Ρούντολφ Μπούλτμαν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
RedBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ r2.7.2) (Ρομπότ: Προσθήκη: eo:Rudolf Bultmann
Γραμμή 46: Γραμμή 46:
[[de:Rudolf Bultmann]]
[[de:Rudolf Bultmann]]
[[en:Rudolf Bultmann]]
[[en:Rudolf Bultmann]]
[[eo:Rudolf Bultmann]]
[[es:Rudolf Karl Bultmann]]
[[es:Rudolf Karl Bultmann]]
[[fi:Rudolf Bultmann]]
[[fi:Rudolf Bultmann]]

Έκδοση από την 05:58, 9 Ιουνίου 2012

Αρχείο:Rudolf Bultmann Portrait.jpg
Ο Ρούντολφ Μπούλτμαν

Ο Ροδόλφος Κάρολος Μπούλτμαν ή Ρούντολφ Καρλ Μπούλτμαν (γερμ.:Rudolf Karl Bultmann) (20 Αυγούστου-1884-30 Ιουλίου 1976) ήταν Λουθηρανός θεολόγος, και θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους του 20ου αιώνα. Επίσης, διετέλεσε, για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, καθηγητής της Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ.

Υπόβαθρο

Ο Μπούλτμαν, γεννήθηκε στο Βίφελστέντε,κοντά στο Όλντενμπουργκ της Βόρρειας Γερμανίας,και ήταν γιός Λουθηρανού εκκλησιαστικού λειτουργού. Πήρε το απολυτήριό του από το Γυμνάσιο Άλτες του Όλντενμπουργκ, ενώ μελέτησε Θεολογία στο Τύμπιγκεν. Ύστερα από δύο φοιτητικές περιόδους, ο Μπούλτμαν πήγε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου όπου φοίτησε για μεγαλύτερο διάστημα, και επέστρεψε τελικά στο Μάρμπουργκ. Αποφοίτησε το 1910 από το Μάρμπουργκ, με μια διατριβή πάνω στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Δύο χρόνια αργότερα έγινε λέκτορας της Καινής Διαθήκης στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, μετά από αίτηση διορισμού που κατέθεσε, όμως ως καθηγητής πλήρων προσόντων διορίστηκε το 1921, όταν και επέστρεψε στο Μάρμπουργκ, μετά από μικρό διάλειμμα στα Πανεπιστήμια του Μπρεσλάου και του Γκίσεν. Εκεί παρέμεινε ως το 1951, όταν και συνταξιοδοτήθηκε. Παράλληλα εργάσθηκε και ως πάστορας μεταξύ των φοιτητών[1]

Η ιστορία του Μπούλτμαν σχετικά με τη Συνοπτική παράδοση το 1921 ακόμα και σήμερα αξιολογείται και εκτιμάται από την θεολογική κοινότητα ως ένα εξαίσιο έργο σχετικά με τη έρευνα πάνω στα Ευαγγέλια, ακόμα και από αναλυτές οι οποίοι απορρίπτουν τις αναλύσεις του σχετικά με τον συμβατικό ρητορικό τρόπο ή των αφηγηματικών κεφαλαίων και τις ιστορικά προσανατολισμένες αρχές που αποκαλούνται «κριτικές φόρμες» των οποίων ο Μπούλτμαν υπήρξε υπέρμαχος.

Επίσης ήταν μέλος της Ομολογητικής Εκκλησίας[2]και διατήρησε κριτική στάση προς τον εθνικοσοσιαλισμό. Μίλησε ενάντια στην κακομεταχείριση των Εβραίων, ενάντια στις εθνικιστικές υπερβολές και ενάντια στην απόλυση των μη-Άριων Χριστιανών υπουργών.

