Κωνσταντίνος Τσιούλκας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 21: Γραμμή 21:
Ο '''Κωνσταντίνος Τσιούλκας''' ([[1845]]-terminus post quem [[1907]]) ήταν εκπαιδευτικός και συγγραφέας καταγόμενος από τη [[Δυτική Μακεδονία]].
Ο '''Κωνσταντίνος Τσιούλκας''' ([[1845]]-terminus post quem [[1907]]) ήταν εκπαιδευτικός και συγγραφέας καταγόμενος από τη [[Δυτική Μακεδονία]].
==Βιογραφία==
==Βιογραφία==
Γεννήθηκε το 1845 στην [[Κορησός Καστοριάς|Κορρησό Καστοριάς]], που τότε ήταν γνωστή ως Γκορέντση. Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού είχαν σλάβικη μητρική γλώσσα, αλλά ο ίδιος ίσως είχε την ελληνική.<ref>{{harvnb|Mackridge|2011|p=2}}</ref> Μετά την αποφοίτησή του από το βασικό σχολείο του χωριού του συνέχισε τις σπουδές του ως υπότροφος του [[Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Καστοριάς|Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Καστοριάς]], στο Γυμνάσιο [[Καστοριά]]ς και αργότερα δίδαξε στο «ελληνικό σχολείο» της γενέτειράς του. Το 1871 κατάφερε μαζί με άλλους την εκδίωξη από το Γκορέντση του Κωνσταντίνου Δαρζιλοβίτη, που, κατά τον Τσιούλκα, ήταν ο πρώτος που δίδαξε στους σλαβόφωνους ότι είναι [[Βούλγαροι]], λίγο πριν ανοίξει ένα βουλγαρικό σχολείο στο χωριό.<ref>{{harvnb|Mackridge|2011|p=2-3}}</ref> Το [[1875]] στάλθηκε με υποτροφία στην [[Αθήνα]] όπου φοίτησε στην Φιλοσοφική Σχολή του [[Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών|Εθνικού Πανεπιστημίου]] με υποτροφεία από το Βελλίειο κληροδότημα. Το 1879, πήγε στο [[Μπίτολα|Μοναστήρι (Μπίτολα)]], όπου έγινε ο πρώτος γυμνασιάρχης του ελληνικού γυμνασίου για περίοδο μιας δεκαετίας μέχρι το 1889, όταν απολύθηκε λόγω των γεγονότων των [[Πηχιωτικά|Πηχιωτικών]].<ref>{{harvnb|Δραγάτη|2010|p=69}}</ref>
Γεννήθηκε το 1845 στην [[Κορησός Καστοριάς|Γκορέντση Καστοριάς (Κορρησό)]]. Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού είχαν σλάβικη μητρική γλώσσα, αλλά ο ίδιος ίσως είχε την ελληνική.<ref>{{harvnb|Mackridge|2011|p=2}}</ref> Μετά την αποφοίτησή του από το βασικό σχολείο του χωριού του συνέχισε τις σπουδές του ως υπότροφος του [[Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Καστοριάς|Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Καστοριάς]], στο Γυμνάσιο [[Καστοριά]]ς και αργότερα δίδαξε στο «ελληνικό σχολείο» της γενέτειράς του. Το 1871 κατάφερε μαζί με άλλους την εκδίωξη από την [[Κορησός Καστοριάς|Γκορέντση (Κορησό)]] του Κωνσταντίνου Δαρζιλοβίτη, που, κατά τον Τσιούλκα, ήταν ο πρώτος που δίδαξε στους σλαβόφωνους ότι είναι [[Βούλγαροι]], λίγο πριν ανοίξει ένα βουλγαρικό σχολείο στο χωριό.<ref>{{harvnb|Mackridge|2011|p=2-3}}</ref> Το [[1875]] στάλθηκε με υποτροφία στην [[Αθήνα]] όπου φοίτησε στην Φιλοσοφική Σχολή του [[Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών|Εθνικού Πανεπιστημίου]] με υποτροφεία από το Βελλίειο κληροδότημα. Το 1879, πήγε στο [[Μπίτολα|Μοναστήρι (Μπίτολα)]], όπου έγινε ο πρώτος γυμνασιάρχης του ελληνικού γυμνασίου για περίοδο μιας δεκαετίας μέχρι το 1889, όταν απολύθηκε λόγω των γεγονότων των [[Πηχιωτικά|Πηχιωτικών]].<ref>{{harvnb|Δραγάτη|2010|p=69}}</ref>


