Ωχρινοτροπίνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.6.4) (Ρομπότ: Προσθήκη: uk:Лютеїнізуючий гормон |
μ r2.7.3) (Ρομπότ: Προσθήκη: simple:Luteinizing hormone |
||
Γραμμή 34: | Γραμμή 34: | ||
[[pt:Hormônio luteinizante]] |
[[pt:Hormônio luteinizante]] |
||
[[ru:Лютеинизирующий гормон]] |
[[ru:Лютеинизирующий гормон]] |
||
[[simple:Luteinizing hormone]] |
|||
[[sk:Luteinizačný hormón]] |
[[sk:Luteinizačný hormón]] |
||
[[sr:Luteinizirajući hormon]] |
[[sr:Luteinizirajući hormon]] |
Έκδοση από την 00:46, 5 Ιανουαρίου 2013
Η ωχρινοτροπίνη ή ωχρινοποιητική ορμόνη ή ωχρινοτρόπος ορμόνη (διεθνής όρος:LH) είναι μία ορμόνη που σχετίζεται με τη γυναικεία αναπαραγωγική διαδικασία. Υπάγεται στις γοναδοτροπίνες. Στις γυναίκες η εν λόγω ορμόνη δρα συνεργικά με την FSH (θυλακιοτρόπος) για τη ρύθμιση της ανάπτυξης του ωοθυλακίου και το σχηματισμό του ωχρού σωματίου. Τα επίπεδα της ορμόνης πρέπει να είναι υψηλά στα μέσα του κύκλου. Τότε προκαλείται ωορρηξία. Αξίζει να σημειωθεί ότι στους άνδρες η ορμόνη αυτή ελέγχει την ανάπτυξη των διάμεσων κυττάρων που εκκρίνουν την τεστοστερόνη.
Πηγές
- Alan E. Read, D. W. Barritt, R. Langton Hewer, Σύγχρονη Παθολογία, εκδ. Λίτσας.