Κατωκοπιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Αφαιρώ 4 σύνδεσμους interwiki, που τώρα παρέχονται από τα Wikidata στο d:Q599485
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 47: Γραμμή 47:
[[Κατηγορία:Χωριά της επαρχίας Λευκωσίας]]
[[Κατηγορία:Χωριά της επαρχίας Λευκωσίας]]
[[Κατηγορία:Δήμος υπό Τουρκική Κατοχή]]
[[Κατηγορία:Δήμος υπό Τουρκική Κατοχή]]
[[Κατηγορία:Κατεχόμενη Κύπρος]]

Έκδοση από την 04:14, 10 Νοεμβρίου 2013

Η Κατωκοπιά είναι ελληνική κοινότητα του κατεχόμενου τμήματος της Επαρχίας Λευκωσίας.

Βρίσκεται 29 χιλιόμετρα δυτικά της πόλης της Λευκωσίας και 6 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της πόλης της Μόρφου στη γεωγραφική περιφέρεια Μόρφου, σε υψόμετρο 125 μέτρων. Ο πληθυσμός της κοινότητας αυτής το 1960 ανερχόταν σε 1198 κατοίκους. Ο πληθυσμός της το 1973 υπολογιζόταν σε 1578 κατοίκους.

Στα όρια της κοινότητας αυτής βρίσκονται οι εκκλησίες Παναγίας Χρυσελεούσας και Παναγίας. Στο ελληνικό δημοτικό σχολείο που λειτουργούσε πριν την τουρκική εισβολή φοιτούσαν κατά το σχολικό έτος 1973-74 190 μαθητές. Κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής, στις 14 Αυγούστου 1974 η κοινότητα καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό, με αποτέλεσμα να εκτοπιστούν όλοι οι Έλληνες κάτοικοι της.

Από την Κατωκοπιά περνούσε ο Κυπριακός Κυβερνητικός Σιδηρόδρομος.

Ιστορία

Στην περιοχή της Κατωκοπιάς πρέπει να υπήρχε αρχαίος συνοικισμός. Η ύπαρξη λίθων είναι ένδειξη διαλυθέντος συνοικισμού. Η πρώτη (γνωστή) γραπτή αναφορά της Κατωκοπιάς έγινε στις 31 Αυγούστου 1318 σε κυπριακό μεσαιωνικό χειρόγραφο των μοναχών της Ασίνου:

Εσχάτη του Αυγούστου μηνός της εχρονίας (σ)ωκς' τέλος του βίου εχρήσατο ο θεοφιλέστατος κυρ παπά(ς) Λέων του Κου(φά;) και νομικού Ζωτοκατοκοπιάς ο Θεός τάξη το πνεύμα αυτού μετά του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ.

Στη δεύτερη αναφορά οι μοναχοί της Ασίνου μνημονεύουν δικό τους κτήμα. Το συμβάν έγινε στις 16 Ιουλίου 1319:

Κατά την ις' του Ιουλίου μηνός της εχρονίας (ς)ωκζ' εγένετο εν τη νήσω Κύπρω χειμών μέγας και ήβραι τα αλώνια όλα τελειομένα και σιτάρι και κριθάρι και ήσαν ανέμιστα και εγίνετο ζημία μεγαλητέρα εις την γην μας ήγουν εις την Ζωτοκατοκοπιάν[...]

Ο γλωσσολόγος ερευνητής Μενέλαος Χριστοδούλου υποστηρίζει ότι η αναφορά σε Ζωτοκατοκοπιά γίνεται λόγω του κοινού ιδιοκτήτη και της κοινής γεωργικής ενότητας της περιοχής Ζώδιας και Κατωκοπιάς και του γεγονότος ότι η περιοχή Μόρφου ήταν η κατεξοχήν περιοχή παραγωγής λιναριού.

Ακολούθησαν και άλλες αναφορές της Κατωκοπιάς σε βιβλία και παλαιούς χάρτες. Βρίσκεται στον κατάλογο χωριών της Κύπρου Ενετού προνοητού (διοικητή). Σύμφωνα με το R. Gunnis [1], η εκκλησία του χωριού αφιερωμένη στην Παναγία Χρυσελεούσα περιέχει εικονογραφίες του 16ου αιώνα.[2]

Σε παλιό τόμο των "Κυπριακών Σπουδών", ο Jean Darrouzes δημοσιεύει παρασελίδιες σημειώσεις κυπριακών μεσαιωνικών χειρογράφων, στα οποία αναφέρεται και η Κατωκοπιά. Στον Παρισινό κώδικα του 1590 αναφέρεται σαν "Ζωτοκατοκοπιά", για το γεγονός ότι καταστράφηκαν λινάρια στην περιοχή το 1319.