Το [[1907]] εξέδωσε στην [[Αθήνα]] το 350 σελίδων πόνημά του «Συμβολαί εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων εκ συγκρίσεως της σλαυοφανούς μακεδονικής γλώσσης προς την ελληνικήν»,<ref name="Tsioulkas">{{harvnb|Τσιούλκας|1907|}}</ref> για να πολεμήσει τη [[Βουλγαρία|βουλγαρική]] και [[πανσλαβισμός|πανσλαβιστική]] προπαγάνδα στην περιοχή της Μακεδονίας. O Τσιούλκας, που ισχυριζόταν ότι δεν ήξερε καμία σλαβική γλώσσα, προσπάθησε διαστρέφοντας την [[ιστορική γλωσσολογία]] να αποδείξει ότι η γλώσσα των Σλαβοφώνων της Μακεδονίας δεν ήταν βουλγαρική, αλλά [[αρχαία ελληνική γλώσσα|αρχαιοελληνική]] διάλεκτος.<ref>{{harvnb|Mackridge|2011|p=4}}, {{harvnb|Ioannidou|1999|p=56}}</ref> Ετσι, δεν επικεντρώθηκε στη [[φωνολογία]], τη [[σύνταξη (γλωσσολογία)|σύνταξη]], ή τη [[Μορφολογία (γλωσσολογία)|μορφολογία]], στην οποία αφιέρωσε μόλις 11 σελίδες,<ref>{{harvnb|Mackridge|2011|p=5}}</ref> αλλά αποκλειστικά στο λεξιλόγιο, όπου εύκολα βρίσκονται λέξεις με κοινή, [[Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες|ινδοευρωπαϊκή]], ετυμολογία με τα ελληνικά, ώστε να δείξει ότι βασικά στοιχεία του [[σλαβομακεδονική γλώσσα|Μακεδονικού]] λεξιλογίου δεν ήταν σλαβικά, αλλά προέρχονται από τα ελληνικά.<ref name="Mac2009">{{harvnb|Mackridge|2009|p=255}}</ref> Για να αποδείξει ότι η γλώσσα των Σλαβόφωνων βρισκόταν εγγύτερα στα αρχαία ελληνικά απ' ό,τι τα νέα ελληνικά, παρέθεσε κατάλογο {{πηγή|περισσότερων από 4.000}} [[Ομηρικά Έπη|ομηρικών]] λέξεων και συνέκρινε πόσες εξ αυτών επιβιώνουν στη ''λαϊκή'', δηλαδή τη [[Δημοτική γλώσσα|δημοτική]], (650) και πόσες στη "σλαβοφανη" ''Μακεδονική'' (1260). <ref>{{harvnb|Mackridge|2011|p=5}}</ref> Το συμπέρασμα, για τον Τσιούλκα, ήταν ότι η "σλαβοφανής Μακεδονική ήταν Μακεδονική και αδερφή της ελληνικής" και ο "Μακεδονικός λαός" αυτόχθων και καταγόμενος από τους αρχαίους Μακεδόνες.<ref>{{harvnb|Mackridge|2011|p=4}}</ref>
Το [[1907]] εξέδωσε στην [[Αθήνα]] το 350 σελίδων πόνημά του «Συμβολαί εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων εκ συγκρίσεως της σλαυοφανούς μακεδονικής γλώσσης προς την ελληνικήν»,<ref name="Tsioulkas">{{harvnb|Τσιούλκας|1907|}}</ref> για να πολεμήσει τη [[Βουλγαρία|βουλγαρική]] και [[πανσλαβισμός|πανσλαβιστική]] προπαγάνδα στην περιοχή της Μακεδονίας. O Τσιούλκας, που ισχυριζόταν ότι δεν ήξερε καμία σλαβική γλώσσα, προσπάθησε διαστρέφοντας την [[ιστορική γλωσσολογία]] να αποδείξει ότι η γλώσσα των Σλαβοφώνων της Μακεδονίας δεν ήταν βουλγαρική, αλλά [[αρχαία ελληνική γλώσσα|αρχαιοελληνική]] διάλεκτος.<ref>{{harvnb|Mackridge|2011|p=4}}, {{harvnb|Ioannidou|1999|p=56}}</ref> Ετσι, δεν επικεντρώθηκε στη [[φωνολογία]], τη [[σύνταξη (γλωσσολογία)|σύνταξη]], ή τη [[Μορφολογία (γλωσσολογία)|μορφολογία]], στην οποία αφιέρωσε μόλις 11 σελίδες,<ref>{{harvnb|Mackridge|2011|p=5}}</ref> αλλά αποκλειστικά στο λεξιλόγιο, όπου εύκολα βρίσκονται λέξεις με κοινή, [[Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες|ινδοευρωπαϊκή]], ετυμολογία με τα ελληνικά, ώστε να δείξει ότι βασικά στοιχεία του [[σλαβομακεδονική γλώσσα|Μακεδονικού]] λεξιλογίου δεν ήταν σλαβικά, αλλά προέρχονται από τα ελληνικά.<ref name="Mac2009">{{harvnb|Mackridge|2009|p=255}}</ref> Για να αποδείξει ότι η γλώσσα των Σλαβόφωνων βρισκόταν εγγύτερα στα αρχαία ελληνικά απ' ό,τι τα νέα ελληνικά, παρέθεσε κατάλογο {{πηγή|περισσότερων από 4.000}} [[Ομηρικά Έπη|ομηρικών]] λέξεων και συνέκρινε πόσες εξ αυτών επιβιώνουν στη ''λαϊκή'', δηλαδή τη [[Δημοτική γλώσσα|δημοτική]], (650) και πόσες στη "σλαβοφανη" ''Μακεδονική'' (1260). <ref>{{harvnb|Mackridge|2011|p=5}}</ref> Το συμπέρασμα, για τον Τσιούλκα, ήταν ότι η "σλαβοφανής Μακεδονική ήταν Μακεδονική και αδερφή της ελληνικής" και ο "Μακεδονικός λαός" αυτόχθων και καταγόμενος από τους αρχαίους Μακεδόνες.<ref>{{harvnb|Mackridge|2011|p=4}}</ref>

