Α΄ Πόλεμος Άγγλων και Σιχ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 14: Γραμμή 14:
| απώλειες1=
| απώλειες1=
}}
}}
Ο '''Α΄ Πόλεμος Άγγλων και Σιχ''' ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ της [[Αυτοκρατορία των Σιχ|Αυτοκρατορίας των Σιχ]] και της [[Αγγλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών|Αγγλικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών]], την περίοδο 1845-1846. Κατέληξε με τη μερική υποταγή του κράτους των Σιχ στους Βρετανούς.
Ο '''Α΄ Πόλεμος Άγγλων και Σιχ''' ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ της [[Αυτοκρατορία των Σιχ|Αυτοκρατορίας των Σιχ]] και της βρετανικής [[Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών (Βρετανία)|Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών]], την περίοδο 1845-1846. Κατέληξε με τη μερική υποταγή του κράτους των Σιχ στους Βρετανούς.


==Ιστορικό υπόβαθρο και αιτίες του πολέμου==
==Ιστορικό υπόβαθρο και αιτίες του πολέμου==

Έκδοση από την 23:35, 3 Μαΐου 2013

Α΄ Πόλεμος Άγγλων και Σιχ
Χάρτης του Παντζάμπ
Χρονολογία1845–1846
ΤόποςΠαντζάμπ
ΈκβασηΒρετανική νίκη
Αντιμαχόμενοι

Ο Α΄ Πόλεμος Άγγλων και Σιχ ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ της Αυτοκρατορίας των Σιχ και της βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, την περίοδο 1845-1846. Κατέληξε με τη μερική υποταγή του κράτους των Σιχ στους Βρετανούς.

Ιστορικό υπόβαθρο και αιτίες του πολέμου

Το βασίλειο των Σιχ στο Παντζάμπ (αρχαία Πενταποταμία) είχε ιδρυθεί, επεκταθεί και σταθεροποιηθεί από το χαρισματικό μαχαραγιά Ραντζίτ Σινγκ στις αρχές του 19ου αιώνα, περίπου την ίδια εποχή που οι βρετανικές κτήσεις στην Ινδία επεκτείνοντο μέχρι τα σύνορα του Παντζάμπ. Ο Ραντζίτ Σινγκ διατήρησε μια πολιτική επιφυλακτικής φιλίας με τους Βρετανούς, παραχωρώντας τους τμήμα του εδάφους του νότια του ποταμού Σάτλετζ, [4] ενώ την ίδια στιγμή εργαζόταν ακαταπόνητα για την προπαρασκευή του στρατού του για να αποκρούσει τη βρετανική επιθετικότητα από τα νοτιοανατολικά και να κηρύξει τον πόλεμο στους Αφγανούς (Αυτοκρατορία των Ντουρράνι) στα δυτικά, οι οποίοι επέδραμαν συχνά στην περιοχή του, λεηλατώντας πόλεις και χωριά. Για το σκοπό αυτό προσέλαβε Αμερικανούς και Ευρωπαίους μισθοφόρους στρατιώτες-συμβούλους για να εκπαιδεύσουν το σώμα του πυροβολικού του, και επίσης ενσωμάτωσε τμήματα Ινδουιστών και Μουσουλμάνων στις δυνάμεις του.

Εκμεταλλευόμενοι τη διχόνοια μεταξύ των Αφγανών, οι Σιχ κατέκτησαν τις πόλεις και ευρύτερες επαρχίες της Πεσαβάρ και του Μουλτάν, ενσωματώνοντας επίσης τα κρατίδια της περιοχής Τζαμμού και Κασμίρ στην αυτοκρατορία τους.

