Κυριαρχία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Argiegeo (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 6: Γραμμή 6:


== Ιστορική εξέλιξη ==
== Ιστορική εξέλιξη ==
Η εξελικτική πορεία της έννοιας '''κυριαρχία''' είχε ως αφετηρία τον 16ο αιώνα και αφορμή [[εμφύλιος πόλεμος|εμφύλιους πολέμους]] που ξεσπούσαν, καθώς ισχυροί μονάρχες συγκέντρωναν δύναμη εις βάρος των ευγενών (η απαρχή του σύγχρονου έθνους). Πρώτος ο [[Ζαν Μποντέν]] (Jean Bodin) έδωσε έναν ορισμό της κυριαρχίας ως «ο υψηλότερος βαθμός διοίκησης» (''the highest power of command'') και «η απόλυτη και διαρκής δύναμη μιας κοινοπολιτείας» (''the absolute and perpetual power of a commonwealth'').


Ο ορισμός του Μποντέν εξελίχθηκε από τους [[Τόμας Χομπς]] (Thomas Hobbes) και [[Μπένεντικτ ντε Σπινόζα]] (Benedict de Spinoza), οι οποίοι θεωρούσαν την κυριαρχία ως «οντότητα που ενσάρκωνε την ανώτατη πολιτική αρχή, ελεύθερη πάσης φύσεως περιορισμών στις πράξεις της». Οι προϋποθέσεις του Χομπς για την κυριαρχία, στο έργο του ''Leviathan'' το 1651, είναι πως αυτή πρέπει να είναι «απόλυτη και αδιαίρετη». Αν και στο κείμενο του Χομπς γίνεται αναφορά για απόδοση της κυριαρχίας στον ηγεμόνα από τον λαό, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση και διατήρησης της ασφάλειάς του -ένα πρώιμο κοινωνικό συμβόλαιο- είναι νομικά παραδεκτό πως όλοι αυτοί οι ορισμοί αντιλαμβάνονται το κυρίαρχο κράτος, στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων, σαν ένα μαύρο κουτί, του οποίου οι εσωτερικές λειτουργίες είναι αδιάφορες ως προς τις διεθνείς του αλληλεπιδράσεις. Δηλαδή, στην πραγματιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων (''realist international relations theory'') η εσωτερική κατάσταση ή τύπος πολιτεύματος είναι αδιάφορα για το διεθνές νομικό καθεστώς και η προτίμηση ή συγκατάθεση του πληθυσμού είναι άσχετη με τις διεθνείς σχέσεις του κράτους.


Ο [[Ζαν-Ζακ Ρουσσώ]] ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας στο έργο του ''Du Contrat Social, ou Principes du droit politique'' (1762), αναφέροντας πως η νόμιμη αρχή πρέπει να βασίζεται σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο με το οποίο η δύναμη της εξουσίας να αποτελεί μονάχα τη συγκέντρωση της λαϊκής δύναμης. Στο επίκεντρο του έργου του Ρουσσώ, όπως και σε αυτό του Χομπς, βρίσκεται το «κοινό καλό», δηλαδή η προάσπιση του κοινού συμφέροντος. Η βασική διαφορά είναι πως, ενώ στη σκέψη του Χομπς ο λαός παραχωρεί την κυριαρχία σε κάποιον ηγεμόνα για αυτό το σκοπό, στη θεωρία του Ρουσσώ τη διατηρεί και η συγκατάθεσή του νομιμοποιεί τις αποφάσεις της αρχής.
Η εξελικτική πορεία της έννοιας '''κυριαρχία''' είχε ως αφετηρία τον 16ο αιώνα και αφορμή εμφύλιους πολέμους που ξεσπούσαν καθώς ισχυροί μονάρχες συγκέντρωναν δύναμη εις βάρος των ευγενών (η απαρχή του σύγχρονου έθνους). Πρώτος ο '''Jean Bodin''' έδωσε έναν ορισμό της κυριαρχίας ως '''ο υψηλότερος βαθμός διοίκησης''' (''the highest power of command'') και '''η απόλυτη και διαρκής δύναμη μιας κοινοπολιτείας''' (''the absolute and perpetual power of a commonwealth''). <br />
Ο ορισμός του Bodin εξελίχθηκε από τους '''Thomas Hobbes''' και '''Benedict de Spinoza''' οι οποίοι θεωρούσαν την κυριαρχία ως '''οντότητα που ενσάρκωνε την ανώτατη πολιτική αρχή, ελεύθερη πάσης φύσεως περιορισμών στις πράξεις της'''. Οι προϋποθέσεις του Hobbes για την κυριαρχία, στο έργο του “'''Leviathan'''” το 1651, είναι πως αυτή πρέπει να είναι '''απόλυτη και αδιαίρετη'''. Αν και στο κείμενο του Hobbes γίνεται αναφορά για απόδοση της κυριαρχίας στον ηγεμόνα από τον λαό, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση και διατήρησης της ασφάλειάς του -ένα πρώιμο κοινωνικό συμβόλαιο- είναι νομικά παραδεκτό πως όλοι αυτοί οι ορισμοί αντιλαμβάνονται το κυρίαρχο κράτος, στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων, σαν ένα μαύρο κουτί του οποίου οι εσωτερικές λειτουργίες είναι αδιάφορες ως προς τις διεθνείς του αλληλεπιδράσεις. Δηλαδή, στην πραγματιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων (''realist international relations theory'') η εσωτερική κατάσταση ή τύπος πολιτεύματος είναι αδιάφορα για το διεθνές νομικό καθεστώς και η προτίμηση ή συγκατάθεση του πληθυσμού είναι άσχετη με τις διεθνείς σχέσεις του κράτους.


Στην εποχή μας, όπου υπάρχει ισχυρή η δέσμευση για λαϊκές μορφές κυριαρχίας, οι διεθνείς νόμοι αναζητούν μια σύνδεση ανάμεσα στον κρατικό σεβασμό δημοκρατικών ιδεωδών και ατομικών δικαιωμάτων και στην εγκυρότητα των εξωτερικών -διεθνών- πράξεων του κράτους. Παρόλα αυτά, το ζήτημα αυτό είναι περισσότερο διπλωματικής φύσεως και η μη αναγνώριση της κυριαρχίας μιας διοίκησης ελλείψει των προηγούμενων εσωτερικών χαρακτηριστικών μπορεί -και έχει- ανατραπεί δικαστικά, καθώς για τον νόμο σημασία έχει η «κρατικιστική κυριαρχία» (''statist sovereignty''), που υποδηλώνεται από τον «αποτελεσματικό έλεγχο» (''effective control''). Τα στοιχεία που εξετάζονται συνήθως από τα δικαστήρια, για να αποφανθούν για την κυριαρχία μιας εξουσίας, είναι: η θεωρητική δυνατότητα άσκησης αποκλειστικού ελέγχου στους υπηκόους (''[[de jure]] or legal sovereignty'') και η δυνατότητα εφαρμογής του ελέγχου (''[[de facto]] or actual sovereignty'').
Ο '''Jean-Jacques Rousseau''' ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας στο έργο του ''Du Contrat Social, ou Principes du droit politique'' (1762) αναφέροντας πως η νόμιμη αρχή πρέπει να βασίζεται σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο με το οποίο η δύναμη της εξουσίας να αποτελεί μονάχα τη συγκέντρωση της λαϊκής δύναμης. Στο επίκεντρο του έργου του Rousseau, όπως και σε αυτό του Hobbes, βρίσκεται το “κοινό καλό”, δηλαδή η προάσπιση του κοινού συμφέροντος. Η βασική διαφορά είναι πως, ενώ στη σκέψη του Hobbes ο λαός παραχωρεί την κυριαρχία σε κάποιον ηγεμόνα για αυτό το σκοπό, στη θεωρία του Rousseau τη διατηρεί και η συγκατάθεσή του νομιμοποιεί τις αποφάσεις της αρχής. <br />
Στην εποχή μας, όπου υπάρχει ισχυρή η δέσμευση για λαϊκές μορφές κυριαρχίας, οι διεθνείς νόμοι αναζητούν μια σύνδεση ανάμεσα στον κρατικό σεβασμό δημοκρατικών ιδεωδών και ατομικών δικαιωμάτων και στην εγκυρότητα των εξωτερικών -διεθνών- πράξεων του κράτους. Παρόλα αυτά, το ζήτημα αυτό είναι περισσότερο διπλωματικής φύσεως και η μη αναγνώριση της κυριαρχίας μιας διοίκησης ελλείψει των προηγούμενων εσωτερικών χαρακτηριστικών μπορεί -και έχει- ανατραπεί δικαστικά, καθώς για τον νόμο σημασία έχει η '''κρατικιστική κυριαρχία''' (''statist sovereignty'') που υποδηλώνεται από τον '''αποτελεσματικό έλεγχο''' (''effective control''). Τα στοιχεία που εξετάζονται συνήθως από τα δικαστήρια, για να αποφανθούν για την κυριαρχία μιας εξουσίας, είναι: η θεωρητική δυνατότητα άσκησης αποκλειστικού ελέγχου στους υπηκόους (''de jure or legal sovereignty'') και η δυνατότητα εφαρμογής του ελέγχου (''[[de facto]] or actual sovereignty'').


Κυριαρχία και κυριαρχικό δικαίωμα είναι, εν ολίγοις, το ίδιο πράγμα. Είναι το δικαίωμα του κράτους -ή της κυρίαρχης οντότητας- να δρα όπως κρίνει, προς όφελος των πολιτών του. Η νομική βάση της παραπάνω διατύπωσης είναι η '''αποκλειστικότητα δικαιοδοσίας''' (''exclusivity of jurisdiction'') που στο διεθνές δίκαιο σημαίνει ότι το κράτος έχει τον πλήρη έλεγχο των υποθέσεών εντός των ορίων του, δίχως να λογοδοτεί για τον τρόπο που ασκεί τον έλεγχο αυτόν. Συνεπώς, όσο αναγνωρίζεται μια οντότητα ως κυρίαρχη, τα δικαιώματά της δεν παύονται, αναστέλλονται ή παραχωρούνται.
Κυριαρχία και κυριαρχικό δικαίωμα είναι, εν ολίγοις, το ίδιο πράγμα. Είναι το δικαίωμα του κράτους -ή της κυρίαρχης οντότητας- να δρα όπως κρίνει, προς όφελος των πολιτών του. Η νομική βάση της παραπάνω διατύπωσης είναι η «αποκλειστικότητα δικαιοδοσίας» (''exclusivity of jurisdiction''), που στο [[διεθνές δίκαιο]] σημαίνει ότι το κράτος έχει τον πλήρη έλεγχο των υποθέσεών του εντός των ορίων του, δίχως να λογοδοτεί για τον τρόπο που ασκεί τον έλεγχο αυτόν. Συνεπώς, όσο αναγνωρίζεται μια οντότητα ως κυρίαρχη, τα δικαιώματά της δεν παύονται, αναστέλλονται ή παραχωρούνται.

==== Δείτε επίσης ====
== Δείτε επίσης ==
* [[Συνθήκη]]
* [[Συνθήκη]]
* [[Κράτος]]
* [[Κράτος]]

Έκδοση από την 16:43, 10 Μαρτίου 2013

Στο Διεθνές Δίκαιο καθώς και στη διεθνή πολιτική σκηνή ο όρος Κυριαρχία χρησιμοποιείται προκειμένου να υποδηλώσει την ανεξαρτησία αλλά και την αυτονομία ενός Κράτους, ακριβώς επί των σχέσεών του με άλλα Κράτη.
Επίσης ο συναφής όρος εθνική κυριαρχία που χρησιμοποιείται και αυτός ευρύτατα, με λιγότερη ίσως αυστηρότητα, υποδηλώνει (καταδεικνύει) το δικαίωμα ή την αξίωση μιας εθνικής ομάδας για αυτοδιάθεση ή ελεύθερη εκλογή διακυβέρνησης.
Όταν, όμως, χωρίς να υφίσταται κάποια ιδιαίτερη αιτία ή λόγος, επαναλαμβάνεται πομπωδώς και απερίσκεπτα από τους πολιτικούς ο όρος αυτός (της «εθνικής κυριαρχίας»), τότε αντιστρέφεται και γίνεται τεκμήριο έλλειψης εθνικής κυριαρχίας στη πράξη, που διακηρύσσεται για να συγκαλυφθεί η απουσία του.

Ιστορική εξέλιξη

Η εξελικτική πορεία της έννοιας κυριαρχία είχε ως αφετηρία τον 16ο αιώνα και αφορμή εμφύλιους πολέμους που ξεσπούσαν, καθώς ισχυροί μονάρχες συγκέντρωναν δύναμη εις βάρος των ευγενών (η απαρχή του σύγχρονου έθνους). Πρώτος ο Ζαν Μποντέν (Jean Bodin) έδωσε έναν ορισμό της κυριαρχίας ως «ο υψηλότερος βαθμός διοίκησης» (the highest power of command) και «η απόλυτη και διαρκής δύναμη μιας κοινοπολιτείας» (the absolute and perpetual power of a commonwealth).

Ο ορισμός του Μποντέν εξελίχθηκε από τους Τόμας Χομπς (Thomas Hobbes) και Μπένεντικτ ντε Σπινόζα (Benedict de Spinoza), οι οποίοι θεωρούσαν την κυριαρχία ως «οντότητα που ενσάρκωνε την ανώτατη πολιτική αρχή, ελεύθερη πάσης φύσεως περιορισμών στις πράξεις της». Οι προϋποθέσεις του Χομπς για την κυριαρχία, στο έργο του Leviathan το 1651, είναι πως αυτή πρέπει να είναι «απόλυτη και αδιαίρετη». Αν και στο κείμενο του Χομπς γίνεται αναφορά για απόδοση της κυριαρχίας στον ηγεμόνα από τον λαό, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση και διατήρησης της ασφάλειάς του -ένα πρώιμο κοινωνικό συμβόλαιο- είναι νομικά παραδεκτό πως όλοι αυτοί οι ορισμοί αντιλαμβάνονται το κυρίαρχο κράτος, στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων, σαν ένα μαύρο κουτί, του οποίου οι εσωτερικές λειτουργίες είναι αδιάφορες ως προς τις διεθνείς του αλληλεπιδράσεις. Δηλαδή, στην πραγματιστική θεωρία των διεθνών σχέσεων (realist international relations theory) η εσωτερική κατάσταση ή τύπος πολιτεύματος είναι αδιάφορα για το διεθνές νομικό καθεστώς και η προτίμηση ή συγκατάθεση του πληθυσμού είναι άσχετη με τις διεθνείς σχέσεις του κράτους.

Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας στο έργο του Du Contrat Social, ou Principes du droit politique (1762), αναφέροντας πως η νόμιμη αρχή πρέπει να βασίζεται σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο με το οποίο η δύναμη της εξουσίας να αποτελεί μονάχα τη συγκέντρωση της λαϊκής δύναμης. Στο επίκεντρο του έργου του Ρουσσώ, όπως και σε αυτό του Χομπς, βρίσκεται το «κοινό καλό», δηλαδή η προάσπιση του κοινού συμφέροντος. Η βασική διαφορά είναι πως, ενώ στη σκέψη του Χομπς ο λαός παραχωρεί την κυριαρχία σε κάποιον ηγεμόνα για αυτό το σκοπό, στη θεωρία του Ρουσσώ τη διατηρεί και η συγκατάθεσή του νομιμοποιεί τις αποφάσεις της αρχής.

Στην εποχή μας, όπου υπάρχει ισχυρή η δέσμευση για λαϊκές μορφές κυριαρχίας, οι διεθνείς νόμοι αναζητούν μια σύνδεση ανάμεσα στον κρατικό σεβασμό δημοκρατικών ιδεωδών και ατομικών δικαιωμάτων και στην εγκυρότητα των εξωτερικών -διεθνών- πράξεων του κράτους. Παρόλα αυτά, το ζήτημα αυτό είναι περισσότερο διπλωματικής φύσεως και η μη αναγνώριση της κυριαρχίας μιας διοίκησης ελλείψει των προηγούμενων εσωτερικών χαρακτηριστικών μπορεί -και έχει- ανατραπεί δικαστικά, καθώς για τον νόμο σημασία έχει η «κρατικιστική κυριαρχία» (statist sovereignty), που υποδηλώνεται από τον «αποτελεσματικό έλεγχο» (effective control). Τα στοιχεία που εξετάζονται συνήθως από τα δικαστήρια, για να αποφανθούν για την κυριαρχία μιας εξουσίας, είναι: η θεωρητική δυνατότητα άσκησης αποκλειστικού ελέγχου στους υπηκόους (de jure or legal sovereignty) και η δυνατότητα εφαρμογής του ελέγχου (de facto or actual sovereignty).

Κυριαρχία και κυριαρχικό δικαίωμα είναι, εν ολίγοις, το ίδιο πράγμα. Είναι το δικαίωμα του κράτους -ή της κυρίαρχης οντότητας- να δρα όπως κρίνει, προς όφελος των πολιτών του. Η νομική βάση της παραπάνω διατύπωσης είναι η «αποκλειστικότητα δικαιοδοσίας» (exclusivity of jurisdiction), που στο διεθνές δίκαιο σημαίνει ότι το κράτος έχει τον πλήρη έλεγχο των υποθέσεών του εντός των ορίων του, δίχως να λογοδοτεί για τον τρόπο που ασκεί τον έλεγχο αυτόν. Συνεπώς, όσο αναγνωρίζεται μια οντότητα ως κυρίαρχη, τα δικαιώματά της δεν παύονται, αναστέλλονται ή παραχωρούνται.

Δείτε επίσης

Πηγές

Απογραφή: Η έννοια της Κυριαρχίας Bill Carson