Σοβιετικός πόλεμος στο Αφγανιστάν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 26: Γραμμή 26:
Ύστερα από την [[Οκτωβριανή Επανάσταση]], το 1919, η Σοβιετική κυβέρνηση έδωσε στο Αφγανιστάν μια τεράστια ποσότητα από χρήματα και πολεμοφόδια, υποστηρίζοντας έτσι την αφγανική αντίσταση εναντίον των Βρετανών.
Ύστερα από την [[Οκτωβριανή Επανάσταση]], το 1919, η Σοβιετική κυβέρνηση έδωσε στο Αφγανιστάν μια τεράστια ποσότητα από χρήματα και πολεμοφόδια, υποστηρίζοντας έτσι την αφγανική αντίσταση εναντίον των Βρετανών.
==Απότίμηση του πολέμου==
==Απότίμηση του πολέμου==
Η εισβολή του Σοβιετικού στρατού συνιστούσε μια αμυντική ενέργεια η οποία αποσκοπούσε στην στην άμυνα της [[Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών|Ε.Σ.Σ.Δ.]] από ενδεχόμενη επέκταση της ''Ιρανικής επανάστασης''. Ταυτόχρονα όμως αποτελούσε και επίθεση σε ένα εχθρό της Δύσης, καθώς με αυτήν συγκρούονταν οι [[Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής]]. Για τη Δύση όμως και ιδιαίτερα για τις [[Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής]], η Σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν ήταν απειλητική, επειδή ερχόταν σε «ανησυχητική γεωγραφική εγγύτητα προς τις πετρελαιοπηγές του Περσικού Κόλπου, σε μια εποχή κατά την οποία οι πετρελαΐκές κρίσεις κατεδείκνυαν την εξάρτηση των δυτικών οικονομιών από το πετρέλαιο της περιοχής»<ref>Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου, εκδ. Πατάκης, Αθήνα, 2004, σελ.281</ref>
Η εισβολή του Σοβιετικού στρατού συνιστούσε μια αμυντική ενέργεια η οποία αποσκοπούσε στην στην άμυνα της [[Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών|Ε.Σ.Σ.Δ.]] από ενδεχόμενη επέκταση της ''Ιρανικής επανάστασης''. Ταυτόχρονα όμως αποτελούσε και επίθεση σε ένα εχθρό της Δύσης, καθώς με αυτήν συγκρούονταν οι [[Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής]]. Για τη Δύση όμως και ιδιαίτερα για τις [[Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής]], η Σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν ήταν απειλητική, επειδή ερχόταν σε «ανησυχητική γεωγραφική εγγύτητα προς τις πετρελαιοπηγές του Περσικού Κόλπου, σε μια εποχή κατά την οποία οι πετρελαΐκές κρίσεις κατεδείκνυαν την εξάρτηση των δυτικών οικονομιών από το πετρέλαιο της περιοχής»<ref>Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου, εκδ. Πατάκης, Αθήνα, 2004, σελ.281</ref> Έτσι κινδύευαν να βρεθούν οικονομικά εξαρτημένες από την [[Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών|Ε.Σ.Σ.Δ.]].
Επίσης, η σοβιετική εισβολή αποτελούσε την πρώτη εκτός ορίων του σοβιετικού συνασπισμού επιχείρηση του ισχυρότατου Ερυθρού Στρατού.
Για τους Σοβιετικούς το Αφγανιστάν εξελίχθηκε τη δεκαετία του [[1980]] σε ''σοβιετικό Βιετνάμ'' λόγω των τεράστιων στρατιωτικών απωλειών.
Η σοβιετική εισβολή είχε σαν αποτέλεσμα μεταξύ άλλων και τον τερματισμό της περιόδου ύφεσης στον ανταγωνισμό των δύο συνασπισμών.


==Παραπομπές==
==Παραπομπές==

Έκδοση από την 10:34, 20 Ιουνίου 2012

Σοβιετικός πόλεμος στο Αφγανιστάν, γνωστός επίσης ως Σοβιετικο-αφγανικός πόλεμος, ονομάζεται η εννιάχρονη διαμάχη (27 Δεκεμβρίου 1979 - 15 Φεβρουαρίου 1989) που διεξήχθη μεταξύ των σοβιετικών δυνάμεων που υποστηρίζονταν από το κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα Μαρξιστών του Λαού του Αφγανιστάν και της ομάδας αντίστασης των Μουτζαχεντίν. Η ομάδα των Μουτζαχεντίν από την πλευρά της υποστηριζόταν από πλήθος δυνάμεων μεταξύ των οποίων οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η Σαουδική Αραβία, το Πακιστάν και άλλα μουσουλμανικά έθνη. Η όλη διαμάχη διεξήχθη στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου και υπήρξε σύγχρονη με την Ισλαμική Επανάσταση του 1979 και τον Ιρανο-ιρακινό Πόλεμο.

