Πείραμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
μ +
Templar52 (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
Γενικά τα πειράματα πραγματοποιούνται κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες, όπως ακριβώς εκείνες των Εργαστηρίων. Κατά τη διάρκεια δε αυτών πραγματοποιούνται διάφορες [[μέτρηση|μετρήσεις]], δηλαδή αντιστοιχίες φυσικών ποσοτήτων σε συγκεκριμένους αριθμούς (αριθμητικές τιμές) μετά από σύγκριση αυτών με πρότυπες ποσότητες, ίδιων μεγεθών, που έχουν γίνει αποδεκτές ως μονάδες. Σε όλες όμως τις μετρήσεις συνυπάρχουν σφάλματα που αποτελούν και τις σχετικές ανακρίβειες των μετρήσεων. Τα σφάλματα αυτά προέρχονται από τρεις παράγοντες που μπορεί και να συνυπάρξουν, το σφάλμα των οργάνων, το σφάλμα του παρατηρητή και οι συνθήκες του περιβάλλοντος.
Γενικά τα πειράματα πραγματοποιούνται κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες, όπως ακριβώς εκείνες των Εργαστηρίων. Κατά τη διάρκεια δε αυτών πραγματοποιούνται διάφορες [[μέτρηση|μετρήσεις]], δηλαδή αντιστοιχίες φυσικών ποσοτήτων σε συγκεκριμένους αριθμούς (αριθμητικές τιμές) μετά από σύγκριση αυτών με πρότυπες ποσότητες, ίδιων μεγεθών, που έχουν γίνει αποδεκτές ως μονάδες. Σε όλες όμως τις μετρήσεις συνυπάρχουν σφάλματα που αποτελούν και τις σχετικές ανακρίβειες των μετρήσεων. Τα σφάλματα αυτά προέρχονται από τρεις παράγοντες που μπορεί και να συνυπάρξουν, το σφάλμα των οργάνων, το σφάλμα του παρατηρητή και οι συνθήκες του περιβάλλοντος.


Ειδικότερα στις [[Επιστήμες συμπεριφοράς]] η πειραματική μέθοδος καταλαμβάνει ιδιαίτερη σημαντική θέση με γενικευμένη χρήση. Χρησιμοποιείται ευρύτατα από ψυχολόγους και ψυχαναλυτές, κοινωνιολόγους, εγκληματολόγους κ.λπ. καθώς και σε πεδία πειραματικής παιδαγωγικής και ψυχοκοινωνιολογίας. Μάλιστα θεωρείται ως η μοναδική μέθοδος, επαλήθευσης ή όχι παρατήρησης θεμελιώνοντας αδιάσειστα την ψυχολογική επιστήμη, καθώς και την γενικότερη προαγωγή των επιστημών συμπεριφοράς, δημιουργώντας αλλά και σφυρηλατώντας ενότητες συναφών κοινωνικών κλάδων.
Ειδικότερα στις [[Επιστήμες συμπεριφοράς]] η πειραματική μέθοδος καταλαμβάνει ιδιαίτερη σημαντική θέση με γενικευμένη χρήση. Χρησιμοποιείται ευρύτατα από ψυχολόγους και ψυχαναλυτές, κοινωνιολόγους, εγκληματολόγους κ.λπ. καθώς και σε πεδία πειραματικής παιδαγωγικής και ψυχοκοινωνιολογίας. Μάλιστα θεωρείται ως η μοναδική μέθοδος, επαλήθευσης ή όχι παρατήρησης θεμελιώνοντας αδιάσειστα την ψυχολογική επιστήμη, καθώς και την γενικότερη προαγωγή των επιστημών συμπεριφοράς, δημιουργώντας αλλά και σφυρηλατώντας ενότητες συναφών κοινωνικών κλάδων.<br />
Παρά ταύτα για την πειραματική αυτή μέθοδο για την έρευνα ψυχολογικών φαινομένων πολλοί έχουν ασκήσει ενάντια κριτική. Στη πλειονότητά τους οι επικριτές ουσιαστικά αντιπαραβάλουν επιμερισμένους τρόπους δικής τους επιστημονικής επιλογής. Γεγονός πάντως είναι ότι η πειραματική μέθοδος και στους κλάδους αυτούς συνεχώς τελειοποιείται, και διαφοροποιείται με τις άλλες μεθόδους έρευνας.
Παρά ταύτα για την πειραματική αυτή μέθοδο στην έρευνα ψυχολογικών φαινομένων πολλοί έχουν ασκήσει ενάντια κριτική. Στη πλειονότητά τους οι επικριτές ουσιαστικά αντιπαραβάλουν επιμερισμένους τρόπους δικής τους επιστημονικής επιλογής. Γεγονός πάντως είναι ότι η πειραματική μέθοδος και στους κλάδους αυτούς συνεχώς τελειοποιείται, και διαφοροποιείται από τις άλλες μεθόδους έρευνας.


* Τα πειραματικά αποτελέσματα ερμηνεύονται με τη βοήθεια "υποθέσεων" οι οποίες και αποτελούν τις επιστημονικές "προτάσεις" ερμηνείας. Αυτές οι υποθέσεις εφόσον επαληθευτούν και αποδειχθούν, αποκτούν στη συνέχεια την ισχύ του [[επιστημονικός νόμος|επιστημονικού Νόμου]] ή Θεωρίας.
* Τα πειραματικά αποτελέσματα ερμηνεύονται με τη βοήθεια "υποθέσεων" οι οποίες και αποτελούν τις επιστημονικές "προτάσεις" ερμηνείας. Αυτές οι υποθέσεις εφόσον επαληθευτούν και αποδειχθούν, αποκτούν στη συνέχεια την ισχύ του [[επιστημονικός νόμος|επιστημονικού Νόμου]] ή Θεωρίας.

Έκδοση από την 12:33, 13 Ιανουαρίου 2013

Ως Πείραμα χαρακτηρίζεται η οποιαδήποτε έμπρακτη δοκιμή ή εφαρμογή θεωρίας προς άσκηση ή μελέτη και γενικά ο κάθε έλεγχος της θεωρητικής γνώσης. Ειδικότερα όμως πείραμα λέγεται η υπό του ανθρώπου μεθοδική αναπαραγωγή ενός φαινομένου με στόχο την εξακρίβωση της φύσης του, των αιτιών που το προκαλούν και των νόμων από τους οποίους διέπεται αυτό το φαινόμενο. Γενικά το πείραμα αποτελεί μέθοδο της επιστημονικής έρευνας, εξ ου καλούμενη και πειραματική μέθοδος.

Πλεονεκτήματα

Το πείραμα συμπληρώνει την παρατήρηση και παρέχει γνωστικό υλικό με το οποίο ο ερευνητής - επιστήμονας έχει τουλάχιστον την ευκαιρία να παρακολουθήσει πλευρές του φαινομένου που ίσως στη φύση, του είναι αδύνατον. Το πείραμα εκτός της έκδηλης αναγκαιότητάς του, ως εργαλείο έρευνας, εμφανίζει και τα ακόλουθα σημαντικά πλεονεκτήματα, ειδικότερα στην επιστημονική έρευνα:

1. Τα προκαλούμενα από πειράματα φαινόμενα είναι υποκείμενα στον επιθυμητό χρόνο και όχι εκείνο της φύσεως.
2. Παρέχεται το δικαίωμα της επανάληψης κατά βούληση και κάθε φορά που κρίνεται αναγκαίο.
3. Παρέχουν χρόνο εξαγωγής συμπερασμάτων.
4. Παρέχουν δυνατότητα διαχωρισμού των φαινομένων που δεν παρέχεται στη Φύση
5. Παρέχεται συχνά η δυνατότητα αυξομείωσης της ταχύτητας ενός φαινομένου που απαντάται στη φύση.
6. Παρέχεται η δυνατότητα ακριβέστερων μετρήσεων και
7. Παρέχεται η δυνατότητα της γραφικής πλέον παράστασης αυτού τούτου του φαινομένου.

Γενικά τα πειράματα πραγματοποιούνται κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες, όπως ακριβώς εκείνες των Εργαστηρίων. Κατά τη διάρκεια δε αυτών πραγματοποιούνται διάφορες μετρήσεις, δηλαδή αντιστοιχίες φυσικών ποσοτήτων σε συγκεκριμένους αριθμούς (αριθμητικές τιμές) μετά από σύγκριση αυτών με πρότυπες ποσότητες, ίδιων μεγεθών, που έχουν γίνει αποδεκτές ως μονάδες. Σε όλες όμως τις μετρήσεις συνυπάρχουν σφάλματα που αποτελούν και τις σχετικές ανακρίβειες των μετρήσεων. Τα σφάλματα αυτά προέρχονται από τρεις παράγοντες που μπορεί και να συνυπάρξουν, το σφάλμα των οργάνων, το σφάλμα του παρατηρητή και οι συνθήκες του περιβάλλοντος.

Ειδικότερα στις Επιστήμες συμπεριφοράς η πειραματική μέθοδος καταλαμβάνει ιδιαίτερη σημαντική θέση με γενικευμένη χρήση. Χρησιμοποιείται ευρύτατα από ψυχολόγους και ψυχαναλυτές, κοινωνιολόγους, εγκληματολόγους κ.λπ. καθώς και σε πεδία πειραματικής παιδαγωγικής και ψυχοκοινωνιολογίας. Μάλιστα θεωρείται ως η μοναδική μέθοδος, επαλήθευσης ή όχι παρατήρησης θεμελιώνοντας αδιάσειστα την ψυχολογική επιστήμη, καθώς και την γενικότερη προαγωγή των επιστημών συμπεριφοράς, δημιουργώντας αλλά και σφυρηλατώντας ενότητες συναφών κοινωνικών κλάδων.
Παρά ταύτα για την πειραματική αυτή μέθοδο στην έρευνα ψυχολογικών φαινομένων πολλοί έχουν ασκήσει ενάντια κριτική. Στη πλειονότητά τους οι επικριτές ουσιαστικά αντιπαραβάλουν επιμερισμένους τρόπους δικής τους επιστημονικής επιλογής. Γεγονός πάντως είναι ότι η πειραματική μέθοδος και στους κλάδους αυτούς συνεχώς τελειοποιείται, και διαφοροποιείται από τις άλλες μεθόδους έρευνας.

  • Τα πειραματικά αποτελέσματα ερμηνεύονται με τη βοήθεια "υποθέσεων" οι οποίες και αποτελούν τις επιστημονικές "προτάσεις" ερμηνείας. Αυτές οι υποθέσεις εφόσον επαληθευτούν και αποδειχθούν, αποκτούν στη συνέχεια την ισχύ του επιστημονικού Νόμου ή Θεωρίας.

Δείτε επίσης

Πρότυπο:Link FA