Σνίτσελ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: thumb|Βιεννέζικο σνίτσελ '''Σνίτσελ''' (γερμ. '''''Schnitzel''''') αποκαλείται παραδοσι...
 
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 5: Γραμμή 5:
==Ετυμολογία==
==Ετυμολογία==


Η λέξη προέρχεται από το υποκοριστικό '''snitzel''' της λέξης ''sniz'' (''κομμάτι'') στη [[μέση υψηλή γερμανική γλώσσα|μέσης υψηλής γερμανικής]] για την περιγραφή κομμένου κρέατος. Σήμερα η λέξη χρησιμοποιείται με την Αυστριακή σημασία του 19<sup>ου</sup> αιώνα, δηλώνοντας γενικότερα λεπτή φέτα κρέατος ή το μαγειρεμένο αποτέλεσμα συνοδεία ορεκτικών.
Η λέξη προέρχεται από το υποκοριστικό '''snitzel''' της λέξης ''sniz'' (''κομμάτι'') στη [[γερμανικές γλώσσες|μέση υψηλή γερμανική γλώσσα]] για την περιγραφή κομμένου κρέατος. Σήμερα η λέξη χρησιμοποιείται με την Αυστριακή σημασία του 19<sup>ου</sup> αιώνα, δηλώνοντας γενικότερα λεπτή φέτα κρέατος ή το μαγειρεμένο αποτέλεσμα συνοδεία ορεκτικών.


[[Κατηγορία:Αυστριακή κουζίνα]]
[[Κατηγορία:Αυστριακή κουζίνα]]

Έκδοση από την 12:11, 14 Φεβρουαρίου 2012

Βιεννέζικο σνίτσελ

Σνίτσελ (γερμ. Schnitzel) αποκαλείται παραδοσιακό φαγητό της αυστριακής και γερμανικής κουζίνας, διαδεδομένο και δημοφιλές διεθνώς. Γίνεται από κομμάτια κρέατος που, αφού χτυπηθούν με ειδικό ξύλινο σφυρί, πανάρονται και τηγανίζονται σε λάδι. Το κρέας προέρχεται συνήθως από βοδινό ή χοιρινό πόδι, αν και χρησιμοποιείται επίσης πλάτη.

Ετυμολογία

Η λέξη προέρχεται από το υποκοριστικό snitzel της λέξης sniz (κομμάτι) στη μέση υψηλή γερμανική γλώσσα για την περιγραφή κομμένου κρέατος. Σήμερα η λέξη χρησιμοποιείται με την Αυστριακή σημασία του 19ου αιώνα, δηλώνοντας γενικότερα λεπτή φέτα κρέατος ή το μαγειρεμένο αποτέλεσμα συνοδεία ορεκτικών.