Πείραμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ + §
Γραμμή 26: Γραμμή 26:


Παρά των παραπάνω ο όρος πείραμα χρησιμοποιείται πολλές φορές με ποιο γενικευμένη έννοια κυρίως στην εφαρμογή μιας σκόπιμης καινοτομίας, ειδικότερα όταν υπονοείται εισαγωγή δοκιμαστικής εφαρμογής επί κάποιας προσδοκίας, όπου τα αποτελέσματα στη περίπτωση αυτή παρακολουθούνται κατά την εφαρμογή.
Παρά των παραπάνω ο όρος πείραμα χρησιμοποιείται πολλές φορές με ποιο γενικευμένη έννοια κυρίως στην εφαρμογή μιας σκόπιμης καινοτομίας, ειδικότερα όταν υπονοείται εισαγωγή δοκιμαστικής εφαρμογής επί κάποιας προσδοκίας, όπου τα αποτελέσματα στη περίπτωση αυτή παρακολουθούνται κατά την εφαρμογή.

== Σχέση παρατήρησης - πειράματος ==
Στο σημείο αυτό αξίζει ν΄ αναφερθεί η <u>διάκριση μεταξύ παρατήρησης και πειράματος</u>. Η άποψη ότι δεν υφίσταται ουσιαστική διαφορά μεταξύ παρατήρησης και πειράματος ανήκει σήμερα στο παρελθόν. Αυτό που ισχύει σήμερα είναι ότι και οι δύο αυτές έννοιες βρίσκονται πολύ κοντά μόνο από μεθοδολογική άποψη με σαφή όμως όρια η καθεμία σε ερευνητικό πεδίο. Και οι δύο αποτελούν μεθόδους έρευνας ("πειραματικής", ή "μη-πειραματικής") με χρήση κάποιων μεταβλητών που διατηρούν κάποια συνάφεια μεταξύ τους (οι μεταβλητές). Και στις δύο περιπτώσεις προηγείται η εκλογή του αντικειμένου που θα μελετηθεί και η οποία καθορίζεται από τις σχέσεις που υφίστανται μεταξύ του αντικειμένου ή γεγονότος και στην αναμονή της όποιας επιδίωξης. Το πείραμα εν προκειμένω προετοιμάζει, ή ως ένα βαθμό προσδιορίζει την έκταση της παρατήρησης, ενώ από μόνη της η παρατήρηση δεν μπορεί να προσδιορίσει την έκταση του ενδιαφέροντος. Τόσο όμως στη παρατήρηση όσο και στο πείραμα ο παρατηρητής / ερευνητής θέτει κάποιο ερώτημα όπου στη παρατήρηση μπορεί να είναι γενική και αόριστη που την απάντηση να μη γνωρίζει παρά μόνο ως εξίσου γενική και αόριστη, ενώ αντίθετα στο πείραμα ο ερευνητής θέτει ερώτημα υπό μορφή "υπόθεσης", δηλαδή κάποιας εικασίας, βασισμένη σε σχέσεις γεγονότων που εμπλέκονται στη πειραματική έρευνα.<br />
Από το σημείο όμως αυτό και μετά, στην παρατήρηση εξετάζονται αντικείμενα ή γεγονότα όπως αυτά υφίστανται ή συμβαίνουν φυσικά ή συμπτωματικά που τούτο όμως εκφεύγει του πειραματισμού. Ενώ αντίθετα το πείραμα προκαλείται και ελέγχεται από τον ερευνητή χάνοντας όμως έτσι την έννοια του αυθόρμητου, ενώ κερδίζει στην ακρίβεια και την αντικειμενικότητα. Ένα επίσης μείον του πειράματος είναι ότι αυτό δεν μπορεί να επεκταθεί απεριόριστα και χρονικά σε παρατηρήσεις συμπεριφορών που είναι ποικιλότροπες.


== Πηγές ==
== Πηγές ==

Έκδοση από την 14:31, 14 Ιανουαρίου 2013

Ως Πείραμα χαρακτηρίζεται η οποιαδήποτε έμπρακτη δοκιμή ή εφαρμογή θεωρίας προς άσκηση ή μελέτη και γενικά ο κάθε έλεγχος της θεωρητικής γνώσης. Ειδικότερα όμως πείραμα λέγεται η υπό του ανθρώπου μεθοδική αναπαραγωγή ενός φαινομένου με στόχο την εξακρίβωση της φύσης του, των αιτιών που το προκαλούν και των νόμων από τους οποίους διέπεται αυτό το φαινόμενο. Γενικά το πείραμα αποτελεί μέθοδο της επιστημονικής έρευνας, εξ ου καλούμενη και πειραματική μέθοδος. Ο ερευνητής που διεξάγει πείραμα ονομάζεται πειραματιστής, αλλά και πειραματικός. Το πείραμα καθώς και η παρατήρηση αποτελούν τις δύο ερευνητικές μεθόδους των καλουμένων Εμπειρικών επιστημών.

Πλεονεκτήματα

Το πείραμα συμπληρώνει την παρατήρηση και παρέχει γνωστικό υλικό με το οποίο ο ερευνητής - επιστήμονας έχει τουλάχιστον την ευκαιρία να παρακολουθήσει πλευρές του φαινομένου που ίσως στη φύση, του είναι αδύνατον. Το πείραμα εκτός της έκδηλης αναγκαιότητάς του, ως εργαλείο έρευνας, εμφανίζει και τα ακόλουθα σημαντικά πλεονεκτήματα, ειδικότερα στην επιστημονική έρευνα:

1. Τα προκαλούμενα από πειράματα φαινόμενα είναι υποκείμενα στον επιθυμητό χρόνο και όχι εκείνο της φύσεως.
2. Παρέχεται το δικαίωμα της επανάληψης κατά βούληση και κάθε φορά που κρίνεται αναγκαίο.
3. Παρέχουν χρόνο εξαγωγής συμπερασμάτων.
4. Παρέχουν δυνατότητα διαχωρισμού των φαινομένων που δεν παρέχεται στη Φύση
5. Παρέχεται συχνά η δυνατότητα αυξομείωσης της ταχύτητας ενός φαινομένου που απαντάται στη φύση.
6. Παρέχεται η δυνατότητα ακριβέστερων μετρήσεων και
7. Παρέχεται η δυνατότητα της γραφικής πλέον παράστασης αυτού τούτου του φαινομένου.

Γενικά τα πειράματα πραγματοποιούνται κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες, όπως ακριβώς εκείνες των Εργαστηρίων. Κατά τη διάρκεια δε αυτών πραγματοποιούνται διάφορες μετρήσεις, δηλαδή αντιστοιχίες φυσικών ποσοτήτων σε συγκεκριμένους αριθμούς (αριθμητικές τιμές) μετά από σύγκριση αυτών με πρότυπες ποσότητες, ίδιων μεγεθών, που έχουν γίνει αποδεκτές ως μονάδες. Σε όλες όμως τις μετρήσεις συνυπάρχουν σφάλματα που αποτελούν και τις σχετικές ανακρίβειες των μετρήσεων. Τα σφάλματα αυτά προέρχονται από τρεις παράγοντες που μπορεί και να συνυπάρξουν, το σφάλμα των οργάνων, το σφάλμα του παρατηρητή και οι συνθήκες του περιβάλλοντος.

Ειδικότερα στις Επιστήμες συμπεριφοράς η πειραματική μέθοδος καταλαμβάνει ιδιαίτερη σημαντική θέση με γενικευμένη χρήση. Χρησιμοποιείται ευρύτατα από ψυχολόγους και ψυχαναλυτές, κοινωνιολόγους, εγκληματολόγους κ.λπ. καθώς και σε πεδία πειραματικής παιδαγωγικής και ψυχοκοινωνιολογίας. Μάλιστα θεωρείται ως η μοναδική μέθοδος, επαλήθευσης ή όχι παρατήρησης θεμελιώνοντας αδιάσειστα την ψυχολογική επιστήμη, καθώς και την γενικότερη προαγωγή των επιστημών συμπεριφοράς, δημιουργώντας αλλά και σφυρηλατώντας ενότητες συναφών κοινωνικών κλάδων.
Παρά ταύτα για την πειραματική αυτή μέθοδο στην έρευνα ψυχολογικών φαινομένων πολλοί έχουν ασκήσει ενάντια κριτική. Στη πλειονότητά τους οι επικριτές ουσιαστικά αντιπαραβάλουν επιμερισμένους τρόπους δικής τους επιστημονικής επιλογής. Γεγονός πάντως είναι ότι η πειραματική μέθοδος και στους κλάδους αυτούς συνεχώς τελειοποιείται, και διαφοροποιείται από τις άλλες μεθόδους έρευνας.

  • Τα πειραματικά αποτελέσματα ερμηνεύονται με τη βοήθεια "υποθέσεων" οι οποίες και αποτελούν τις επιστημονικές "προτάσεις" ερμηνείας. Αυτές οι υποθέσεις εφόσον επαληθευτούν και αποδειχθούν, αποκτούν στη συνέχεια την ισχύ του επιστημονικού Νόμου ή Θεωρίας.

Είδη πειραμάτων

Βασική διάκριση των πειραμάτων, λαμβάνοντας υπόψη το πεδίο έρευνας, είναι τα πειράματα των θετικών Επιστημών, καλούμενα γενικά επιστημονικά πειράματα καθώς και εκείνα που αφορούν έρευνες συμπεριφοράς, των Συμπεριφορικών επιστημών, (Κοινωνιολογίας, Ψυχολογίας κ.λπ.). Άλλη διάκριση αυτών λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό ερευνητών, τον τόπο και τον τρόπο διεξαγωγής, είναι αντίστοιχα: ατομικά, ή ομαδικά (πειραματικές ομάδες), εργαστηριακά, στατιστικά, φυσικά, καθώς και τα λεγόμενα πειράματα δοκιμής και λάθους. Επίσης σοβαρή διάκριση των πειραμάτων είναι και αυτή που γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές επί των οποίων βασίζονται. Πολλοί τις αρχές αυτές χαρακτηρίζουν ως επιμέρους μεθόδους οι οποίες και είναι:

  1. επί της αρχής (μεθόδου) της συμφωνίας,
  2. επί της αρχής (μεθόδου) της διαφοράς, αντίθετη της προηγουμένης,
  3. επί της αρχής (μεθόδου) των υπολοίπων (αιτιών), και
  4. επί της αρχής (μεθόδου) των παράλληλων μεταβολών.

Παρά των παραπάνω ο όρος πείραμα χρησιμοποιείται πολλές φορές με ποιο γενικευμένη έννοια κυρίως στην εφαρμογή μιας σκόπιμης καινοτομίας, ειδικότερα όταν υπονοείται εισαγωγή δοκιμαστικής εφαρμογής επί κάποιας προσδοκίας, όπου τα αποτελέσματα στη περίπτωση αυτή παρακολουθούνται κατά την εφαρμογή.

Σχέση παρατήρησης - πειράματος

Στο σημείο αυτό αξίζει ν΄ αναφερθεί η διάκριση μεταξύ παρατήρησης και πειράματος. Η άποψη ότι δεν υφίσταται ουσιαστική διαφορά μεταξύ παρατήρησης και πειράματος ανήκει σήμερα στο παρελθόν. Αυτό που ισχύει σήμερα είναι ότι και οι δύο αυτές έννοιες βρίσκονται πολύ κοντά μόνο από μεθοδολογική άποψη με σαφή όμως όρια η καθεμία σε ερευνητικό πεδίο. Και οι δύο αποτελούν μεθόδους έρευνας ("πειραματικής", ή "μη-πειραματικής") με χρήση κάποιων μεταβλητών που διατηρούν κάποια συνάφεια μεταξύ τους (οι μεταβλητές). Και στις δύο περιπτώσεις προηγείται η εκλογή του αντικειμένου που θα μελετηθεί και η οποία καθορίζεται από τις σχέσεις που υφίστανται μεταξύ του αντικειμένου ή γεγονότος και στην αναμονή της όποιας επιδίωξης. Το πείραμα εν προκειμένω προετοιμάζει, ή ως ένα βαθμό προσδιορίζει την έκταση της παρατήρησης, ενώ από μόνη της η παρατήρηση δεν μπορεί να προσδιορίσει την έκταση του ενδιαφέροντος. Τόσο όμως στη παρατήρηση όσο και στο πείραμα ο παρατηρητής / ερευνητής θέτει κάποιο ερώτημα όπου στη παρατήρηση μπορεί να είναι γενική και αόριστη που την απάντηση να μη γνωρίζει παρά μόνο ως εξίσου γενική και αόριστη, ενώ αντίθετα στο πείραμα ο ερευνητής θέτει ερώτημα υπό μορφή "υπόθεσης", δηλαδή κάποιας εικασίας, βασισμένη σε σχέσεις γεγονότων που εμπλέκονται στη πειραματική έρευνα.
Από το σημείο όμως αυτό και μετά, στην παρατήρηση εξετάζονται αντικείμενα ή γεγονότα όπως αυτά υφίστανται ή συμβαίνουν φυσικά ή συμπτωματικά που τούτο όμως εκφεύγει του πειραματισμού. Ενώ αντίθετα το πείραμα προκαλείται και ελέγχεται από τον ερευνητή χάνοντας όμως έτσι την έννοια του αυθόρμητου, ενώ κερδίζει στην ακρίβεια και την αντικειμενικότητα. Ένα επίσης μείον του πειράματος είναι ότι αυτό δεν μπορεί να επεκταθεί απεριόριστα και χρονικά σε παρατηρήσεις συμπεριφορών που είναι ποικιλότροπες.

Πηγές

  • Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια τομ.ΙΘ΄, σελ.861.
  • UNESCO "Λεξικό Κοινωνικών Όρων" (Ελληνική Έκδοση) 3 τόμοι, Εκδ. Ελληνική Παιδεία Αθήναι 1972, τομ.2ος, σελ.696.
  • Θρασ. Μπέλλας "Η Έρευνα στις Επιστήμες της Συμπεριφοράς" - Αθήνα 1977. τομ.1ος, σελ.24.

Δείτε επίσης

Πρότυπο:Link FA