Αφτί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ δρθ συνδέσμου commonscat
Γραμμή 11: Γραμμή 11:
{{παραπομπές}}
{{παραπομπές}}
{{βικιλεξικό}}
{{βικιλεξικό}}
{{commonscat|Ear}}
{{commonscat}}
{{Ανατομία-επέκταση}}
{{Ανατομία-επέκταση}}



Έκδοση από την 14:28, 6 Φεβρουαρίου 2014

Αριστερό ανθρώπινο αφτί

Το αφτί (ους στην αρχαία ελληνική) είναι το όργανο ακοής του ανθρώπου και των ζώων, αλλά και σημαντικό όργανο για την ισορροπία. Οι άνθρωποι και τα σπονδυλωτά έχουν δυο αφτιά συμμετρικά τοποθετημένα σε αντίθετες πλευρές του κεφαλιού.

Αποτελείται από το εξωτερικό αφτί το οποίο έχει τέτοια κατασκευή ώστε να βελτιώνεται η ακοή (το αφτί που είναι ορατό εξωτερικά και ο ακουστικός πόρος), το μέσο αφτί (μετά το τύμπανο) και το εσωτερικό αφτί (με κύριο όργανο τον λαβύρινθο).

Ετυμολογία

Σύμφωνα με τις απόψεις του γλωσσολόγου Γ. Χατζιδάκι, το αρχικό οὖς δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει τύπο αυτί. Το νεοελληνικό αφτί προήλθε, κατά την άποψή του, ως εξής: από το υποκοριστικό ὠτίο και ειδικότερα από τον πληθυντικό του τὰ ὠτία προήλθε στη συμπροφορά του τύπου ταουτία, ο οποίος φωνητικώς εξελίχθηκε σε ταφτία (το ου προφέρθηκε φ). Από τον τύπο ταφτία περάσαμε στο τ' αφτιά, από όπου μετά ο ενικός τ' αφτί. Ο αρχικός τύπος οὖς δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον τύπο αυτί.[1]

Παραπομπές

  1. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Π. Δρανδάκη, τ. Στ', σελ. 363