Όταν αποκαταστάθηκε η κεντρική εξουσία στο Αφγανιστάν, οι Βρετανοί υπό την πεποίθηση ότι ο εμίρης Ντοστ Μοχάμμεντ, ο ηγέτης του Αφγανιστάν, συνωμοτούσε με την τσαρική Ρωσία, ξεκίνησαν τον Α΄ Αγγλοαφγανικό Πόλεμο για να τον αντικαταστήσουν με τον παλαιότερο σάχη του Αφγανιστάν, Σούτζα Σαχ Ντουρράνι, ελέγχοντας έτσι το Αφγανιστάν και χρησιμοποιώντας το ως ανάχωμα σε πιθανή κάθοδο των Ρώσων στα πλούσια εδάφη της Ινδίας (τη σημαντικότερη πηγή πλούτου της Βρετανίας). Η κίνηση αυτή υποστηρίχθηκε από τους Σιχ, σε αντάλλαγμα για την παραχώρηση από το Σουτζά Σαχ (κατόπιν υπόδειξης των Βρετανών) της Πεσαβάρ στην Αυτοκρατορία τους.

Αρχικώς επιτυχής, η βρετανική εισβολή πήρε καταστροφική στροφή με τη σφαγή του στρατού του Ελφινστόουν, που μείωσε το κύρος των Βρετανών, και κυρίως εκείνο του Στρατού της Βεγγάλης της Αγγλικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών. Οι Βρετανοί τελικώς αποσύρθηκαν από το Αφγανιστάν και από την Πεσαβάρ την οποία κατείχαν ως προκεχωρημένη βάση, το έτος 1842.

Τα γεγονότα στο Παντζάμπ

Ο Ραντζίτ Σινγκ πέθανε το 1839. Σχεδόν αμέσως, το βασίλειό του περιέπεσε σε αναρχία. Ο αντιδημοφιλής νόμιμος γιος του Ραντζίτ, Χαράκ Σινγκ, απομακρύνθηκε από την εξουσία μέσα σε λίγους μήνες, και αργότερα πέθανε στη φυλακή υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Θεωρείτο τότε ευρέως ότι είχε δηλητηριαστεί. [5]Αντικαταστάθηκε από τον ικανό αλλά απόμακρο γιο του, Κανβάρ Νάου Νιχάλ Σινγκ, ο οποίος επίσης πέθανε λίγους μήνες μετά υπό περίεργες επίσης συνθήκες: συνετρίβη από την καταπόντιση ενός δρόμου με καμάρες στο Οχυρό της Λαχώρης, ενώ επέστρεφε από το κρεματόριο του πατέρα του.[5]

Την εποχή εκείνη υπήρχαν δύο σημαντικές φατρίες στο Παντζάμπ που διαγκωνίζοντο για την εξουσία. Οι Σιχ Σιντανβάλιας και οι Ινδουιστές Ντογκράς. Οι Ντογκράς επέτυχαν να ανεβάσουν στο θρόνο το Σερ Σινγκ, μεγαλύτερο νόθο γιο του Ραντζίτ Σινγκ, τον Ιανουάριο του 1841. Οι πιο επιφανείς Σιντανβάλιας κατέφυγαν τότε στο βρετανικό αποικιοκρατικό ινδικό έδαφος, διατηρώντας όμως ακόμα πολλούς οπαδούς στο Στρατό του Παντζάμπ.

Ο στρατός μεγάλωσε ταχύτατα μετά το θάνατο του Ραντζίτ Σινγκ, από τις 29.000 άντρες (με 192 κανόνια) το 1839, στις πάνω από 80.000 το 1845,[6] καθώς οι φεουδάρχες και οι ακόλουθοί τους πήραν τα όπλα τους. Ο στρατός αυτοανακηρύχθηκε ως "Χάλσα", δηλαδή ενσάρκωση του έθνους των Σιχ. Οι επιτροπές ηγεσίας των στρατιωτικών του συνταγμάτων, σχημάτισαν μια διαφορετική πηγή δύναμης μέσα στο βασίλειο, διακηρύσσοντας ότι τα ιδανικά του γκουρού Γκομπίντ Σινγκ για την περίφημη κοινοπολιτεία των Σιχ, είχαν αναγεννηθεί, με τη Σαρμπάτ Χάλσα να αναλαμβάνει τον πλήρη έλεγχο των εκτελεστικών, στρατιωτικών και πολιτικών εξουσιών του κράτους, [7]κάτι που οι Βρετανοί παρατηρητές επέκριναν ως μια "επικίνδυνη στρατιωτική δημοκρατία".