Η ονομασία του χωριού φαίνεται ότι είχε παραφθαρεί κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας. Στον χάρτη του Abraham Ortelius, του 1573, το χωριό βρίσκεται σημειωμένο ως Acocopa. Σύμφωνα με το Goodwin, η ονομασία "Acopia" ήταν ίσως η Φραγκική παραφθορά[3].

Λέγεται ότι το χωριό ονομαζόταν "Κακοτοπιά" γιατί η γη δεν ήταν εύφορη, οι δε κάτοικοι μετέβαιναν στο Γερόλακκο, Σκυλλούρα για ν' απασχοληθούν με το θερισμό. Κατ' ευφημισμό το χωριό ονομάστηκε αργότερα Κατωκοπιά. Ωστόσο, σταδιακά οι κάτοικοι άνοιξαν ατομικές ή συνεταιρικές διατρήσεις και όλη η άλλοτε άγονη γη του χωριού μετατράπηκε σε αρδεύσιμη γη.

Τις πέτρες από την άγονη γη του χωριού οι κάτοικοι τις πουλούσαν, καθώς τις ζητούσε ο Κυπριακός Κυβερνητικός Σιδηρόδρομος, που είχε σταθμό στο χωριό. Οι χωριανοί τις μάζευαν και έπαιρναν 3 σελίνια για κάθε βαγόνι περίπου το 1935. Ακόμη, έριχναν τις πέτρες στους χωματόδρομους για να αποφύγουν το λάσπωμα ή έριχναν τα περισσεύματα στους ποταμούς.

Ετυμολογία του ονόματος

Η πρώτη εκδοχή για την ονομασία του χωριού Κατωκοπιά είναι ότι παράγεται από τις λέξεις "κακός" και "τόπος", δηλαδή "κακότοπος", "κακοτοπιά". Η ελληνική αυτή λέξη υπάρχει και στα αγγλικά (cacotopia) και έχει την ίδια έννοια, σύμφωνα με το λεξικό ανθρωπογεωγραφίας του Brian Goodall. Ο ντε Μας Λατρί γράφει Cacotopia στην "Ιστορία της Νήσου Κύπρου" (Παρίσι, 1852), όπου παραθέτει κατάλογο χωριών της Κύπρου Ενετού Προνοητού.

Ο Νέαρχος Κληρίδης στο έργο του "Χωριά και πολιτείες της Κύπρου" (Λευκωσία 1961) αναφέρει:

Το πεδινό αυτό χωριό στο διαμέρισμα Μόρφου δε σχηματίζει τ' όνομα του από το επίρρημα "κάτω" και την ανύπαρκτη λέξη "κοπιά" ώστε να γράφεται Κατωκοπιά, το "τω" με ωμέγα. Το όνομα του χωριού αυτού σχηματίστηκε από το επίθετο "κακός" και τη λέξη "τόπος". Δηλαδή, "κακότοπος" και "κακοτοπιά"^ "Κατοκοπιά" με εναλλαγή των συμφώνων κάππα και ταφ. Επομένως πρέπει να γράφωμε το "το" με όμικρο. Τώρα, γιατί του κολλήθηκε το όνομα αυτό; Άμα συγκρίνουμε την περιοχή του χωριού αυτού με γειτονικές περιοχές, θα βρούμε πως πράγματι η περιοχή του είναι "κακός τόπος", γιατί είναι γεμάτος από πέτρες, που δεν υπάρχουν στις γειτονικές περιοχές.

Παρόμοια γνώμη ασπάζεται και ο Σίμος Μενάρδος στις "Τοπωνυμικές και λαογραφικές του μελέτες" (Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία, 1970).

Παραπομπές

  1. "Historic Cyprus", Λευκωσία 1936
  2. Μιχαηλίδη Γιώργου Κ. Από τη Νέα Εποχή, 1990, τ. 204, σσ 45-47
  3. "Ιστορικό Τοπωνυμικό της Κύπρου", 1η έκδοση, 1976

Πηγές