντας τέλος στην κυριαρχία των Σελευκιδών στη Μικρά Ασία. Η Μαγνησία κατακτήθηκε από τους Σελτζούκους τον 11ο μ.Χ. αιώνα, αλλά σύντομα ξαναπέρασε στον έλεγχο των Βυζαντινών μετά την Α΄ Σταυροφορία και εξελίχθηκε σε σημαντική πόλη κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας της Νίκαιας τον 13ο αιώνα. Το 1313 κατακτήθηκε από τον Τούρκο μπέη Σαρουχάν, ιδρυτή της ομώνυμης δυναστείας. Το 1410 κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς που διατήρησαν την ονομασία Σαρουχάν για την επαρχία της Μαγνησίας. Κατά την πρώιμη οθωμανική περίοδο την πόλη συχνά διοικούσαν ως μέρος της εκπαίδευσής τους η διάδοχοι του θρόνου ("σαχζαντέ" στα περσικά και οθωμανικά), δίνοντας στην πόλη το παρατσούκλι şehzadeler şehri (πόλη των διαδόχων), που απαντάται μέχρι σήμερα. Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ο πληθυσμός της Μαγνησίας ήταν κατά πλειοψηφία μουσουλμανικός. Ωστόσο, η πόλη συμπεριλήφθηκε στην ελληνική ζώνη της Σμύρνης και καταστράφηκε από τον ελληνικό στρατό σε αντίποινα κατά την υποχώρησή του το 1922 μετά την ήττα στη μάχη του Τουμλού Μπουνάρ. Η πόλη ξαναχτίστηκε κατά την κεμαλική περίοδο και διατηρεί δείγματα αντιπροσωπευτικής τουρκικής αρχιτεκτονικής της δεκατίας του 1930, καθώς και το τζαμί Μουραντιγιέ του 16ου αιώνα. Η σύγχρονη Μανίσα γνώρισε ιδιαίτερη βιομηχανική ανάπτυξη από τη δεκαετία του 1980 με την εγκατάσταση εκεί εργοστασίου της εταιρείας ηλεκτρονικών και οικιακών συσκευών Βεστέλ του ομίλου Ζορλού. Σύμφωνα με την απογραφή του 2012 ο πληθυσμός της πόλης ανερχόταν σε 356.702 άτομα και ολόκληρης της επαρχίας σε 1.346.162.





Έκδοση από την 17:24, 13 Φεβρουαρίου 2014

Συντεταγμένες: 38°38′0″N 27°25′0″E / 38.63333°N 27.41667°E / 38.63333; 27.41667 Πρότυπο:Πόλη (Τουρκία)

Η Μανίσα (τουρκικά: Manisa, ελληνικά: Μαγνησία) είναι μεγάλη πόλη της δυτικής Τουρκίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Στη θέση της σημερινής πόλης βρισκόταν η αρχαία Μαγνησία του Σιπύλου, πιθανόν αιολική αποικία των κατοίκων της θεσσαλικής Μαγνησίας. Το 190 π.Χ. κατά της διάρκεια του Συριακού πολέμου, οι Ρωμαίοι νίκησαν στη μάχη της Μαγνησίας τον Μέγα Αντίοχο, βάζοντας τέλος στην κυριαρχία των Σελευκιδών στη Μικρά Ασία. Η Μαγνησία κατακτήθηκε από τους Σελτζούκους τον 11ο μ.Χ. αιώνα, αλλά σύντομα ξαναπέρασε στον έλεγχο των Βυζαντινών μετά την Α΄ Σταυροφορία και εξελίχθηκε σε σημαντική πόλη κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας της Νίκαιας τον 13ο αιώνα. Το 1313 κατακτήθηκε από τον Τούρκο μπέη Σαρουχάν, ιδρυτή της ομώνυμης δυναστείας. Το 1410 κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς που διατήρησαν την ονομασία Σαρουχάν για την επαρχία της Μαγνησίας. Κατά την πρώιμη οθωμανική περίοδο την πόλη συχνά διοικούσαν ως μέρος της εκπαίδευσής τους η διάδοχοι του θρόνου ("σαχζαντέ" στα περσικά και οθωμανικά), δίνοντας στην πόλη το παρατσούκλι şehzadeler şehri (πόλη των διαδόχων), που απαντάται μέχρι σήμερα. Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ο πληθυσμός της Μαγνησίας ήταν κατά πλειοψηφία μουσουλμανικός. Ωστόσο, η πόλη συμπεριλήφθηκε στην ελληνική ζώνη της Σμύρνης και καταστράφηκε από τον ελληνικό στρατό σε αντίποινα κατά την υποχώρησή του το 1922 μετά την ήττα στη μάχη του Τουμλού Μπουνάρ. Η πόλη ξαναχτίστηκε κατά την κεμαλική περίοδο και διατηρεί δείγματα αντιπροσωπευτικής τουρκικής αρχιτεκτονικής της δεκατίας του 1930, καθώς και το τζαμί Μουραντιγιέ του 16ου αιώνα. Η σύγχρονη Μανίσα γνώρισε ιδιαίτερη βιομηχανική ανάπτυξη από τη δεκαετία του 1980 με την εγκατάσταση εκεί εργοστασίου της εταιρείας ηλεκτρονικών και οικιακών συσκευών Βεστέλ του ομίλου Ζορλού. Σύμφωνα με την απογραφή του 2012 ο πληθυσμός της πόλης ανερχόταν σε 356.702 άτομα και ολόκληρης της επαρχίας σε 1.346.162.