Βρετανοί αντιπρόσωποι και επισκέπτες στο Παντζάμπ, περιέγραψαν τα στρατιωτικά συντάγματα ως αιχμή του δόρατος στη διατήρηση εσωτερικά του πουριτανικού πολιτικού συστήματος, αλλά επίσης ως "φωλιές" ανταρσίας ή εξέγερσης εναντίον της Αυλής του βασιλείου. Σε μια περιώνυμη μάλιστα στιγμή ανταρσίας, οι στρατιώτες Σιχ εξεγέρθηκαν, αναζητώντας οποιοδήποτε που έμοιαζε να μπορεί να μιλήσει περσικά (τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι γραφειοκράτες που διοικούσαν τον οικονομικό μηχανισμό της Χάλσα), τον οποίο και περνούσαν από την αιχμή του ξίφους.

Ο μαχαραγιάς Σερ Σινγκ ήταν ανίκανος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της Χάλσα, παρόλο που επανειλημμένα ξόδευε απίστευτα ποσά σε μια εκφυλισμένη Αυλή. Το Σεπτέμβριο του 1843 δολοφονήθηκε από τον ξάδελφό του, αξιωματικό της Χάλσα, Ατζίτ Σινγκ Σιντανβάλια. Οι Ντογκράς πήραν εκδίκηση κατά των υπευθύνων, και η Τζιντ Καούρ, νεότερη χήρα του Ραντζίτ Σινγκ, έγινε αντιβασίλισσα εκ μέρους του ανήλικου γιου της Νταλίπ Σινγκ. Μετά τη δολοφονία του βεζίρη Χίρα Σινγκ, ενώ προσπαθούσε να διαφύγει από την πρωτεύουσα με το Βασιλικό Θησαυροφυλάκιο (Τοσκάνα), από στρατιώτες υπό τον Σαμ Σινγκ Ατταριβάλα, [7]έγινε βεζίρης ο αδελφός της Τζιντ Καούρ, Τζαβαχάρ Σινγκ, το Δεκέμβριο του 1844. Το 1845 σχεδίασε τη δολοφονία του Πεσάουρα Σινγκ, που συνιστούσε απειλή για τον ανιψιό του, Νταλίπ Σινγκ. Εξαιτίας της πράξης του αυτής, κλήθηκε να απολογηθεί στη Χάλσα, όπου παρότι έγιναν προσπάθειες να δωροδοκηθούν οι άρχοντες του στρατού, κατεσφάγη τελικώς το Σεπτέμβρη του 1845, υπό την παρουσία μάλιστα της αδελφής του Τζιντ Καούρ και του Νταλίπ Σινγκ, που δεν κατάφεραν να τον βοηθήσουν, λόγω της ισχυρότατης επιρροής του στρατού.[8]

Η Χάλσα παρόλα αυτά δεν ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο στο χρονικό αυτό σημείο. Παρόλο δε που η Τζιντ Καούρ δημοσίως ορκίστηκε εκδίκηση για τους δολοφόνους του αδερφού της, παρέμεινε αντιβασίλισσα χωρίς να την ανατρέψουν. Ο Λαλ Σινγκ, αναφερόμενος ως εραστής της, έγινε βεζίρης, και ο Τετζ Σινγκ διοικητής του στρατού. Οι ιστορικοί των Σιχ αναφέρουν ότι και οι δύο αυτοί άντρες ήταν επιφανή μέλη της φατρίας Ντογκρά. Αρχικώς ανώτερης κάστας Ινδουιστές με προέλευση εκτός του Παντζάμπ, και οι δύο είχαν ασπαστεί το Σιχισμό το 1818.

Παραπομπές