Έκδοση από την 18:46, 13 Ιανουαρίου 2014

Κωνσταντίνος Τσιούλκας
ΣυγγραφέαςΚωνσταντίνος Τσιούλκας
ΤίτλοςΣυμβολαί εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων εκ συγκρίσεως της σλαυοφανούς μακεδονικής γλώσσης προς την ελληνικήν.
ΓλώσσαΕλληνική
ΜορφήΙστορικό, γλωσσολογικό.

Ο Κωνσταντίνος Τσιούλκας (1845-terminus post quem 1907) ήταν εκπαιδευτικός και συγγραφέας καταγόμενος από τη Δυτική Μακεδονία.

Βιογραφία

Γεννήθηκε το 1845 στην Γκορέντση Καστοριάς (Κορρησό). Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού είχαν σλάβικη μητρική γλώσσα, αλλά ο ίδιος ίσως είχε την ελληνική.[1] Μετά την αποφοίτησή του από το βασικό σχολείο του χωριού του συνέχισε τις σπουδές του ως υπότροφος του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Καστοριάς, στο Γυμνάσιο Καστοριάς και αργότερα δίδαξε στο «ελληνικό σχολείο» της γενέτειράς του. Το 1871 κατάφερε μαζί με άλλους την εκδίωξη από την Γκορέντση (Κορησό) του Κωνσταντίνου Δαρζιλοβίτη, που, κατά τον Τσιούλκα, ήταν ο πρώτος που δίδαξε στους σλαβόφωνους ότι είναι Βούλγαροι, λίγο πριν ανοίξει ένα βουλγαρικό σχολείο στο χωριό.[2] Το 1875 στάλθηκε με υποτροφία στην Αθήνα όπου φοίτησε στην Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου με υποτροφεία από το Βελλίειο κληροδότημα. Το 1879, πήγε στο Μοναστήρι (Μπίτολα), όπου έγινε ο πρώτος γυμνασιάρχης του ελληνικού γυμνασίου για περίοδο μιας δεκαετίας μέχρι το 1889, όταν απολύθηκε λόγω των γεγονότων των Πηχιωτικών.[3]