Ιστορικό Υπόβαθρο

Οπλισμένοι Μουτζαχεντίν επιστρέφουν στο κατεστραμμένο χωριό τους, 25 Μαρτίου 1986

Η ρωσική στρατιωτική εμπλοκή στο Αφγανιστάν έχει μακρά ιστορία και χρονολογείται από την εποχή που οι τσάροι της Ρωσίας τον 19ο αιώνα, ανέπτυσσαν επεκτατική πολιτική προς περιοχές του Αφγανιστάν. Η πολιτική αυτή συνάντησε τον ανταγωνισμό από πλευράς της Μ. Βρετανίας, ο οποίος έμεινε γνωστός στην διεθνή πολιτική με τον βρετανικό όρο Μεγάλο Παιχνίδι (Great Game). H αφορμή για την έξαρση του ρωσοβρετανικού ανταγωνισμού στο Αφγανιστάν, δόθηκε με την λεγόμενη Υπόθεση Παντζάχ, μια στρατιωτική αψιμαχία που σημειώθηκε το 1885 όταν ρωσικές δυνάμεις κατέλαβαν αφγανικά εδάφη, νότια του Ιξώς ποταμού, κοντά στην όαση Παντζάχ. Οι ρωσικές βλέψεις προς την περιοχή του Αφγανιστάν συνεχίστηκαν και αργότερα, όταν η Ρωσία μετασχηματίστηκε σε Σοβιετική Ένωση. Οι Σοβιετικοί ηγέτες, φρόντιζαν να διατηρούν την προσπάθεια διείσδυσής τους στο Αφγανιστάν, στέλνοντας μεγάλες ποσότητες οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας από το 1955 έως το 1978.

Τον Φεβρουάριο του 1979, η επονομαζόμενη Ισλαμική Επανάσταση προκάλεσε την αντικατάσταση του υποστηριζόμενου από της Ηνωμένες Πολιτείες βασιλιά του Αφγανιστάν, από κατακτητές του γειτονικού Ιράν. Ο Αμερικανός πρέσβυς Άντολφ Νταμπς, απήχθη και δολοφονήθηκε από Ισλαμιστές, παρά τις προσπάθειες των δυνάμεων ασφαλείας του Αφγανιστάν και τις εκκλήσεις των Σοβιετικών για την απελευθέρωσή του.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες απέστειλαν ως απάντηση είκοσι πλοία και δύο αεροπλανοφόρα στον Περσικό Κόλπο και στην Αραβική Θάλασσα, ενώ άρχισε μία σειρά από αμοιβαίες απειλές μεταξύ Η.Π.Α. και Ιράν.

Τον Μάρτιο του 1979 υπογράφεται η Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου. Η Σοβιετική ηγεσία είδε την Συνθήκη αυτή ως μέγιστο πλεονέκτημα για την αμερικανική πλευρά. Μιά σοβιετική εφημερίδα αποκάλεσε την Αίγυπτο και το Ισραήλ ως "σταυροφόρους του Πενταγώνου". Ταυτόχρονα, οι Η.Π.Α. έστειλαν 5.000 στρατιώτες ως απεσταλμένους στην Σαουδική Αραβία, κάτι που αποτελούσε επιπλέον απειλή για τα σοβιετικά συμφέροντα στην περιοχή, ενώ από την άλλη πλευρά, το Ιράκ που ως τότε αποτελούσε σύμμαχο της Σοβιετικής Ένωσης, είχε απομακρυνθεί από αυτήν, καθώς αντί να την χρησιμοποιεί ως προμηθευτή όπλων όπως συνέβαινε ως τότε, ανέπτυξε σταδιακά δεσμούς φιλίας με την γαλλική και ιταλική πλευρά, αγοράζοντας όπλα από τις χώρες αυτές.

Η ίδρυση της Δημοκρατίας του Αφγανιστάν

Το Κόμμα των Μαρξιστών του Αφγανιστάν αύξησε την δύναμή του κατά την περίοδο βασιλείας του Μοχάμεντ Ζαχίρ Σαχ από το 1933 έως το 1973 και κυρίως την περίοδο κατά την οποία ήταν πρωθυπουργός ο ξάδερφός του Μοχάμεντ Ντάουν Χαν από το 1954 έως το 1963. Το Κόμμα των Μαρξιστών διασπάστηκε σε δυο φατρίες το 1967. Η λεγόμενη "φράξια των μαζών" είχε ως επικεφαλής τον Νουρ Μοχάμεντ Ταράκι και η "φράξια του εμβλήματος" είχε επικεφαλής τον Μπαμπράκ Καρμάλ. Ο προηγούμενος πρωθυπουργός κατέλαβε την εξουσία από την διεφθαρμένη και αδύναμη οικονομικά βασιλική κυβέρνηση, με μία σχεδόν αναίμακτη εξέγερση στις 17 Ιουλίου του 1973, βάζοντας τέλος στην μοναρχία. Ωστόσο και οι δικές του προσπάθειες για οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη στάθηκαν άκαρπες. Η αυξανόμενη αντιπαλότητα μεταξύ των φραξιών του μαρξιστικού κόμματος πυροδοτήθηκε ακόμη περισσότερο όταν δολοφονήθηκε ένα επιφανές μέλος του κόμματος, ο Μιρ Ακμπάρ Χιμπέρ. Οι μυστηριώδεις συνθήκες του θανάτου του, αύξησαν τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον του πρωθυπουργού, που κατέληξαν στην σύλληψη αρκετών επιφανών Μαρξιστών στην Καμπούλ.

Στις 27 Απριλίου 1878, ο Αφγανικός στρατός δείχνοντας συμπάθεια προς το Κόμμα των Μαρξιστών, εκτέλεσε τον πρωθυπουργό Νταούντ και κάποια μέλη της οικογενείας του. Ο Νουρ Μοχάμεντ Ταράκι, Γενικός Γραμματέας του Μαρξιστικού Κόμματος, έγινε Πρόεδρος του Επαναστατικού Συμβουλίου και πρωθυπουργός της νεοσύστατης Δημοκρατίας του Αφγανιστάν.

Οι φράξιες της νέας κυβέρνησης

Ύστερα από την επανάσταση, ο Ταράκι, ο οποίος είχε στα χέρια του την προεδρία, την πρωθυπουργία και το αξίωμα του Γενικού Γραμματέα του Κόμματος, προχώρησε σε διώξεις, εξορίες και διαγραφές των μελών της αντίπαλης φράξιας. Το κυβερνών κόμμα, κατά τους πρώτους δεκαοκτώ μήνες της θητείας του, εφήρμοσε ένα πρόγραμμα διακυβέρνησης σοβιετικού τύπου. Ο λαός όμως, γαλουχημένος όπως ήταν με τις παραδόσεις του Ισλάμ δεν καλοδέχθηκε τα νέα διατάγματα που προέβλεπαν αλλαγές στον γάμο και στο οικογενειακό δίκαιο. Στα μέσα του 1978 ξεκίνησε νέα εξέγερση εναντίον της κυβερνητικής φρουράς, η οποία εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Τον Σεπτέμβριο του 1979, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Χαφιτζουλάχ Αμίν κατάλαβε την εξουσία, ύστερα από μια ανταλλαγή πυροβολισμών στο παλάτι, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του προέδρου Ταράκι. Ύστερα από δυο μήνες αστάθειας το καθεστώς του Αμίν, το οποίο είχε κινηθεί εναντίον τόσο των εχθρών του στο Κόμμα των Μαρξιστών, όσο και της επανάστασης, κατέρρευσε.

Οι σοβιετικο-αφγανικές σχέσεις

Ύστερα από την Οκτωβριανή Επανάσταση, το 1919, η Σοβιετική κυβέρνηση έδωσε στο Αφγανιστάν μια τεράστια ποσότητα από χρήματα και πολεμοφόδια, υποστηρίζοντας έτσι την αφγανική αντίσταση εναντίον των Βρετανών.

Απότίμηση του πολέμου

Η εισβολή του Σοβιετικού στρατού συνιστούσε μια αμυντική ενέργεια η οποία αποσκοπούσε στην στην άμυνα της Ε.Σ.Σ.Δ. από ενδεχόμενη επέκταση της Ιρανικής επανάστασης. Ταυτόχρονα όμως αποτελούσε και επίθεση σε ένα εχθρό της Δύσης, καθώς με αυτήν συγκρούονταν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Για τη Δύση όμως και ιδιαίτερα για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η Σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν ήταν απειλητική, επειδή ερχόταν σε «ανησυχητική γεωγραφική εγγύτητα προς τις πετρελαιοπηγές του Περσικού Κόλπου, σε μια εποχή κατά την οποία οι πετρελαΐκές κρίσεις κατεδείκνυαν την εξάρτηση των δυτικών οικονομιών από το πετρέλαιο της περιοχής»[1] Έτσι κινδύευαν να βρεθούν οικονομικά εξαρτημένες από την Ε.Σ.Σ.Δ.. Επίσης, η σοβιετική εισβολή αποτελούσε την πρώτη εκτός ορίων του σοβιετικού συνασπισμού επιχείρηση του ισχυρότατου Ερυθρού Στρατού. Για τους Σοβιετικούς το Αφγανιστάν εξελίχθηκε τη δεκαετία του 1980 σε σοβιετικό Βιετνάμ λόγω των τεράστιων στρατιωτικών απωλειών. Η σοβιετική εισβολή είχε σαν αποτέλεσμα μεταξύ άλλων και τον τερματισμό της περιόδου ύφεσης στον ανταγωνισμό των δύο συνασπισμών.

Παραπομπές

  1. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου, εκδ. Πατάκης, Αθήνα, 2004, σελ.281

Πηγή

  • Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου, εκδ. Πατάκης, Αθήνα, 2004, σελ.280-282

Πρότυπο:Link FA Πρότυπο:Link FA