Αουριχαλκίτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αναίρεση έκδοσης 3209689 από τον C messier (Συζήτηση χρήστη:C messier)
Louperibot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ r2.5.2) (Ρομπότ: Προσθήκη: sr:Аурикалцит
Γραμμή 71: Γραμμή 71:
[[ru:Аурихальцит]]
[[ru:Аурихальцит]]
[[sk:Aurichalcit]]
[[sk:Aurichalcit]]
[[sr:Аурикалцит]]
[[sv:Aurikalcit]]
[[sv:Aurikalcit]]
[[uk:Аурихальцит]]
[[uk:Аурихальцит]]

Έκδοση από την 16:54, 3 Νοεμβρίου 2012

Αουριχαλκίτης
Αουριχαλκίτης. Προέλευση: Αριζόνα, ΗΠΑ
Γενικά
ΚατηγορίαΑνθρακικά (ένυδρα)
Χημικός τύπος(Zn, Cu)5(CO3)2(OH)6
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά
Πυκνότητα3,9 gr/cm3
ΧρώμαΑνοικτό πράσινο, γαλαζοπράσινο, γαλάζιο, ενίοτε άχρωμος προς γαλαζωπό
Σύστημα κρυστάλλωσηςΜονοκλινές[1]
ΚρύσταλλοιΜικροί (μέχρι 3 cm), συνήθως παρενεσπαρμένοι ή σε σφαιρικά συσσωματώματα
ΥφήΦλοιώδης, σπανιότερα κοκκώδης, ελασματοειδής ή στηλοειδής
ΔιδυμίαΝαι [2]
Σκληρότητα1 - 2
ΣχισμόςΤέλειος {100}, {001}
ΘραύσηΑνώμαλη, ενίοτε ινώδης
ΛάμψηΜεταξώδης έως μαργαριτώδης
Γραμμή κόνεωςΛευκή, πολύ ανοικτή πράσινη
ΠλεοχρωισμόςΑσθενής, x, y = άχρωμος, z = ανοικτοπράσινος
ΔιαφάνειαΔιαφανής, ημιδιαφανής

Ο αουριχαλκίτης είναι ένυδρο ανθρακικό ορυκτό του χαλκού και του ψευδαργύρου. Το όνομά του προέρχεται, κατά μία εκδοχή, από τις λατινικές λέξεις aurum (χρυσός) και το συνθετικό -chalcum από το ελληνικό «χαλκός», που αποδίδεται ως «χρυσόχρους χαλκός». Κατ' άλλη εκδοχή, το κράμα «ορείχαλκος» έχει τα ίδια μεταλλικά συστατικά με το ορυκτό και ο αλχημιστής Γιόχαν Φρίντριχ Μπέτγκερ (Johann Friedrich Böttger, 1682 - 1719) το ονόμασε με βάση αυτό το χαρακτηριστικό.[3]

Ο αουριχαλκίτης σχηματίζεται σε ζώνες οξείδωσης πρωτογενών χαλκούχων και ψευδαργυρούχων ορυκτών.

Σχετίζεται με ροζασίτη ((Cu, Zn)2CO3(OH)2 και συχνά συγχέεται με αυτόν, ξεχωρίζοντας μόνον από την υφή (ο ροζασίτης είναι στιφρός, σχεδόν ποτέ ελασματοειδής και έχει σκληρότητα 4), σμιθσονίτη, ημιμορφίτη, μαλαχίτη και αζουρίτη.

Υπάρχει σε πολλά σημεία της Γης, αλλά συνήθως σε μικρές ποσότητες. Σημαντικές του εμφανίσεις είναι στα Αλτάια όρη (Ρωσία), στη Σαρδηνία, τη Γαλλία (περιοχή Chessy), τη Γερμανία, το Durango του Μεξικού, το Ιράν, την περιοχή του Tsumeb της Ναμίμπια, την Αυστραλία και τις Πολιτείες Κολοράντο, Καλιφόρνια, Νέο Μεξικό και Γιούτα των ΗΠΑ. Στην Ελλάδα ανευρίσκεται στα μεταλλεία Λαυρίου (περιοχές Καμάριζα, Σούνιο, Έλαφος και Αγία Βαρβάρα). Χρησιμοποιείται, ως έλασσον ορυκτό, για την παραγωγή ψευδαργύρου και χαλκού.

Πηγές

Δείτε επίσης

Βιβλιογραφία

  • James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008 ISBN 1443742244
  • Frederick H. Pough, Roger Tory Peterson, Jeffrey (PHT) Scovil, A Field Guide to Rocks and Minerals, Houghton Mifflin Harcourt, 1988 ISBN 039591096X
  • Walter Schumann, R. Bradshaw, K. A. G. Mills, Handbook of Rocks, Minerals and Gemstones, Houghton Mifflin Harcourt, 1993 ISBN 0395511372

Σημειώσεις

  1. Η διδυμία ενίοτε προκαλεί αλλοίωση συμμετρίας προς το ρομβικό σύστημα, γι' αυτό και ορισμένες φορές αναφέρεται ως σύστημα κρυστάλλωσης το «ψευδορομβικό».
  2. Διαπιστώθηκε μέσω ακτίνων Χ, δεν παρατηρείται, λόγω υφής, μακροσκοπικά.
  3. Ο όρος «ορείχαλκος» σημαίνει «χαλκός του όρους» και όχι χρυσόχρους χαλκός.