Θεολογία

Συνεργάτης στην αρχή του γνωστού Ελβετού θεολόγου Καρλ Μπαρθ που με τη διαλεκτική θεολογία του ή θεολογία της κρίσεως αντιτέθηκε στη φιλεύθερη προτεσταντική θεολογία του 19ου αιώνα και στράφηκε προς πνευματικότερα επίπεδα κατανόησης της Αγίας Γραφής Αργότερα θα διαχωρήσει τη θέση του εκπροσωπώντας μια περισσότερο ανθρωπολογική και υπαρξιακή ερμηνεία της Αγίας Γραφής με τη βοήθεια της φιλοσοφικής σκέψεως και ορολογίας του Μάρτιν Χάιντεγκερ Το 1941 εφάρμοσε τις «κριτικές φόρμες» στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, στο οποίο και διέκρινε παρουσία «χαμένων» σημείων στα οποία ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, πίστευε πως εξαρτήθηκε. Αυτή η μονογραφία, που είναι ιδιαίτερα αμφισβητούμενη ακόμα και σήμερα, αποτέλεσε ορόσημο στην έρευνα πάνω στον ιστορικό Ιησού. Το ίδιο έτος με τη διατριβή του σχετικά με την Καινή Διαθήκη και τη Μυθολογία, πρότεινε στους μεταφραστές, για το πρόβλημα της απομυθοποίησης του μηνύματος της Καινής Διαθήκης, να αντικαταστήσουν την παραδοσιακή θεολογία με τη φιλοσοφία του συναδέλφου του και φιλοσόφου Μάρτιν Χάιντεγκερ, ώστε να κατασταθεί προσιτή στο σύγχρονο μορφωμένο ακροατήριο, η πραγματικότητα των διδασκαλιών του Χριστού. Ο Μπούλτμαν παρέμεινε πεπεισμένος πως η αφήγηση της ζωής του Ιησού, προσέφερε θεολογία με μορφή ιστορικής διήγησης. Έτσι τα μαθήματά του, διδάχθηκαν αυστηρώς σε μια οικεία μυθική γλώσσα. Δεν απέκλειε βέβαια και την παραδοσιακή ερμηνεία, αλλά στόχο είχε μια πιο κατανοητή γλώσσα για το σύγχρονο άνθρωπο. Ο Μπούλτμαν επίσης πίστευε, πως η πίστη έπρεπε να γίνει μια καθημερινή πραγματικότητα και αυτό διότι οι άνθρωποι εμφανίζονταν διαρκώς απογοητευμένοι. Ανέφερε μάλιστα χαρακτηριστικά: «Η πίστη πρέπει να είναι μια καθορισμένης ζωτικής σημασία πράξη θέλησης και όχι μια μια επιλογή και "αρχαίων αποδείξεων"»[3].

Μερικοί μελετητές έκριναν τον Μπούλτμαν και άλλους κριτικούς για τον υπερβολικό σκεπτικισμό σχετικά με την ιστορική αξιοπιστία των αφηγημάτων των Ευαγγελίων. Ο αντίκτυπος των ισχυρισμών του δεν είχε γίνει αισθητός μέχρι την αγγλική δημοσίευση του βιβλίου «Κήρυγμα και Μύθος» το 1948.

Υποσημειώσεις

  1. Ιωάννη Καραβιδόπουλου,Νεκρολογία Rudolph Bultmann Δελτίο Βιβλικών Μελετών ,τομ.4 τ/χ.2(1976)σελ.214
  2. Kelley, Shawn (2002). Racializing Jesus: Race, Ideology and the Formation of Modern Biblical Scholarship. Routledge. σελ. 155. ISBN 0415154022. 
  3. Bultmann, Rudolf. New Testament and Mythology and Other Basic Writings. ed. Schubert M. Ogden. Philadelphia: Fortress, 1984. pg 3

Εργογραφία

Rudolph Bultmann ,Ιστορία και εσχατολογία .Η αιωνιότητα ως παρόν ,μτφρ.Αλέξανδρος Κοσματόπουλος ,εισαγωγή Παντελής Καλαϊτζίδης ,εκδ. Ίνδικτος Αθήνα 2008

CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Rudolf Bultmann της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).