Το 1907 εξέδωσε στην Αθήνα το 350 σελίδων πόνημά του «Συμβολαί εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων εκ συγκρίσεως της σλαυοφανούς μακεδονικής γλώσσης προς την ελληνικήν»,[4] για να πολεμήσει τη βουλγαρική και πανσλαβιστική προπαγάνδα στην περιοχή της Μακεδονίας. O Τσιούλκας, που ισχυριζόταν ότι δεν ήξερε καμία σλαβική γλώσσα, προσπάθησε διαστρέφοντας την ιστορική γλωσσολογία να αποδείξει ότι η γλώσσα των Σλαβοφώνων της Μακεδονίας δεν ήταν βουλγαρική, αλλά αρχαιοελληνική διάλεκτος.[5] Ετσι, δεν επικεντρώθηκε στη φωνολογία, τη σύνταξη, ή τη μορφολογία, στην οποία αφιέρωσε μόλις 11 σελίδες,[6] αλλά αποκλειστικά στο λεξιλόγιο, όπου εύκολα βρίσκονται λέξεις με κοινή, ινδοευρωπαϊκή, ετυμολογία με τα ελληνικά, ώστε να δείξει ότι βασικά στοιχεία του Μακεδονικού λεξιλογίου δεν ήταν σλαβικά, αλλά προέρχονται από τα ελληνικά.[7] Για να αποδείξει ότι η γλώσσα των Σλαβόφωνων βρισκόταν εγγύτερα στα αρχαία ελληνικά απ' ό,τι τα νέα ελληνικά, παρέθεσε κατάλογο περισσότερων από 4.000[εκκρεμεί παραπομπή] ομηρικών λέξεων και συνέκρινε πόσες εξ αυτών επιβιώνουν στη λαϊκή, δηλαδή τη δημοτική, (650) και πόσες στη "σλαβοφανη" Μακεδονική (1260). [8] Το συμπέρασμα, για τον Τσιούλκα, ήταν ότι η "σλαβοφανής Μακεδονική ήταν Μακεδονική και αδερφή της ελληνικής" και ο "Μακεδονικός λαός" αυτόχθων και καταγόμενος από τους αρχαίους Μακεδόνες.[9]

Το αντιεπιστημονικό αυτό βιβλίο ήταν η σημαντικότερη μιας σειράς ψευδο-γλωσσολογικών δημοσιεύσεων που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα από τις αρχές ως τα μέσα του 20ου αιώνα, οι συντάκτες των οποίων δίχως να γνωρίζουν τις διαλέκτους για τις οποίες έγραφαν υποστήριζαν ότι οι "μικτές" ή "σλαβοφανείς" διάλεκτοι των Σλαβοφώνων δεν ήταν σλαβικές.[10] Κανένας Έλληνας γλωσσολόγος δεν προσυπέγραψε τη θεωρία του Τσιούλκα,[11] αλλά το βιβλίο επανεκδόθηκε το 1991, κατά την κρίση του Μακεδονικού, χωρίς αρνητικό σχολιασμό, αλλά με επαινετικό προοίμιο του πρώην υπουργού Νικόλαου Μάρτη.[7] Βρίσκεται σε κυκλοφορία μέχρι σήμερα[εκκρεμεί παραπομπή] και αναφορές σε αυτό εξακολουθούν να γίνονται στο διαδίκτυο, με αποτέλεσμα ο Τσιούλκας να έχει συνεισφέρει άθελά του στην ιδέα ότι οι σύγχρονοι εθνικά Μακεδόνες κατάγονται από τους αρχαίους Μακεδόνες και είναι οι πραγματικοί κληρονόμοι τους.[12]

Παραπομπές

  1. Mackridge 2011, σελ. 2
  2. Mackridge 2011, σελ. 2-3
  3. Δραγάτη 2010, σελ. 69
  4. Τσιούλκας 1907
  5. Mackridge 2011, σελ. 4, Ioannidou 1999, σελ. 56
  6. Mackridge 2011, σελ. 5
  7. 7,0 7,1 Mackridge 2009, σελ. 255
  8. Mackridge 2011, σελ. 5
  9. Mackridge 2011, σελ. 4
  10. Ioannidou 1999, σελ. 56-7
  11. Mackridge 2011, σελ. 6
  12. Mackridge 2011, σελ. 6-7

Πηγές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι