Άλωση της Τριπολιτσάς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Pagaeos (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Pagaeos (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 280: Γραμμή 280:


*Κωνσταντίνος Σάθας, ''Τουρκοκρατουμένη Ελλάς'', 1869, εκδ. Καμαρινόπουλου, Αθήναι, 1962 ;
*Κωνσταντίνος Σάθας, ''Τουρκοκρατουμένη Ελλάς'', 1869, εκδ. Καμαρινόπουλου, Αθήναι, 1962 ;
*Karl Mendelssohn-Bartholdy, ''Geschichte Griechenlands von der Eroberung
*Karl Mendelssohn-Bartholdy, ''Geschichte Griechenlands von der Eroberung
Konstantinopels durch die Türken im Jahre 1453 bis auf unsere Tage'', 1870-1874 (Ιστορία της Ελλάδος από της εν έτει 1453 αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, μετάφρ. Αγγέλου Βλάχου, Αθήναι, Κωνσταντινούπολις, 1873
Konstantinopels durch die Türken im Jahre 1453 bis auf unsere Tage'', 1870-1874 (Ιστορία της Ελλάδος από της εν έτει 1453 αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, μετάφρ. Αγγέλου Βλάχου, Αθήναι, Κωνσταντινούπολις, 1873
*Απόστολος Βακαλόπουλος, ''Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821'', 1948, (Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991).
*Απόστολος Βακαλόπουλος, ''Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821'', 1948, (Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991).
*Κυριάκος Σιμόπουλος, ''Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21'', 1982-1990.
*Κυριάκος Σιμόπουλος, ''Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21'', 1982-1990.
Κωστής Παπαγιώργης, ''Κανέλλος Δεληγιάννης'', Καστανιώτης, 2001.
*Κωστής Παπαγιώργης, ''Κανέλλος Δεληγιάννης'', Καστανιώτης, 2001.




==Γενική Βιβλιογραφία==
==Γενική Βιβλιογραφία==
(Ενδεικτική)
(Ενδεικτική)
*Georg Gottfried Gervinus, ''Einleitung in die Geschichte des neunzehnten
*Georg Gottfried Gervinus, ''Einleitung in die Geschichte des neunzehnten
Jahrhunderts'', 1853 (μετάφρ. Ιωάννου Περβάνογλου των ε΄και στ΄ τό-
Jahrhunderts'', 1853 (μετάφρ. Ιωάννου Περβάνογλου των ε΄και στ΄ τό-
μων, των αφορώντων την ελληνική Επανάσταση ως Ιστορία της Επα-
μων, των αφορώντων την ελληνική Επανάσταση ως Ιστορία της Επα-
ναστάσεως και Αναγεννήσεως της Ελλάδος, 1864).
ναστάσεως και Αναγεννήσεως της Ελλάδος, 1864).
*Gustav Friedrich Hertzberg, ''Von der Erhebung der Neugriechen gegen die Pforte bis zum Berliner Frieden (1821–1878)'', Gotha 1879. (μετάφρ. Παύλου Καρολίδου ως ''Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως'', Αθήνα, 1916).
*Gustav Friedrich Hertzberg, ''Von der Erhebung der Neugriechen gegen die Pforte bis zum Berliner Frieden (1821–1878)'', Gotha 1879. (μετάφρ. Παύλου Καρολίδου ως ''Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως'', Αθήνα, 1916).
*Διονύσιος Κόκκινος: ''Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως'', 1930 κ.ε. (4η
*Διονύσιος Κόκκινος: ''Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως'', 1930 κ.ε. (4η
έκδοση, Μέλισσα, 1974).
έκδοση, Μέλισσα, 1974).
*Γιάννης Κορδάτος: ''Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας'', 20ος Αιώνας, 1956-1960.
*Γιάννης Κορδάτος: ''Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας'', 20ος Αιώνας, 1956-1960.

Έκδοση από την 01:49, 15 Φεβρουαρίου 2013

Άλωση της Τρίπολης
Επανάσταση του 1821
Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων.
Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου
Χρονολογία23 Σεπτεμβρίου 1821
ΤόποςΤρίπολη Αρκαδίας
ΈκβασηΆλωση της πόλης από σώματα ατάκτων Ελλήνων
Αντιμαχόμενοι
επαναστατημένοι Έλληνες
Τούρκοι, Αρβανίτες
Ηγετικά πρόσωπα
τοποτηρητής Μεχμέτ Σαλίχ
Δυνάμεις
10.000
περ. 10.000
Απώλειες
100-700
από διάφορες πηγές μεταξύ 6.000 και 32.000 άμαχοι + 8.000 περίπου ενόπλων μετά τη φυγή των Αρβανιτών

Η πολιορκία (από τις αρχές Ιουνίου 1821) και η άλωση (23 Σεπεμβρίου 1821)[1] της Τριπολιτσάς αποτέλεσαν καθοριστικό σταθμό στην πορεία της Ελληνικής Επανάστασης, δεδομένου ότι είχαν ως αποτέλεσμα την σταθεροποίησή της και την επικράτηση των Ελλήνων σε όλη την Πελοπόννησο, πλην ορισμένων φρουρίων.

Η επιτυχία οφείλεται στην διορατικότητα και την επιμονή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος κατόρθωσε να πείσει οπλαρχηγούς και προεστούς για την αναγκαιότητα της κατάληψης της πρωτεύουσας της Πελοποννήσου, και την προετοίμασε με τις νίκες στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά και στην μάχη της Γράνας.

Την άλωση της πόλης ακολούθησε φοβερή σφαγή του οθωμανικού και εβραϊκού πληθυσμού, δεινή λεηλασία και ολοκληρωτική καταστροφή.


Η Τριπολιτσά πριν την Άλωση

Η Τριπολιτσά ήταν την εποχή εκείνη το σημαντικότερο διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της Πελοποννήσου με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, καθώς ήλεγχε τις οδούς προς τις άλλες μεγάλες πόλεις της Πελοποννήσου. Η σημερινή πρωτεύουσα της Αρκαδίας ιδρύθηκε ως Τρίπολις[2] περίπου τον 14ο αιώνα στη θέση τριών ερειπωμένων οικισμών: της Μαντίνειας, της Τεγέας και των Αμυκλών ή του Παλλαντίου[3] και ήδη από το 1786 ήταν έδρα του βιλαετίου του Μοριά με διοικητή τον Πασά του Μορέως.

Οι Έλληνες είχαν δοκιμάσει να την πολιορκήσουν για πρώτη φορά το 1770 κατά τα ορλωφικά που όμως έληξαν άδοξα και οδήγησαν στη σφαγή του ελληνικού πληθυσμού.[4]

Τα προ της πολιορκίας

Η Τριπολιτσά προστατευόταν από τείχος μήκους 3,5 χλμ. ύψους περίπου 4 μέτρων και πάχους δύο μέτρων στη βάση και ενός περίπου πιο πάνω. Είχε πύργους με διπλές πολεμίστρες, και τριάντα κανόνια, λίγα από τα οποία ήταν σε καλή κατάσταση. Το τείχος, που είχε επτά πύλες, δεν ήταν σε κλασικό κυκλικό σχήμα. Υπήρχε επίσης ένα μικρό τετράγωνο φρούριο στο εσωτερικό του τείχους, σε ένα νοτιοδυτικό ύψωμα, ακρόπολις τρόπον τινά. Παρά την οχύρωσή της αυτή, η Τριπολιτσά ήταν περισσότερο ευάλωτη από τα υπόλοιπα κάστρα της Πελοποννήσου, γιατί βρισκόταν καταμεσής μιας πεδιάδας, γιατί το τείχος ήταν φτιαγμένο από απλές χωρίς ενίσχυση πέτρες αλλά κυρίως επειδή δεν μπορούσε να ελπίζει σε οποιαδήποτε υποστήριξη από θαλάσσης.[5]

Σύμφωνα με τον Gordon, οι κάτοικοι της πόλης πριν από την Επανάσταση, ανέρχονταν σε 15000, εκ των οποίων 7.000 Έλληνες και 1.000 Εβραίοι. [6] Σύμφωνα με άλλες πηγές,κατά το 1821 κατοικούσαν στην πόλη 13000 Έλληνες,7000 Τούρκοι καθώς και 400 Εβραίοι.[7] Μόλις άρχισαν οι εχθροπραξίες, οι Έλληνες έφυγαν και πολλοί Τούρκοι κατέφυγαν στην Τριπολιτσά, όπως και σε άλλες οχυρές πόλεις, [8]με συνέπεια να διπλασιαστεί πληθυσμός της και να φτάσει στους τριάντα χιλιάδες κατοίκους τουλάχιστον. H πόλη δεν είχε επάρκεια τροφίμων, αλλά, παρά το ότι οι Έλληνες κατέστρεψαν τα υδραγωγεία, τα νερά των πηγαδιών της ήταν άφθονα και πόσιμα.[9]

Διοικητής της Πελοποννήσου στην περίοδο της κήρυξης της επανάστασης ήταν ο Χουρσίτ Μεχμέτ πασάς, απασχολημένος όμως τον καιρό εκείνο εναντίον του Αλή πασά στην Ήπειρο. Όταν έμαθε για την πολιορκία, ο Χουρσίτ έστειλε στην Τριπολιτσά 3.500 στρατιώτες υπό τον Κεχαγιάμπεη.[10] Άλλοι ηγέτες των Τούρκων ήταν ο Δεφτερντάρης, ο Σιέχ-Νετσίπ εφέντης και ο Κιαμήλμπεης της Κορίνθου, όλοι Πελοποννήσιοι. Διοικητές της πόλης ήταν ο Κεχαγιάμπεης και ο καϊμακάμης Σελίχ Μεχμέτ, αλλά μεγάλη ήταν η επιρροή της γυναίκας του Χουρσίτ. Η δύναμη των ενόπλων ήταν 10.000 άντρες, Αλβανοί, Ασιάτες και Πελοποννήσιοι Οθωμανοί.[11]

Πριν ακόμη εκραγεί η Επανάσταση είχαν έλθει στην Τριπολιτσά αρκετοί αρχιερείς και προεστοί, ύστερα από διαταγή των Τούρκων οι οποίοι είχαν πληροφορίες για την σχεδιαζόμενη εξέγερση, με κάποια πρόφαση διοικητικών ρυθμίσεων.[12] Έμειναν εκεί ως όμηροι σε όλο το διάστημα της πολιορκίας, υπό μαρτυρικές συνθήκες διαβίωσης.

Τη στρατηγική σημασία της κατάληψης της Τρίπολης περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον είχε κατανοήσει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Χάρη στην επιμονή του οι Έλληνες απέφυγαν την πολυδιάσπαση που είχε προταθεί από άλλους οπλαρχηγούς που στόχευαν στα μικρά μεσσηνιακά κάστρα και επικεντρώθηκαν σε έναν μεγάλο και κεντρικό στόχο, που θα βοηθούσε στον ουσιαστικό έλεγχο της Πελοποννήσου. Είχαν άλλωστε προηγηθεί οι νίκες του στο Βαλτέτσι (12 Μαΐου) και στα Δολιανά (18 Μαΐου).[13]

Η πολιορκία

Τέσσερα μεγάλα σώματα πολιορκητών σχημάτιζαν ημικύκλιο γύρω από την Τριπολιτσά. Το αριστερό κατείχε ο Κολοκοτρώνης με 2.500 άντρες, το δεξιό ο Γιατράκος με 1.500, το κέντρο με 1.000 ο Αναγνωσταράς και πίσω από το δεξιό και το κέντρο βρισκόταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με 1.500 άντρες. Οι δρόμοι προς Άργος και Λεοντάρι φυλάγονταν από 150 και τριακόσιους άντρες αντίστοιχα.[14] Αρχιστράτηγος ανακηρύχθηκε ο Πετρόμπεης[15] υπό την υπέρτατη ηγεσία του Δημητρίου Υψηλάντη, αλλά πραγματικός αρχηγός ήταν ο Κολοκοτρώνης.[16]

Μέχρι τον Αύγουστο λάμβαναν χώραν ακροβολισμοί μεταξύ των εμπολέμων, στους οποίους υπερτερούσαν οι Έλληνες όταν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν το πεζικό των Τούρκων. Αλλά κι όταν επετίθετο το ιππικό τους, αποσύρονταν στους πρόποδες των βουνών και πάλι προξενούσαν βλάβη στους Τούρκους προστατευμένοι από την μορφολογία του εδάφους.[17]

Τον Αύγουστο μαθεύτηκε ότι ο Κιαμήλμπεης θα μετέφερε ενισχύσεις και πολεμοφόδια στην επίσης πολιορκούμενη Κόρινθο. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε κι ανοίχθηκε τάφρος (γράνα) πάνω στον δρόμο που θ’ ακολουθούσαν οι Τούρκοι, αλλά ο Κιαμήλμπεης δεν βγήκε τελικά. Βγήκαν όμως στις 10 Αυγούστου πάνω από τέσσερις χιλιάδες Τούρκοι και συγκέντρωσαν άφθονα τρόφιμα από τα γύρω χωριά. Στην επιστροφή τους προσβλήθηκαν από τους ενεδρεύοντες στην τάφρο Έλληνες, υπέστησα βαριές απώλειες και όλες οι τροφές και τα ζώα έπεσαν στα χέρια των πολιορκητών. Η μάχη αυτή, της Γράνας λεγόμενη, έφερε σε απόγνωση τους πεινασμένους ήδη Τούρκους.[18]

Τέλη Αυγούστου έφτασε από την Μασσαλία με πλοίο του ο Σκώτος φιλέλληνας Thomas Gordon (Τόμας Γκόρντον), με Έλληνες και φιλέλληνες εθελοντές, τρία πυροβόλα και εξακόσια τουφέκια. Αλλά το πυροβολικό των Ελλήνων πολύ μικρή ζημιά μπόρεσε να προκαλέσει στον εχθρό, παρά τις προσπάθειες των ξένων εθελοντών, μεταξύ των οποίων και ο Raybaud.[19]

Τότε ο Υψηλάντης, και ενώ είχαν ήδη εκδηλωθεί επιδημίες στην πόλη, πρότεινε παράδοση της πόλης υπό ευνοϊκούς όρους, αλλά αυτή απερρίφθη υπεροπτικά από τους Τούρκους.[20]

Στις 26 Αυγούστου διαδόθηκε η φήμη ότι ο τουρκικός στόλος έφερνε στην Πάτρα 10.000 στρατιώτες για απόβαση, ενώ στην πραγματικότητα είχε μόνο 1000 Αλβανούς.[21] Δεδομένου ότι υπήρχε φόβος ότι τα στρατεύματα αυτά θα ενίσχυαν την πολιορκούμενη Τριπολιτσά, ο Υψηλάντης εξεστράτευσε στον Κορινθιακό κόλπο με 500 άντρες του Κολοκοτρώνη, μεταξύ των οποίων ο ανεψιός του Αποστάλης και οι γιοι του Πάνος και Γενναίος. Ο Οθωμανικός στόλος αγκυροβόλησε στη Ζάκυνθο, εφοδιάστηκε από τις ουδέτερες Αρχές του νησιού και στις 7 Σεπτεμβρίου κατέπλευσε στην Πάτρα. Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου έγινε απόβαση 700 Αλβανών του στόλου, οι οποίοι μπήκαν στο εγκαταλελειμμένο Αίγιο και το κατέκαψαν, ενώ διασκορπίστηκαν σε όλη την επαρχία λαφυραγωγούντες. Στις 19 Σεπτεμβρίου ο τουρκικός στόλος έπλευσε προς το Γαλαξίδι, όπου αιχμαλώτισε 34 πλοία, κατέστρεψε τα υπόλοιπα, έσφαξε λίγους γέροντες που είχαν μείνει στην πόλη και την έκαψε. Τελικά όμως ο στόλος δεν ανακούφισε τους πολιορκημένους της Τριπολιτσάς. Σκοπός του ήταν να διευκολύνει την μετάβαση στρατευμάτων προς την Πελοπόννησο αλλά η εκστρατεία αυτή απέτυχε λόγω της ήττας των Τούρκων στην μάχη των Βασιλικών.[22] Εν τω μεταξύ παραδόθηκαν στους Έλληνες τα φρούρια της Μονεμβασιάς και του Ναβαρίνου.

Δεδομένου ότι «η εκ περάτων της Πελοποννήσου υπερσωρευθείσα πληθύς ηπείλει διαρπαγήν γενικήν» κατά Φιλήμονα, αποφασίστηκε ότι οι στρατιώτες, οι οποίοι δεν είχαν πληρωθεί από την αρχή της πολιορκίας, θα λάμβαναν τα δύο τρίτα της λείας ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο θα πήγαινε στο Εθνικό θησαυροφυλάκιο.[23] Η μοιρασιά μεταξύ των ανδρών θα ήταν ισότιμη: η οπισθοφυλακή θα λάμβανε όσα και η εμπροσθοφυλακή. Μερίδια είχαν προβλεφθεί ακόμα και για τις οικογένειες των νεκρών κατά τη διάρκεια της μάχης. Παράλληλα θεσπίστηκαν ειδικές αμοιβές για κάθε αιχμάλωτο Τούρκο,[24] ενώ μέχρι τότε πληρώνονταν μόνο για τα κομμένα κεφάλια που έφερναν στο στρατόπεδο (τρεις πιάστρες). Οι Κεχαγιάμπεης, Κιαμήλμπεης και άλλοι επίσημοι Τούρκοι επικηρύχθηκαν.[25]

Οι Τούρκοι σε απόγνωση

Οι στρατιωτικές ήττες έκαναν τους εντός της Τρίπολης Οθωμανούς να διαιρεθούν σε τρεις φατρίες: τους εντόπιους Τούρκους με αρχηγό τον Κιαμήλμπεη, τους Τούρκους που είχαν έλθει από την Ασία με αρχηγούς τον Κεχαγιάμπεη και τον καϊμακάμη, και τους Αλβανούς που είχε στείλει ο Χουρσίτ -τέσσερις χιλιάδες κατά τον Φωτάκο[26] και είχαν αρχηγό τους τον Ελμάσμπεη. Κατά τον Τρικούπη, η πρώτη ομάδα ζητούσε ασφάλεια, η δεύτερη τιμή και η τρίτη χρήματα. Και οι τρεις έβλεπαν κάθε αντίσταση μάταια, αφού έμαθαν ότι ηττήθηκε στα Βασιλικά η βοήθεια που ερχόταν από ξηράς. Αλλά οι μεν περί τον Κεχαγιάμπεη Οθωμανοί της Ασίας πρότειναν έξοδο και διαφυγή προς το Ναύπλιο, οι Αλβανοί δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν κατά την έξοδο (ξέροντας μάλιστα ότι αν έφευγαν οι υπόλοιποι θα έρχονταν εύκολα σε συμφωνία με τους Έλληνες), οι δε εντόπιοι Τούρκοι δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν την ασφάλεια των οικογενειών τους και ήταν συνεπώς υπέρ ενός συμβιβασμού, βασιζόμενοι και στις σχέσεις τους με τους Έλληνες προκρίτους. Σημειωτέον ότι οι Ασιάτες και οι Αλβανοί δεν είχαν οικογένειες να φροντίσουν.

Εν τω μεταξύ οι Αλβανοί έκαναν μαύρη αγορά τροφίμων και νερού ακόμη, και πήραν τους καθυστερούμενους μισθούς τους αφού απέκλεισαν τον Κεχαγιάμπεη στο σαράι του. Οι δε Έλληνες πολιορκητές είχαν φτάσει «επ’ ελπίδι λαφυραγωγίας» τις 15.000 και κάποιοι απ’ αυτούς πουλούσαν τη νύχτα εφόδια στους πολιορκημένους.[27]

Οι υπέρ του συμβιβασμού Τούρκοι υποκίνησαν τις γυναίκες, κάτι που συνηθιζόταν στους Οθωμανούς σε περιόδους κρίσεως, κι έτσι στις 6 Σεπτεμβρίου συγκεντρώθηκαν αυτές κάτω από το σαράι και απαιτούσαν έντονα συμβιβασμό γιατί πέθαιναν από την πείνα και την δίψα. Σε σύσκεψη που έγινε αμέσως μετά, ο Κεχαγιάμπεης αναγκάστηκε να υποχωρήσει κι αποφασίστηκε να γίνουν προς τους Έλληνες προτάσεις συμβιβασμού μέσω των αρχιερέων και προεστών που κρατούνταν ως όμηροι στην Τρίπολη.[28]

Οι όμηροι

Οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι ήταν στην αρχή απλώς σε περιορισμό μέσα στην πόλη. Στις αρχές Απριλίου οι Τούρκοι αφόπλισαν και φυλάκισαν δεκαοκτώ σωματοφύλακες των ομήρων που είχαν μπει μαζί τους στην πόλη και στις 16 Απριλίου αποκεφάλισαν τον ανεψιό ενός προεστού κι έναν από τους ανθρώπους τους ως συνεννοούμενους με τους πολιορκητές. Αμέσως μετά το πλήθος των Τούρκων όρμησε κατά των ομήρων αλλά αποκρούστηκε από την φρουρά. Στις 17 οι όμηροι φυλακίστηκαν «εις καθησύχασιν του όχλου» ο οποίος την επομένη θανάτωσε τους δεκαοκτώ σωματοφύλακες.

Οι όμηροι έζησαν πέντε μήνες σε τραγικές συνθήκες. Όταν τους αποφυλάκισαν οι Τούρκοι για να τους χρησιμοποιήσουν στις διαπραγματεύσεις, είχε πεθάνει ήδη ένας μητροπολίτης και ένας διάκονος. Έξι ακόμη πέθαναν αμέσως μετά την αποφυλάκιση σε μια μόνο μέρα και δύο ύστερα από λίγο. Οι Τούρκοι δικαιολογήθηκαν ότι τους είχαν φυλακίσει για να τους προστατεύσουν από τον όχλο και τους υπαγόρευσαν επιστολές προς τους πολιορκητές. [29]

Οι επίσημες διαπραγματεύσεις

Αλλά επιστολές αυτές ήταν απειλητικές περισσότερο παρά συμβιβαστικές. Οι Τούρκοι καλούσαν τους Έλληνες να καταθέσουν τα όπλα και να επικαλεστούν το έλεος του Σουλτάνου, διαφορετικά θα πωλούνταν όπως άλλοτε πουλήθηκαν οι Σέρβοι προς τρία γρόσια ο άνθρωπος. Ρωτούσαν τέλος τί ζητούσαν. Οι Έλληνες απάντησαν ότι διασφαλίζουν τη ζωή και την τιμή των Τούρκων και ότι τους επιτρέπουν να μεταβούν αλλού. Οι Τούρκοι ζήτησαν συνάντηση πληρεξουσίων, οι πολιορκητές συμφώνησαν και έγινε ανακωχή.

Αμέσως ξεχύθηκε πλήθος πεινασμένων γυναικών και παιδιών από την πόλη. Οι Αλβανοί που στέκονταν στις πύλες τους απογύμνωναν από ό,τι είχαν. Οι Έλληνες δέχτηκαν τους πρώτους που βγήκαν, αλλά τουφέκιζαν και απωθούσαν το δεύτερο κύμα εξερχομένων. Ταυτόχρονα όμως τους απωθούσαν και οι Τούρκοι πυροβολώντας από τα τείχη. Τελικά αφέθηκαν όσοι είχαν βγει από τα τείχη να μένουν στα μετόπισθεν του στρατοπέδου, στον δρόμο προς Καλάβρυτα και να διατρέφονται όπως μπορούσαν.

Στις 15 Σεπτεμβρίου στήθηκε σκηνή στην πεδιάδα έξω από την πόλη, κατά τον Άγιο Αθανάσιο, όπου προσήλθαν οι πληρεξούσιοι των τριών φατριών για διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες. Η ελληνική πλευρά επανέλαβε τις προηγούμενες απαιτήσεις της και οι Τούρκοι επέστρεψαν στην πόλη για συνεννοήσεις. Έγινε και δεύτερη συνάντηση, κατά την οποία οι Τούρκοι ζήτησαν να τους δοθούν 1800 ζώα για να μεταφερθούν ένοπλοι στους Μύλους του Ναυπλίου και 40 ευρωπαϊκά πλοία για να τους περάσουν σε ασφαλή τόπο. Οι Έλληνες δέχτηκαν την μεταφορά των Τούρκων με τα πλοία, αλλά αόπλων. Δήλωσαν ότι τους άφηναν την (κινητή) περιουσία τους, αλλά ζητούσαν πενήντα εκατομμύρια γρόσια για την καταστροφή της Πελοποννήσου και ως πολεμική αποζημίωση. Σε τρίτη συνάντηση δεν επήλθε συμφωνία και οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν.[30]

Οι ιδιωτικές συμφωνίες

Δεδομένου ότι οι Αλβανοί εν γένει θεωρούνταν προσκείμενοι στον Αλή πασά των Ιωαννίνων, Σουλιώτες απεσταλμένοι -σύμμαχοι πλέον του Αλή- πρότειναν να συναφθεί χωριστή συμφωνία με τους Αλβανούς της Τριπολιτσάς. Έτσι και η άμυνα της πόλης θα αποδυναμωνόταν και ο Αλής θα ενισχυόταν απ’ αυτούς στον αγώνα του κατά των σουλτανικών στρατευμάτων, προς όφελος της Επανάστασης.

Οι Έλληνες δέχθηκαν ευχαρίστως το σχέδιο και οι Αλβανοί επίσης. Ο Ελμάσμπεης ήλθε σε συμφωνία με τον Κολοκοτρώνη : οι Αλβανοί θα έφευγαν με τα όπλα τους και όλη τους την αποσκευή, τα χαρέμια των πασάδων και τους επισημότερους Τούρκους, τον Κεχαγιάμπεη δηλαδή, τον καϊμακάμη, τον καδή καθώς και με μερικούς άλλους που δεν ήταν Πελοποννήσιοι. Υπόσχονταν δε να πολεμήσουν κατά του σουλτάνου μόλις επέστρεφαν ασφαλείς στην Ήπειρο. Δόθηκαν όμηροι από πλευράς Κολοκοτρώνη και Κανέλλου Δεληγιάννη.[31]

Όταν έμαθαν οι εντόπιοι Τούρκοι την συμφωνία των Αλβανών, πανικοβλήθηκαν. Οι Αλβανοί και οι Ασιάτες θα έφευγαν και θα έμεναν μόνοι, αυτοί και οι οικογένειές τους, απέναντι στους επαναστάτες. Άγριες φιλονικίες με αλληλοπυροβολισμούς ξέσπασαν μεταξύ Αλβανών και Τούρκων,[32] κι άρχισαν οι τελευταίοι να έρχονται σε συμφωνία με τους Έλληνες είτε μεμονωμένα είτε σε ομάδες, να βγαίνουν από την πόλη και να δηλώνουν ότι παραδίνονται στους γνωρίμους τους, με τις οικογένειες και τα αγαθά τους.[33]

Αλλά και από πλευράς Ελλήνων υπήρχαν έντονα παράπονα. Έβλεπαν ότι τα αναμενόμενα λάφυρα, και πρωτίστως οι θησαυροί των Αλβανών, έφευγαν από τα χέρια τους.[34]

Ουσιαστικά οι εχθροπραξίες είχαν σταματήσει. Πολλοί Έλληνες μπαινόβγαιναν στην πόλη είτε με επίσημη ιδιότητα είτε εξ ιδίας πρωτοβουλίας. Άλλοι ως όμηροι, άλλοι για την καταγραφή και την διανομή της κινητής περιουσίας των Τούρκων και άλλοι για να φρουρήσουν τα σπίτια των Οθωμανών αρχόντων ύστερα από παράκλησή τους.[35] Οι Τούρκοι παρέδιδαν στους Έλληνες πολύτιμα αντικείμενα είτε ως ανταμοιβή της μελλοντικής προστασίας τους είτε προς φύλσξιν.[36]

Κατά τον Raybaud Κολοκοτρώνης, Πετρόμπεης και Μπουμπουλίνα θησαύρισαν από τις συναλλαγές αυτές με τους Τούρκους.[37] Σύμφωνα με τους ξενους συγγραφείς η Μπουμπουλίνα πήρε πλούσια δώρα από τις πλούσιες Εβραίες «έναντι αορίστων επαγγελιών».[38]

Ως μέρα αναχώρησης των Αλβανών ορίστηκε η 23 Σεπτεμβρίου. Τα πράγματά τους τα έστειλαν προς φύλαξιν στην σκηνή του Κολοκοτρώνη.[39]

Η άλωση

Από τα χαράματα της 23ης όλη η Τριπολιτσά ήταν σε μεγάλη αναστάτωση : οι Αλβανοί ετοιμάζονταν να βγουν ενώ οι Πελοποννήσιοι Τούρκοι συζητούσαν για νέες διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες. Συνέπεια αυτής της αναστάτωσης ήταν να μείνει αφρούρητο το κανονοστάσιο της πύλης της Ναυπλίας.

Σύμφωνα με τον Τρικούπη, τις εννέα η ώρα το πρωί πενήντα άντρες, με δική τους πρωτοβουλία, ανέβηκαν στο τείχος πατώντας ο ένας στους ώμους του άλλου, άνοιξαν την πύλη και ύψωσαν την ελληνική σημαία. Οι Τούρκοι σήμαναν συναγερμό, οι Έλληνες άνοιξαν κι άλλες πύλες, κι όρμησαν όλοι μέσα στην πόλη. Από αυτούς που «εισεπήδησαν το τείχος» ο Τρικούπης αναφέρει μόνο το όνομα του αγωνιστή Παναγιώτη Κεφάλα.[40]

Κατά τον Φιλήμονα πρωτεργάτης της άλωσης ήταν ο Εμμανουήλ Δούνιας και κατά τον Φωτάκο[41] οι Εμμανουήλ Δούνιας και ο Σπετσιώτης Αυραντίνης. Αυτοί είχαν συνδεθεί με φιλία με ένα Τουρκο πυροβολητή που τους ανεβοκατέβαζε συχνά στο τείχος με σχοινιά. Επωφελούμενος της αναστάτωσης της ημέρας ο Δούνιας ανέβηκε πάλι με σχοινί που του έρριξε ο Τούρκος φίλος του, τον συνέλαβε και κάλεσε με χειρονομίες τους Έλληνες που βρίσκονταν κοντά, οι οποίοι ανέβηκαν στο τείχος όπως περιγράφει και ο Τρικούπης.[42] Ύστερα έστρεψε τα πυροβόλα κατά της πόλης κι άρχισε να κτυπά το σαράι.

Παραπλήσια ή με συνδυασμό των δύο εκδοχών[43] ή κάπως διαφορετικά αφηγούνται τα γεγονότα οι άλλοι συγγραφείς. Κατά τον Τούρκο ιστορικό Αχμέτ Δζεβδέτ πασά, οι πολιορκητές μπήκαν στην πόλη όταν άνοιξαν οι πύλες για να βγουν οι Αλβανοί.[44]

Όταν οι Έλληνες πλημμύρισαν την πόλη, οι Αλβανοί συγκεντρώθηκαν όλοι στο σαράι, αμέτοχοι των συγκρούσεων, επικαλούμενοι την συνθήκη που είχαν κάνει. Παρά το ότι, κατά το δίκαιο του πολέμου, η συνθήκη αυτή ήταν άκυρη πια, ο Κολοκοτρώνης φρόντισε για την ασφαλή αποχώρησή τους υπό τον Πλαπούτα που τους είχε δοθεί ως όμηρος, παραδίδοντάς τους και την αποσκευή τους που ήταν στην φύλαξή του.[45]

Η σφαγή

Οι Τούρκοι προσπάθησαν ν’ αντισταθούν αλλά μάταια. Μερικοί κλείστηκαν στην Μεγάλη Τάπια, την ακρόπολη δηλαδή, άλλοι στο τουρκικό σχολείο και πολλοί οχυρώθηκαν στα σπίτια τους.[46] Ελάχιστοι παραδόθηκαν. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν ή «εκάησαν μέσα εις αυτά με της φαμίλιαις των παρά να παραδοθούν εις τους δούλους των».[47] Ο δελήμπασης (αρχηγός του ιππικού) του Χουρσίτ έβαλε φωτιά στο σαράι για να κάψει τα χαρέμια αλλά οι Έλληνες πρόλαβαν να σβήσουν την φωτιά και οι γυναίκες των πασάδων παραδόθηκαν στην φύλαξη του Πετρόμπεη.[48] Όλοι οι Τούρκοι αρχηγοί αιχμαλωτίστηκαν.[49] Αλλά το πλήθος των Τούρκων έμελλε να σφαγεί ανηλέητα.

«Ήτον ημέρα καταστροφής, πυρκαϊάς, λεηλασίας και αίματος. Άνδρες, γυναίκες, παιδία, όλοι απέθνησκαν......η δε δίψα της εκδικήσεως κατεσίγαζε την φωνήν της φύσεως. Εν ταις οδοίς, εν ταις πλατείαις, παντού δεν ηκούοντο ειμή μαχαιροκτυπήματα, πυροβολισμοί, πάταγοι κατεδαφιζομένων οικιών εν μέσω φλογών, φρυάγματα οργής και γόοι θανάτου• εστρώθη το έδαφος πτωμάτων......εφαίνοντο δε οι Έλληνες ως θέλοντες να εκδικηθώσιν εν μια ημέρα αδικήματα τεσσάρων αιώνων. Οι δε εν Τριπολιτσά Εβραίοι......όλοι κατεστράφησαν». Αυτή είναι η μάλλον λιτή αφήγηση της σφαγής κατά τον Τρικούπη.[50]

«Γυναίκες...νεανίδες...βρέφη...νέοι, γέροντες, άντρες, ανάμικτοι κατέκειντο θέαμα βαρυπενθές, και οιονεί διεμαρτύροντο κατά της διαιρούσης την ανθρωπότητα πολιτικής τυραννίας και θρησκευτικής ετεροδοξίας. Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ιν’ είπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ουθ’ ο πεζός, ουθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλά επί πτωμάτων». Είναι η εικόνα, πολύ παραστατικότερη, που δίνει ο Φιλήμων.[51]

Και οι αυτόπτες. Κολοκοτρώνης : «Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη...Το ασκέρι όπου ήτον μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άντρες, τριάνταδύο χιλιάδες».[52] Φωτάκος : «Ακόμα και τώρα έρχεται στο νού μου το λιάνισμα και το τρίξιμο των κοκκάλων και ανατριχιάζω. Τους επαρακάλεσα να παύσουν την σφαγή αλλά δεν εκατόρθωσα τίποτα, μάλιστα εφοβήθηκα μη μου δώσουν και εμένα καμία πληγήν. Τόσην ήτο η μέθη των δια να σκοτώνουν Τούρκους...»[53] Raybaud (ο μόνος αυτόπτης από τους ξένους συγγραφείς)[54] : «σ’ ένα μόνο νόμο υπάκουαν, σ’ αυτόν της καταστροφής• σ’ ένα σύνθημα, της σφαγής».[55]

Πλην του Φωτάκου «πολλοί καπεταναίοι και άλλοι Έλληνες από φιλανθρωπίαν ήθελαν να σώσουν κανένα Τούρκον».[56] Κατά τον Raybaud οι Κολοκοτρώνης και Γιατράκος προσπάθησαν να σταματήσουν την σφαγή και οι Ρόδιος, Πάτροκλος και κάποιοι Πελοποννήσιοι χωρικοί έσωσαν Τούρκους.[57] Μάταιες όμως ήταν οι προσπάθειες των αρχηγών. Τρεις μέρες κράτησε η σφαγή και η λεηλασία. Στις 26 Σεπτεμβρίου, για να σταματήσει το κακό, ο Κολοκοτρώνης διόρισε αστυνόμο τον Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο και του έδωσε 200 άνδρες ώστε «να περιέρχεται έσωθεν της πολιτείας εις τους δρόμους και εις τα οσπήτια και εις ταις πόρταις δια να μη ακολουθούν αταξίαι, αρπαγαί, και φερσίματα αλλόκοτα από τους ατάκτους, τους οποίους να παιδεύη αυστηρώς».[58]

Την τρίτη μέρα θανατώθηκαν όσοι Τούρκοι είχαν καταφύγει πεινασμένοι στο στρατόπεδο των Ελλήνων πριν από την άλωση. Η δε λεηλασία ήταν τόσο δεινή «ώστε αι πλείσται των οικιών εγυμνώθησαν και αυτής της ξυλώσεώς των».[59]

Ο αριθμός των ελληνικών απωλειών κατά την άλωση ποικίλλει κατά τους συγγραφείς : από 100 έως 700.[60] Εξ ίσου μεγάλη αμφισβήτηση υπάρχει για τον αριθμό των Τούρκων και Εβραίων που εξοντώθηκαν. Οι αριθμοί του Κολοκοτρώνη και του Παπατσώνη (32.000 και 30.000) θεωρούνται υπερβολικοί. Ο Τρικούπης[61] και ο Φιλήμων[62] υπολογίζουν τα θύματα σε 10.000, αριθμό που ο Σιμόπουλος θεωρεί πλησιέστερο προς την αλήθεια.[63]

Η εξήγηση των αιτίων της σφαγής

Ο Φωτάκος προσπαθεί να δικαιολογήσει την σφαγή : «Δεν τους εσκότωσαν από ωμότητα οι Έλληνες τους Τούρκους, καθώς η πολιτισμένη Ευρώπη μας εκατηγόρησεν, ούτε διά κανένα άλλον σκοπόν, καθώς είδαμε, αλλά από δικαίαν εκδίκησιν, την οποίαν έτρεφαν εναντίον των». Αναφέρει τις αιτίες του μίσους κατά των Τούρκων και δικαιολογεί αναλυτικότερα την σφαγή των Εβραίων της Τριπολιτσάς.[64]

«Αλίμονο !» γράφει ο Raybaud «ένας ολόκληρος πληθυσμός έπρεπε να προσφερθεί για να εξιλεωθούν οι σκιές των θυμάτων της Σμύρνης, της Κωνσταντινούπολης και του Αϊβαλιού» και αιτιολογεί την σφαγή των Εβραίων ως εκδίκηση για την συμπεριφορά των ομοθρήσκων τους κατά των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη.[65]

Φιλήμων : «Ουδείς αρνείται το κακόν, και ημείς απέχομεν πάσης υπερασπίσεως επί της ουσία. Αλλ’ υπήρξέ ποτε επανάστασις κατά εξουσίας τυραννικής, και ταύτης αλλοεθνούς, αλλοθρήσκου και αλλογλώσσου, μη συνοδευθείσα μεθ’ όλων των… συνεπειών εκείνων, οίας προκαλούσι…τα παθήματα του παρελθόντος και η ανάγκη του παρόντος ;» Και συνεχίζει αναφερόμενος στις τουρκικές βαρβαρότητες και στην αδυναμία των Ελλήνων αρχηγών να επιβληθούν.[66]

Με πνεύμα δικαιολόγησης της σφαγής έγραψαν οι Μιχαήλ Οικονόμου[67] και Αμβρόσιος Φραντζής.[68]

Ο Νικόλαος Σπηλιάδης είναι «ορθολογικότερος» : Οι Έλληνες έπρεπε όλοι να βάψουν τα χέρια τους στο αίμα των τυράννων τους για να συνηθίσουν να τους σκοτώνουν και να μη μείνει καμιά ελπίδα συνδιαλλαγής. Άλλωστε δεν μπορούσαν να τους τρέφουν, κινδύνευαν από επιδημίες εξ αιτίας τους και θα τους είχαν στα νώτα τους σε περίπτωση εισβολής των Τούρκων.[69]

«Λαός, αποτινάσσων πολυχρόνιον και βαρύν ζυγόν», λέει ο Τρικούπης «κινείται πάντοτε θηριωδώς κατά των δεσποτών του• ο δε οπλοφόρος της Ελλάδος λαός ήτον έτι μάλλον ακράτητος κατ' εκείνας τας ημέρας, διότι ούτε κυβέρνησις υπήρχεν, ούτε μισθός εδίδετο, ούτε τροφαί τακτικώς διενέμοντο, ούτε μέλλον ασφαλές εφαίνετο, ούτε ο άτακτος επαιδεύετο, ούτε ο σωφρονών αντημείβετο».[70] Και καταλήγει : «Ουδαμώς προτιθέμεθα να δικαιολογήσωμεν τας επί της αλώσεως της Τριπολιτσάς απανθρωπίας των Ελλήνων, ως απανθρωπίας ομογενών, υπενθυμίζομεν μόνον, ότι παντός λαού ιστορία, και αυτών των μάλλον εξευγενισμένων, έχει σελίδας απανθρωπίας» και φέρνει παράδειγμα την σφαγή που διατάχθηκε από τον Ναπολέοντα στην Ιόππη (Γιάφα).[71]

Κατά τον Παπαρρηγόπουλο η «ανωφελής και ανηλεής» σφαγή πολλών χιλιάδων Οθωμανών «ημπορεί ίσως να εξηγηθή εκ του προαιωνίου μεταξύ των δύο φυλών και θρησκειών πάθους, αλλά να δικαιολογηθή δεν επιτρέπεται».[72]

Πλην του Raybaud προσπάθεια αιτιολόγησης της σφαγής έκαναν oι Gordon,[73] Mendelssohn-Bartholdy,[74] Abraham John Valpy,[75] J. Irving Manat[76] να μπει σε υποσημ. και άλλοι.

«Ευκόλως δύναταί τις να συμπεράνη οποίαι πράξεις έλαβον χώραν κατά την περίστασιν ταύτην», γράφει ο Δημήτριος Αινιάν «όταν συλλογισθή από πόσα και οποία πάθη εκυριεύοντο οι εισβαλόντες εις την πόλιν, και διά πόσας αναμνήσεις δεινών έπρεπε να ικανοποιηθώσιν!»...«ως δε συμβαίνει εις τοιαύτας εκ ταυτομάτου λαμβάνουσας χώραν πράξεις, ουδέν κίνημα εγίνετο εκ σχεδίου τινός, εκ παραγγελίας, ή εκ συνεννοήσεως».[77]

Αντίθετα, κατά τον Άγγλο ιστορικό George Finlay (Τζωρτζ Φίνλεϋ), που κατέβηκε στην Ελλάδα ως εθελοντής, οι Φιλικοί υπαγόρευσαν την εξολόθρευση ολόκληρου του τουρκικού πληθυσμού ενσταλάζοντας στους Έλληνες την πεποίθηση για την αναγκαιότητά της. Επικαλείται μάλιστα και το δημοτικό τραγούδι : «Τούρκος μη μείνη ‘ς τον Μωρεά / μηδέ ΄ς τον κόσμον όλον».[78]

Ο William St. Clair κάνει λόγο για γενοκτονία, τόσο από πλευράς Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Κυδωνίες (Αϊβαλί), Κω, Ρόδο, Κύπρο (σελ. 4-5), όσο και από πλευράς Ελλήνων : «Στην φρικαλεότητα απαντούσε η φρικαλεότητα, καθώς Έλληνες και Τούρκοι χτυπούσαν χωρίς έλεος τους ανυπεράσπιστους γείτονές τους. Το όργιο της γενοκτονίας σταμάτησε στην Πελοπόννησο μόνον όταν δεν υπήρχαν πλέον Τούρκοι για να σκοτωθούν».[79]

Με την άποψη του Σπηλιάδη φαίνεται να συμφωνεί και ο Κυριάκος Σιμόπουλος : «Τα ανθρωπιστικά αισθήματα παραμερίζονταν μπροστά στον εθνικό κίνδυνο».[80]

Από τους νεώτερους Έλληνες συγγραφείς ο Άκης Γαβριηλίδης υποστηρίζει ότι η σφαγή της Τριπολιτσάς έγινε στα πλαίσια εθνοκάθαρσης.[81]Βλ. σχετικά, υπέρ και κατά : Ντρίνιας Θεόδωρος, περιοδικό "Άρδην", τ. 64 - Σ. Στάθης, εφημ. Ελευθεροτυπία, 28/03/2006 - Θανάσης Τριαρίδης.

Συνέπειες

Σύμφωνα με τον Φιλήμονα «τα αποτελέσματα της αλώσεως της Τριπόλεως επήλθον μέγιστα ως προς τους Έλληνας». Η Επανάσταση εφοδιάστηκε με 11.000 όπλα, εμψυχώθηκε και απέκτησε όνομα στο εξωτερικό. Οι ισχυρότεροι πολεμιστές της Πελοποννήσου νικήθηκαν και όλοι η χερσόνησος, πλην λίγων φρουρίων, περιήλθε στους Έλληνες.[82]

Ο Gordon μιλά για τον «ενθουσιασμό που η κατάληψη της Τριπολιτσάς ενέπνευσε στους Έλληνες».[83]

Κατά τον Απόστολο Βακαλόπουλο «Η άλωση της Τριπολιτσάς τονώνει πολύ το ηθικό των Πελοποννησίων...από τη στιγμή εκείνη η επανάσταση όχι μόνο εξυψώνεται στη συνείδηση όλων των Ελλήνων, αλλά και προχωρεί ουσιαστικά και παίρνει πια καθολικότερο χαρακτήρα».[84]

Σταθμό «για την εδραίωση και την πορεία του Αγώνα» θεωρεί την πτώση της Τριπολιτσάς ο Βασίλης Σφυρόερας.[85]

Κατά τον Περικλή Θεοχάρη «η πτώσις της Τριπολιτσάς, μετά από έξάμηνον πολιορκίαν, υπήρξε αποφασιστική για την εδραίωσιν και την εξέλιξιν του Αγώνος...δημιουργούσε αυτοπεποίθησιν στους αγωνιστές, που τώρα μπορούσαν ευκολώτερα να κτυπήσουν τα άλλα φρούρια, όσα βρίσκονταν ακόμη στα χέρια των Τούρκων, και ανέβαζε το ηθικό τους, καθώς είχε πια εξουδετερωθή η κυριότερα εστία της τουρκικής αντιστάσεως. Με τα λάφυρα εξ άλλου, στα οποία περιλαμβάνονταν 11.000 όπλα, μπόρεσαν να οπλισθούν πολλοί αγωνισταί» ώστε η επανάσταση να πάρει πλέον διαστάσεις.[86]

Η άποψη του Κωστή Παπαγιώργη απηχεί αυτές του Σπηλιάδη και Σιμόπουλου ως προς τις συνέπειες -και την αναγκαιότητα- της σφαγής : «Εντούτοις αυτό που θεωρήθηκε εθνική ντροπή ήταν στην πραγματικότητα μια εθνική ανάσταση -έστω και ανόσια. Μόνο με την άλωση της Τριπολιτσάς οι ραγιάδες μυήθηκαν στο βαθύτερο νόημα του πολέμου που είχαν κηρύξει. Δεν υπήρχε πλέον κανένα περιθώριο συμβιβασμού ανάμεσα στους δύο λαούς. Ο πόλεμος θα έφτανε μέχρις εσχάτων. Μέσα στην πρωτάκουστη αιματοχυσία και στο λύθρο οι επαναστάτες έπαιρναν ουσιαστικά το αληθινό πολεμικό βάπτισμα. Και βέβαια δεν χρειάζεται να δικαιολογούμε τις μαύρες σκηνές που εκτυλίχθησαν στους δρόμους και στα σπίτια της πρωτεύουσας με το μένος αιώνων κατά του τυράννου. Οι Μοραΐτες μετρούσαν μόλις έναν αιώνα σκλαβιάς. Είχαν όμως ανάγκη μια κατάσταση απόλυτου ασυδοσίας για να ανακτήσουν την φυλετική τους αυτοπεποίθεση. Και την ανέκτησαν με μια αθεμιτουργία που δεν βρήκε ποτέ τον υμνητή της. Το νεοσύστατο κράτος είχε ανάγκη την προβολή ηρωϊκών θυσιών γι'αυτό το Μεσολόγγι απέβη εθνικό σύμβολο ενω η Τρίπολη αποσιωπήθηκε».[87]

Ως προς τα υλικά οφέλη της Επανάστασης, ο Φωτάκος ομολογεί ότι υπήρξαν μηδαμινά (πλην του οπλισμού που πέρασε όμως στα χέρια των ατάκτων, όχι του Δημοσίου δηλαδή) -και το δικαιολογεί.[88] Κατά τον Παπαρρηγόπουλο «πάσα η λεία διηρπάγη μηδαμώς χρησιμεύσασα εις τας κοινάς του έθνους ανάγκας».[89] Ο Υψηλάντης, όταν επέστρεψε στην Τριπολιτσά, ζήτησε να καταθέσουν όλοι «μέρος των λαφύρων διά τον σχηματισμόν δημοσίου ταμείου» μάταια βέβαια. Ήδη «οι μαργαρίται επωλήθησαν διά της οκάδος ως άλλοι φάσηλοι [φασόλια]».[90]

Ως προς τον αντίκτυπο της σφαγής στην Ευρώπη, παρόλο που οι ήττες και οι σφαγές που είχαν υποστεί οι Έλληνες είχαν συγκινήσει τη διεθνή γνώμη και προκάλεσαν την ανάπτυξη του φιλελληνισμού, η σφαγή των Τούρκων στην Τρίπολη δεν είχε το αντίστροφο αποτέλεσμα.


Η άλωση της Τριπολιτσάς ως πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης

Η πολιορκία απεικονίστηκε με λεπτομέρειες στον πίνακα «Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων» του αυτοδίδακτου ζωγράφου Παναγιώτη Ζωγράφου, που φιλοτεχνήθηκε για την εικονογράφηση των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη.

Η πολιορκία και άλωση της Τριπολιτσάς αναφέρεται σε διάφορα δημοτικά τραγούδια και παραλλαγές τους. Το παρακάτω βρίσκεται στη συλλογή του C. Fauriel του 1824-1825.[91]

ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ
Ήταν ημέρα βροχερή και νύχτα χιονισμένη,
όταν για την Τριπολιτσάν εκίνησ’ ο Κιαμίλης.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει
και εις το δρόμο το Θεό παρακαλεί και λέει:
Θεέ μ’ εκεί τους προεστούς, εκεί τους δεσποτάδες
να εύρω, στο κεφάλι τους να πάρουν τους ραγιάδες,
να μην σηκώσουν άρματα και πάνε με τους κλέφτες.
Σαν έφτασε, και οι Γραικοί επλάκωσαν το κάστρο,
τους Τούρκους έκλεισαν στενά, βαριά τους πολεμούσαν.
Κολοκοτρώνης φώναξεν από το μετερίζι:
- Προσκύνησε, Κιαμίλπεη, στους Κολοκοτρωναίους,
να σου χαρίσω τη ζωή εσέ και τα παιδιά σου,
εσέ και τα χαρέμια σου κι’ όλην τη γενιά σου.
- Μετά χαράς σας, Έλληνες, κι’ εσείς καπεταναίοι,
ευθύς να προσκυνήσωμε στους Κολοκοτρωναίους.
Μπουλούκπασης εφώναξε ν’ απάν’ από την τάμπια:
- Δεν προσκυνούμε, ν’ άπιστοι, σ’ εσάς βρωμοραγιάδες!
Έχουμε κάστρα δυνατά και βασιλιά στην Πόλη,
έχουμ’ανδρείο στράτευμα και Τούρκους παλικάρια,
που τρώνε πέντε στο σπαθί και δέκα στο τουφέκι,
και δεκαπέντε στ’άλογο, διπλούς στο μετερίζι.
- Τώρα να ιδήτε, φώναξε τότ’ ο Κολοκοτρώνης,
να ιδήτ’ ελληνικά σπαθιά και κλέφτικα τουφέκια,
πώς πολεμούν οι Έλληνες και πελεκούν τους Τούρκους!
Τρίτη,Τετράδη, θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε –ποτέ να μη ’χε φέξει–
έβαλαν οι Γραικοί βουλή το Κάστρο να πατήσουν.
Σαν αετοί επήδησαν, εμπήκαν σαν πετρίτες
κι’ άδειασαν τα τουφέκια τους, τη λιανομπαταρία.
Κολοκοτρώνης φώναξεν απ’ τ’ Αηγιωργιού την πόρτα:
- Μολάτε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας,
Βάλετε την Τουρκιάν εμπρός, σαν πρόβατα στη μάντρα.
Τους πήγαν και τους έκλεισαν εις τη μεγάλη τάμπια.
Απολογάτ’ο Κεχαγιάς, λέει στον Κολοκοτρώνη:
Κάμε νισάφι στην Τουρκιά, κόψε πλην άφ’σε κιόλας!
- Τι φλυαρείς, βρωμότουρκε, Τι λες παλιομουρτάτη,
Νισάφι έκαμες εσύ εις την πικρή Βοστίτσα,
όπ’ έσφαξες τ’ αδέλφια μας και όλους τους δικούς μας.

Στην πολιορκία της Τριπολιτσάς αναφέρεται και το διαδεδομένο

Σαράντα παλληκάρια από τη Λειβαδιά
Πάνε για να πατήσουνε τη Τριπολιτσά

Πιστεύεται ότι η Λειβαδιά που αναφέρει το τραγούδι δεν είναι η πόλη της Βοιωτίας αλλά περιοχή της Μεγαλόπολης, ενώ σε μία παραλλαγή ο στίχος ήταν “Σαράντα παλληκάρια από την Αρκαδιά” (περιοχή της Κυπαρισσίας). [92]

Ο Διονύσιος Σολωμός τραγούδησε σε στροφές δαντικής ζοφερότητας την άλωση και την σφαγή της Τριπολιτσάς (στροφές 35-74) (στροφή 44)

Aκούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.

(στροφή 45)

A! τι νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός;
Άλλος ύπνος δεν εγίνη
πάρεξ θάνατου πικρός.

(στροφή 64)

Kοίτα χέρια απελπισμένα
πώς θερίζουνε ζωές!
Xάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,

(στροφή 72)

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίμα αντίς για τη δροσιά.

Το μυθιστόρημα του Μ.Καραγάτση «Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» αναφέρεται στην αρχή του στους αρχιερείς και προκρίτους ομήρους της Τριπολιτσάς.

Στο έργο του Άγγελου Βλάχου «Ένας Φιλέλλην για το 1821» έχουμε την άλωση κατ’ αφήγησιν -υποτίθεται- του Gordon.

Ο Γιώργος Κατράλης συνέθεσε το έργο "Η Άλωση", για συμφωνική ορχήστρα σε τέσσερα μέρη, 2006-07, έργο 37, μουσική αναπαράσταση της απελευθέρωσης της Τριπολιτσάς.


Η Άλωση της Τριπολιτσάς εορτάζεται στην πόλη κάθε χρόνο την 23 Σεπτεμβρίου, με πολιτικές και θρησκευτικές τελετές παρουσία επισήμων. Σε εορτασμούς κάποτε παρίσταται και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.[93][94]

Το 1836 εκδόθηκε χάλκινο μετάλλιο σε ανάμνηση της άλωσης της Τριπολιτσάς. Στη μία όψη φέρει την επιγραφή “Ο ΔΕ ΘΕΟΣ ΗΓΕΙΤΟ ΑΥΤΩΝ – ΤΡΙΠΟΛΙΣ 23 ΣΕΠΤΕΜΒ. 1821” και παριστάνει δύο αγωνιστές που υποβοηθούν μια γυναίκα με αρχαιοελληνική ενδυμασία και ασπίδα να σηκωθεί όρθια. Το ρητό είναι από τη Βίβλο (Έξ. ΙΓ', 21). Στην πρόσθια όψη φέρει προτομή του Πέτρου Μαυρομιχάλη. [95] Οι εκτελσθέντες όμηροι αρχιερείς και πρόκριτοι τιμήθηκαν με την ανέγερση του “Μνημείου Αρχιερέων και Προκρίτων” που αποτελεί ένα από τα επίκεντρα των εορταστικών εκδηλώσεων.[96]

Παραπομπές

  1. κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο
  2. Τρικούπης Β΄ 62
  3. Τρικούπης ό.π. Βλ. διαφορετική άποψη εις Εγκυκλ. Λεξικόν Ελευθερουδάκη, λήμμα Τρίπολις
  4. Σάθας 494 : «εν διαστήματι ολιγωτέρω των δύο ωρών εσφάγησαν τρεις χιλιάδες Ελλήνων άνευ διακρίσεως γένους και ηλικίας» - Παπαρρηγόπουλος Βιβλίον ΙΔ΄, κεφ. Η΄, υποκεφ. 15
  5. Η περιγραφή της οχύρωσης στον Τρικούπη Β΄ 62-63 και στον Raybaud Α΄ 374-375.
  6. Gordon Α΄ 234
  7. Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη,τόμος 23ος,σελ 282
  8. Τρικούπης Α΄ 67 και Β΄ 63
  9. Τρικούπης Β΄ 63 - Κατά τον Raybaud (Α΄389) οι κάτοικοι κατά την πολιορκία ανέρχονταν σε τριάντα τέσσερις χιλιάδες - Ο μονίμως διαφωνών με τον Τρικούπη Φωτάκος υποστηρίζει ότι πόλη είχε επάρκεια τροφίμων (Α΄181)
  10. Τρικούπης Α΄ 211
  11. Τρικούπης Β΄ 63
  12. Τρικούπης Α΄ 52
  13. Παπαρρηγόπουλος βιβλίο ΙΕ΄, κεφ. Γ΄, υποκεφ. 4
  14. Τρικούπης Β΄ 64
  15. Παπαρρηγόπουλος βιβλίο ΙΕ΄, κεφ. Γ΄, υποκεφ. 4
  16. Φιλήμων Δ΄ 214 και 230
  17. Τρικούπης Β΄ 64-65 – Gordon Α΄ 235
  18. Τρικούπης Β΄ 65-66 – Παπαρρηγόπουλος βιβλίο ΙΕ΄, κεφ. Γ΄, υποκεφ. 5 – Gordon Α΄ 236
  19. Τρικούπης Β΄ 66-67
  20. Τρικούπης, Β΄ 68
  21. Τρικούπης, Β΄ 73
  22. Τρικούπης Β΄ 68 και 77-78. Φιλήμων (με μικρές παραλλαγές) Δ΄ 208
  23. Φιλήμων Δ΄ 207
  24. D. Brewer 118
  25. Φιλήμων Δ΄ 207
  26. Φωτάκος Α΄ 164
  27. Τρικούπης Β΄ 84-85. Φιλήμων Δ΄ 200-202 και 214
  28. Τρικούπης Β΄ 85-86. Φιλήμων Δ΄ 203-204
  29. Τρικούπης Β΄ 86-87 - Φιλήμων Δ΄ 204-205 όπου διεκτραγωδεί τα της διαβίωσης των ομήρων παραστατικότερα - Ο Gordon (Α΄246) γράφει ότι μόνο τρεις από τους ομήρους μπόρεσαν να επιζήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι «οι υπόλοιποι γρήγορα πέθαναν λόγω της απότομης αλλαγής διαίτης και μετάβασης από την στέρηση και τον φόβο στην χαρά και την αφθονία»
  30. Τρικούπης Β΄ 88-89. Φιλήμων Δ΄ 206, 209-214 και 218-219
  31. Φιλήμων Δ΄ 215-217
  32. Raybaud Α΄ 458 - Pouqueville Γ΄ 201
  33. Φιλήμων Δ΄200 και 218. - Φωτάκος Α΄165. Κατά τον Φωτάκο, ό.π., οι Έλληνες δεν τους δέχονταν, για να υποχρεωθούν οι πολιορκημένοι να παραδοθούν λόγω έλλειψης τροφών.
  34. Raybaud Α΄ 459 - Pouqueville Γ΄ 201
  35. Δεληγιάννης 268-269 - Παπατσώνης 68
  36. Φωτάκος Α΄ 165 – Παπατσώνης 68
  37. Raybaud Α΄ 455
  38. Mendelssohn-Bartholdy Α΄ 316 - Κατά τους Gordon (Α΄ 243), Finlay (Α΄ 198) και Raybaud (Α΄457) η Μπουμπουλίνα απογύμνωσε τις γυναίκες του χαρεμιού από τα κοσμήματά τους
  39. Τρικούπης Β΄ 90-91
  40. Τρικούπης Β΄ 91-92
  41. Φωτάκος Α΄ 171
  42. Φιλήμων Δ΄ 220
  43. Gordon Α΄ 244
  44. Σιμόπουλος Α΄ 271, σημ. 128
  45. Τρικούπης Β΄ 91-92 - Φωτάκος Α΄ 169. Ο αριθμός των Αλβανών που βγήκαν από την Τριπολιτσά ποικίλει στις πηγές από 1.400 μέχρι 7.000 (βλ. σχετικά Σιμόπουλο Α΄ 273, σημ. 132).
  46. Φιλήμων Δ΄ 221
  47. Φωτάκος Α΄ 173
  48. Φιλήμων Δ΄ 223
  49. Τρικούπης Β΄ 93-94
  50. Τρικούπης Β΄ 92
  51. Φιλήμων Δ΄ 224
  52. Κολοκοτρώνης 82
  53. Φωτάκος Α΄ 170
  54. Σιμόπουλος Α΄ 273, σημ. 130
  55. Raybaud Α΄ 467
  56. Φωτάκος Α΄ 173
  57. Raybaud Α΄ 467 και 514
  58. Βέη Μαίρη, "Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος και έγγραφα περί αυτού (εκ του αρχείου του). Γορτυνιακά, τ. 1 (1972), σ. 135.
  59. Τρικούπης Β΄ 92-94
  60. βλ. αναλυτικά εις Σιμόπουλον Α΄ 277, σημ. 143
  61. Τρικούπης Β΄ 93
  62. Φιλήμων Δ΄ 224
  63. βλ. αναλυτικά εις Σιμόπουλον Α΄ 278-279, σημ. 145.
  64. Φωτάκος Α΄ 173-174
  65. Raybaud Α΄ 459 και 471
  66. Φιλήμων Δ΄ 228-229
  67. Οικονόμου Α΄ 160
  68. Φραντζής Β΄ 65-66
  69. Σπηλιάδης Α΄ 246-247
  70. Τρικούπης Β΄ 92
  71. Τρικούπης Β΄ 94
  72. Παπαρρηγόπουλος βιβλίο ΙΕ΄, κεφ. Γ΄, υποκεφ. 4 και 5
  73. Gordon Α΄ 245
  74. Mendelssohn-Bartholdy, μέρος Α΄ σ.320-321
  75. «το πιο βάρβαρο απ’ όλα...είναι η προσπάθεια μερικών να εξομοιώσουν το ελληνικό χαρακτηριστικό της "συστηματικής σκληρότητας", όπως το λένε, με εκείνο των ίδιων των Τούρκων, και για το λόγο αυτό αναφέρονται συνεχώς στην ιστορία των βαρβαροτήτων που πραγματοποιήθηκαν στην Τριπολιτσά...Εάν μιλάμε για συστηματικές σκληρότητες, δεν θα πρέπει να δώσουμε προσοχή τόσο στις φρικτές πράξεις του πολέμου, αν και είναι τρομερές, όσο σε εκείνες που για τέσσερις συνεχείς αιώνες εφαρμόσθηκαν μονομερώς ενάντια στα αθώα θύματά τους» (Abraham John Valpy, The Pamphleteer, Great Britain Politics and government Periodicals, 1822, 182
  76. «η ελληνική προσπάθεια δεν μπορεί ποτέ να γίνει κατανοητή χωρίς παραστατική εξέταση τετρακοσίων ετών τουρκικής κυριαρχίας». Ήταν «το φυσιολογικό αποτέλεσμα της εμπειρίας τετρακοσίων ετών υπό τους μουσουλμάνους, της υποταγής των Ελλήνων στο ελληνικό έδαφος σε μια χούφτα αλλοδαπών κατακτητών, εκ διαμέτρου αντίθετων στη φυλή τη θρησκεία και τον πολιτισμό, οι οποίοι στραγγίζουν το καλύτερο αίμα τους για την ικανοποίηση του πάθους τους για άναρχη δύναμη και την επιβολή της, έως ότου ωριμάζει η συσσωρευμένη καταπίεση με αναπόφευκτη συγκομιδή μια εθνική βεντέτα. Μόλις δοθεί το ιστορικό υπόβαθρο, βλέπουμε ότι εκ φύσεως μια ελληνική έγερση σήμανε έναν πόλεμο εξολόθρευσης» (J. Irving Manatt, σχόλιο στο The War of Greek Independence του W. Alison Phillips, The American Historical Review, Vol. 3, No. 3. (Apr., 1898), σελ. 538)
  77. Αινιάν 57
  78. Finlay Α΄ 188
  79. St Clair 12
  80. Σιμόπουλος Α΄ 380, σημ. 34
  81. Γαβριηλίδης 135
  82. Φιλήμων Δ΄ 230-231
  83. Gordon Α΄ 294-295
  84. Βακαλόπουλος 59
  85. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britannica, λήμμα Τρίπολη
  86. Θεοχάρης Περικλής, Το χρονικόν της ενάρξεως της επαναστάσεως στην Πελοπόννησο, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμ.70, τεύχ.2, 1995, σελ. 196.
  87. Παπαγιώργης 124
  88. Φωτάκος Α΄ 176
  89. Παπαρρηγόπουλος βιβλίο ΙΕ΄, κεφ. Γ΄, υποκεφ. 4
  90. Φιλήμων Δ΄ 232 και 226
  91. Fauriel Claude, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια,, Α', Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2η έκδ., Ηράκλειο, 1999, σελ. 229 – 232.
  92. http://www.arcadians.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=442:-q&catid=99:q- Αναστασόπουλος K. Βασίλης (2006) Το Δημοτικό Τραγούδι "Σαράντα Παλληκάρια" .
  93. Κοτσιάνης Αλέξανδρος (Δήμαρχος Τριπόλεως), Ταλαγάνης Δημήτρης (Αντιδήμαρχος), Συνέντευξη Τύπου για την 178η επέτειο της Απελευθέρωσης της Τριπολιτσάς.
  94. Φωτογραφίες από τον εορτασμό της 184ης επετείου της άλωσης της Τριπολιτσάς (25-9-2005)
  95. Meletopoulos J., Twelve Greek medals, Αθήνα, 1971. Περιέχει κείμενα των "Γραφικαί Τέχναι Ασπιώτη-ΕΛΚΑ Α.Ε." και Α. Τάσσου.
  96. Εκδηλώσεις για την επέτειο απελευθέρωσης της Τρίπολης, Εφημερίδα “Ελευθερία”, ηλεκτρονική έκδοση, 20-9-2010

Πηγές του παρόντος

Οι πρωταγωνιστές και αυτόπτες

Οι κοντά στα πράγματα και στα πρόσωπα

Νεώτεροι

  • Κωνσταντίνος Σάθας, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, 1869, εκδ. Καμαρινόπουλου, Αθήναι, 1962 ;
  • Karl Mendelssohn-Bartholdy, Geschichte Griechenlands von der Eroberung

Konstantinopels durch die Türken im Jahre 1453 bis auf unsere Tage, 1870-1874 (Ιστορία της Ελλάδος από της εν έτει 1453 αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, μετάφρ. Αγγέλου Βλάχου, Αθήναι, Κωνσταντινούπολις, 1873

  • Απόστολος Βακαλόπουλος, Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821, 1948, (Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991).
  • Κυριάκος Σιμόπουλος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, 1982-1990.
  • Κωστής Παπαγιώργης, Κανέλλος Δεληγιάννης, Καστανιώτης, 2001.


Γενική Βιβλιογραφία

(Ενδεικτική)

  • Georg Gottfried Gervinus, Einleitung in die Geschichte des neunzehnten

Jahrhunderts, 1853 (μετάφρ. Ιωάννου Περβάνογλου των ε΄και στ΄ τό- μων, των αφορώντων την ελληνική Επανάσταση ως Ιστορία της Επα- ναστάσεως και Αναγεννήσεως της Ελλάδος, 1864).

  • Gustav Friedrich Hertzberg, Von der Erhebung der Neugriechen gegen die Pforte bis zum Berliner Frieden (1821–1878), Gotha 1879. (μετάφρ. Παύλου Καρολίδου ως Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα, 1916).
  • Διονύσιος Κόκκινος: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1930 κ.ε. (4η

έκδοση, Μέλισσα, 1974).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Πρότυπο:Link FA